Μια φορά κι ένα καιρό, στη μακρινή Ιαπωνία, ζούσαν δύο γείτονες. Ο ένας ήταν πλούσιος και ο άλλος φτωχός.
Ο πλούσιος είχε μια κόρη πολύ όμορφη και ο φτωχός ένα γιο, επίσης όμορφο.
Τα δύο παιδιά μεγάλωσαν δίπλα-δίπλα, και τελικά αγαπήθηκαν πολύ.
Το παλικάρι μια μέρα, πήρε κουράγιο από την αγαπημένη του και πήγε στο πλούσιο πατέρα της, να τη ζητήσει για γυναίκα του.
Ο πλούσιος τον δέχτηκε και τον άκουσε με ένα κοροϊδευτικό ύφος. Όταν ο νέος του είπε αυτά που ήθελε, ο πλούσιος πατέρας έσκυψε κάτω, πήρε ένα άχυρο το έδωσε στο νεαρό και του είπε:
-Σύμφωνοι, θα σου δώσω τη κόρη μου για γυναίκα σου, αν μπορέσεις από αυτό το άχυρο να βγάλεις λεφτά.
Το παλικάρι μας πικράθηκε, αλλά καλότροπα πήρε το άχυρο και έφυγε.
Πήγε στον πατέρα του, του είπε τα πάντα και ξεκίνησε αποφασισμένος για να βρει τη τύχη του.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και έφτασε τελικά σε μια πολιτεία. Βρέθηκε μπροστά στο παλάτι, την ώρα που ένας γέρος κηπουρός, προσπαθούσε να φυτέψει ένα μικρό δεντράκι στο περιβόλι του παλατιού.
Ο νέος τον παρακολουθούσε, όταν ξαφνικά ξέσπασε μπόρα. Ο γεράκος δεν ήξερε τι να κάνει για να προστατέψει το δεντράκι του από τον αέρα.Το παλικάρι δεν έχασε καιρό, πήρε ένα ραβδί από μπαμπού το φύτεψε στο χώμα δίπλα στο δεντράκι, και το έδεσε με το άχυρο του.
Ο γέρος τον ευχαρίστησε για τη βοήθεια του.
-Πάρε σαν ανταμοιβή για την αχυρένια σου κλωστή, αυτό το μεγάλο φύλλο μπανανιάς.
Ο νέος πήρε το φύλλο, τον ευχαρίστησε κι έφυγε για να συνεχίσει το δρόμο του.
Αρκετά πιο κάτω, συνάντησε έναν άντρα που κουβαλούσε στη ράχη του ένα καλάθι γεμάτο μπαχαρικά.
Η βροχή ήρθε κι εκεί, κι ο άνθρωπος έψαχνε τρόπο να προφυλάξει το καλάθι του.Ο όμορφος και καλοσυνάτος νέος δεν έχασε καιρό και σκέπασε το καλάθι του άντρα με το φύλλο της μπανανιάς του. Έτσι η ακριβή του πραμάτεια δεν βράχηκε.
Ο άνθρωπος για να τον ευχαριστήσει, του έδωσε μια χούφτα από το κάθε μπαχαρικό του.
-Δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω, και σ' ευχαριστώ για την άμεση βοήθεια σου.
Το παλικάρι τον ευχαρίστησε με χαμόγελο, και συνέχισε το δρόμο του.
Σε λίγο άρχισε να σουρουπώνει και ο ερωτευμένος νέος μας, έφτασε μπροστά από ένα σπιτάκι, που έμενε μια γριούλα. Η γριούλα εδώ και καιρό, ήταν τυφλή. Μία σκληρή πέτσα είχε καλύψει τα μάτια της, και δεν έβλεπε τίποτα.
Στο σπίτι αυτής της γριούλας ζήτησε φιλοξενία ο ήρωας μας.
-Γιαγιούλα θα ήθελα ένα πιατάκι φαγητό αν έχεις, και μια γωνίτσα να κοιμηθώ.
-Ευχαρίστως αγόρι μου πέρασε. Μόλις έφτιαξα λίγο ρύζι για το βράδυ.
Δεν έχω βέβαια τίποτα για να το κάνω πιο νόστιμο, αλλά θα βολευτούμε.
Το παλικάρι αμέσως έβγαλε τα μπαχαρικά του και τα έδωσε στη γριά.
Η γριά έριξε λίγα στο ρύζι και άρχισαν να τρώνε με πολλή όρεξη. Μα τα μπαχαρικά ήταν πολύ πικάντικα. Με τη πρώτη μπουκιά, η γριά πετάχτηκε πάνω και φώναξε:
-Καίει. Καίει πολύ.Από τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα πολλά, και ξαφνικά η πέτσα που τα κάλυπτε έφυγε.
Η γριά ξανάρχισε να βλέπει ύστερα από πολλά χρόνια στο σκοτάδι.
Φίλησε τα χέρια του παιδιού και του είπε ένα σωρό ευχές και καλές κουβέντες.
Το πρωί, του είπε το μόνο που έχω σε αυτό το σπίτι, είναι αυτό το ωραίο ξυράφι. Πάρτο στο χαρίζω.
Το παλικάρι το πήρε, την ευχαρίστησε κι έφυγε.
Παρακάτω συναντήθηκε με έναν καβαλάρη, που ερχόταν από πολύ μακριά.
Είχε ένα σπαθί στη μέση του και άλλα δύο στη σέλα του. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει, και προσπαθούσε να κατέβει με κόπο από το άλογο για να ξεκουραστεί λίγο.
Ο νέος τον καλημέρισε, και του ζήτησε την άδεια να τον περιποιηθεί, ξυρίζοντας τον, με αμοιβή ένα από τα ξίφη του.
Ο καβαλάρης δέχθηκε με χαρά. Ο νέος τον έπλυνε, τον ξύρισε και του έδωσε ανθρώπινη όψη ξανά.
Πήρε το ξίφος σαν ανταμοιβή για το ξυράφι του, τον ευχαρίστησε κι έφυγε.
Στη πορεία του πιο πέρα, συναντήθηκε με το πριγκιπόπουλο και την ακολουθία του που πήγαιναν για κυνήγι. Έκανε στην άκρη για να περάσουν. Τότε ένας από τους ακόλουθους, είδε το σπαθί του νέου. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από τη φτιαξιά του, που αμέσως πρότεινε στο παλικάρι να του το πουλήσει.
Ο νέος δέχθηκε πρόσφερε το σπαθί του, και ο ακόλουθος του έδωσε ένα βαρύ πουγγί γεμάτο χρήματα.
Χαρούμενος ο νέος έβαλε στο κόρφο του το πουγγί, και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του.
Έφτασε, πλύθηκε και χτύπησε τη πόρτα του πλούσιου γείτονα.
Μόλις τον είδε,του έδωσε το πουγγί και του είπε:
-Αυτά τα χρήματα τα κέρδισα με την αχυρένια σου κλωστή.
Τίποτα δεν είναι αξιοκαταφρόνητο, από όσα έχει κανείς. Αν έχει μυαλό, καλοσύνη, και περιμένει τη κατάλληλη στιγμή, όλα γίνονται χρήσιμα στη ζωή του.
Αγαπάω τη κόρη σου, και με αγαπάει κι εκείνη. Έβγαλα χρήματα από το άχυρο σου, τώρα κράτησε κι εσύ το λόγο σου.
Έτσι το παλικάρι μας και η όμορφη αγαπημένη του, παντρεύτηκαν και προκομμένοι και αγαπημένοι έφτιαξαν το σπίτι τους με ζεστασιά και ευτυχία.
Ο πλούσιος είχε μια κόρη πολύ όμορφη και ο φτωχός ένα γιο, επίσης όμορφο.
Τα δύο παιδιά μεγάλωσαν δίπλα-δίπλα, και τελικά αγαπήθηκαν πολύ.
Το παλικάρι μια μέρα, πήρε κουράγιο από την αγαπημένη του και πήγε στο πλούσιο πατέρα της, να τη ζητήσει για γυναίκα του.
Ο πλούσιος τον δέχτηκε και τον άκουσε με ένα κοροϊδευτικό ύφος. Όταν ο νέος του είπε αυτά που ήθελε, ο πλούσιος πατέρας έσκυψε κάτω, πήρε ένα άχυρο το έδωσε στο νεαρό και του είπε:
-Σύμφωνοι, θα σου δώσω τη κόρη μου για γυναίκα σου, αν μπορέσεις από αυτό το άχυρο να βγάλεις λεφτά.
Το παλικάρι μας πικράθηκε, αλλά καλότροπα πήρε το άχυρο και έφυγε.
Πήγε στον πατέρα του, του είπε τα πάντα και ξεκίνησε αποφασισμένος για να βρει τη τύχη του.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και έφτασε τελικά σε μια πολιτεία. Βρέθηκε μπροστά στο παλάτι, την ώρα που ένας γέρος κηπουρός, προσπαθούσε να φυτέψει ένα μικρό δεντράκι στο περιβόλι του παλατιού.
Ο νέος τον παρακολουθούσε, όταν ξαφνικά ξέσπασε μπόρα. Ο γεράκος δεν ήξερε τι να κάνει για να προστατέψει το δεντράκι του από τον αέρα.Το παλικάρι δεν έχασε καιρό, πήρε ένα ραβδί από μπαμπού το φύτεψε στο χώμα δίπλα στο δεντράκι, και το έδεσε με το άχυρο του.
Ο γέρος τον ευχαρίστησε για τη βοήθεια του.
-Πάρε σαν ανταμοιβή για την αχυρένια σου κλωστή, αυτό το μεγάλο φύλλο μπανανιάς.
Ο νέος πήρε το φύλλο, τον ευχαρίστησε κι έφυγε για να συνεχίσει το δρόμο του.
Αρκετά πιο κάτω, συνάντησε έναν άντρα που κουβαλούσε στη ράχη του ένα καλάθι γεμάτο μπαχαρικά.
Η βροχή ήρθε κι εκεί, κι ο άνθρωπος έψαχνε τρόπο να προφυλάξει το καλάθι του.Ο όμορφος και καλοσυνάτος νέος δεν έχασε καιρό και σκέπασε το καλάθι του άντρα με το φύλλο της μπανανιάς του. Έτσι η ακριβή του πραμάτεια δεν βράχηκε.
Ο άνθρωπος για να τον ευχαριστήσει, του έδωσε μια χούφτα από το κάθε μπαχαρικό του.
-Δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω, και σ' ευχαριστώ για την άμεση βοήθεια σου.
Το παλικάρι τον ευχαρίστησε με χαμόγελο, και συνέχισε το δρόμο του.
Σε λίγο άρχισε να σουρουπώνει και ο ερωτευμένος νέος μας, έφτασε μπροστά από ένα σπιτάκι, που έμενε μια γριούλα. Η γριούλα εδώ και καιρό, ήταν τυφλή. Μία σκληρή πέτσα είχε καλύψει τα μάτια της, και δεν έβλεπε τίποτα.
Στο σπίτι αυτής της γριούλας ζήτησε φιλοξενία ο ήρωας μας.
-Γιαγιούλα θα ήθελα ένα πιατάκι φαγητό αν έχεις, και μια γωνίτσα να κοιμηθώ.
-Ευχαρίστως αγόρι μου πέρασε. Μόλις έφτιαξα λίγο ρύζι για το βράδυ.
Δεν έχω βέβαια τίποτα για να το κάνω πιο νόστιμο, αλλά θα βολευτούμε.
Το παλικάρι αμέσως έβγαλε τα μπαχαρικά του και τα έδωσε στη γριά.
Η γριά έριξε λίγα στο ρύζι και άρχισαν να τρώνε με πολλή όρεξη. Μα τα μπαχαρικά ήταν πολύ πικάντικα. Με τη πρώτη μπουκιά, η γριά πετάχτηκε πάνω και φώναξε:
-Καίει. Καίει πολύ.Από τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα πολλά, και ξαφνικά η πέτσα που τα κάλυπτε έφυγε.
Η γριά ξανάρχισε να βλέπει ύστερα από πολλά χρόνια στο σκοτάδι.
Φίλησε τα χέρια του παιδιού και του είπε ένα σωρό ευχές και καλές κουβέντες.
Το πρωί, του είπε το μόνο που έχω σε αυτό το σπίτι, είναι αυτό το ωραίο ξυράφι. Πάρτο στο χαρίζω.
Το παλικάρι το πήρε, την ευχαρίστησε κι έφυγε.
Παρακάτω συναντήθηκε με έναν καβαλάρη, που ερχόταν από πολύ μακριά.
Είχε ένα σπαθί στη μέση του και άλλα δύο στη σέλα του. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει, και προσπαθούσε να κατέβει με κόπο από το άλογο για να ξεκουραστεί λίγο.
Ο νέος τον καλημέρισε, και του ζήτησε την άδεια να τον περιποιηθεί, ξυρίζοντας τον, με αμοιβή ένα από τα ξίφη του.
Ο καβαλάρης δέχθηκε με χαρά. Ο νέος τον έπλυνε, τον ξύρισε και του έδωσε ανθρώπινη όψη ξανά.
Πήρε το ξίφος σαν ανταμοιβή για το ξυράφι του, τον ευχαρίστησε κι έφυγε.
Στη πορεία του πιο πέρα, συναντήθηκε με το πριγκιπόπουλο και την ακολουθία του που πήγαιναν για κυνήγι. Έκανε στην άκρη για να περάσουν. Τότε ένας από τους ακόλουθους, είδε το σπαθί του νέου. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από τη φτιαξιά του, που αμέσως πρότεινε στο παλικάρι να του το πουλήσει.
Ο νέος δέχθηκε πρόσφερε το σπαθί του, και ο ακόλουθος του έδωσε ένα βαρύ πουγγί γεμάτο χρήματα.
Χαρούμενος ο νέος έβαλε στο κόρφο του το πουγγί, και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του.
Έφτασε, πλύθηκε και χτύπησε τη πόρτα του πλούσιου γείτονα.
Μόλις τον είδε,του έδωσε το πουγγί και του είπε:
-Αυτά τα χρήματα τα κέρδισα με την αχυρένια σου κλωστή.
Τίποτα δεν είναι αξιοκαταφρόνητο, από όσα έχει κανείς. Αν έχει μυαλό, καλοσύνη, και περιμένει τη κατάλληλη στιγμή, όλα γίνονται χρήσιμα στη ζωή του.
Αγαπάω τη κόρη σου, και με αγαπάει κι εκείνη. Έβγαλα χρήματα από το άχυρο σου, τώρα κράτησε κι εσύ το λόγο σου.
Έτσι το παλικάρι μας και η όμορφη αγαπημένη του, παντρεύτηκαν και προκομμένοι και αγαπημένοι έφτιαξαν το σπίτι τους με ζεστασιά και ευτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.