Μια φορά κι ένα καιρό, σε ένα βασίλειο χτισμένο μέσα στο πράσινο, δίπλα σε ένα ποτάμι, ζούσε ένας μαχαραγιάς με τη γυναίκα του, που κυβερνούσε με σύνεση και αγάπη το λαό του. Μα ο καημός του ήταν μεγάλος. Γιατί όση ηρεμία είχε στο βασίλειο του, τόση δεν είχε μέσα στο ίδιο το παλάτι του. Είχε τρεις γιους, πηγή των βασάνων του, και του καημού του.
Οι τρεις του γιοι, είχαν μεγαλώσει πια, αλλά ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε κάτι.
Τσακώνονταν για όλα. Έρχονταν στα χέρια, με τη πιο ασήμαντη αιτία, καταλήγοντας πάντα να μαλώνουν , για το ποιος ήταν ο καλύτερος.
Ο πρώτος, ήταν άριστος στο τόξο, αλλά και στο τσακωμό. Και στο πείσμα και τη ξεροκεφαλιά και την ισχυρογνωμοσύνη. Ο δεύτερος ήταν άριστος στο σπαθί, και σε όλα τα υπόλοιπα, όπως και ο αδελφός του. Ο τρίτος, ήταν άριστος στο χειρισμό του κονταριού, και του μαχαιριού, και δεν υστερούσε σε τίποτα από τους δύο προηγούμενους, όσον αφορά τα υπόλοιπα.
Σε ένα πράγμα συμφωνούσαν και οι τρεις, ότι είχαν διαφορές και έπρεπε να τις λύσουν με το καβγά.
Απελπισία ένοιωθε ο μαχαραγιάς για τους διαδόχους του, και η δόλια η βασίλισσα δεν ήξερε πώς να τον παρηγορήσει για την αμυαλιά, το πείσμα και τη κακή συμπεριφορά των γιων της.
Οι τρεις πρίγκιπες ήταν διάσημοι πια σε όλο το βασίλειο, για την άσχημη συμπεριφορά τους, αφού δεν συγκρατούσαν τα νεύρα τους, και τσακώνονταν, τόσο μπροστά στους γονείς τους, όσο και μέσα στους δρόμους. Αντί να προκαλούν σεβασμό, προκαλούσαν τα γέλια των υπηκόων τους.
Έτσι απηυδισμένος ο μαχαραγιάς, τους κάλεσε ένα πρωί μπροστά του, και τους είπε:
-Μεγάλωσα πια, και ήρθε η ώρα να ορίσω το διάδοχο μου.
Εκείνοι σαν τον άκουσαν, βάλθηκαν να μιλάνε όλοι μαζί, στη προσπάθεια να τον πείσουν ο καθένας για τον εαυτό του, για την υπεροχή του έναντι των άλλων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσει νέος καβγάς, κάνοντας τον πατέρα να βάλει τις φωνές εξαγριωμένος.
-Θα φύγετε και οι τρεις από το βασίλειο. Και θα γυρίσετε σε ένα χρόνο, τότε μόνον όταν, ο καθένας θα έχει αποκτήσει κάτι, που κατά τη γνώμη του, να αξίζει πιο πολύ. Μόνο έτσι θα καταλάβω ότι ωριμάσατε και τότε θα αποφασίσω.
Τα τρία αδέλφια, ανέβηκαν στα άλογα τους, παίρνοντας μαζί τους χρήματα, νερό και τροφή, και έφυγαν. Σταμάτησαν να καλπάζουν στο τέλος του βασιλείου, εκεί που ανοιγόταν μπροστά τους η απέραντη πετρώδης ερημιά. Υπήρχε ένας σταθμός εκεί, ένα κτίσμα για να ξεκουράζεται ο ταξιδιώτης, που ερχόταν κουρασμένος από το μεγάλο ταξίδι. Εκεί συμφώνησαν για πρώτη φορά στη ζωή τους, να πάρουν διαφορετική κατεύθυνση, και να γυρίσουν σε αυτό το σημείο ξανά κι οι τρεις. Όποιος ερχόταν πρώτος θα περίμενε τους άλλους.
Έτσι θα πήγαιναν και οι τρεις πίσω, και θα ήταν σίγουροι, ότι ο πατέρας θα ήταν αμερόληπτος απέναντι τους.
Ο πρώτος πήγε αριστερά, ο δεύτερος δεξιά, και ο τρίτος ακριβώς ευθεία.
Και ξεκίνησαν με ενθουσιασμό και ορμή.
Ταξίδευαν καιρό, ώσπου ο πρώτος αυτός που είχε πάει αριστερά, έφτασε σε μια πόλη. Άρχισε να τη τριγυρίζει, να παρακολουθεί συζητήσεις, περιμένοντας την ευκαιρία που θα τον οδηγούσε σε αυτό που έψαχνε.
Ένα βράδυ, σε ένα μαγαζί από αυτά που πάνε για να φάνε και να πιουν, υπήρχε και μια παρέα, που στη κεφαλή του τραπεζιού καθόταν κάποιος, που όλοι φαίνονταν να τον σέβονται και να τον φοβούνται.
Πιάνοντας φιλίες με έναν από τους υπηρέτες του, έμαθε ότι ήταν ένας πανίσχυρος μάγος, που είχε στη κατοχή του ένα θησαυρό. Ένα κιάλι, που όταν σκεφτόσουν αυτό που ήθελες να δεις, και το έβαζες στο μάτι σου, αυτό σου πραγματοποιούσε την επιθυμία, σε όποιο μέρος της γης και αν ήταν. Ο πρίγκιπας, ενθουσιάστηκε και αποφάσισε να το αποκτήσει.
Σηκώθηκε, πλησίασε το μάγο, και συστήθηκε. Και αμέσως του έκανε τη πρόταση, να αγοράσει το κιάλι.
Ο μάγος του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο σπίτι του.
Εκεί, κάθισε σε ένα κάθισμα σαν θρόνο, και του είπε.
-Δε με ενδιαφέρουν τα χρήματα, αλλά η πρόκληση.
Θα μου άρεσε να δω, αν ένας γιος μαχαραγιά, είναι ικανός, για να αξίζει τέτοιο απόκτημα. Σου ζητώ να παλέψεις με ένα δούλο μου, κι αν τον νικήσεις, τότε εγώ θα σου το δώσω, χωρίς αντάλλαγμα. Αν χάσεις, θα χάσεις και τη ζωή σου.
Ο πρίγκιπας σίγουρος για τον εαυτό του, δέχθηκε, έβγαλε το κοντάρι του, και περίμενε. Σε λίγο, εμφανίστηκε από το πουθενά, ένας μυώδης άνδρας, που άρχισε να του επιτίθεται. Ο πρίγκιπας απέκρουε με δεξιοτεχνία τα χτυπήματα, και μάλιστα κατάφερε κάποια στιγμή, ένα μοιραίο χτύπημα, που άφησε τον άνδρα νεκρό. Εκεί όμως που ήταν έτοιμος, να γυρίσει για να πάρει την αμοιβή του, ο νεκρός ζωντάνεψε, και η μάχη ξανάρχισε.Κι αυτό γινόταν συνεχώς... Κουρασμένο σε λίγο το παλικάρι, κατάλαβε ότι στη πραγματικότητα πολεμούσε με τη μαγεία του μάγου και μόνο με πονηριά κι από τη δική του μεριά, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, το πρόβλημα. Βγάζει το μαχαίρι του, και ξαφνικά κάνει στροφή, και το εκσφενδονίζει κατευθείαν στη καρδιά του μάγου. Φλόγα... πετάχτηκε... από το κορμί του μάγου, που έγινε.. γεράκι.. και χάθηκε ψηλά.
Ο πρίγκιπας, πήρε το κιάλι, και έφυγε τρέχοντας, ξεκινώντας αμέσως το ταξίδι της επιστροφής του.
Ο δεύτερος γιος, που πήγε δεξιά, έφτασε σε πελώριους βράχους, και σε μια πολιτεία που ήταν χτισμένη μέσα τους. Μπαίνοντας στη πόλη, τριγύριζε κι αυτός ψάχνοντας τη δική του ευκαιρία.
Μια μέρα μιλώντας με έναν έμπορο χαλιών, του είπε:
-Πληρώνω, όσο- όσο, για κάτι που θα αξίζει.
Χρήματα έχω.
-Υπάρχει κάτι άρχοντα μου, που είναι όμως πανάκριβο. Ένα χαλί ιπτάμενο, που σε πάει σαν τον άνεμο, όπου το προστάξεις.
-Το θέλω, πού το έχεις; Αν λες αλήθεια, το αγοράζω.
Πήγαν πράγματι, στο μαγαζί του εμπόρου, και του έδειξε ένα χαλί παλιό, και μεγάλο, τυλιγμένο ρολό. Μα όταν το ξετύλιξε, αυτό στάθηκε πάνω από το έδαφος, περιμένοντας προσταγή για να πετάξει.
Μαγεύτηκε ο πρίγκιπας..., μα πριν προλάβει να μιλήσει.., πίσω από κάποιες στοίβες χαλιών, βγήκαν τέσσερις άντρες και τον πλησίασαν απειλητικά.
-Το χαλί δε θα το πάρεις, νεαρέ, αντίθετα, θα μας δώσεις όλο το χρήμα που κουβαλάς.
Ο πρίγκιπας κατάλαβε, ότι το χαλί ήταν το δόλωμα, για να παρασύρουν πλούσιους ταξιδιώτες και να τους ληστεύουν. Τράβηξε γρήγορα το σπαθί του, και άρχισε να τους πολεμάει και τους τέσσερις, και τον έμπορα πέμπτο. Δεξιοτέχνης όπως ήταν, δύσκολα τον κουμαντάριζαν, οπότε,.. σε κάποια στιγμή.., βουτάει το χαλί που το είχε ξανατυλίξει ο έμπορος..., και ορμάει έξω από τη πόρτα.
Με μια κίνηση,.. το ανοίγει στο δρόμο,.. ενώ συγχρόνως πολεμούσε με το σπαθί του, όποιον τον πλησίαζε!... Πηδάει πάνω στο χαλί.. και φωνάζει: ''Χαλί πέτα!!! Πήγαινε με έξω από τη πόλη.''
Μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί,.. και το χαλί τον περνούσε από τους δρόμους, σαν σίφουνας, και πάνω από τους ανθρώπους, χωρίς να τον προλαβαίνουν πια οι διώκτες του. Μέχρι που βγήκαν από τη πόλη, και το χαλί, ελάττωσε ταχύτητα. Τότε ο πρίγκιπας το πρόσταξε να πάει στο σημείο που θα συναντούσε τα αδέλφια του, πετώντας ήρεμα πια.
Ο τρίτος γιος, που είχε πάει ευθεία, έφτασε σε ένα μεγάλο ναό, σαν φρούριο.
Μπήκε με σεβασμό μέσα, και ζήτησε να μιλήσει με τον αρχιερέα.
Όλοι οι ιερείς μαζεύτηκαν και ο ιερέας τον ρώτησε τι επιθυμούσε.
-Ψάχνω κάτι, που να αξίζει περισσότερο από όλα.
-Πώς είσαι σίγουρος ότι αυτό που ψάχνεις, βρίσκεται εδώ;
-Έμαθα από κάποιους ταξιδιώτες, ότι έχετε ένα μήλο, που γιατρεύει όλες τις ασθένειες. Και ότι άμα φυτέψεις τους σπόρους του, κάνει ένα μήλο κάθε επτά χρόνια. Ήρθα να σας δώσω όσα χρήματα θέλετε, για να το αποκτήσω.
-Αυτό το μήλο, μόνο κάποιος συνετός, και σίγουρος για τον εαυτό του, μπορεί να το αποκτήσει.
-Εγώ είμαι αυτός, απάντησε αμέσως ο νέος.
-Τι ικανότητα έχεις;
-Είμαι άριστος στο τόξο. Πετυχαίνω στόχο από όποια απόσταση θες, και με κλειστά μάτια.
-Πολύ καλά. Αυτό θα το δούμε.
Δίνει εντολή σε κάποιον ιερέα, και φέρνουν το μήλο. Το δείχνει στο πρίγκιπα, και του λέει:
-Θα τοποθετήσουμε κάπου, ένα κανονικό μήλο, κι εσύ θα πρέπει να το πετύχεις από απόσταση, με το τόξο σου,.. με κλειστά μάτια. Αν το πετύχεις στοχεύοντας με σιγουριά, τότε ο θησαυρός είναι δικός σου. Αν όχι, τότε δε θα πάρεις τίποτα....
-Σύμφωνοι!...
Ένα παιδί μπήκε τότε στην αίθουσα, και στάθηκε σε απόσταση απέναντι του. Ένα μήλο τοποθετήθηκε στο κεφάλι του. Και ένας ιερέας, έφερε ένα μαντήλι, για να του δέσει τα μάτια.
Με έτοιμο το τόξο, ο πρίγκιπας, τα έχασε...
-Δεν είπατε ότι το μήλο θα το στηρίξετε, στο κεφάλι του παιδιού, είπε κομπιάζοντας.
-Δεν ρώτησες!!
-Μα δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
-Τότε φύγε!
Αρνούμενος να φύγει ο πρίγκιπας, με δεμένα πλέον μάτια, προσπάθησε... να ξεχάσει την αγωνία στο πρόσωπο του αγοριού,... και ετοιμάστηκε να στοχεύσει. Όμως,.. ιδρώτας άρχισε να κυλά στο πρόσωπο του. Για πρώτη φορά η σιγουριά του, είχε δεχτεί πλήγμα, και η αμφιβολία τρύπωσε στη καρδιά του. Τι θα έκανε,... αν πετύχαινε παρόλη τη δεξιοτεχνία του το παιδί;... Πώς θα το άντεχε;;...
Δεν μπορούσε να σκεφτεί καν,... ότι μπορούσε να σκοτώσει αυτό το αθώο πλάσμα.....
Μετά από λίγη ώρα,... έβγαλε το μαντήλι,... και με σκυμμένο το κεφάλι, παραδέχθηκε, ότι δεν άξιζε να πάρει το μήλο, ενώ υπήρχε πιθανότης να σκοτωθεί ένα παιδί.
Η σιγουριά του ήταν ακλόνητη, όσο πίστευε ότι ο στόχος θα ήταν τοποθετημένος πάνω σε κάτι άψυχο. Τελικά, επέλεξε να μη πάρει το θησαυρό, παρά να έχει το αίμα του παιδιού στα χέρια του.
- Έδειξες σύνεση, και μετριοφροσύνη. Η αλαζονεία που είχες στην αρχή, υποχώρησε στη συνέχεια. Χαίρομαι γι΄ αυτό, κι επειδή θεωρώ, ότι η επιλογή σου, φανέρωσε τα καλά στοιχεία που έχεις μέσα σου...., το μήλο είναι δικό σου.
Χαρούμενος και ο τρίτος νέος, ευχαρίστησε και ξεκίνησε για το ταξίδι του γυρισμού.
Σχεδόν συγχρόνως έφτασαν και οι τρεις, στο ραντεβού τους, και σχεδόν συγχρόνως άρχισαν να μιλάνε και να καμαρώνουν για τα ευρήματα τους. Και όταν ο πρώτος, πήγε να τους δείξει το κιάλι, ζήτησε να τους δείξει το πατέρα τους, για να δουν τα αδέλφια του το θησαυρό του.
Με το κιάλι όμως είδε, ότι στον ένα χρόνο που έλειπαν, ο πατέρας ήταν στο κρεβάτι, άρρωστος.
Έντρομος, το έδειξε στα αδέλφια του, και τους είπε:
-Πρέπει γρήγορα να γυρίσουμε πίσω. Μα με τα άλογα θα αργήσουμε
-Μη νοιάζεστε και έχω τη λύση. Λέει ο δεύτερος, και ξετυλίγει το χαλί.
Χωρίς αντίρρηση καμία, και χωρίς να συζητήσουν, ανεβαίνουν και οι τρεις στο χαλί, και ξεκινούν με προορισμό το βασίλειο.
Σε όλη τη διαδρομή, κάθονταν κρατώντας ο ένας τον άλλο από τους ώμους, με αγωνία... για το αν θα έφταναν έγκαιρα.
Μόλις έφτασαν,... έτρεξαν στο παλάτι,... κατευθείαν στο δωμάτιο του μαχαραγιά,... και ο τρίτος χωρίς δεύτερη κουβέντα, έδωσε στο πατέρα του το μήλο, ζητώντας του να το φάει.
Ο πατέρας το έφαγε, ανήμπορος να φέρει αντίρρηση,... και σε πολύ λίγη ώρα... άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, και να ξανανοιώθει πάλι ζωντανός και γερός. Ήταν χαρούμενος που έβλεπε τους τρεις γιους του. Κι εκείνοι είπαν στους γονείς τους τα πάντα. Χωρίς να καβγαδίζουν για το ποιος θα αρχίσει. Ο ένας είπε, για ότι, γνώρισε αυτό το χρόνο, και για το κιάλι,.. ο δεύτερος, είπε τις δικές του εμπειρίες και για το χαλί, και ο τρίτος,.. διηγήθηκε τη δική του ιστορία, μαζεύοντας τους σπόρους του μήλου, και φυτεύοντας τους σε ένα γλαστράκι .
Και ο πατέρας τους ρώτησε:
-Τι πιστεύετε ότι αξίζει πιο πολύ;
Κι εκείνοι αφού κοιτάχτηκαν,... είπαν με μια φωνή:
-Η σημαντικότερη στιγμή πατέρα, ήταν όταν είδαμε ότι ήσουν άρρωστος, και μπροστά στην αγάπη μας για σένα, για πρώτη φορά δε διαφωνήσαμε σε κάτι, και για πρώτη φορά διαπιστώσαμε πόσο πιο ωραίο είναι όταν ενεργείς από κοινού, με τα αγαπημένα σου πρόσωπα, και όταν ενδιαφέρεσαι για τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό σου.
Μπορείς να ορίσεις όποιον θες διάδοχο. Και οι τρεις θα δουλεύουμε μαζί αγαπημένοι, για το λαό μας, με σεβασμό και ομόνοια.
Και τότε ο πατέρας κατάλαβε,... ότι οι γιοι του είχαν πραγματικά ωριμάσει και είχαν γίνει αληθινοί άντρες, με αξία και σύνεση.
H ISTORIA ARXIZEI
Οι τρεις του γιοι, είχαν μεγαλώσει πια, αλλά ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε κάτι.
Τσακώνονταν για όλα. Έρχονταν στα χέρια, με τη πιο ασήμαντη αιτία, καταλήγοντας πάντα να μαλώνουν , για το ποιος ήταν ο καλύτερος.
Ο πρώτος, ήταν άριστος στο τόξο, αλλά και στο τσακωμό. Και στο πείσμα και τη ξεροκεφαλιά και την ισχυρογνωμοσύνη. Ο δεύτερος ήταν άριστος στο σπαθί, και σε όλα τα υπόλοιπα, όπως και ο αδελφός του. Ο τρίτος, ήταν άριστος στο χειρισμό του κονταριού, και του μαχαιριού, και δεν υστερούσε σε τίποτα από τους δύο προηγούμενους, όσον αφορά τα υπόλοιπα.
Σε ένα πράγμα συμφωνούσαν και οι τρεις, ότι είχαν διαφορές και έπρεπε να τις λύσουν με το καβγά.
Απελπισία ένοιωθε ο μαχαραγιάς για τους διαδόχους του, και η δόλια η βασίλισσα δεν ήξερε πώς να τον παρηγορήσει για την αμυαλιά, το πείσμα και τη κακή συμπεριφορά των γιων της.
Οι τρεις πρίγκιπες ήταν διάσημοι πια σε όλο το βασίλειο, για την άσχημη συμπεριφορά τους, αφού δεν συγκρατούσαν τα νεύρα τους, και τσακώνονταν, τόσο μπροστά στους γονείς τους, όσο και μέσα στους δρόμους. Αντί να προκαλούν σεβασμό, προκαλούσαν τα γέλια των υπηκόων τους.
Έτσι απηυδισμένος ο μαχαραγιάς, τους κάλεσε ένα πρωί μπροστά του, και τους είπε:
-Μεγάλωσα πια, και ήρθε η ώρα να ορίσω το διάδοχο μου.
Εκείνοι σαν τον άκουσαν, βάλθηκαν να μιλάνε όλοι μαζί, στη προσπάθεια να τον πείσουν ο καθένας για τον εαυτό του, για την υπεροχή του έναντι των άλλων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσει νέος καβγάς, κάνοντας τον πατέρα να βάλει τις φωνές εξαγριωμένος.
-Θα φύγετε και οι τρεις από το βασίλειο. Και θα γυρίσετε σε ένα χρόνο, τότε μόνον όταν, ο καθένας θα έχει αποκτήσει κάτι, που κατά τη γνώμη του, να αξίζει πιο πολύ. Μόνο έτσι θα καταλάβω ότι ωριμάσατε και τότε θα αποφασίσω.
Τα τρία αδέλφια, ανέβηκαν στα άλογα τους, παίρνοντας μαζί τους χρήματα, νερό και τροφή, και έφυγαν. Σταμάτησαν να καλπάζουν στο τέλος του βασιλείου, εκεί που ανοιγόταν μπροστά τους η απέραντη πετρώδης ερημιά. Υπήρχε ένας σταθμός εκεί, ένα κτίσμα για να ξεκουράζεται ο ταξιδιώτης, που ερχόταν κουρασμένος από το μεγάλο ταξίδι. Εκεί συμφώνησαν για πρώτη φορά στη ζωή τους, να πάρουν διαφορετική κατεύθυνση, και να γυρίσουν σε αυτό το σημείο ξανά κι οι τρεις. Όποιος ερχόταν πρώτος θα περίμενε τους άλλους.
Έτσι θα πήγαιναν και οι τρεις πίσω, και θα ήταν σίγουροι, ότι ο πατέρας θα ήταν αμερόληπτος απέναντι τους.
Ο πρώτος πήγε αριστερά, ο δεύτερος δεξιά, και ο τρίτος ακριβώς ευθεία.
Και ξεκίνησαν με ενθουσιασμό και ορμή.
Ταξίδευαν καιρό, ώσπου ο πρώτος αυτός που είχε πάει αριστερά, έφτασε σε μια πόλη. Άρχισε να τη τριγυρίζει, να παρακολουθεί συζητήσεις, περιμένοντας την ευκαιρία που θα τον οδηγούσε σε αυτό που έψαχνε.
Ένα βράδυ, σε ένα μαγαζί από αυτά που πάνε για να φάνε και να πιουν, υπήρχε και μια παρέα, που στη κεφαλή του τραπεζιού καθόταν κάποιος, που όλοι φαίνονταν να τον σέβονται και να τον φοβούνται.
Πιάνοντας φιλίες με έναν από τους υπηρέτες του, έμαθε ότι ήταν ένας πανίσχυρος μάγος, που είχε στη κατοχή του ένα θησαυρό. Ένα κιάλι, που όταν σκεφτόσουν αυτό που ήθελες να δεις, και το έβαζες στο μάτι σου, αυτό σου πραγματοποιούσε την επιθυμία, σε όποιο μέρος της γης και αν ήταν. Ο πρίγκιπας, ενθουσιάστηκε και αποφάσισε να το αποκτήσει.
Σηκώθηκε, πλησίασε το μάγο, και συστήθηκε. Και αμέσως του έκανε τη πρόταση, να αγοράσει το κιάλι.
Ο μάγος του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο σπίτι του.
Εκεί, κάθισε σε ένα κάθισμα σαν θρόνο, και του είπε.
-Δε με ενδιαφέρουν τα χρήματα, αλλά η πρόκληση.
Θα μου άρεσε να δω, αν ένας γιος μαχαραγιά, είναι ικανός, για να αξίζει τέτοιο απόκτημα. Σου ζητώ να παλέψεις με ένα δούλο μου, κι αν τον νικήσεις, τότε εγώ θα σου το δώσω, χωρίς αντάλλαγμα. Αν χάσεις, θα χάσεις και τη ζωή σου.
Ο πρίγκιπας σίγουρος για τον εαυτό του, δέχθηκε, έβγαλε το κοντάρι του, και περίμενε. Σε λίγο, εμφανίστηκε από το πουθενά, ένας μυώδης άνδρας, που άρχισε να του επιτίθεται. Ο πρίγκιπας απέκρουε με δεξιοτεχνία τα χτυπήματα, και μάλιστα κατάφερε κάποια στιγμή, ένα μοιραίο χτύπημα, που άφησε τον άνδρα νεκρό. Εκεί όμως που ήταν έτοιμος, να γυρίσει για να πάρει την αμοιβή του, ο νεκρός ζωντάνεψε, και η μάχη ξανάρχισε.Κι αυτό γινόταν συνεχώς... Κουρασμένο σε λίγο το παλικάρι, κατάλαβε ότι στη πραγματικότητα πολεμούσε με τη μαγεία του μάγου και μόνο με πονηριά κι από τη δική του μεριά, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, το πρόβλημα. Βγάζει το μαχαίρι του, και ξαφνικά κάνει στροφή, και το εκσφενδονίζει κατευθείαν στη καρδιά του μάγου. Φλόγα... πετάχτηκε... από το κορμί του μάγου, που έγινε.. γεράκι.. και χάθηκε ψηλά.
Ο πρίγκιπας, πήρε το κιάλι, και έφυγε τρέχοντας, ξεκινώντας αμέσως το ταξίδι της επιστροφής του.
Ο δεύτερος γιος, που πήγε δεξιά, έφτασε σε πελώριους βράχους, και σε μια πολιτεία που ήταν χτισμένη μέσα τους. Μπαίνοντας στη πόλη, τριγύριζε κι αυτός ψάχνοντας τη δική του ευκαιρία.
Μια μέρα μιλώντας με έναν έμπορο χαλιών, του είπε:
-Πληρώνω, όσο- όσο, για κάτι που θα αξίζει.
Χρήματα έχω.
-Υπάρχει κάτι άρχοντα μου, που είναι όμως πανάκριβο. Ένα χαλί ιπτάμενο, που σε πάει σαν τον άνεμο, όπου το προστάξεις.
-Το θέλω, πού το έχεις; Αν λες αλήθεια, το αγοράζω.
Πήγαν πράγματι, στο μαγαζί του εμπόρου, και του έδειξε ένα χαλί παλιό, και μεγάλο, τυλιγμένο ρολό. Μα όταν το ξετύλιξε, αυτό στάθηκε πάνω από το έδαφος, περιμένοντας προσταγή για να πετάξει.
Μαγεύτηκε ο πρίγκιπας..., μα πριν προλάβει να μιλήσει.., πίσω από κάποιες στοίβες χαλιών, βγήκαν τέσσερις άντρες και τον πλησίασαν απειλητικά.
-Το χαλί δε θα το πάρεις, νεαρέ, αντίθετα, θα μας δώσεις όλο το χρήμα που κουβαλάς.
Ο πρίγκιπας κατάλαβε, ότι το χαλί ήταν το δόλωμα, για να παρασύρουν πλούσιους ταξιδιώτες και να τους ληστεύουν. Τράβηξε γρήγορα το σπαθί του, και άρχισε να τους πολεμάει και τους τέσσερις, και τον έμπορα πέμπτο. Δεξιοτέχνης όπως ήταν, δύσκολα τον κουμαντάριζαν, οπότε,.. σε κάποια στιγμή.., βουτάει το χαλί που το είχε ξανατυλίξει ο έμπορος..., και ορμάει έξω από τη πόρτα.
Με μια κίνηση,.. το ανοίγει στο δρόμο,.. ενώ συγχρόνως πολεμούσε με το σπαθί του, όποιον τον πλησίαζε!... Πηδάει πάνω στο χαλί.. και φωνάζει: ''Χαλί πέτα!!! Πήγαινε με έξω από τη πόλη.''
Μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί,.. και το χαλί τον περνούσε από τους δρόμους, σαν σίφουνας, και πάνω από τους ανθρώπους, χωρίς να τον προλαβαίνουν πια οι διώκτες του. Μέχρι που βγήκαν από τη πόλη, και το χαλί, ελάττωσε ταχύτητα. Τότε ο πρίγκιπας το πρόσταξε να πάει στο σημείο που θα συναντούσε τα αδέλφια του, πετώντας ήρεμα πια.
Ο τρίτος γιος, που είχε πάει ευθεία, έφτασε σε ένα μεγάλο ναό, σαν φρούριο.
Μπήκε με σεβασμό μέσα, και ζήτησε να μιλήσει με τον αρχιερέα.
Όλοι οι ιερείς μαζεύτηκαν και ο ιερέας τον ρώτησε τι επιθυμούσε.
-Ψάχνω κάτι, που να αξίζει περισσότερο από όλα.
-Πώς είσαι σίγουρος ότι αυτό που ψάχνεις, βρίσκεται εδώ;
-Έμαθα από κάποιους ταξιδιώτες, ότι έχετε ένα μήλο, που γιατρεύει όλες τις ασθένειες. Και ότι άμα φυτέψεις τους σπόρους του, κάνει ένα μήλο κάθε επτά χρόνια. Ήρθα να σας δώσω όσα χρήματα θέλετε, για να το αποκτήσω.
-Αυτό το μήλο, μόνο κάποιος συνετός, και σίγουρος για τον εαυτό του, μπορεί να το αποκτήσει.
-Εγώ είμαι αυτός, απάντησε αμέσως ο νέος.
-Τι ικανότητα έχεις;
-Είμαι άριστος στο τόξο. Πετυχαίνω στόχο από όποια απόσταση θες, και με κλειστά μάτια.
-Πολύ καλά. Αυτό θα το δούμε.
Δίνει εντολή σε κάποιον ιερέα, και φέρνουν το μήλο. Το δείχνει στο πρίγκιπα, και του λέει:
-Θα τοποθετήσουμε κάπου, ένα κανονικό μήλο, κι εσύ θα πρέπει να το πετύχεις από απόσταση, με το τόξο σου,.. με κλειστά μάτια. Αν το πετύχεις στοχεύοντας με σιγουριά, τότε ο θησαυρός είναι δικός σου. Αν όχι, τότε δε θα πάρεις τίποτα....
-Σύμφωνοι!...
Ένα παιδί μπήκε τότε στην αίθουσα, και στάθηκε σε απόσταση απέναντι του. Ένα μήλο τοποθετήθηκε στο κεφάλι του. Και ένας ιερέας, έφερε ένα μαντήλι, για να του δέσει τα μάτια.
Με έτοιμο το τόξο, ο πρίγκιπας, τα έχασε...
-Δεν είπατε ότι το μήλο θα το στηρίξετε, στο κεφάλι του παιδιού, είπε κομπιάζοντας.
-Δεν ρώτησες!!
-Μα δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
-Τότε φύγε!
Αρνούμενος να φύγει ο πρίγκιπας, με δεμένα πλέον μάτια, προσπάθησε... να ξεχάσει την αγωνία στο πρόσωπο του αγοριού,... και ετοιμάστηκε να στοχεύσει. Όμως,.. ιδρώτας άρχισε να κυλά στο πρόσωπο του. Για πρώτη φορά η σιγουριά του, είχε δεχτεί πλήγμα, και η αμφιβολία τρύπωσε στη καρδιά του. Τι θα έκανε,... αν πετύχαινε παρόλη τη δεξιοτεχνία του το παιδί;... Πώς θα το άντεχε;;...
Δεν μπορούσε να σκεφτεί καν,... ότι μπορούσε να σκοτώσει αυτό το αθώο πλάσμα.....
Μετά από λίγη ώρα,... έβγαλε το μαντήλι,... και με σκυμμένο το κεφάλι, παραδέχθηκε, ότι δεν άξιζε να πάρει το μήλο, ενώ υπήρχε πιθανότης να σκοτωθεί ένα παιδί.
Η σιγουριά του ήταν ακλόνητη, όσο πίστευε ότι ο στόχος θα ήταν τοποθετημένος πάνω σε κάτι άψυχο. Τελικά, επέλεξε να μη πάρει το θησαυρό, παρά να έχει το αίμα του παιδιού στα χέρια του.
- Έδειξες σύνεση, και μετριοφροσύνη. Η αλαζονεία που είχες στην αρχή, υποχώρησε στη συνέχεια. Χαίρομαι γι΄ αυτό, κι επειδή θεωρώ, ότι η επιλογή σου, φανέρωσε τα καλά στοιχεία που έχεις μέσα σου...., το μήλο είναι δικό σου.
Χαρούμενος και ο τρίτος νέος, ευχαρίστησε και ξεκίνησε για το ταξίδι του γυρισμού.
Σχεδόν συγχρόνως έφτασαν και οι τρεις, στο ραντεβού τους, και σχεδόν συγχρόνως άρχισαν να μιλάνε και να καμαρώνουν για τα ευρήματα τους. Και όταν ο πρώτος, πήγε να τους δείξει το κιάλι, ζήτησε να τους δείξει το πατέρα τους, για να δουν τα αδέλφια του το θησαυρό του.
Με το κιάλι όμως είδε, ότι στον ένα χρόνο που έλειπαν, ο πατέρας ήταν στο κρεβάτι, άρρωστος.
Έντρομος, το έδειξε στα αδέλφια του, και τους είπε:
-Πρέπει γρήγορα να γυρίσουμε πίσω. Μα με τα άλογα θα αργήσουμε
-Μη νοιάζεστε και έχω τη λύση. Λέει ο δεύτερος, και ξετυλίγει το χαλί.
Χωρίς αντίρρηση καμία, και χωρίς να συζητήσουν, ανεβαίνουν και οι τρεις στο χαλί, και ξεκινούν με προορισμό το βασίλειο.
Σε όλη τη διαδρομή, κάθονταν κρατώντας ο ένας τον άλλο από τους ώμους, με αγωνία... για το αν θα έφταναν έγκαιρα.
Μόλις έφτασαν,... έτρεξαν στο παλάτι,... κατευθείαν στο δωμάτιο του μαχαραγιά,... και ο τρίτος χωρίς δεύτερη κουβέντα, έδωσε στο πατέρα του το μήλο, ζητώντας του να το φάει.
Ο πατέρας το έφαγε, ανήμπορος να φέρει αντίρρηση,... και σε πολύ λίγη ώρα... άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, και να ξανανοιώθει πάλι ζωντανός και γερός. Ήταν χαρούμενος που έβλεπε τους τρεις γιους του. Κι εκείνοι είπαν στους γονείς τους τα πάντα. Χωρίς να καβγαδίζουν για το ποιος θα αρχίσει. Ο ένας είπε, για ότι, γνώρισε αυτό το χρόνο, και για το κιάλι,.. ο δεύτερος, είπε τις δικές του εμπειρίες και για το χαλί, και ο τρίτος,.. διηγήθηκε τη δική του ιστορία, μαζεύοντας τους σπόρους του μήλου, και φυτεύοντας τους σε ένα γλαστράκι .
Και ο πατέρας τους ρώτησε:
-Τι πιστεύετε ότι αξίζει πιο πολύ;
Κι εκείνοι αφού κοιτάχτηκαν,... είπαν με μια φωνή:
-Η σημαντικότερη στιγμή πατέρα, ήταν όταν είδαμε ότι ήσουν άρρωστος, και μπροστά στην αγάπη μας για σένα, για πρώτη φορά δε διαφωνήσαμε σε κάτι, και για πρώτη φορά διαπιστώσαμε πόσο πιο ωραίο είναι όταν ενεργείς από κοινού, με τα αγαπημένα σου πρόσωπα, και όταν ενδιαφέρεσαι για τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό σου.
Μπορείς να ορίσεις όποιον θες διάδοχο. Και οι τρεις θα δουλεύουμε μαζί αγαπημένοι, για το λαό μας, με σεβασμό και ομόνοια.
Και τότε ο πατέρας κατάλαβε,... ότι οι γιοι του είχαν πραγματικά ωριμάσει και είχαν γίνει αληθινοί άντρες, με αξία και σύνεση.
H ISTORIA ARXIZEI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.