Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Τα εγγλέζικα της Οξφόρδης

Από τα κειμήλια του Περί Αλός

Γεωργίου Π. Σπορίδη
Εφ. Σημαιοφόρου


Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ.Π. Σπορίδη
«Ναυτικές Ιστορίες», Αθήνα 1974.


Από το βιβλίο του Γ.Π. Σπορίδη «Ναυτικές Ιστορίες»,
Αθήνα 1974. Βλέπε σημ. συγγραφέως.
 

Γιες σερ, είπε ο Εγγλέζος. Γιες σερ. Όπως σας τα λέω. Χιζ Μάτζεστυ θα έλθη αυτοπροσώπως. Και λάβετε τα μέτρα σας.

-Ο ίδιος ο Βασιλιάς;

-Ο ίδιος. Το είπε καθαρά: «Θέλω να ιδώ και να επιθεωρήσω ένα συμμαχικό πλοίο». Το δικό σας είναι εδώ, στο δικό σας θα έλθη.

-Γιες σερ, είπε με τη σειρά του ο κυβερνήτης μας Γιες σερ. Να κοπιάσει. Θα είμαστε απίκο.

Χαιρέτησε ο Εγγλέζος, σήκωσε το γιακά της χλαίνης του και χάθηκε μες στην ομίχλη καθώς κατέβαινε τη σκάλα. Και μείναμε εμείς με τη σκέψη μας και τα βάσανά μας.

Δυό εβδομάδες είχε το καράβι σ’ εκείνο το λιμάνι της Βορείου Αγγλίας. Και δύο εβδομάδες, λες και για να μας ανοίξη τη καρδιά σα τριαντάφυλλο, δεν έπαψε να ψιχαλίζει. Έκανε μόνο διακοπές μισή ώρα, για να βρέξη με το τουλούμι, και ξανάρχιζε το τσουρ – τσουρ – τσουρ, που ούτε να το βλέπη, ούτε να το ακούει άντεχε ο άνθρωπος.

Αγγλία και χειμώνας είναι, σας βεβαιώ, πολύ θλιβερός συνδυασμός. Απ’ τους μελαγχολικώτερους που γίνονται. Αλλά Αγγλία, χειμώνας και από πάνω πόλεμος, με «μπλακ-άουτ» το σούρουπο και κάτι τέτοια, είναι σωστή σχιζοφρένεια, κ’ εδώ που τα λέμε, λίγο θέλαμε για να το καβαλήσουμε καλά το καλάμι.

Όταν έφυγε ο Εγγλέζος κ’ έσβυσαν τα βήματά του κάτω στο τσιμέντο του ντόκ, μείναμε σιωπηλοί για μια στιγμή. Σαν να πέρναμε κουράγιο, σα να μαζεύαμε δυνάμεις. Και ξαφνικά ξέσπασε η υστερία. Μπήξαμε, έτσι στα καλά καθούμενα, τις φωνές, ουρλιάζαμε και χτυπιόμαστε. Για να ξεθυμάνουμε και να βγη η αντάρα της συμφοράς από μέσα μας. Γιατί μεγάλη λαχτάρα μας είχε φέρει ο σύμμαχος, κι όποιος δεν την καταλάβαινε, κακό του κεφαλιού  του.

Δυο εβδομάδες είχαμε αραγμένοι σε εκείνη τη προβλήτα, τη μαύρη, τη μουχλιασμένη κι ελεεινή. Μόλις μας το είχαν παραδώσει το καράβι τα ξαδέλφια οι Εγγλέζοι. Σε κακά χάλια. Θαλασσοδαρμένο, άβαφο, σκουριασμένο κι άραχλο. Κι απάνω που λέγαμε λίγο να ξαποστάσουμε, κι απάνω που λογαριάζαμε λίγο να κοιμηθούμε, ήλθε του λόγου του και μας έκανε το κέφι μας περιβόλι της Εδέμ, Απρίλη μήνα, πνιγμένο στο μπουμπούκι και στο λουλούδι. Καθ’ όσον η Αυτού Βρεταννική Μεγαλειότης θα πέταγε σύντομα τις λαμαρίνες μας, που, με το συμπάθειο, δεν ήτανε ούτε για να τις πατήση η Χαρικλάρα του «Καφέ Αμάν» της οδού Αθηνάς.

Κι άρχισε το μαρτύριο. Το βαθύ, το πικρό, το αβάσταχτο μαρτύριο. Να καθαρίσεις ένα καράβι, να το ξεσκουριάσεις, να το βάψεις, να το έχεις λαμπίκο να φας τα νύχια σου στα παραπέτα του για δέκα λεπτά επιθεώρηση! Μάλιστα! Αυτό έπρεπε να γίνη. Αυτή ήταν η μαύρη μας η μοίρα! Και την υποδεχτήκαμε όμορφα και με χαμόγελο. Βόγγηξαν ως και οι λαμαρίνες από τη βλαστήμια. Μερικούς καλόβολους Άγιους του έβαλαν στο στόχο κάτι μάγκες Πειραιώτες κ’ έκαναν ένα σωρό πράγματα, που θα κοκκίνιζαν και οι πίθηκοι. Ας είναι. Συμφορά είχαμε πάθει. Στο θυμό του πολλά λέει κανείς. Τάκουσε, όμως, και ο κυβερνήτης και αγρίεψε:
-Ύπαρχε! Όποιος ξανακατεβάση Άγιο από τον ουρανό και τον βάλη να κάνει τούτο και τ΄ άλλο, πέντε μέρες μέσα, και αυστηρά. Ορίστε μας! Να κατέβη ο ουρανός να μας πνίξη θέλουν μωρέ;

Και βρήκαν την ησυχία τους οι Άγιοι και ησυχάσαμε κ’ εμείς από τις φωνές.

Φασίνα. Δυό φορές, τρείς φορές, τέσσερις φορές φασίνα. Και μετά πετρέλαιο. Και πάλι φασίνα. Και ξανά πετρέλαιο όλο το ρημάδι από πάνω ως κάτω. Και «Μπράσο». Να μπρούντζοι! Να πόμολα! Να άκρες των παραπέτων! Χρυσός δεκαοχτώ καρατιών! Κ’ έφαγε ο κόσμος τα νύχια του και τα χέρια του να τρίβη τις παλιολαμαρίνες και τα σκουριασμένα συρματόσχοινα στην κουβέρτα.

Πέρασαν τέσσερις μέρες με τα καταναγκαστικά. Ως κ’ οι αξιωματικοί είχαν ανασκουμπωθή και δίναν κι αυτοί ένα χέρι για να τελειώνουμε. Έλαμπε το καρρέ. Έλαμπε το τσάρτ-ρούμ. Και με τη γλώσσα έξω και τη ψυχή στο στόμα, σταθήκαμε το μεσημεράκι της πέμπτης μέρας και χαζεύαμε τα έργα μας.

Ευχαριστημένοι φαινόμαστε, δόξα σοι ο Θεός. Και ο κόσμος και οι αξιωματικοί και ο καπετάνιος. Αλλά η χαρά κ’ η ευτυχία σ’ αυτόν τον κόσμο δεν  καρατάνε πολύ. Γιατί εκεί που χαμογελάγαμε προς το Άπειρο και θαυμάζαμε το καράβι, που αστραφτοκοπούσε σα δεκάρα μπακιρένια του Όθωνα, να και συννεφάκι φάνηκε στα μάτια του κυβερνήτου. Κι ώσπου να το καλοκαταλάβουμε, πλάκωσε καταχνιά και το συννεφάκι έγινε αντάρα και κατσούφιασε ο καπετάνιος, λες και του είχε πέσει στη θάλασσα το πορτοφόλι με το μισθό του.

Μάζεψε τα φρύδια ο κυβερνήτης. Σούρωσε τα χείλια. Μουρμουρητό βλαστήμιας βγήκε από τα χείλια του. Κ’ έμπηξε τη φωνή:
-Ύπαρχε! Καήκαμε, ύπαρχε! Εγγλέζικα, μωρέ! Εγγλέζικα! Κατάλαβες; Ο Βασιλιάς όλο και κάπου θα σταματήση, κάποιον θα ρωτήσει στην επιθεώρηση! Τι θα γίνη; Εγγλέζικα! Έχουμε κανέναν για Εγγλέζικα;

Συναγερμός. Πολεμική έγερσις. «Μπρανλμπά ντε κομπά» που λένε τα ξαδέλφια οι Γάλλοι. Ποιοι ξέρουν εγγλέζικα μωρέ; Ποιοι;

Παρουσιάστηκαν εφτά. Τους έπιασε ο ύπαρχος και τους άρχισε τις εξετάσεις. Που σε πονεί και που σε σφάζει.
-Ντου γιου σπηκ ίνγκλις;
-Γιες, σερ.
-Να λες γιες, Γιούρ Μάτζεστυ!
-Γιες, Γιούρ Μάτζεστυ.
-Χάου ντου γιου λάϊκ σή λάϊφ;
-Δηλαδή, κύριε ύπαρχε;
-Τον κακό σου τον καιρό! Έξω! Που ήρθες τέτοιες ώρες να μας δουλέψης.

Έξω! Και με το έξω αυτόν, έξω εκείνον, καθάρισε ο φουκαράς ο ύπαρχος τέσσερις, που κάτι κατάφερναν στη γλώσσα του μακαρίτη του Σαίξπηρ.
-Που θα τους βάλουμε ύπαρχε;
-Προς τη μέση  της παρατάξεως κύριε κυβερνήτα. Και να ειδοποιήσουμε και το ναυτικό ακόλουθο και τους Εγγλέζους, να ξέρουν κι εκείνοι. Να σταματήσουν, να σταματήση κι’ ο Μεγαλειότατος, να τραβήξη τις ερωτήσεις του, να απαντήσουν οι Σαίξπηρ, να βγάλουμε το καράβι ασπροπρόσωπο. Τι λέτε κ’ εσείς; 
-Λέω, καλώς. Μια χαρά. Κι ο Θεός να βάλη το χέρι Του.

Αλοίμονο! Ο Μεγαλοδύναμος ούτε που το κούνησε! Στραμπουληγμένο ίσως το είχε.

 
Παράτα. Όλος ο κόσμος «εν επιθεωρήσει». Κλαρίνο μέχρι τη γάτα τη Κική. Άστραφτε το καράβι. Άστραφτε το πλήρωμα. Του κουτιού οι αξιωματικοί.
-Ταρατατάμ! Ταρατατάμ!
-Παρουσιάστε άρμ!

Βρόντηξαν τα όπλα. Έλαμψαν οι καλογυαλισμένες ξιφολόγχες κάτω από τον αναιμικό ήλιο της Αγγλίας.
-Βασιλικόν σήμα!

Φράπ! Στον πρωραίο ιστό άρχισε να υψώνεται η κόκκινη σημαία με τους λέοντες.
-Τιμητικαί βολαί! Άρξασθε! Βολαί εικοσιμία!

-Σμπάμ! Σμπουμ!
-Γκόντ σέηβ δη Κίνγκ!

Ανεβαίνει ο Άγγλος Βασιλιάς. Τρεις ναύαρχοι ξοπίσω του, δύο πλοίαρχοι. Κι’ ανάμεσα σ’ όλους και ο ναυτικός μας ακόλουθος. Κυττάει τον κυβερνήτη με σημασία. Τον κυττάει κι’ ο κυβερνήτης με σημασία. Κλαρίνο οι Σαίξπηρ στη μέση. Αρχίσαμε να αναπνέουμε.

Αναφορά.
-Γιούρ Μάτζεστυ, Χιζ Ελλένικ Μάτζεστυ’ς σιπ… τραύλισε λίγο ο κυβερνήτης.

Καλοκάγαθος ο Γεώργιος ο ΣΤ’, χαμογελά. Προσπαθή να μας δώσει θάρρος με το βλέμμα. Σα να λέη:
-Μη τρέμετε παιδιά! Όλοι ένα είμαστε! Άνθρωπος είμαι κι εγώ.
-Θενκ γιού, κάπτεν, μας  λέει στο τέλος. Θενκ γιου! Εξαίρετο το πλοίο σας. Μάϊ κόμπλιμεντς.

Προχωρεί για την επιθεώρηση ο Βασιλιάς. Πίσω του ο κυβερνήτης, οι ναύαρχοι, όλος ο κ κόσμος. Περνάει τον πρώτο ζυγό. Περνάει το δεύτερο. Περνάει τον τρίτο. Πλησιάζει τους Σαίξπηρ που τρέμουν σα κληματόφυλλα έτοιμα να γίνουν ντολμάδες. Τρέχει ο κυβερνήτης. Κλείνει το μάτι στο ναυτικό ακόλουθο. Σπρώχνει εκείνος με τρόπο τον Εγγλέζο ναύαρχο. Εδώ είναι! Εδώ οι ερωτήσεις! Εδώ, γιατί αλλιώς καήκαμε, Αμάν!

Σταματάνε οι ναύαρχοι. Καταλαβαίνουν από τέτοια. Από λαχτάρες.
-Γιούρ Μάτζεστυ, λέει ο ένας. Αν θέλετε να ρωτήσετε τίποτε τους ναύτες…

Σταματάει ο Βασιλιάς. Κάνει δυο βήματα προς τα καμάρια μας. Προς την Οξφόρδη. Πάει να σπάση η καρδούλα μας. Άντε, Γεώργιε! Άντε παιδί μου! Πάτα την ερωτησούλα τώρα! Πάτησέ την!

Θεέ Μεγαλοδύναμε! Ύψιστε Θεέ! Πέρασε την Οξφόρδη ο Βασιλιάς! Πέρασε και  τους Καίμπριτζ! Ούτε που σταμάτησε μπρος τους Σαίξπηρ! Θεέ! Γιατί; Γιατί, Θεέ;

Κάνει δυό βήματα και στέκει μπρος σε κάποιον άλλον.
-Ποιος είναι μωρέ; ρωτάει κατακίτρινος ο κυβερνήτης.
-Απορριφθείς Σαίξπηρ! Απαντά ο ύπαρχος. Ο Θεός να βάλη το χέρι Του!

Δεν το έβαλε όμως! Δεν το έβαλε! Στραμπουληγμένο το είχε.
-Χουάτ ιζ γιούρ νέϊμ;

Μπόμπα έσκασε η πρώτη ερώτησις.
-Νίκολας Τσιρτσιμπίρης, Γιούρ Μάτζεστυ!

Τσιρτσιμπίρης; Μα όνομα είναι Τσιρτσιμπίρης; Είναι! Αυτό ήταν το όνομα του κ. Τσιρτσιμπίρη. Και το κοπάνισε με στόμφο:
-Τσιρτσιμπίρης, Γιουρ Μάτζεστυ. Φρομ Κάτω Πετράλωνα.
-Τον άτιμο! Θα τον γδάρω ζωντανό! Ψιθύρισε ο κυβερνήτης.

Δεν πρόφθασε. Δεύτερη ερώτηση αμόλησε ο Βασιλιάς:
-Ιζ ιτ εν άϊλαντ;
-Γιες, απάντησε ο κ. Τσιρτσιμπίρης.
-Άκουσέ τον, μωρέ! Σκύβει ο κυβερνήτης στον ύπαρχο. Άκουσέ τον! Τα Πετράλωνα νησί! Θα τον σκίσω!

Και ο Γεώργιος τον χαβά του:
-Χάου λόνγκ αρ γιου ιν δη νέϊβυ;

Πόσο καιρό έχει στο ναυτικό; Εύκολο είναι, βρε! Τσιρτσιμπίρη! Πες το Χρυσόστομε! Πες το!

Και ανοίγει το στόμα του ο Χρυσόστομος και πρώην Τσιρτσιμπίρης και απαντάει:
-Γιες.

Αμάν! Άσπρος ο κυβερνήτης. Άναυδος ο ύπαρχος. Σιωπηλοί οι ναύαρχοι. Και μόνο ο Βασιλιάς χαμογελάει. Αρχίζει και μπαίνει στο νόημα. Και το γλεντάει:
-Αρ γουί γκουντ φρέντς;

Πες γιες βρε Τσιρτσιμπίρη! Φίλοι είμαστε! Δεν είμαστε; 
-Νόου, λέει ο κύριος Τσιρτσιμπίρης. Νόου! Χάριν ποικιλίας δικής του και λιποθυμίας δικής μας.

Ούτε να λιποθυμήσουμε δεν μπορέσαμε. Καθ’ όσον δέκα λεπτά κάθησε εκεί ο Βασιλιάς και το γλένταγε. Κι όταν επιτέλους κουράστηκε κι έφυγε, γελάγανε και τα αυτιά του.
-Θενκ γιου, κάπτεν, είπε στον κυβερνήτη μας. Θενκ γιου! Ποτέ μου δε πέρασα καλύτερα σε πολεμικό πλοίο. Ποτέ μου! Ούτε όταν υπηρετούσα στο Ναυτικό. Παρακαλώ, ουδείς να τιμωρηθή. Ήταν έξοχα!

Ουδείς ετιμωρήθη. Ούτε ο κ. Τσιρτσιμπίρης. Τι έφταιγε, εξ άλλου, ο φουκαράς; Τι έφταιγε;
-Αυτά του έμαθαν στην Οξφόρδη, του αφιλότιμου, αυτά έλεγε! Απεφάνθη και ο κυβερνήτης.

Και μόνον ο ύπαρχος ήταν παραπονεμένος. Γιατί ο κ. Τσιρτσιμπίρης, «φρομ Κάτω Πετράλωνα», είχε μιλήσει τόση ώρα με τον Βασιλιά της Αγγλίας. Κι’ ας τον είχε απορρίψει ως υποψήφιο Σαίπξηρ!
ΠΗΓΗ: Περί Αλός: http://perialos.blogspot.gr/2015/07/blog-post.html
 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Συγγραφέως Γ. Σπορίδη: Από τις 50 γελοιογραφίες του βιβλίου οι 35 είναι του Αντώνη Θεοφιλόπουλου και οι υπόλοιπες του Φάνη Γιόση, που εφιλοτέχνησε και το εξώφυλλο.


Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva post

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο