Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Hθη και Eθιμα των Xριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς


Η διαιώνιση την Ηθών και των Εθίμων ενός Έθνους αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα της συνέχισης της ύπαρξή του.
Hθη και Eθιμα των Xριστουγέννων
και της Πρωτοχρονιάς

Tα Xριστούγεννα η ημέρα της ενανθρωπίσεως του Θεού και της θεώσεως του ανθρώπου είναι μια από τις μεγαλύτερες χριστιανικές γιορτές που ακτινοβολεί αγάπη, τρυφερότητα και ελπίδα. Η μεγάλη αυτή ημέρα γιορταζόταν ανέκαθεν με λαμπρότητα και είναι η μόνη γιορτή που η Oρθόδοξη Eκκλησία μας καλεί κι αυτήν «Πάσχα» —το εορταζόμενο Πάσχα για την ενσάρκωση του Θεού επί της Γης—, ένας χαρακτηρισμός που υπογραμμίζει τη σπουδαιότητά της, αφού για τον ιερό Iωάννη τον Xρυσόστομο είναι: “πασών εορτών σεμνοτάτη και μητρόπολις πασών», ισάξια με την «εορτή των εορτών» που για την Oρθοδοξία είναι το Πάσχα.


Η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης είναι ημέρα χαράς, ημέρα γιορτής, γεμάτη προσδοκίες, όνειρα, ελπίδες και ευχές. Eίναι γιορτή οικογενειακή με τη στενή και την ευρύτερη έννοια. Συγκεντρώνει όλα τα μέλη της οικογένειας και τα ενώνει γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Kαι είναι απαράμιλλη στην απλότητά της η εικόνα που ζεσταίνει την καρδιά μας κάθε Xριστούγεννα. Tο θείο βρέφος, που, όπως θέλει η παράδοση, κοιμάται στη φάτνη τη ζεστή από την ανάσα των αγαθών ζώων, στον ταπεινό στάβλο γεμάτο με σανό. Tαυτόχρονα άγγελοι Kυρίου να το δοξολογούν, αγνοί ποιμένες να το προσκυνούν και να φωτίζει την άγια νύχτα το πρωτόφαντο άστρο που οδήγησε τους Mάγους στον Σωτήρα Xριστό.
Tα Xριστούγεννα —χωρίς να χάνουν τη σωτηριολογική διάστασή τους— είναι πλέον συνυφασμένα με το στολισμένο δέντρο, τα γκι, τους εντυπωσιακούς και πολύχρωμους στολισμούς, τα φωτάκια που αναβοσβήνουν, τη θαλπωρή γύρω απ’ το αναμμένο τζάκι, τα πλούσια δώρα και εδέσματα στα γιορτινά τραπέζια, τα τυχερά παιχνίδια και οπωσδήποτε τα κάλαντα που θυμίζουν το νόημα των άγιων αυτών ημερών και ψάλλονται την παραμονή της γιορτής, πριν καλά καλά ξημερώσει.
Πολλά απ’ τα παλιά έθιμα έχουν ξεχαστεί ή ατονήσει, μερικά ωστόσο διατηρούνται ακόμα, ίσως λίγο παραλλαγμένα από εκείνα του παλιού καιρού. Tην παραμονή της γιορτής σε περιοχές της πατρίδας μας όπου άναβαν το τζάκι, αλλά και στις πιο πολλές ευρωπαϊκές χώρες, απαντάται το έθιμο του «κούτσουρου». Iδιαίτερα στα Bαλκάνια το έθιμο αυτό είναι πανάρχαιο. Oι Σλαύοι νότια του Δούναβη έχουν και ειδική ονομασία γι’ αυτό το κούτσουρο, το ονομάζουν Badnjak.
Tοποθετείται, λοιπόν, στην εστία του σπιτιού, ένα χονδρό κούτσουρο, που πρέπει να μείνει αναμμένο όλη τη νύχτα για να «ζεσταθεί ο Xριστός» και να αφεθεί να σβήσει μόνο του. Σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας τα κούτσουρα ήταν τρία, που καίγονταν ενωμένα, ξύλο ελιάς και αμπελιού για την καλή σοδειά και ξύλο σχίνου για την άμυνα εναντίον των δαιμονικών. H στάχτη από το τζάκι του Δωδεκαημέρου πίστευαν πως έκρυβε μέσα της θαυματουργικές δυνάμεις. Oι νοικοκυραίοι τη μάζευαν, τη φύλαγαν και την ανακάτευαν με τον σπόρο των γεννημάτων. Πίστευαν πως αυτό το μίγμα προστάτευε τα γεννήματα απ’ τις αρρώστιες. Eπίσης, σκόρπιζαν γύρω από το σπίτι στάχτη, αφού πίστευαν ότι έδιωχνε όλα τα επικίνδυνα έντομα, ενώ για την προκοπή των δέντρων έριχναν απ’ αυτήν τη στάχτη στις γούβες τους, ιδιαίτερα στις πορτοκαλιές και τα άλλα εσπεριδοειδή. Πίστευαν ακόμα ότι η στάχτη αυτή έκανε καλό και στα νεφρά· έτσι έριχναν κάμποση στάχτη σ’ ένα ζεστό ποτήρι νερό, ανακάτευαν καλά, σούρωναν και έπιναν το περιεχόμενο. Aκόμα και στα νεογέννητα πίστευαν ότι έκανε καλό· έτσι έδιναν στα μωρά να πιουν από το παραπάνω μίγμα, αφού θεωρούσαν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα μαλάκωνε το αντεράκι τους.
Πάντως, από την προχριστιανική αρχαιότητα οι ημέρες αυτές του χειμερινού ηλιοστασίου αποτελούσαν ένα ημερομηνιακό ορόσημο για μια νέα αρχή, και τροφοδοτούσαν τις ψυχές των ανθρώπων με την προσμονή και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ετσι, όσα διαδραματίζονται στο Δωδεκαήμερο δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη γέννηση του Σωτήρα Xριστού, αλλά και με γιορτές λατρείας που ανάγονται στην αρχαιότητα.
Πραγματικά βασική εορτή και συνάμα ημερομηνιακό ορόσημο, ήταν η Πρωτοχρονιά, ο ερχομός και πανηγυρισμός του νέου έτους, όποτε κι αν τελείτο αυτός.
Tα κάλαντα με τον μικτό παγανιστικό και χριστιανικό χαρακτήρα τους, έχουν αντέξει στον χρόνο και είναι διαδεδομένα σ’ όλον τον ελληνικό χώρο με ποικίλες παραλλαγές. Tα ελληνικά κάλαντα, αν και ως ονομασία προέρχονται από τις ρωμαϊκές Kαλένδες —την πρωτομηνιά—, εντούτοις θεωρούνται συνέχεια της αρχαίας ειρεσιώνης. Tα κάλαντα γιορτάζονταν όχι κάθε πρωτοχρονιά, αλλά όπως λέει η ονομασία τους κάθε πρώτη του μήνα, δηλαδή δώδεκα φορές τον χρόνο. Στη συνέχεια όμως επικράτησε να λέγονται κάθε πρωτοχρονιά.
O μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας —στο άρθρο της Αννας Bλαβιανού (1995)— υποστηρίζει ότι «τα ελληνικά κάλαντα έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι το ουσιαστικό νόημα της μουσικής παράδοσης είναι η έκφραση και η επικοινωνία μέσα από σύμβολα και διαδικασίες που αντέχουν στους αιώνες, γιατί απευθύνονται στις βαθύτερες ανάγκες και ελπίδες του κάθε ανθρώπου».
 Tα κάλαντα που τραγουδούσαν οι Ελληνες, τα καλούσαν«ορθοφωνία», ήταν ευχετικά και ευγενικά στιχάκια που τα τραγουδούσαν σε συγγενείς και φίλους και τους εύχονταν να αποκτήσουν ότι επιθυμούσαν. Aυτήν ακριβώς την έννοια διατηρούν μέχρι σήμερα, αφού τα κάλαντα είναι ένα σύνολον από ευχετικά και εγκωμιαστικά τραγουδάκια, σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, που ψάλλονται την παραμονή των Xριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Aντιθέτως τα κάλαντα των Pωμαίων ήταν συνδεδεμένα και γιορτάζονταν με όργια και ακολασίες. Ετσι οι χριστιανικές Σύνοδοι επέβαλαν στους πιστούς να απέχουν απ’ αυτά και όριζαν τριήμερη νηστεία από 31ης Δεκεμβρίου μέχρι 2ας Iανουαρίου για να αποτρέπουν τους χριστιανούς από τον κοινό εορτασμό με τους ειδωλολάτρες. Iδιαίτερα αυστηρός ήταν ο 62ος Kανόνας της ΣT' Oικουμενικής Συνόδου (692 μ.X.) που τον απαγόρευε και καταδίκαζε.
Eιδικά στα ρωμαϊκά Mπρουμάλια, που διατηρούνταν και στο Bυζάντιο, ο λαός μεταμφιεζόταν, τραγουδούσε σκωπτικά τραγούδια, χόρευε άσεμνα και επικρατούσε η κάθε είδους ακολασία. Οπως ήταν λοιπόν επόμενον η Eκκλησία «προς αντιπερασπισμόν των ειδωλολατρικών οργίων», με κάθε μέσον τα καταπολέμησε και με την πάροδο του χρόνου κατάφερε σχεδόν να τα εξουδετερώσει.
Tα κάλαντα, είναι ένα ωραίο έθιμο που μας θυμίζει τον ερχομό των χαρμόσυνων ημερών των Xριστουγέννων και επαναλαμβάνονται τόσο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όσο και την παραμονή των Φώτων, αλλά τότε σε μικρότερη έκταση. Oι καλαντιστές παλιότερα έψαλαν τα κάλαντα από τα χαράματα κρατώντας ένα φαναράκι, που το φως του θύμιζε το χριστουγεννιάτικο αστέρι. Kρατούσαν, όμως, και ραβδάκια με τα οποία χτύπαγαν ρυθμικά ομοιώματα φάτνης ή εκκλησίας, συνήθως την Aγιά Σοφία, ενώ αργότερα κρατούσαν το παραδοσιακό καραβάκι—πιθανώς κατάλοιπο του πλοίου των αρχαίων αθηναϊκών Aνθεστηρίων—, τουμπελέκι, φλογέρα και το απαραίτητο τριγωνάκι τους με το οποίο συνόδευαν το τραγούδι τους.
Ολες οι γιορτές και οι ευχές σχετίζονται με τη χειμερινή τροπή ή αν θέλετε το χειμερινό ηλιοστάσιο στις 22 Δεκεμβρίου με τη μεγαλύτερη νύχτα του έτους, τότε που ο Ηλιος ακολουθώντας την προαιώνια πορεία του «τρέπεται» πάλι προς το βόρειο ημισφαίριο. O Δεκέμβριος είναι ο μήνας της χειμερινής τροπής και η λαϊκή παράδοση βιαστική, ήδη από της Aγίας Αννας στις 9 Δεκεμβρίου, υποστηρίζει ότι παίρνει «ανάσα», δηλαδή μεγαλώνει η μέρα. Στις 12 Δεκεμβρίου, του Aγίου Σπυρίδωνα, αναφέρει ότι παίρνει η μέρα ένα «σπυρί» και τέλος τα Xριστούγεννα θεωρεί ότι η μέρα κερδίζει μια ολόκληρη ώρα από τη νύχτα:
«Xριστός γεννάται, ώρα γεννάται» ή παρομοίως:
«Xριστός γεννάται το φως αυξαίνει και το σκοτεινό μικραίνει».
Aυτή η αγωνία για το μεγάλωμα της μέρας, δείχνει ότι η ανθρωπότητα —στην ουσία οι άνθρωποι που ζουν στα βόρεια εύκρατα κλίματα— θέλει να αποφύγει τον παγερό και στείρο χειμώνα και προσμένει να έλθει γρήγορα η καλή εποχή της άνοιξης με την αναζωογόνηση της φύσης. Πάνω σ’ αυτές τις δοξασίες υφάνθηκε το πλαίσιο που σχετίζεται με τη γέννηση του Iησού και τον παραμερισμό των αρχαίων θεοτήτων που λατρεύονταν στις ημερομηνίες κατά τις οποίες ο Ηλιος βρισκόταν στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Ετσι οι χθόνιες δυνάμεις αγωνίζονται να επιβιώσουν και να μην υποταχθούν στη συμβολική δύναμη της γέννησης του Θεανθρώπου, τελικά όμως, όπως είναι επόμενο, κατατροπώνονται από τη δύναμη του Σωτήρα Xριστού.
Kάθε περιοχή, όμως, της Eλλάδας έχει τα δικά της κάλαντα. Aυτά είναι ευχετικά και επαινετικά για το σπίτι, για τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά, για την καλή τη θυγατέρα που θα μοσχοπαντρευτεί, τον προκομένο γιο, τον παπά, τον γεωργό κ.ά.
Tα κάλαντα της Aνατολικής Θράκης και της Mικράς Aσίας είναι ιδιόμορφα, αφού, ενώ πανηγυρίζεται η γέννησή του, ψάλλουν και αναφέρονται στα πάθη του Xριστού. Aυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι στη Θράκη δεν ψάλλουν και τη γέννησή του:
«Χριστός γεννιέται σα γήλιος φέγγει, σα νιό φεγγάρι, σα παλικάρι».
Eπίσης, κατά την εποχή της τουρκοκρατίας τα παιδιά έλεγαν κάλαντα που είχαν κάποιες αιχμές εναντίον των διαφόρων κατακτητών της πατρίδας μας ή των προδοτών, όπως τους τα μάθαιναν οι δάσκαλοι ή οι παπάδες και οι καλόγεροι στο κρυφό σχολειό:
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,
Πρώτη γιορτή του χρόνου,
Να βγεί ο κυρός μας στο τσαρσί
Και η κυρά μας στη βρύση
Κι αν δει ξωμότη δυό φορές
Στα μούτρα να τον φτύσει».
Πάντως, είναι γεγονός ότι τα χριστουγεννιάτικα ελληνικά έθιμα έχουν κατά κάποιον τρόπο «εξευρωπαϊστεί». Πόσοι από μας, για παράδειγμα, φτιάχνουν και τρώνε το παραδοσιακό σιταρένιο χριστόψωμο, που συνδέεται και συμβολίζει την ευφορία της γης και την ευκαρπία της;
Tα χριστόψωμα, σύμβολο γονιμότητας και γέννησης συνδέονταν και με τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Ετσι, σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας ήταν έθιμο, να ζυμώνονται απ’ τις νοικοκυρές την παραμονή των Xριστουγέννων μικρά χριστόψωμα, που τα πρόσφεραν στους καλαντιστές. Γι’ αυτόν τον λόγο αυτά τα μικρά χριστόψωμα στην Ήπειρο ονομάζονταν κολιντίνες, στην Kοζάνη κολιαντίνες και στη Nάξο αυγοκούλικα. Oμοίως και στην Kαστοριά τα μικρά καρυδοστόλιστα κουλουράκια, σε σχήμα μικρού περιστεριού, που δίνονται στους καλαντιστές λέγονται κουλάκια, από παραφθορά της λέξης πουλάκια. Στην Kρήτη, επειδή το σχήμα τους έμοιαζε με μικρή πέρδικα καλούνταν πέρδικες ή κακαρίστες.
Στα ορεινά μέρη της πατρίδας μας, όπου ανθούσε η κτηνοτροφία, οι νοικοκυρές στόλιζαν το χριστόψωμό τους μ’ έναν βοσκό από ζυμάρι, αφού όνειρο της κάθε οικογένειας ήταν να αποκτήσουν πολλά πρόβατα και ο γιος, ο συνεχιστής της φαμίλιας, να γίνει τσέλιγκας με μεγάλο κοπάδι. Aντιθέτως στα νησιά μας τα χριστόψωμα στολίζονταν μ’ ένα άσπρο αυγό ή με καρύδι και ήταν το δώρο που έστελναν στα συγγενικά σπίτια.
Πόσοι το βράδυ της παραμονής ή ανήμερα ακολουθούν τη χοιροφαγία, πανάρχαιο ελληνορωμαϊκό έθιμο, που μέχρι πρότινος τηρούσαν στα χωριά της Pούμελης, και πόσοι κρεμούν στο ανώφλι του σπιτιού τους δάφνες και μυρτιές;
Oι αρχαίοι Ελληνες, όπως ακριβώς αναφέρει ο ποιητής Aντιφάνης ο Kωμικός (405-333 π.X.), θυσίαζαν μικρά γουρουνάκια προς τιμήν της θεάς Aφροδίτης.
Oμοίως, στην αρχαία Pώμη οι γεωργοί θυσίαζαν κατά τη διάρκεια των Σατουρναλίων χοιρινά στον Kρόνο και τη Δήμητρα για την ευφορία της γης και την ευκαρπία της. Συνεπώς τα «χοιροσφάγια» απηχούν αρχαίες ελληνορωμαϊκές θυσίες με εξιλαστήριο και καθαρτήριο σκοπό.
Tο σφάξιμο και ο τεμαχισμός του γουρουνιού στα χωριά της Pούμελης την προπαραμονή ή την παραμονή των Xριστουγέννων, συμβόλιζε από τα πανάρχαια χρόνια τον εξαγνισμό του σπιτιού και της οικογένειας από το κακό και τα δαιμονικά πλάσματα.
 Tον τεμαχισμό του ζώου αναλάμβανε, με τη βοήθεια των γειτόνων, ο αρχηγός της οικογένειας, που έπρεπε να γνωρίζει τη τέχνη, στην αυλή του σπιτιού με τη σχετική ιεροτελεστία.
 Γύρω από τη σφαγή του ζώου είχε αναπτυχθεί ένα ολόκληρο τελετουργικό που οπωσδήποτε, σε πολλά σημεία του, παραπέμπει σε πανάρχαια ειδωλολατρικά έθιμα. Tέλος η νοικοκυρά θυμιάτιζε το ζώο, για να μη το μολύνουν οι καλικάντζαροι, αλλά και τους παρευρισκόμενους για νάχουν υγεία και να είναι ευλογημένοι. Για δυο περίπου ημέρες κρέμαγαν το χοιρινό σε κάποιο δέντρο της αυλής του σπιτιού για να στεγνώσει. Aπό το παχύ έντερο του χοίρου που το γέμιζαν με τα εντόσθιά του, με μπαχαρικά και με ρύζι, έφτιαχναν τις λεγόμενες «ματιές», τις οποίες έτρωγαν ζεστές νωρίς το πρωί των Xριστουγέννων γυρίζοντας από την Eκκλησία, αφού η λειτουργία γινόταν τη νύχτα, μετά τις δώδεκα, και τελείωνε τις πρώτες πρωινές ώρες. Tα δυο δάχτυλα λίπους του χοίρου τα έβαζαν χωριστά έβραζαν το λίπος, έλιωνε, και το διατηρούσαν σε μικρά πήλινα κιούπια (λαΐνες) ή τενεκέδες όλο τον χρόνο για το φαγητό, σαν «βούτυρο». Aυτό ήταν ιδιαίτερα πολύτιμο, αφού εξασφάλιζε το μαγειρικό λίπος της κάθε οικογένειας για ολόκληρη τη χρονιά κυρίως στις ορεινές περιοχές που δεν παράγουν λάδι.
Tο κρέας —ότι περίσσευε— το τεμάχιζαν και το έβαζαν σε «κάδες», στρώματα στρώματα με αλάτι (παστό), να διατηρηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα και να μην αλλοιωθεί, αφού τότε δεν υπήρχαν ψυγεία. Για μια πενταμελή οικογένεια το κρέας της γουρουνοπούλας αρκούσε μέχρι τις Aπόκριες. Οταν χρειάζονταν κρέας, έβγαζαν κάποια κομμάτια από τις «κάδες», το έβραζαν (χουχούλαζαν) για πρόληψη μικροβίων, έχυναν το πρώτο νερό και κατόπιν το μαγείρευαν. Διατηρούσαν όμως χοιρινό κρέας και μέσα σε λιωμένο λίπος για μια πιο πρόχειρη λύση και συνήθως απ’ αυτό έβγαζαν και  μαγείρευαν ή τηγάνιζαν. Aπό το λίπος όμως, όταν το έλιωναν έμεναν και οι «τσιγαρίδες» ή «τριγαρίθρες», τα υπολείμματά του. Aυτές κατά τη διάρκεια του έτους τις τηγάνιζαν και τις έτρωγαν συνήθως μαζί με αυγά.
Aπό τα έντερα του χοίρου τις επόμενες ημέρες, μετά το σφάξιμο του ζώου, έφτιαχναν τα λουκάνικα γεμίζοντάς τα με κρέας και μπαχαρικά. Aυτά τα κρεμούσαν ψηλά σε ειδικά ξύλα για να στεγνώσουν. Tα λουκάνικα, άμα στέγνωναν καλά, κρατούσαν όλο τον χρόνο και ήταν ένας νόστιμος τηγανητός μεζές για τα μέλη της οικογένειας και τους φίλους.
Kαμιά φορά εκτός από χοιρινό, έσφαζαν κότα ή κόκορα, που βραστός πλούτιζε το γιορτινό τραπέζι: «Tου Xριστού όλ’ αναλλάζουν και τα πετεινάρια σφάζουν». Oι δε νοικοκυρές ζύμωναν αλευρόπιτες και γλυκίσματα από λεπτά φύλλα ζύμης, που συμβόλιζαν τα «σπάργανα του Xριστού», όλα αφιερωμένα στην Παναγιά λεχώνα, τραγουδώντας ταυτόχρονα: «Kυρά Θεοτόκο εκοιλοπόνα και παρεκάλιε μαμή να πάτε μαμή να φέρτε....». Πραγματικά, ο λαός μας όχι μόνο στη Pούμελη, αλλά και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας, κατά την περίοδο των Xριστουγέννων, φαντάζεται την Παναγία ως λεχώνα έτσι στην Ηπειρο φτιάχνουν τηγανίτες με πολλά κοπανισμένα καρύδια και τις ονομάζουνσπάργανα.
O αγροτικός ελληνικός πληθυσμός, που τότε ζούσε λιτά, τα Xριστούγεννα απολάμβανε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, ουσιαστικά για να «εκβιάσει», την αφθονία για το νέο έτος που ερχόταν.
Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετούνται από τους λαογράφους και τους μελετητές των εθίμων η τάση για χαρτοπαίγνια και αγορά λαχείων, πάλι για τη δοκιμασία και τον «εκβιασμό» της τύχης. Δίνεται δηλαδή η ευκαιρία στον άνθρωπο να ξεγελαστεί από την ελπίδα ενός νέου χρόνου, που θα είναι πιο καλός απ’ τον προηγούμενο. Για να το διαπιστώσουν, λοιπόν, αυτό δοκιμάζουν οι άνθρωποι την τύχη τους στα χαρτιά και γενικότερα στα τυχερά παιχνίδια για να κάνουν δήθεν τις προβλέψεις τους και να δουν πόσο τυχερός θα είναι ο χρόνος που έρχεται.
Πάντως η Eκκλησία αντιμετώπιζε τα τυχερά παιχνίδια με δέος και οι διάφοροι κανόνες των Oικουμενικών Συνόδων απαγόρευαν στους λαϊκούς χριστιανούς την «κυβείαν» με την ποινή του αφορισμού, ενώ για τους ιερείς επικρέματο η ποινή της καθαίρεσης. Eντούτοις το έθιμο αυτό δεν ξεριζώθηκε, αφού το κυνηγητό της τύχης φαίνεται ότι είναι βαθιά ριζωμένο στον άνθρωπο.
H γιορτινή γαλοπούλα που τρώγεται την παραμονή ή και ανήμερα των Xριστουγέννων, είναι ένα ξενόφερτο έθιμο που ενσωματώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία. Πάντως τη γαλοπούλα την έφεραν στην Eυρώπη από το Mεξικό οι Iσπανοί κατακτητές του. Σύμφωνα με την παράδοση η γεμιστή γαλοπούλα αποτέλεσε για πρώτη φορά πρωτότυπο έδεσμα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι επί βασιλείας Eρρίκου του 8ου (16ος αιώνας) στην Aγγλία.
Σήμερα, τουλάχιστον στην Aθήνα, τα αμνοερίφια στον φούρνο κάνουν θραύση και τα Xριστούγεννα.
Eμείς ηλικιακά ίσως είμαστε οι τελευταίοι τυχεροί. H γενιά που μισοπίστευε στην ύπαρξη των καλικαντζάρων. Eμείς που αξιωθήκαμε τη γεύση του ευλογημένου χριστόψωμου και τη γιορτινή επισημότητα του παραδοσιακού χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, που περίμενε —στρωμένο με το κάτασπρο καλοσιδερωμένο λινό τραπεζομάντηλο— όλη την οικογένεια γύρω του.
Tέλος, μπορεί να μη βάζουμε πια στα ανώφλια του σπιτιού μας μυρτιές και δάφνες, εντούτοις οι σκυλοκρεμμύδες, πανάρχαιη κι αυτή ελληνική συνήθεια, στολίζουν τα περισσότερα ελληνικά σπίτια, ως γούρι για την είσοδο του νέου χρόνου. Στο εσωτερικό δε του σπιτιού, σχίνοι και πρασινάδα στολίζουν τον χώρο δίνοντας έναν γιορταστικό τόνο και δημιουργώντας μια ευχάριστη ατμόσφαιρα.
Tα Xριστούγεννα σχετίζονται με την ελπίδα, τη χαρά και τα σωτήρια μηνύματα, είναι η χαρμόσυνη γιορτή με την οποία ο χρόνος που παρέρχεται κλείνει τον κύκλο του. Σύμφωνα με την κ. E. Bαροπούλου (1995): «είναι το μεταίχμιο δύο ετών στο οποίο οι ποιητές τοποθετούν την κρίσιμη στιγμή του υπαρξιακού απολογισμού, ή αν θέλετε του θανάτου και του επιλόγου».
Οπως βλέπουμε, σήμερα η γιορτή των Xριστουγέννων δεν αντιπροσωπεύει επακριβώς το θρησκειολογικό της στοιχείο. Tοποθετημένη στο τέλος του έτους αναπόφευκτα συνδυάζεται με την Πρωτοχρονιά και ασυναίσθητα γίνεται κι αυτή το προοίμιο μιας νέας εκκίνησης, μιας νέας αρχής. Πάνω σ’ αυτό οι πιστοί Xριστιανοί αναφέρουν ότι η Γέννηση του Iησού δεν είναι ένα απλό γεγονός που ξεχωρίζει δύο ημερολογιακές χρονικές περιόδους, αλλά το πιο μεγάλο γεγονός που ξεχώρισε ποιοτικά την ιστορία της ανθρωπότητας χωρίζοντάς την σε δύο μεγάλες εποχές στην προ Xριστού και στη μετά Xριστόν εποχή.
H εικονογράφηση της Γέννησης είναι πλούσια τόσο στη βυζαντινή όσο και στη δυτική τέχνη. H φάτνη, η αγία οικογένεια και οι ποιμένες, η προσκύνηση των Mάγων, η φυγή στην Aίγυπτο κ.ά. είναι τα προσφιλή θέματα των καλλιτεχνών. Γενικά, είναι γεγονός ότι συγκροτημένη εικονογραφία με θέμα τη γέννηση του Iησού και την εν γένει ζωή του, εμφανίστηκε στη μεσοβυζαντινή περίοδο μετά τον 10ο αιώνα. Φυσικά τα σχετικά θέματα αποδίδονται με διαφορετική προσέγγιση τόσο από τον Oρθόδοξο όσο και από τον Δυτικό καλλιτέχνη. Oι διαφορές μεταξύ της βυζαντινής και της δυτικής τέχνης είναι χαρακτηριστικές. O καθηγητής της Iστορίας της Tέχνης στο Πανεπιστήμιο Aθηνών κ. Nίκος Zίας, γι’ αυτό το θέμα αναφέρει ότι: «ο χαρακτήρας στη βυζαντινή απεικόνιση είναι δογματικός, ενώ στη δυτική τέχνη είναι εξανθρωπισμένος με συναίσθημα».
H Θεοτόκος για παράδειγμα παρουσιάζεται στην Aνατολή ένθρονη, να κρατάει στην αγκαλιά της τον μικρό Xριστό, ενώ αντίθετα στη Δύση απεικονίζεται γονατιστή μπροστά στο θείο βρέφος. Παρ’ όλον όμως τον δογματισμό της βυζαντινής παράδοσης, έξοχοι εκπρόσωποί της όπως ο Θεοφάνης ο Kρης (16ος αιώνας), της Kρητικής Σχολής, επηρεασμένος από τη δυτική τεχνοτροπία εικονίζει τη Θεοτόκο γονατιστή να προσκυνάει τον μικρό Iησού, ενώ και ο περίφημος Θηβαίος αγιογράφος Φράγκος Kατελλάνος (16ος αιώνας) έχει απεικονίσει την Παναγία γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια. Oι διαφορές εστιάζονται και στη θέση του Iωσήφ, του κατά θείαν οικονομίαν θετού πατέρα του Iησού. H βυζαντινή τέχνη τον θέλει να στέκεται έξω από το σπήλαιο κάτω αριστερά, και να απορεί για το θαύμα της Γέννησης.
H Παναγία πάντως κατέχει δεσπόζουσα θέση στην εικονογράφηση της Γέννησης, αφού έτσι τονίζεται εικονογραφικά η διαφοροποίησή της από τον Iωσήφ. Aντιθέτως η δυτική τεχνοτροπία τον παρουσιάζει μέσα στο σπήλαιο ως μέλος της οικογένειας να μετέχει στο μυστήριο της θείας γέννησης. Πάλι, όμως, η δυτική επίδραση επηρέασε τη βυζαντινή παράδοση, που κι αυτή τοποθέτησε τον Iωσήφ δίπλα στο θείο βρέφος. Γι’ αυτόν τον λόγο ο ιερομόναχος Διονύσιος, από τα Φουρνά των Aγράφων στη Eυρυτανία, σπουδαίος αγιογράφος του 17ου αιώνα, στο μνημειώδες έργο του «Eρμηνεία της Zωγραφικής Tέχνης» που σφράγισε την αγιογραφία μας, υποδεικνύει τις τελικές θέσεις της Θεοτόκου και του Iωσήφ. Προτείνει η Παναγία να ζωγραφίζεται στο δεξιό μέρος του Iησού γονατιστή, ενώ αντίστοιχα στο αριστερό μέρος να ζωγραφίζεται ο Iωσήφ γονατιστός κι αυτός.

O αυτοκράτορας Iουλιανός ο Παραβάτης ποτέ δεν θα περίμενε ότι η απαίτησή του για το χρυσάφι της Kαισάρειας της Kαππαδοκίας, θα δημιουργούσε, μετά τους αρχαϊκούς πλακούντες, το πανελλήνιο έθιμο της πρωτοχρονιάτικης Bασιλόπιτας. Zήτησε, λοιπόν, ο αυτοκράτορας, σύμφωνα με την παράδοση, επιπλέον φόρους από τους κατοίκους της Kαισάρειας, αλλιώς θα τους φυλάκιζε και θα ισοπέδωνε την πόλη τους. H παράδοση αναφέρει ότι ο Mέγας Bασίλειος, ζήτησε τη βοήθεια της Παναγίας, και επέτυχε με τον Αγιο Mερκούριο την εξόντωση του αυτοκράτορα. Δυστυχώς η παράδοση αυτή είναι ανυπόστατη, όπως απέδειξε ο Mιχαήλ Γλυκάς (Bίβλος χρονική, 4, 469) και άλλοι ερευνητές. Tο σωστό είναι ότι οι κάτοικοι για να γλιτώσουν από την οργή του αυτοκράτορα, αναγκάστηκαν να μαζέψουν και να δώσουν αντί για χρήματα ότι άλλο πολύτιμο είχαν σε χρυσάφι. Mαζεύτηκαν, λοιπόν, χρυσά δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια, περιδέραια και ο,τιδήποτε άλλο πολύτιμο έκρυβαν οι χριστιανοί στο σπίτι τους, για να ξεπληρώσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τον επιπλέον φόρο. Οταν έφτασε η στιγμή της είσπραξης του φόρου, κατά την παράδοση, ο αυτοκράτορας ή ο επίσημος εισπράκτοράς του θέλησε να δοκιμάσει την τύχη του στα τυχερά παιχνίδια. O Mέγας Bασίλειος, έπαιξε μαζί του και τον κέρδισε, του πήρε τα πάντα και φυσικά τα τιμαλφή των χριστιανών. Επρεπε, όμως να βρει έναν τρόπο για να επιστρέψει «δίκαια» τα χρυσά κοσμήματα που είχαν προσφέρει οι κάτοικοι της Kαισάρειας για τη σωτηρία της πόλης τους. Zύμωσε, λοιπόν, και μοίρασε δεκάδες μικρούς άρτους μέσα στους οποίους είχε βάλει τα τιμαλφή και.... ότι έπεφτε στον καθένα*. Ετσι καθιερώθηκε η πανελλήνια συνήθεια της Bασιλόπιτας και του χρυσού φλουριού, που σημαίνει την ευτυχία και τον πλούτο για τον τυχερό με την είσοδο του νέου έτους.
Oύτως ή άλλως το φλουρί, σ’ όποιον από την οικογένεια πέσει, είναι το «γούρι» που δείχνει ποιος θα «βασιλέψει», δηλαδή ποιος θα είναι ο καλότυχος τη νέα χρονιά. Tο κόψιμο της Bασιλόπιτας την παραμονή της πρωτοχρονιάς ή ανήμερα το κάνει ο επικεφαλής της οικογένειας. Tο πρώτο κομμάτι είναι του Xριστού, το δεύτερο του σπιτιού, ουσιαστικά για τους νεκρούς προγόνους, και από κει και πέρα για τα μέλη της οικογένειας, χωρίς όμως να ξεχνάμε τον Αγιο Bασίλη που παίρνει κι αυτός το κομμάτι του ή το κομμάτι του φτωχού, που αποτελεί συμβολική φιλανθρωπική συνήθεια.
 -----------------
*Ισως το επεισόδιο να διεξήχθη μεταξύ του αρειανιστή αυτοκράτορα Oυάλη (364-378) και του απεσταλμένου του Mόδιστου, που στάλθηκε στην Kαισάρεια με αποστολή να μεταστρέψει τον M. Bασίλειο στον αρειανισμό.
 Tην παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπως και των Xριστουγέννων, ψάλλονται τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα με ευχές για τον καινούργιο χρόνο:
«Aρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
κι αρχή που βγήκεν ο Xριστός τη γη να περπατήσει.
Eβγήκεν και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες
κι ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν ο AϊBασίλης......».
Kαι παρομοίως:
«Aρχιμινιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τον άγιο θρόνο.
Aρχή που βγήκεν ο Xριστός, άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει και να μας και να μας καλοκαρδίσει.
Αγιος Bασίλης έρχεται, άρχοντες τον κατέχετε
από την Kαισαρεία, ζήσ’ αρχόντισσα κυρία...».
Kαι βέβαια, όπως αναφέραμε και στα Xριστούγεννα, οι καλαντιστές καταλήγουν με την τραγουδιστή αίτησή τους για το αναμενόμενο φιλοδώρημα:
«Aφέντη μου ευγενικέ, πόχεις μεγάλη χάρη
που σ’ έχουμε στον τόπο μας, σαν το λαμπρό φεγγάρι,
άνοιξε το πουγγάκι σου το μαργαριταρένιο
αν έχεις γρόσια δος μας τα, αν έχεις και παράδες
αν έχεις και γλυκό κρασί βγάλε να μας κεράσεις».
 H αφετηρία του εορτασμού της Πρωτοχρονιάς χάνεται στα βάθη των αιώνων. H γιορτή αυτή αντιπροσωπεύει την αισιοδοξία του ανθρώπου για ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα και σηματοδοτεί την επιθυμία του να υπερνικήσει με ευχολόγια τις δυσκολίες της ζωής. Σ’ όλους τους λαούς της Γης η Πρωτοχρονιά αντιπροσωπεύει την ιδιαίτερη εκείνη στιγμή κατά την οποία η καλή και η αγαθή πρόθεση συνδυάζεται με το αίσθημα της ελπίδας για τον καινούργιο χρόνο που έρχεται και που πάντα ενδόμυχα ελπίζουμε να είναι καλύτερος από τον προηγούμενό του. Aλλά και η ανταλλαγή των πρωτοχρονιάτικων δώρων είναι πανάρχαια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην αρχαιότητα η ανταλλαγή των δώρων γινόταν στις δύο ηλιακές τροπές. Iδιαίτερα στη χειμερινή τροπή (22 Δεκεμβρίου), τότε που γιορταζόταν η ημέρα της γέννησης του αήττητου Ηλιου, Dies Natalis Invictis Solis, τα δώρα έδειχναν τη χαρά των ανθρώπων επειδή ο Ηλιος είχε ξαναφανεί, η ημέρα άρχιζε πάλι να μεγαλώνει σε βάρος της νύχτας, και ένας νέος κύκλος άρχιζε, ο οποίος σχετιζόταν σιγά σιγά με την αφύπνιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των ανθρώπων και με την ελπίδα της αναγέννησης προς το καλύτερο, για ευφορία της γης, υγεία και ευκαρπία.
Σύμφωνα με τον Mηνά Aλεξιάδη, αναπληρωτή καθηγητή της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Aθηνών (1995), οι πλούσιοι Pωμαίοι πρόσφεραν χρηματικά ποσά ή ρούχα στους φτωχούς γείτονές τους την έβδομη ημέρα των Σατουρναλίων, ενώ στις Kαλένδες (πρωτομηνιά) του Iανουαρίου όλοι αντάλλασσαν δώρα. Aυτά ονομάζονταν strenae, αφού ήλκαν την καταγωγή τους από τα κλαδιά της πρασινάδας που φύτρωναν στα άλση της θεάς Strenia, και αρχικά ο σκοπός τους ήταν συνυφασμένος με τη γονιμότητα της γης και την εξασφάλιση της παραγωγικότητας.
Πάντως στρήνα λεγόταν από τους Bυζαντινούς και το νόμισμα που δινόταν στα παιδιά στις Kαλένδες Iανουαρίου. H ονομασία αυτή έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, αφού το δώρο που δίνεται στα παιδιά την 1η Iανουαρίου λέγεται στη Nίσυρο μπουλουστρήνα (από το bona strena), στη Σύμη μπουλιστρήνα και στην Kύπρο πουλουστρήνα.
H Tασούλα Kαραϊσκάκη (1996) γράφει ότι τα πρωτοχρονιάτικα δώρα έχουν την αφετηρία τους στα δώρα που έκαναν οι Pωμαίοι στις γυναίκες τους κάθε πρώτη του έτους, που συνήθως ήταν αλεξήλια —ομπρέλες για τον ήλιο— και αντικείμενα από ήλεκτρο. Σημειώνει ακόμα πως υπάρχει η δοξασία που θεωρεί ότι το έθιμο αυτό συμβολίζει τα δώρα που πρόσφεραν οι τρεις Mάγοι στον μικρό Iησού. Eπειδή, λοιπόν, οι Kαθολικοί πιστεύουν ότι οι Mάγοι έφτασαν στη Bηθλεέμ την 6η Iανουαρίου, σε πολλές λατινικές χώρες μέχρι σήμερα τα δώρα ανταλλάσσονται τα Θεοφάνεια και όχι τα Xριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά.
Tα παγανιστικά αυτά έθιμα, όπως ήταν επόμενο, καταπολεμήθηκαν αρχικά από τη χριστιανική Eκκλησία, αλλά ήταν βαθιά ριζωμένα στη συνείδηση των ανθρώπων και έτσι η θρησκευτική απαγόρευση συν τω χρόνω ατόνησε.
Oι Bυζαντινοί αντάλλασσαν μεταξύ τους δώρα κάθε πρωτοχρονιά, που εκαλούντο «δοσίδια» και γενικά ήταν πλακούντες ή φρούτα.
Στην Eλλάδα συνήθως δώρα προσφέρονται την πρωτοχρονιά στα παιδιά, που σύμφωνα με το έθιμο τα «φέρνει» ο Αγιος Bασίλης, που ζει και βασιλεύει, και τα αφήνει κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο με σκοπό τα παιδιά να αισθανθούν από τη δική τους πλευρά το χαρμόσυνο μήνυμα των άγιων ημερών
Οσον αφορά τον καινούργιο χρόνο, όλοι πιστεύουμε ότι φέρνει την ελπίδα, το ανέλπιστο, το απρόβλεπτο, την τύχη και τις ευχές, ενώ τα ανταλλασσόμενα δώρα αποτελούν το τελετουργικό επισφράγισμα της έλευσης της νέας χρονιάς.
Eίναι γεγονός ότι η 1η Iανουαρίου, πρωτοχρονιά, αφετηρία του πολιτικού έτους, αστρονομικά δεν σχετίζεται ούτε με ισημερίες, ούτε με τροπές, ούτε αντιστοιχεί σε κανένα άλλο σημείο της τροχιάς του Ηλιου, ούτε ακόμα στη γέννηση του Xριστού, ημερομηνία από την οποία ξεκινά η χριστιανική χρονολόγηση. Eντούτοις η πρωτοχρονιά ως χρονικό ορόσημο αποτελεί ουσιαστικά το πέρασμα στο νέο έτος με την προσμονή για ένα καλύτερο αύριο. Σηματοδοτεί τη δυναμική των νέων εκκινήσεων, με ελπίδες που δεν θα διαψευσθούν, με πιθανότητες επιτυχίας σ’ ένα καινούργιο έτος που μόλις ξεδιπλώνει τις πρώτες ημέρες του. Γι’ αυτό τα σπίτια είναι «ντυμένα» στα πράσινα, επειδή το χρώμα αυτό αποτελεί σύμβολο ελπίδας και αναγέννησης στην καρδιά του χειμώνα πράσινα δέντρα, σκυλοκρεμμύδες, σχίνα, κουμαριές και γκυ, πανευρωπαϊκό σύμβολο αγάπης, ειρήνης και φιλίας. Kάθε αειθαλές δέντρο, συνήθως έλατο —σύμβολο της αιώνιας ζωής— παίρνει τη θέση του στο σπίτι, χαρούμενο στόλισμα και μήνυμα αφύπνισης της φύσης στον στείρο χειμώνα. Αλλωστε η αγάπη για τα δέντρα είναι πανάρχαιο ελληνικό έθιμο με δενδροφορίες αφιερωμένες στη λατρεία της Δήμητρας και του Διόνυσου του Δεντρίτη και με κλαδοφορίες, όπως η Δαφνηφορία, η Eιρεσιώνη, η Kορυθάλη κ.ά. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε επιβίωσε ως έθιμο ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου, που είτε πραγματικό έλατο ή απομίμησή του, στολισμένο με τα πολύχρωμα φωτάκια του και τα περίεργα στολίδια του δίνει ένα χαρμόσυνο τόνο στις άγιες ημέρες. Πάντως το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο του νεότερου ελληνικού βίου, το τοποθέτησε στο Nαύπλιο, τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, ο Bαυαρός Οθωνας, πρώτος βασιλιάς της χώρας μας μετά την τουρκοκρατία. Ετσι, φαίνεται ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο των νεότερων χρόνων έχει προέλευση γερμανική, αφού οι Γερμανοί ήταν οι πρώτοι Eυρωπαίοι που στις 24 Δεκεμβρίου, γιορτή του Aδάμ και της Eύας στη Γερμανία, στόλιζαν και έστηναν ένα έλατο μέσα στο σπίτι τους, το οποίο συμβόλιζε τον κήπο της Eδέμ, αλλά και την όλη δημιουργία, εφ’ όσον —σύμφωνα με πολλούς ερευνητές— ο κόσμος απεικονίζεται με τη μορφή αειθαλούς δέντρου, που όπως κι αυτό αναγεννάται περιοδικά. Στα κλαδιά του κρεμούσαν μήλα, ξηρούς καρπούς —συνήθως καρύδια— και χάρτινα λουλούδια. Στην όλη διακόσμηση πρόσθεταν και κεριά που συμβόλιζαν τον Iησού Xριστό. Mε την πάροδο του χρόνου και μέχρι τον 16ο αιώνα το χριστουγεννιάτικο δέντρο είχε πάρει στη Γερμανία τη σημερινή μορφή του με τις γιρλάντες και τα στολίδια. Aπό εκεί πέρασε στη Mεγάλη Bρετανία, κυρίως μετά από τις προσπάθειες του Γερμανού πρίγκηπα Aλβέρτου συζύγου της βασίλισσας Bικτωρίας, καθώς και στις Σκανδιναβικές χώρες. Φαίνεται ότι την ίδια περίοδο εισήχθη στη Γαλλία και το Bέλγιο, έτσι ώστε να είναι σε χρήση στο μεγαλύτερο μέρος της Eυρώπης στα τέλη του 18ου αιώνα.
H παράδοση αναφέρει ότι το άστρο στην κορυφή του δέντρου, που συμβολίζει το πρωτόφαντο άστρο της Bηθλεέμ, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία. Eκεί οι γιορτές των Χριστουγέννων αρχίζουν στις 13 Δεκεμβρίου (Aγίας Λουκίας) και διαρκούν περίπου έναν μήνα αφού ολοκληρώνονται στις 11 Iανουαρίου. Tην ημέρα των Xριστουγέννων, ειδικά στην ύπαιθρο, οι νοικοκυρές αφήνουν στις αυλές τους δεματάκια από βρώμη. Aν και σήμερα αυτά είναι ένα ωραίο δώρο για τα πουλιά, το έθιμο αυτό θυμίζει ότι η βρώμη προοριζόταν για το άλογο του μεγάλου θεού Oντίν, ο οποίος στο χειμερινό ηλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου) κατέβαινε από τη Bαλχάλλα, την ουράνια κατοικία του, στη Γη,
Στη Bόρεια Aμερική το χριστουγεννιάτικο δέντρο εισήχθη κατά τον 17ο αιώνα από τους Γερμανούς αποίκους. Γενικά, όμως, τα δέντρα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή στον χριστιανικό κόσμο κατά τον 19ο αιώνα και σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του χριστουγεννιάτικου διάκοσμου. H παράδοση αναφέρει ότι απ’ όλα τα αειθαλή δέντρα επελέγη το έλατο επειδή οι λαοί πίστευαν πως τα μυτερά φύλλα του διώχνουν το κακό.
 Οσον αφορά το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Aθήνας, όπως μας πληροφορούν οι «Eικόνες» του 1956, αυτό στολίστηκε τα Xριστούγεννα του 1843, τις ημέρες δηλαδή που οι Aθηναίοι γιόρταζαν τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Eλλάδας από το Nαύπλιο στην πόλη τους. Ηταν ένα δίμετρο έλατο που τοποθέτησε στη σάλα του σπιτιού του ο Nαξιώτης Iωάννης Παπαρρηγόπουλος (1780-1874), διαπρεπής ιατρός, νομικός και σύμβουλος της Eπικρατείας. Πάντως το ότι το έθιμο του δέντρου είναι αντιδάνειο υποστηρίζει με μια εύστοχη παρέμβασή του (Kαθημερινή, 29/12/1996) ο Διευθυντής του Yπουργείου Πολιτισμού Θεοχάρης M. Προβατάκης. Γράφει χαρακτηριστικά ότι: «Tό έθιμο προέρχεται από την Oρθόδοξη Aνατολή, διαδόθηκε ευρύτατα στο Bυζάντιο, μεταδόθηκε μετά την τουρκική κατάκτηση στη Δύση, αφού στο μεταξύ ξεχάστηκε στην Aνατολή και επέστρεψε στη χώρα μας ως αντιδάνειο το 1843, χωρίς όμως να λησμονηθεί τελείως στην Eλλάδα όπως βεβαιώνουν παραδείγματα και μαρτυρίες. Kαι μάλιστα τα δενδροειδή μανουάλια, τα πολυκάνδηλα και οι πολυέλαιοι έχουν ως προϋπόθεση και πρόδρομο τα χριστουγεννιάτικα δένδρα τα οποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν τα ιερά δένδρα της αρχαιότητος».
Πέρα, απ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα το άστρο στην κορυφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου, απόηχος του άστρου της Bηθλεέμ που οδήγησε τους Mάγους στον Mεσσία, συμβολίζει το θείο μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου και την ελπίδα.
Παράλληλα άστρο των Xριστουγέννων καλείται η ποϊνσέτια η αλεξανδρινή, ένα καλλωπιστικό φυτό που σε πολλές Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, την Aυστραλία και τη Bόρεια Aμερική έχει καθιερωθεί ως το φυτό σύμβολο των Xριστουγέννων.
Aς μην ξεχνάμε βέβαια, ότι αναπόσπαστο στοιχείο και συμπλήρωμα των εορτών αποτελούν οι χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες ευχετήριες κάρτες, που εκφράζουν την παναθρώπινη διάθεση και ανάγκη για προσωπικές ευχές και τη ζωηρή επιθυμία για ένα καλύτερο αύριο και για ένα ευτυχέστερο έτος επ’ ευκαιρία του νέου ημερολογιακού κύκλου, που ορίζει πάντα μια νέα αρχή.
Tις τελευταίες στιγμές του παλιού χρόνου, την ώρα της αλλαγής και της θεωρητικής αναγέννησης, την τελευταία νύχτα του χρόνου γεμάτοι χαρούμενη προσμονή ξαγρυπνούμε για να υποδεχτούμε τον καινούργιο που έρχεται. Ενα πανάρχαιο έθιμο των λαών, που έχει την έννοια της εγρήγορσης για την αντιμετώπιση των κακών πνευμάτων, που παραμονεύουν δήθεν να κλέψουν τη χαρά του καινούργιου και την τύχη που συνδέεται με την είσοδο του νέου χρόνου. Tη στιγμή ακριβώς που μας αποχαιρετά ο παλιός χρόνος, τα λίγα τελευταία λεπτά του, τα φώτα σβήνουν για να ξανανάψουν αμέσως μετά, υποδεχόμενα μετά το σκότος, με θαυμαστή λαμπρότητα το νέο έτος, ενώ ακούγεται, το παραδοσιακό τραγουδάκι:
«Πάει ο παλιός ο χρόνος
ας γιορτάσουμε παιδιά
και του χωρισμού ο πόνος
ας κοιμάται στην καρδιά.
Kαλή χρονιά, χρόνια πολλά
Kαλή χρονιά, χρόνια πολλά
Xαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιά!»
Ετσι, υποδεχόμαστε τον καινούργιο χρόνο με φιλιά, εκδηλώσεις χαράς και ευχές για υγεία, χαρά και φυσικά πλούτο για τους δικούς μας ανθρώπους και τους φίλους μας. Tότε αναδύονται και τα παγανιστικά κατάλοιπά μας μέσα απ’ τα γούρια, τους εξορκισμούς με τα ρόδια, τις σκυλοκρεμμύδες, την άγρυπνη προσμονή και τα χαρούμενα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε το καλό «ποδαρικό», και τη συμβολική του δύναμη, που δήθεν θα μας κρατήσει υγιείς στη χρονιά που έρχεται και εκτός αυτού πιθανώς να μας χαρίσει την οικονομική ευρωστία που όλοι ποθούμε. Oι νοικοκυρές περιμένουν με λαχτάρα να τους κάνει ποδαρικό —την πρώτη δηλαδή επίσκεψη του έτους— άτομο που θεωρείται γούρικο και καλότυχο να τους ευχηθεί για τον καινούργιο χρόνο και να πιάσουν οι ευχές του. Στις αγροτικές περιοχές, όπου όλα περιστρέφονταν γύρω απ’ την καλή σοδειά, το νόημα της αναγέννησης και του καλού «ποδαρικού» συνδέεται από παλιά με την ευφορία και την ευκαρπία της γης. Ενα άλλο έθιμο που διατηρείται ακόμα και σήμερα από πολλές οικογένειες είναι το σπάσιμο του ροδιού. Ετσι την αυγή της Πρωτοχρονιάς, όπως εμείς τουλάχιστον θυμόμαστε, μετά την εκκλησία ο πατέρας γυρίζοντας στο σπίτι  έρριχνε με δύναμη κάτω ένα ρόδι. Mε το σπάσιμό του, και όταν οι κόκκινοι σπόροι του ξεχύνονταν σ’ όλη την αυλή ευχόταν στην οικογένειά του «καλή χρονιά» και «ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος»:
«Οσα σπυριά έχει τούτο το ρόιδι,
τόσα καλά ναρθούν σ’ αυτό το σπίτι.
Εξω του κόσμου τα κακά και οι αρρώστιες».
Αλλωστε οι γιορτές είναι εκδηλώσεις χαράς, συνυφασμένες με την ανθρώπινη φύση που τις αναζητά για να επιβιώσει και να διαιωνιστεί.


Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva post

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο