Γ ΜΕΡΟΣ
Του Δρ. Ηλία Ηλιόπουλου
Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (Dr. phil)
του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπ/μίου Μονάχου
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 577, σελ. 47, ΙΟΥΝ – ΑΥΓ 2011. Αναδημοσίευση στο
Περί Αλός με την έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»
|
Ο Μπέρτολντ Σενκ,
Κόμις του Στάουφφενμπεργκ
(Berthold Schenk Graf
von Stauffenberg). ΦΩΤΟ:
German Federal Archives
|
Ο Ανώτερος Ναυτοδίκης Berthold Schenk Graf von Stauffenberg
Ο Μπέρτολντ Σενκ, Κόμις του Στάουφφενμπεργκ (BertholdSchenk Graf von Stauffenberg), αδελφός του ΣυνταγματάρχουClaus Schenk Graf vonStauffenberg, ο οποίος υπήρξε ο φυσικός αυτουργός της αποτυχούσης απόπειρας δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ την 20η Ιουλίου 1944, γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1905 και είχε, αρχικά, μία λαμπρή σταδιοδρομία ως νομικός, προτού ενταχθεί στην Γερμανική Ναυτική Δικαιοσύνη.
Το 1935 διορίζεται ως μέλος μιας Επιτροπής για το Δίκαιο του Πολέμου, της οποίας προΐστατο, ως Επίτροπος του Ράιχ, ο Ναύαρχος Βάλτερ Γκλάντις (Walter Gladisch). Αυτή ήταν και η αρχή της γνωριμίας του 30χρονου επιστήμονα με το Πολεμικό Ναυτικό. Συγχρόνως, από το 1936 είναι μέλος της Επιτροπής της Γερμανικής Ακαδημίας για το Δίκαιο του Πολέμου. Αξίζει να σημειωθεί, εξ άλλου, ότι, προηγουμένως, την διετία 1931-33, ο διαπρεπής εκείνος νέος νομικός είχε θητεύσει στην Μόνιμη Γραμματεία Διεθνούς Δικαιοσύνης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης[22]. Μετά την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Berthold von Stauffenberg, Αξιωματικός της Ναυτικής Δικαιοσύνης πλέον, τοποθετήθηκε στο 1ο Τμήμα της Διευθύνσεως Ναυτικού Πολέμου της Γερμανικής Ανωτάτης Ναυτικής Διοικήσεως.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Berthold von Stauffenberg είχε έλθει σε επαφή με εξέχουσες μορφές της λεγομένης «EθνικοΣυντηρητικής Αντιπολιτεύσεως»: τους νομομαθείς Χέλμουτ Τζαίημς, Κόμιτα του Μόλτκε (Helmut James Graf von Moltke) και Πέτρο, Κόμιτα της Υόρκης του Βαρτεμβούργου (Peter Graf Yorck von Wartenburg).
Προϊόντος του πολέμου, η στάση του πρέπει να ήγειρε υπόνοιες, διότι η τοποθέτησή του στην διεύθυνση του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου, στα τέλη του 1943, παρεμποδίσθηκε από τον εγνωσμένων εθνικοσοσιαλιστικών φρονημάτων Κοσμήτορα της «Εταιρείας Kάϊζερ Γουλιέλμος», παρά τις περί του εναντίου προσπάθειες του Ναυάρχου Κανάρη και του Χέλμουτ Τζαίημς φον Μόλτκε (αμφότεροι εμβληματικές μορφές της Αντιστάσεως).
Ο Berthold Schenk Graf von Stauffenberg είχε σημαντικό και αυτοτελή ρόλο στην Στρατιωτική Αντίσταση, όπως καταδεικνύεται από το εύρος και την πυκνότητα των επαφών του προς τους αντιφρονούντες, διαρκούντος του πολέμου, και συγκεκριμένα από το 1942. Υπό το φως της ιστορικής ερεύνης καθίσταται φανερό ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κάποιον, ο οποίος έφερε «απλώς» την ιδιότητα του «αδελφού του Claus». Απ’ εναντίας, ο Berthold αναδεικνύεται σε συνεργάτη «αναντικατάστατο για τον αδελφό του» [23]. Τις παραμονές της απόπειρας δολοφονίας του Χίτλερ (20 Ιουλίου 1944) ο Berthold von Stauffenberg ήταν, πλέον, ο στενότερος και πιο έμπιστος συμμαχητής του ήρωα αδελφού του: Τον συμβούλευε επί πλείστων όσων ζητημάτων πολιτικής, νομικής, διεθνοδικαιικής και φιλοσοφικής φύσεως. Εκπονούσε, βάσει της αρίστης γνώσεώς του και σύμφωνα με τις οδηγίες του Claus, αναρίθμητα σχεδιάσματα και κείμενα, σχετικά με την επικειμένη «Επιχείρηση Βαλκυρία», όπως ήταν η κωδική ονομασία της απόπειρας δολοφονίας του Χίτλερ και της καταλήψεως της εξουσίας από τους αντιφρονούντες Στρατιωτικούς [24].
Ο Berthold von Stauffenberg συμμετείχε σε πολυάριθμες μυστικές συσκέψεις και συζητήσεις, που σκοπό είχαν να διερευνήσουν τους καλυτέρους για την (μαχόμενη σε πολλά μέτωπα και δει- νώς χειμαζόμενη) Γερμανία τρόπους αποτινάξεως του ναζιστικού καθεστώτος. Η αποδοχή της ιδέας της «βασιλοκτονίας» (ή «τυραννοκτονίας») δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση για Αξιωματικούς με αυτήν την συγκεκριμένη ανατροφή και οι οποίοι, επιπροσθέτως, θεωρούσαν ότι δεσμεύονταν από τον Όρκο τους έναντι του Αρχηγού του Κράτους, Καγκελλαρίου και Αρχιστρατήγου. Επιχειρήματα θεολογικής, φιλοσοφικής, πολιτικής, νομικής και στρατιωτικής φύσεως εγείρονταν υπέρ της μιας ή της άλλης απόψεως και συζητούνταν διεξοδικά. Εν επιγνώσει του τυπικώς παρανόμου της ενεργείας τους, οι αντιφρονούντες Στρατιωτικοί ασπάσθηκαν τελικώς την άποψη περί του θεμιτού της Τυραννοκτονίας. Η μελέτη του υλικού των σχετικών διαλόγων θα έκανε ακόμη
και ακαδημαϊκούς ειδήμονες περί τον Αριστοτέλη ή την Αντιγόνη του Σοφοκλέους να ζηλέψουν για το εύρος των γνώσεων και το εκτενές της επιχειρηματολογίας.
Ομοίως κρίσιμο ήταν και το συνακόλουθο ερώτημα περί του τι έμελλε γενέσθαι την επομένη ημέρα [25]. Βεβαίως, το παροιμιώδες «παράθυρο ευκαιρίας», για να δανεισθούμε μία σύγχρονη έκφραση του συρμού, φάνηκε να ανοίγει με την επιτυχή απόβαση των Δυτικών Συμμάχων στην Νορμανδία (6 Ιουνίου 1944). Η προσέγγιση της Στρατιωτικής Αντιστάσεως με τους προελαύνοντες Αγγλο-Αμερικανούς φαινόταν περισσότερο εφικτή παρά ποτέ, ου μην αλλά και επιτακτική και επείγουσα, αφού μόνον κατόπιν μιας συνεννοήσεως με τους Δυτικούς θα μπορούσαν οι Γερμανοί Στρατιωτικοί να αφοσιωθούν στην αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής, την οποία αξιολογούσαν ως πολύ κρισιμότερη για την ίδια την ύπαρξη της Γερμανίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εξόντωση του Χίτλερ και η εγκαθίδρυση μιας νέας, έστω μεταβατικής, Γερμανικής Κυβερνήσεως εθεωρούντο όροι εκ των ων ουκ άνευ πάσης συνεννοήσεως με τους Αγγλο-αμερικανούς, δοθέντος ότι οιαδήποτε διαβούλευση των τελευταίων με τον Φύρερ ήταν αδιανόητη [26].
Σε όλες αυτές τις περιπετειώδεις και αγωνιώδεις αναζητήσεις ο Berthold Schenk Graf von Stauffenbergδιαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, συν τοις άλλοις εξ αιτίας και των νομικών και διεθνοδικαιικών γνώσεών του αλλά και της εν γένει παιδείας του. Αναλόγως βαρύ ήταν το τίμημα που εκλήθη να καταβάλει όταν η επιχείρηση ανατροπής του Χίτλερ απέτυχε. Ο Ανώτερος Ναυτοδίκης του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού συνελήφθη ήδη το απόγευμα της 20ής Ιουλίου 1944, στο Βερολίνο. Είχε δε το θλιβερό προνόμιο να δει να παίρνουν τον αδελφό του, Συνταγματάρχη Claus Schenk Graf von Stauffenberg, τον Ήρωα Πολέμου και φυσικό αυτουργό της απόπειρας δολοφονίας του Χίτλερ, τον «άνδρα με το ένα μάτι και το ένα χέρι», από το κελλί, για να τον οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Άξιον μνείας είναι, εξ άλλου, το γεγονός ότι ο Αξιωματικός του Ναυτικού δεν λύγισε μπροστά στην GESTAPO(Geheime Staatspolizei: η διαβόητη για τις μεθόδους της Υπηρεσία Μυστικής Κρατικής Ασφαλείας του Τρίτου Ράιχ). Η αναφορά της GESTAPO για την ανάκριση του Ανωτέρου Ναυτοδίκη Berthold Schenk Graf von Stauffenberg έγραφε ότι ο περί ου ο λόγος υπήρξε «ένας εκ των πολύ λίγων» που παρέμειναν «πλήρως ανεπίδεκτοι μαθήσεως και φανατικοί» [27]. Η λακωνική δήλωσή του χαρακτηρίσθηκε «ως το σαφέστερο και (συνάμα) δριμύτερο “κατηγορώ” κατά του Χίτλερ που ίσως εγράφη ποτέ...» [28]. Σύμφωνα με την συγκλονιστική ρήση ενός Γερμανού συγγραφέα, «εδώ αποκαλύπτεται ένας τύπος Γερμανού, ο οποίος, ως εκ των θρησκευτικών, πολιτικών και ουμανιστικών καταβολών του, ήταν απολύτως απελευθερωμένος από τον Χίτλερ και τον Εθνικοσοσιαλισμό.» [29]
Ο Ναυτοδίκης καταδικάσθηκε εις θάνατον από το «Ανώτατο Λαϊκό Δικαστήριο» του Ράιχ στις 10 Αυγούστου 1944 και εντός της ιδίας ημέρας εξετελέσθη δι’ απαγχονισμού, από κοινού με τον Πλωτάρχη Alfred Kranzfelder και τον έφεδρο Υπολοχαγό Fritz Dietlof Graf vonder Schulenburg.
|
Ο Πλωτάρχης Αλφρέδος Κραντσφέλντερ (Alfred Kranzfelder)
(Quelle: © Presse- und Informationszentrum Marine)
|
Ο Πλωτάρχης Alfred Kranzfelder
Ο Αλφρέδος Κραντσφέλντερ (Alfred Kranzfelder) γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1908 στο Kempten, στην ορεινή περιοχή Allgaeu της Βαυαρίας.
Αποφοίτησε από σχολείο Ιησουϊτών και ενετάχθη στο Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό στις 4 Απριλίου 1927.
Εξ αιτίας του θανάτου του πατέρα του και των οικογενειακών οικονομικών δυχερειών που προέκυψαν εξ αυτού, ο Άλφρεντ Κραντσφέλντερ δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την επιστημονική ή καλλιτεχνική διαδρομή προς την οποία φέρεται να είχε κλίση. Εν τούτοις, το Πολεμικό Ναυτικό τον ενθουσίασε, ιδίως ένεκα της δυνατότητας μακρών ταξιδίων και της συνακόλουθης γνωριμίας πολλών χωρών και πολιτισμών. «Πολιτιστικό ενδιαφέρον» είναι κάτι το οποίο πιστώνει στον νεαρό δόκιμο η βιβλιογραφία [30].
Κατά την διάρκεια της φοιτήσεώς του στην Σχολή του Πολεμικού Ναυτικού του Μύρβικ, ο Alfred Kranzfelder διακρίθηκε για τις επιδόσεις του και επελέγη ως Αρχηγός της Τάξεώς του. Την 1η Απριλίου του 1929 αναγορεύθηκε Σημαιοφόρος και την 1η Οκτωβρίου 1931 προήχθη σε Ανθυποπλοίαρχο.
Μεταξύ άλλων φοίτησε στην Σχολή Ναυτικού Πυροβολικού του Κιέβου. Πολεμική εμπειρία απέκτησε στο κατάστρωμα του θωρηκτού «Ναύαρχος Σέερ» (Admiral Scheer), το οποίο συμμετέσχε στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Την 1η Οκτωβρίου 1936 προήχθη σε Πλωτάρχη. Εξ αιτίας ενός προβλήματος υγείας, όμως, απομακρύνθηκε από τα πλοία και ανέλαβε υπηρεσία από 29ης Φεβρουαρίου 1940 στο Τμήμα Επιχειρήσεων (Operationsabteilung) της Διευθύνσεως Ναυτικού Πολέμου (Seekriegsleitung), με καθήκοντα στους τομείς του Διεθνούς Δικαίου και της Πολιτικής (Referate Ic & Ii). Η αξιολόγησή του υπό των ανωτέρων του παρέμεινε πάντοτε αρίστη. Την 1η Σεπτεμβρίου 1941 προήχθη σε Αντιπλοίαρχο [31].
Ο Έφεδρος Πλωτάρχης (και Καθηγητής Πανεπ/μίου) Kurt Bauch απέδωσε μεταπολεμικώς την προσωπογραφία του Kranzfelder ως εξής:
«Ο Kranzfelder ήταν ένας έξοχος Αξιωματικός, ο τύπος του διανοουμένου Αξιωματικού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, με μαθηματικά-επιστημονικά ενδιαφέροντα και ικανότητες. Ήταν αυστηρών βαυαρικών-καθολικών αρχών, με εξαιρετικά ταλαντούχο προσωπικότητα, και άφοβος.» [32].
Η τύχη – ή, μάλλον, ο τομέας ευθύνης του – το έφερε έτσι, ώστε ο εν λόγω Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, μαζί με τους λοιπούς συναδέλφους του των προαναφερθέντων Γραφείων Πολιτικής και Διεθνούς Δικαίου του Τμήματος Επιχειρήσεων της Διευθύνσεως Ναυτικού Πολέμου, να αποκτήσουν πρόσβαση σε ακριβείς και μη λογοκριθείσες αναφορές περί της πολιτικοστρατιωτικής καταστάσεως του πολέμου.
Αυτό φαίνεται, κατά την κρίση των ερευνητών της Γερμανικής Ναυτικής Ιστορίας, να εξηγεί το αξιοσημείωτα υψηλό ποσοστό συμμετοχής Αξιωματικών αυτών των Γραφείων στην Στρατιωτική Αντίσταση κατά του ναζιστικού καθεστώτος. Πράγματι, πέραν του προαναφερθέντος Alfred Kranzfelder, συμμετείχαν οι εξής συνάδελφοί του:
ο Πλωτάρχης Sydney Jessen,
ο Αντιπλοίαρχος Arnold Mardersteig,
ο Πλωτάρχης Kurt Bauch,
ο Ναύαρχος της Ναυτικής Δικαιοσύνης Curt Eckhardt.
Σε αυτούς, βεβαίως, οφείλει να προστεθεί και ο προαναφερθείς Ανώτερος Ναυτοδίκης Berthold Schenk Graf von Stauffenberg [33]. Σημειωτέον ότι άπαντες οι προαναφερθέντες ήσαν Διδάκτορες Πανεπιστημίων, ειδικώτερα δε ο Έφεδρος Πλωτάρχης Kurt Bauch ήταν Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης.
Ο Πλωτάρχης Kranzfelder συνδεόταν με ιδιαίτερη φιλία με τον Ανώτερο Ναυτοδίκη von Stauffenberg, καθώς και με τον Πλωτάρχη Jessen. Λόγω του τομέα ευθύνης του, εξ άλλου, είχε την δυνατότητα να διαθέτει διαρκή και ακριβή εικόνα της πραγματικής πολεμικής εξελίξεως, γεγονός το οποίο ενίσχυσε τα μέγιστα τον σκεπτικισμό του αναφορικά με την δυνατότητα της «Τελικής Νίκης», που προπαγάνδιζε το καθεστώς. Συνάμα πύκνωναν οι ενδοιασμοί τουΑξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού ως προς το διεθνοδικαιικώς νόμιμον των γερμανικών ενεργειών, τους οποίους συμμερίζονταν και οι συνεργάτες και συνομιλητές του [34].
Το φθινόπωρο του 1943, ο Ναυτοδίκης Berthold von Stauffenberg μύησε τον Πλωτάρχη Kranzfelder στα σχέδια ανατροπής του Χίτλερ. Στην πρώτη, υπαινικτική, κρούση του Stauffenberg ότι ο Φύρερ «θα πρέπει πια να βγει από την μέση», ο Kranzfelder απήντησε με την παρατήρηση ότι «δεν ευρίσκεται κανείς για κάτι τέτοιο». Ο Stauffenberg ανταπήντησε ότι «ασφαλώς υπάρχουν άνθρωποι γι’ αυτό, διότι ούτε οι Στρατηγοί πλέον υποστηρίζουν την πολιτική του Χίτλερ» [35]. Και εξήγησε στον συνομιλητή του ότι αυτή η στάση των Στρατηγών οφείλεται καθοριστικά στην έλλειψη προοπτικής της στρατιωτικής καταστάσεως, η οποία μακροπροθέσμως απειλεί την ίδια την ύπαρξη του Γερμανικού Ράιχ. Η μόνη λύση ήταν η συνεργασία με τους Δυτικούς Συμμάχους εναντίον της εξ ανατολών απειλής, αλλά «εμπόδιο μιας τέτοιας λύσεως στέκεται ο Αδόλφος Χίτλερ» [36].
Ο Πλωτάρχης Kranzfelder ανέπτυξε την ανατρεπτική του δράση από το φθινόπωρο του 1943 και εξής. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες πυρετώδεις συσκέψεις με τον Berthold von Stauffenberg καθώς και με τον Πλωτάρχη Jessen, τον οποίο προσεταιρίσθηκαν. Μετά ταύτα, προσέγγισαν τον Πλοίαρχο Max Kupfer, Προϊστάμενο του –κρίσιμου– Τμήματος Διαβιβάσεως Πληροφοριών της Διευθύνσεως Ναυτικού Πολέμου. Ο Πλοίαρχος Κούπφερ προσχώρησε στην Στρατιωτική Αντίσταση και υποσχέθηκε να παράσχει ακώλυτη διαβίβαση όλων των αναγκαίων τηλεγραφημάτων την χρονική στιγμή διενεργείας της απόπειρας κατά του Χίτλερ. Δυστυχώς, όμως, μετατέθηκε και, έτσι, την κρίσιμη στιγμή δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει την υπόσχεσή του.
Τους πρώτους μήνες του έτους 1944, οι ελπίδες του Πλωτάρχου Kranzfelder για την διενέργεια του περιθρύλητου στρατιωτικού πραξικοπήματος προς ανατροπή του Χίτλερ έμοιαζαν μειωμένες. Μετά την απόβαση στην Νορμανδία, και συνεπεία αυτής, έβλεπε μάλιστα να ελαχιστοποιούνται οι προοπτικές επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος, δοθέντος ότι, κατά την εκτίμησή του, την οποία συμμεριζόταν και ο Berthold vonStauffenberg, θεμελιώδης προϋπόθεση της ενάρξεως διαπραγματεύσεων με τους Δυτικούς Συμμάχους, και της αίσιας εκβάσεώς τους, αποτελούσε η ύπαρξη σταθερών μετώπων.
|
Προτομή του Κλάους φον Στάουφενμπεργκ (Claus Schenk Graf von Stauffenberg). Έργο του Frank Mehnert (1930). ΦΩΤΟ: Adam Carr/en.wikipedia |
Παρά ταύτα, ο Αξιωματικός του Ναυτικού εξεδήλωσε την υποστήριξή του προς το κίνημα, ευθύς μόλις ο Berthold von Stauffenberg τον πληροφόρησε για την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ, που επρόκειτο να λάβει χώρα την 20η Ιουλίου 1944 στο οχυρό Στρατηγείο του Φύρερ στο Μπαίλντε.
Μολονότι δεν πίστευε και πολύ στην επιτυχία του εγχειρήματος, ο Πλωτάρχης Kranzfelder φέρεται να υιοθέτησε τα λόγια του Συνταγματάρχου Claus von Stauffenberg: «Ουδεμία άλλη επιλογή υπάρχει. Διέβημεν τον Ρουβίκωνα» [37].
Τις παραμονές της απόπειρας κατά του Χίτλερ, ο Kranzfelder είχε αναδειχθεί σε έναν εκ των στενοτέρων συνεργατών και σπουδαιοτέρων πληροφοριοδοτών του Stauffenberg. Ο ρόλος του συνίστατο, συγκεκριμένα, στην παρατήρηση της καταστάσεως στην έδρα της Διευθύνσεως Ναυτικού Πολέμου, στο Μπέρναου του Βερολίνου, και στην συνακόλουθη εκπόνηση και αποστολή αναφοράς (κωδική ονομασία «Κοράλλι») για το κρίσιμο ζήτημα του πώς θα συμπεριφέρονταν, μετά την έκρηξη του στρατιωτικού κινήματος, ο Μέγας Ναύαρχος Κάρολος Νταίνιτς (Karl Doenitz), Αρχηγός του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, και ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Μάϊζελ (Wilhelm Meisel), από 1ης Μαΐου 1944 Διευθυντής της Διευθύνσεως Ναυτικού Πολέμου – ιδιαιτέρως δε πώς θα αντιδρούσαν οι κορυφές του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού στην εντολή που θα τους διεβιβάζετο να παρουσιασθούν αμέσως ενώπιον του Στρατάρχου Έρβιν φον Βιτσλέμπεν (Erwin von Witzleben)[38]. Εν ανάγκη, ο Kranzfelder είχε εντολή να επέμβει και να συλλάβει τον Μ. Ναύαρχο Νταίνιτς. Δι’ αυτού του τρόπου έπρεπε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο εκδόσεως Διαταγών προς το Πολεμικό Ναυτικό, εκ μέρους της Ηγεσίας, οι οποίες θα οδηγούσαν στην παρεμπόδιση της επιθυμητής εκβάσεως του στρατιωτικού κινήματος.
Ο Kranzfelder θα ανέμενε τηλεφώνημα του Berthold von Stauffenberg, μετά την επιτυχή έκβαση της δολοφονικής απόπειρας κατά του Χίτλερ. Ο Berthold θα τον πληροφορούσε ότι «είναι ασθενής», σήμα ότι όλα είχαν εξελιχθεί σύμφωνα με το σχέδιο.
Προδήλως, το διακαώς αναμενόμενο τηλεφώνημα δεν ήλθε ποτέ, καθώς τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά, όπως γνωρίζουμε.
Μετά την αποτυχία της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του Χίτλερ (εκ της οποίας ο Φύρερ σώθηκε κυριολεκτικώς ως εκ θαύματος) και την επακόλουθη αποκάλυψη της ευρύτερης συνομωσίας, τα ίχνη του Ναυτοδίκη οδήγησαν και στον στενό του φίλο και συνεργάτη, Πλωτάρχη Kranzfelder. Συνελήφθη στις 24 Ιουλίου 1944 και οδηγήθηκε στο Βερολίνο, για να παραδοθεί στην Γκεστάπο. Κατά την διάρκεια των ανακρίσεων, ο Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού επέμεινε στις ενέργειές του, ενώ απήντησε στο ερώτημα «γιατί δεν κατέδωσε πράξεις εσχάτης προδοσίας», επικαλούμενος την αρχή της φιλίας: «Δεν μπορούσα να προδώσω σύντροφο» δήλωσε, εννοώντας αμφοτέρους τους αδελφούς Stauffenberg καθώς και τους λοιπούς Αξιωματικούς-συναδέλφους του [39]. Καταδικάσθηκε από το Ανώτατο Λαϊκό Δικαστήριο του Ράιχ εις θάνατον στις 10 Αυγούστου 1944 και απαγχονίσθηκε ευθύς αμέσως.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Η εχθρική στάση των προαναφερθέντων Αξιωματικών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού – και πολλών άλλων συναδέλφων τους – έναντι του ναζιστικού καθεστώτος απέρρεε πρωτίστως από την προσήλωσή τους στις κλασσικές ανθρωπιστικές και χριστιανικές αρχές, με τις οποίες είχαν γαλουχηθεί, και για την δριμύτατη παραβίαση των οποίων δυσφορούσαν ολοένα και περισσότερο και επέκριναν το καθεστώς.
Αναντιλέκτως, είναι αξιοσημείωτο ότι αρχικά, όπως και η τεράστια πλειονότητα των Αξιωματικών, αλλά και των πολιτών εν γένει, διέκειντο και αυτοί φιλικά έναντι ορισμένων πτυχών και διακηρύξεων του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος: γέννημα της εποχής τους, συμμερίζονταν την ανάγκη να επέλθει εθνική αναγέννηση της ηττημένης και δεινώς ταπεινωμένης Γερμανίας, υπέρβαση της κομματοκρατίας, φαυλοκρατίας και διαφθοράς της ασταθούς και προβληματικής Μεσοπολεμικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, υπεύθυνη και ισχυρή κυβέρνηση που θα δρα επ’ ωφελεία του δημοσίου συμφέροντος κ.λ.π.
Έγραφε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Berthold von Stauffenberg: «Στο εσωπολιτικό πεδίο επικροτούσαμε τις βασικές ιδέες του Εθνικοσοσιαλισμού, ως επί το πλείστον: η ιδέα της Αρχής του Φύρερ, της στιβαρής ηγεσίας των ειδημόνων, συνδεδεμένη με μία υγιή ιεραρχική τάξη και με την ιδέα της εθνικής κοινότητας, η θεμελιώδης αρχή «το κοινό συμφέρον προηγείται του ατομικού», ο αγώνας κατά της διαφθοράς, η ενίσχυση του αγροτικού στοιχείου…, η βούληση μιας νέας γερμανικής τάξεως… (όλα αυτά) μας φαίνονταν υγιή και ελπιδοφόρα.» Πλην όμως, αυτές «οι βασικές αρχές, κατά την εφαρμογή τους από το καθεστώς, αντεστράφησαν σχεδόν όλες στο αντίθετό τους.» [40]
Ο Berthold von Stauffenberg, όπως και ο αδελφός του –και εκατομμύρια άλλων Γερμανών– είχαν αρχικά επιδοκιμάσει τις εθνικιστικές ιδέες του Εθνικοσοσιαλισμού, κατ’ αρχήν και επί της ουσίας, αλλά θεωρούσαν ορισμένες απόψεις του καθεστώτος και υπερβολικές και καθ’ υπερβολήν εφαρμοζόμενες.
Κυρίως δυσανασχετούσαν, όπως και μία μεγάλη μερίδα Αξιωματικών, με τα εγκλήματα πολέμου και τα έκτροπα εις βάρος αμάχων, ιδίως δε με το ζήτημα των διώξεων των Εβραίων και του εγκλεισμού τους σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Στα γραπτά του ο Ανώτερος Ναυτοδίκης φον Στάουφφενμπεργκ, αναφερόμενος στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τα εγκλήματα κατά των Εβραίων, εξέφραζε την γνώμη ότι «οι Γερμανοί υπαίτιοι θα όφειλαν να λογοδοτήσουν για την διαπραχθείσα αδικία, προ της ήττας, (διότι) το όφειλαν αυτό (οι Γερμανοί) στον εαυτό τους και στον κόσμο – και καμία θυσία δεν θα ήταν αρκετή εν προκειμένω.» [41]
O Αξιωματικός της Ναυτικής Δικαιοσύνης, ο Πλωτάρχης Alfred Kranzfelder, ο Ναύαρχος Wilhelm Franz Canaris και τόσοι άλλοι αποτελούν τυπικά παραδείγματα Γερμανών Αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού (και όχι μόνον) της εποχής εκείνης: Ασπάζονταν μεν τις αντιλήψεις περί εθνικής ανατάσεως, οικονομικής εξυγιάνσεως, αποκαταστάσεως του διεθνούς κύρους της χώρας τους
και στιβαρής και αποτελεσματικής ηγεσίας, πλην όμως αποστρέφονταν τον παροξυσμό αυταρχικής βίας και τις φυλετικές και πολιτικές διώξεις στο εσωτερικό του κράτους και την υπερφίαλη, αλαζονική και, εν τέλει, λίαν επικίνδυνη για τα καλώς εννοούμενα γερμανικά εθνικά συμφέροντα και τους λελογισμένους εθνικούς σκοπούς επεκτατική πολιτική του χιτλερικού καθεστώτος στο εξωτερικό.
Οι σκέψεις και εκμυστηρεύσεις τους αντικατοπτρίζουν, για μεγάλο διάστημα, την (επανειλημμένως διαπιστωθείσα) αντιφατικότητα και αμφισημία των αντιλήψεων και θέσεων εκείνων των Αξιωματικών που προσχώρησαν στην λεγόμενη Εθνικο-Συντηρητική Αντιπολίτευση και στην Στρατιωτική Αντίσταση κατά του Χίτλερ, μολονότι είχαν, αρχικά, συμπράξει ή, έστω, επικροτήσει την άνοδο του Ναζισμού στην αρχή. Κατά κανόνα, η προσχώρησή τους στην Αντίσταση υπαγορευόταν από την ωρίμαση της βουλήσεώς τους να μη συνεχίσουν να φέρουν στους ώμους τους το βάρος της ευθύνης (και σταδιακώς: της ενοχής) για την πολιτική ενός καθεστώτος, που προδήλως ήταν κάτι ποιοτικώς διάφορον από μία συνήθη στιβαρή, συντηρητική μορφή διακυβέρνησης, έστω επί το αυταρχικώτερον – και το οποίο καθεστώς ερχόταν ολοένα και πιο απροκάλυπτα σε ευθεία αντίθεση με τις κλασσικές ουμανιστικές και συντηρητικές χριστιανικές (καθολικές ή ευαγγελικές) αρχές και αξίες, με τις οποίες είχαν γαλουχηθεί οι Αξιωματικοί εκείνοι.
Η «οδός προς την Ταρσό» ήταν για τους Αξιωματικούς του Γερμανικού Ναυτικού η συνειδητοποίηση της «υφαρπαγής της εξουσίας» (Machtergreifung) και του κράτους (το οποίο τόσο είχαν μάθει να τιμούν, να σέβονται και να υπηρετούν) από έναν άθλιο εσμό ανθρώπων, που προ ουδενός ορρωδούσαν: «Αντί “χαρισματικών” ηγετών ήλθαν σε γενικές γραμμές στην κορυφή “ανθρωπάκια”, τα οποία ασκούσαν μιαν ανεξέλεγκτη εξουσία», σημείωνε ένας εκ των προαναφερθέντων Αξ/κών [42]. Ιδιαιτέρως τους ενοχλούσε ότι «υπεδαυλίζετο το μίσος» - κατά των ανωτέρων τάξεων, κατά των διανοουμένων, κατά των Εβραίων - και γενικώς «αφυπνίζετο όσο το δυνατόν περισσότερο το φθονερό ένστικτο του μικροαστού» [43]. Ο Ντήτλοφ φον ντερ Σούλενμπουργκ (Dietlof von der Schulenburg) εξέφρασε ακόμη πιο εύστοχα το τι σήμαινε το καθεστώς της εποχής: «Βία χωρίς μέτρο, μέσα και έξω».
Η διάβαση του Ρουβίκωνα, η απόπειρα Τυραννοκτονίας και η μετάβαση στο επόμενο - και τελικό - στάδιο της επιχειρήσεως ανατροπής του Δικτάτορα υπήρξε γι’ αυτήν την μερίδα των Αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού η φυσική και αναμενόμενη κατάληξη. Ο αγώνας τους – εν πολλοίς μάταιος, εκ προοιμίου καταδικασμένος σε αποτυχία και χωρίς την παραμικρή πολιτική στήριξη από πλευράς Δυτικών Συμμάχων – είχε γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους τον χαρακτήρα του τραγικού. Εν τέλει, επρόκειτο για μια απέλπιδα «Εξέγερση Συνειδήσεως» (Aufstand des Gewissens), μιαν ύστατη απόπειρα να διασώσουν την τιμή των οικογενειών τους, του Όπλου τους και της Πατρίδας τους.
http://perialos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_31.html
Για το Α΄ΜΕΡΟΣ πιέσατε ΕΔΩ
Για το Β’ ΜΕΡΟΣ πιέσατε ΕΔΩ
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva post