Όταν βρέχει, η μικρή πλατεία που βρίσκεται κοντά στη δουλειά μου, μεταμορφώνεται και αδειάζει. Τα μόνα που δεν την εγκαταλείπουν είναι τα παγκάκια, δυο-τρεις σκύλοι που προσπαθούν να προστατευτούν από την βροχή μπαίνοντας κάτω από αυτά και ένα σιντριβάνι ακριβώς στην μέση, που πλέον χρησιμοποιείται σαν μια τεράστια αλτάνα με αδιάφορα κι αφρόντιστα φυτά. Οι θάμνοι της πλατείας είναι μισοφαγωμένοι, όπως άλλωστε και οι πλάκες. Ρωγμές, κάποιες βαθιές και κάποιες άλλες πιο επιφανειακές, δημιουργούν μικρές λακκούβες ακανόνιστων σχημάτων, που φυλακίζουν το νερό και σε υποχρεώνουν να πατήσεις στις μύτες για να μην βραχείς.
Εγώ πάλι δεν προσπαθώ να τις αποφύγω. Τσαλαβουτάω με πείσμα έως ότου νιώσω να μουσκεύει η κάλτσα κι αρχίσουν ρίγη να ανεβαίνουν από τα πόδια καταλήγοντας στον αυχένα. Αν και είμαι κάτοχος μιας συμπαθέστατης ομπρέλας που θυμίζει πάντα, με δυο μεγάλα μάτια ζωγραφισμένα πάνω της και δυο μαύρα αφτιά να προεξέχουν σαν κεραίες, επιμένω να την κουβαλάω μαζί μου σαν αξεσουάρ χωρίς να την ανοίγω.
Την έχω ακουμπήσει με προσοχή στο πεζούλι δίπλα μου και παρακολουθώ το σαλιγκάρι που πασχίζει να ανέβει στο παγκάκι στο οποίο κάθομαι. Ακριβώς απέναντί μου, στέκει περήφανο το ξεστόλιστο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Προφανώς κάποιος από τους υπευθύνους θεώρησε ότι είναι ευκολότερο να το προστατέψουν περιφράζοντάς το με σιδερένιες μπάρες σαν αυτές που βάζουν στις συναυλίες για να αποτρέψουν τον κόσμο να ανέβει στην σκηνή, παρά να το αφαιρέσουν τελείως και να πάει προς αποθήκευση ως του χρόνου.
Τα περιστέρια φαίνεται πως αδιαφορούν για τα κιγκλιδώματα και έχουν παρέμβει εικαστικά αφήνοντας τις κουτσουλιές τους στα κλαδιά του δέντρου. Μικρές λευκές βούλες πάνω σ' ένα βαθυπράσινο φόντο. Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου την ανθισμένη πλαγιά που φαινόταν από το παράθυρο του Λυκείου κάτω στο βλαχόνησο. Πάνω που έχω καταφέρει να θυμηθώ έναν μισογκρεμισμένο ανεμόμυλο που βρισκόταν στα δεξιά της πλαγιάς, μια φωνή βραχνή μα απαλή και σε ασυνήθιστα χαμηλή ένταση, διακόπτει το σουλάτσο στην εφηβεία μου. "Είστε καλά; Θέλετε βοήθεια;"
Ανοίγοντας σιγά-σιγά τα μάτια, βλέπω έναν κύριο να έχει σκύψει από πάνω μου. Δυσκολεύομαι να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Είναι 7 το απόγευμα και οι λιγοστές λάμπες της πλατείας που λειτουργούν, φωτίζουν όσο ένα καντηλέρι. Επαναλαμβάνοντας την ερώτησή του, κάθεται δίπλα μου, ενώ έχω μείνει να τον παρατηρώ. Έχει γένια λίγων ημερών και το μαλλί του, που είναι σχεδόν κατάλευκο, γλείφει τις βάτες του γκρίζου παλτού του. Από τον άκαμπτο τρόπο που ορθώνει την πλάτη του, καταλαβαίνω ότι από μέσα φοράει τουλάχιστον δυο σειρές ρούχα.
"Το σαλιγκάρι!" φωνάζω ξαφνικά και του δίνω μια ελαφριά σπρωξιά να σηκωθεί. "Ηρέμησε, το έβαλα εκεί" μου απαντάει, δείχνοντάς μου το λασπωμένο γκαζόν που καλύπτει το υπερυψωμένο παρτέρι από πίσω μας. Κάνω να του ζητήσω συγγνώμη μα με προλαβαίνει, σαν να είχε μαντέψει τι πρόκειται να πω. "Δεν έγινε και τίποτα. Ωραία ομπρέλα, να την δω;". Του τη δίνω κι αυτός αρχίζει να την περιεργάζεται τραβώντας τα αφτιά της. Έχω καρφώσει το βλέμμα μου στα χέρια του. Λένε πως η πραγματική ηλικία φαίνεται μόνο εκεί. Τα δικά του όμως φαίνονται μαλακά και τα δάχτυλά του μοιάζουν μονοκόμματα χωρίς αρθρώσεις.
"Μένετε εδώ στην πλατεία;" τον ρωτάω προσπαθώντας να σπάσω την αμήχανη σιωπή ανάμεσά μας. Μου γνέφει καταφατικά. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα μου λέει πως τους τελευταίους μήνες αποφάσισε να φύγει από το μεγάλο πάρκο που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, καθώς η κατάσταση εκεί είχε αρχίσει να αγριεύει. Μετανάστες διαφόρων εθνικοτήτων και ναρκομανείς από το κοντινό κέντρο του ΟΚΑΝΑ έχουν πιάσει όλα τα παγκάκια και του χαλούσαν την ηρεμία του. Καθώς μιλάει, οι στάλες που πέφτουν στο πρόσωπό του διαγράφουν περίεργες διαδρομές, ακολουθώντας τις ρυτίδες του δέρματός του.
"Εδώ είναι καλύτερα;" τον διακόπτω. Μου γνέφει πάλι καταφατικά και με μία ελαφριά κίνηση του κεφαλιού μού κάνει νόημα να κοιτάξω πίσω. Κάτω από έναν ξεραμένο φοίνικα, βρίσκεται μια πολυθρόνα με καπιτονέ επένδυση καφέ αποχρώσεως, της οποίας λείπουν τα δυο μπροστινά πόδια. Μου λέει πως την βρήκε δίπλα από τους κάδους λίγο πιο κάτω. Τον πιστεύω. Οι συγκεκριμένοι κάδοι είναι πραγματικός θησαυρός. Κατά καιρούς έχω δει ξεχαρβαλιασμένους καναπέδες και σπασμένες λεκάνες να στοιβάζονται δίπλα σε σκισμένες σακούλες με αποφάγια.
"Εδώ είναι όλοι πολύ φιλικοί" συνεχίζει. Όπως με πληροφορεί, το παρακείμενο καφενείο του δίνει πού και πού κάτι να φάει κι όταν νιώσει τα μεγάλα ζόρια τρέχει στα συσσίτια της εκκλησίας. Ο κυρ Σίμος, που έχει το τελευταίο εναπομένον μπαρμπέρικο της γειτονιάς, τον κουρεύει και τον ξυρίζει κάθε μήνα, και μάλιστα τον αφήνει να χρησιμοποιήσει το πίσω δωματιάκι όπου έχει ένα λάστιχο για να κάνει το μπάνιο του κάθε 15 μέρες.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μοιάζει σε τίποτα με τους άστεγους που έχω συνηθίσει να συναντώ. Ούτε καν τα ρούχα του καταμαρτυρούν κάτι τέτοιο, τα οποία, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, τα έβρισκε στον κάδο ανακύκλωσης ρουχισμού που υπήρχε μέχρι πρότινος δίπλα από τη στάση λεωφορείου λίγα μέτρα μακριά από την πλατεία. Αναγκάστηκαν όμως να τον ξηλώσουν όταν άρχισαν να πετάνε σε αυτόν μπάζα, κλαδιά και κάθε λογής σκουπίδια.
"Γιατί; Τι σας έφερε σ' αυτό το σημείο;" δεν κρατιέμαι και τον ρωτάω. "Γιατί θέλω την ησυχία μου. Τα βαρέθηκα όλα. Η γυναίκα μου πέθανε πριν 15 χρόνια. Πέντε χρόνια αργότερα δεν άντεξα, τα παράτησα όλα και βγήκα στους δρόμους. Παιδιά δεν είχαμε, οπότε δεν με κρατούσε τίποτα. Είναι καλύτερα έτσι, πιο ξέγνοιαστα. Μ' αρέσει", μου απαντά χωρίς να με κοιτάει. Έχω μείνει έκπληκτη. Περίμενα να ακούσω κάτι άλλο. Πως του πήρε το σπίτι η τράπεζα, πως τον απέλυσαν από τη δουλειά του. Κάτι άλλο. Νιώθω την ανάγκη να του ζητήσω συγγνώμη, όπως και πριν, μα και πάλι με προλαβαίνει, "Δεν έγινε και τίποτα. Είναι επιλογή μου".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.