Εγκατέλειψα την Ελλάδα προ εφταετίας. Τις καλές εποχές δηλαδή. Ολυμπιακοί, ευρωπαϊκό, Eurovision και καφάσια οι άδειες σαμπάνιες στη Μύκονο. «Που πας;», με ρωτούσαν απορημένοι οι φίλοι μου. «Πουθενά δεν θα βρεις καλύτερα!». Τώρα πια η στάση τους έχει αλλάξει. «Μη τυχόν και γυρίσεις! Καλά είσαι εκεί. Δεν παλεύεται εδώ η κατάσταση.».
Όχι, ουδεμία αίσθηση διορατικότητας είχα για τα δεινά που έμελε να ακολουθήσουν. Προφήτης δεν είμαι, πόσο δε μάλλον σοφός. Πολύ απλά δεν είχα «δόντι», κομματικό μέσο, γνωριμίες ή οικογενειακή επιχείρηση. Αλλά ούτε και τη διάθεση να ανταγωνιστώ αυτούς που τα είχαν. Με λίγα λόγια, καμία τύχη. Είχα ανάγκη από ένα σύστημα που να προστατεύει τον πολίτη από την ανομία. Ένα σύστημα που να αποδέχεται ως αλήθεια το αυτονόητο, να επιβραβεύει το άριστο και να απορρίπτει τον παραλογισμό. Τα κουβαδάκια μου, δηλαδή, και σε άλλη παραλία!
Θα μου πείτε τώρα, δικαίως, «τι δουλειά έχεις εσύ να εκφέρεις άποψη για τα τεκταινόμενα; Τι σε κόφτει; Αφού είσαι αμέτοχος, δεν σε αγγίζουν ούτε το μεσοπρόθεσμο, ούτε οι οριζόντιες μειώσεις μισθών και συντάξεων.» Οι πιο παθιασμένοι θα βιαστούν να με κρίνουν. «Έξω από το χορό πολλά τραγούδια λες. Δεν κάθεσαι στα αυγά σου εκεί στο Λονδίνο και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι νομίζουμε.» Σωστό, εν μέρει. Αλλά επειδή ακριβώς είμαι αμέτοχος διαθέτω και το εξής πλεονέκτημα. Βλέπω τα πράγματα αποστασιοποιημένος από πάθη και συγκινησιακές φορτίσεις. Με ψυχρή λογική. Κι έτσι λογικά και ψυχρά επιθυμώ να εκφράσω την ακόλουθη απορία προς άπαντες αγανακτισμένους. Μα, αλήθεια, πραγματικά δεν γνωρίζετε ποιοι τα φάγανε τα λεφτά; Δεν έχετε την παραμικρή ιδέα ποιοι είναι οι κλέφτες, οι ψεύτες κι οι λωποδύτες; Θέλετε να τους ξετρυπώσετε, το γνωρίζω, μα πολύ φοβάμαι πως ψάχνετε σε λάθος κρυψώνες.