Άρθρο του 1952.
Περί Αλός
IRA WOLFERT
Από τα αρχεία της ΕΘΕ (Ελληνική Θαλάσσια Ένωση)
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τ. 223,
σελ. 10. ΜΑΪΟΣ 1952, εκδ. ΕΘΕ/ΓΕΝ. Αναδημοσίευση
στο Περί Αλός με την έγκριση της ΕΘΕ.
Ο επιζών της τραγωδίας Onnie Clem ΦΩΤΟ: onnieclem.com |
Τα Μεσαιωνικά βασανιστήρια ωχριούν εμπρός στην ιαπωνική θηριωδία.
760 αιχμάλωτοι σε αμπάρι – σούπα από φλούδα πατάτας – Το πλοίο τορπιλλίζεται –Πάλη ζωής και θανάτου στη θάλασσα – 83 επέζησαν από Ιάπωνες που πυροβολούσαν ακόμα κι όταν η θάλασσα κόντευε να τους σκεπάσει.
Οι ιστορίες των μεσαιωνικών βασανιστηρίων ωχριούν μπροστά σε τούτη που μας έδωσε η σατανική σκληρότης των γιαπωνέζων στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Από τους 750 Αμερικανούς αιχμαλώτους του «πλοίου φυλακής» μόνο 83 διεσώθησαν για ν’ αφηγηθούν την απάνθρωπη κτηνωδία των φανατισμένων κιτρίνων του αυτοκράτορος Χιροχίτο, πριν ακόμα η ατομική βόμβα πλήξη τη Χιροσίμα και η αστερόεσσα στηθή πάνω στο στρατηγείο του Μακ – Άρθουρ. Στο Τόκιο. Την ιστορία μας αφηγούνται δύο, από τους επιζήσαντες πεζοναύτες, ο λοχίας Βέρλε Κάτερ, 26 ετών από το Ντένβερ, κι ο Όννι Κλεμ, ένα χρόνο μικρότερός του, από το Ντάλλας.
«Περίπου 650 είμαστε, που μας πήραν από το γιαπωνέζικο στρατόπεδο των αιχμαλώτων του Λασάνγκ, στο Μιντανάο των Φιλιππίνων νήσων» λέει ο Κάτερ. «Μας βάλανε σε πεντάδες, και δέσανε από τα πανταλόνια με χοντρό σκοινί όλους όσους είτανε στην εξωτερική γραμμή. Όσους δεν είχανε πανταλόνια τους δέσανε από τον καρπό. Κι αν τύχαινε κάποιος νάναι πληγωμένος – για μεγάλη τους ευχαρίστηση – τότε περνούσανε το σκοινί από το λαιμό του.
Παρ’ όλο που ο δρόμος ήτανε φαρδύς τραβήξανε τα σχοινιά και μας στριμώξανε όλους όσοι είμαστε μέσα το ένα επάνω στον άλλονε.
Αυτό το βασανιστήριο κράτησε μέχρι 2⅟₂ μίλλια, που απείχε το φορτηγό. Μερικοί από εμάς υπόφεραν τόσο, που κουτσαίνανε. Άλλοι είχανε ελονοσία. Και δυο –τρεις τρελλάθηκαν και φωνάζανε σε όλο το δρόμο.
Αλλά και κανένας μας δεν ήταν εντελώς στα καλά του. Είχαμε τουλάχιστον 29 μήνες αιχμάλωτοι!
Τέλος φτάσαμε στο φορτηγό «πλοίο φυλακή», που μας σωριάσανε μέσα από μια τρύπα σ’ ένα αμπάρι».
«Εκεί βρισκόμαστε άλλοι 100 από το στρατόπεδο αιχμαλώτων αεροδρομίου Ματίνα» συνεχίζει ο Κλέμ.
«Γίναμε τόσοι πολλοί, που σ’ αυτόν τον χώρο είμαστε δύο στρώματα! Ο αέρας λιγοστός και σε μια μέρα η βρώμα μας αποβλάκωσε τελείως».
«Ένας δίπλα μου», λέει ο Κάτερ «είχε ελονοσία. Υπολόγισα τον πυρετό του μέχρι 108 βαθμούς. Είμουνα ειδικός σ’ αυτήν την αρρώστια. Από το Μπατάαν είχα 48 κρίσεις. Κ’ οι γιαπωνέζοι μου δώσανε το όλον 16 μικρούς κόκκους κινίνο, ενώ η μικρότερη δόση είναι 30 για κάθε μέρα!
Παιδιά, τους είπα, ο συνάδελφος είναι πτώμα. Πρέπει να γίνει χώρος να ξαπλώση.
Αρχίσαμε τότε να σπρώχνουμε όλοι ωσότου τέλος μπόρεσε να τεντώσει τα πόδια του.
Ύστερα κάμαμε το εξής σύστημα: Καθένας μας θάχε μια ώρα ξάπλα την ημέρα, και μια τη νύχτα! Τις άλλες ώρες θα τις περνούσε μια όρθιος, μια γονατιστός και καθισμένος στις φτέρνες, και μια καθιστός με τα γόνατα τραβηγμένα κοντά στο πηγούνι του! Αυτό το μαρτύριο κράτησε 18 νύχτες και 19 μέρες!…
Παρακαλούσαμε τον Θεό να δώση ένα τέλος, προσμένοντας. Μετά όμως συνηθίσαμε και δεν λέγαμε τίποτα, σα να βρισκόμαστε σε νάρκη.
Δύο φορές την ημέρα μας δίνανε μια κουταλιά βρασμένο ρύζι και τέσσερις ουγγιές ψευτόσουπα στον καθένα μας. Οι γιαπωνέζοι είχανε camotes – ένα είδος γλυκοπατάτας – κι έφτιαχναν τη σούπα μας βράζοντας τα φλούδια τους με νερό!
Η μερίδα του νερού είτανε τα δύο –τρίτα του ποτηριού, την ημέρα
Στο τέλος μας κλείσανε ψηλά το άνοιγμα ο γιαπωνέζοι και μέσα στο πίσσα –σκοτάδι μοιάζαμε σα δεμένα σκυλιά, που ασθμαίνουν στον ήλιο…
Το "πλοίο του θανάτου" SS Shinyo Maru. ΦΩΤΟ: west-point.org |
Απορούσαμε και δεν ξέραμε το λόγο που μας φέρνονταν με αυτόν τον τρόπο. Γιατί δεν είταν τιμωρία. Είταν απλώς μια μεταφορά αιχμαλώτων από το Μιντανάο σε κάποιο άλλο τόπο.
Αν και έζησα πέντε χρόνια στην Κίνα μου είναι δύσκολο να πω πως κατάφερα να ψυχολογήσω αυτούς τους ανθρώπους.
Θυμάμαι στο Νταβάο Πενάλ έφτιαχνα ένα φράχτη για το κοτέτσι. Είτανε λοιπόν ένα κοτόπουλο, που έσπανε τ’ αυγά του κι έτρωγε το φλοιό τους. Καθένας λοιπόν καταλαβαίνει ότι αυτό συμβαίνει, γιατί λείπει από το φαγητό του το calcium. Αλλά, όταν ο γιαπωνέζος το αντελήφθη, το απομόνωσε στον ορνιθώνα τρεις ημέρες κι έβαλε σημάδι στο κλουβί του πως είταν τιμωρημένο, γιατί έσπανε τ’ αυγά του!
Αυτό δεν φάνηκε σε κανένα γιαπωνέζο αστείο. Κι ακόμα, θυμάμαι κάποιον άλλον που έκοψε την ουρά ενός πουλιού Carabao για να το τιμωρήσει επειδή είχε ανέβει πάνω στον βωλοκόπο του!»
«Υπήρχε νόμος απαράβατος» συνεχίζει ο Κλεμ «όταν μας πιάνανε να γυριζουμε πίσω στο στρατόπεδο με κανένα φαγώσιμο, να μας χτυπάνε μα τους υποκοπάνους. Στο Νταβάο Πενάλ είχε πορτοκάλλια άφθονα. Όταν όμως έπεφτε στην αντίληψή τους πως είχαμε κόψει έστω και μοναχά ένα μας βάζαν αντιμέτωπους σε δυο γραμμές και μας διέταζαν να χτυπάη καθένας τον απέναντί του στα γεμάτα. Τότε γελούσαν σαν μικρά παιδιά. Εμείς βέβαια χτυπούσαμε μαλακά και ειδοποιούσαμε με νόημα, που θάναι το κάθε χτύπημα, ώστε να το δέχεται προετοιμασμένος.
Οι γιαπωνέζοι τριγυρίζανε κι αλλοίμονο αν βλέπανε κάποιον να χτυπάη σιγανά. Τον περιποιόντανε με γκλόμπ ή τον τρυπούσαν με την ξιφολόγχη τους!
Και πραγματικά έχουνε παράδοση στο ξυλοκόπημα. Οι αξιωματικοί τους μπροστά στα μάτια μας τους γρονθοκοπούσαν ή τους χτυπούσαν με το πλατύ μέρος του σπαθιού τους. Οι υπαξιωματικοί τους χτυπούσαν τους στρατιώτες. Οι τρίτης κλάσης στρατιώτες χτυπούσαν της δευτέρας, κι αυτοί τους της πρώτης. Κι αυτοί πια δεν μπορούσαν να χτυπήσουν άλλους από τους αιχμαλώτους ή τους πολίτες.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1944 το απόγευμα στις 4 ακριβώς, στο «πλοίο του αργού θανάτου» χτύπησε συναγερμός γιατί ένα άλλο πλοίο της νηοπομπής τορπιλλίστηκε από αμερικανικό υποβρύχιο.
Ακούστηκαν μερικές φωνές και τρεχάματα. Από το άνοιγμα φάνηκε ένα τουφέκι κι όπως άρχισε να ρίχνει, μια χειροβομβίδα έπεσε μέσα. Μας σκοτώνανε σα ποντίκια φυλακισμένα σ’ ένα βαρέλι. Η χειροβομβίδα έπεσε στα πόδια του Κάτερ. Είχε την ετοιμότητα να την κλωτσήσει κάτω από κάτι σανίδια.
Από την έκρηξή της δέχτηκε εννέα βλήματα στ’ αριστερό του πόδι, τέσσερα στο δεξί κι από τρία στο κάθε χέρι.
Τότε μια τορπίλλα βρήκε το «πλοίο φυλακή».
«Όταν έγινε η έκρηξη», λέει ο Κλέμ, «έγινε τόσο σκοτάδι για μια στιγμή, που νόμισα πως βρισκόμαστε κάτω από τη θάλασσα. Δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω. Μεγάλες μαλακές μάζες πέφτανε πάνω μου, έτσι που νόμισα πως μού ριχναν σφουγγάρια. Ύστερα φαντάστηκα πως πέθαινα κι έτσι πρέπει να νοιώθεις πεθαμένος: Μέσα σε απόλυτο σκοτάδι να σε χτυπάνε με μαλακά σφουγγάρια. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως δεν ήτανε σφουγγάρια, αλλά σώματα από σκοτωμένους συναδέλφους μου.
Κι ακόμα ανακάλυψα πως δεν ήμουνα κάτω από το νερό. Είχα κλείσει με δύναμη τα μάτια μου.
Στη σκάλα συνωστίζονταν οι αιχμάλωτοι ωσότου να φτάσουν στο κατάστρωμα. Ανέβηκα κι εγώ κι έβγαλα το κεφάλι μου έξω. Είδα έναν γιαπωνέζο με πολυβόλο των 25 να ρίχνη σ’ όποιον προσπαθούσε να πηδήση. Δύο σφαίρες με χτύπησαν. Μια στο κεφάλι και μια στο σαγόνι που μ’ έκαναν να ζαρώσω και να πέσω σαν κουρέλι στον πάτο! Τ’ αυτιά μου είχαν σπάσει και δεν μπορούσα ν’ ακούσω. Ένοιωθα μια μάζα από σπασμένα κόκκαλα. Έκανα μια προσπάθεια κι έφτασα πάλι στο άνοιγμα. Ο Γιαπωνέζος με το πολυβόλο είχε φύγει, αλλά κάποιος άλλος μας χτυπούσε με το ντουφέκι του από ψηλά, έτσι που γλύστρησα ανάμεσα σε σκοτωμένους συναδέλφους μου. Κι ακόμα τη θάλασσα γεμάτη πτώματα γιαπωνέζων και αμερικανών. Είδα την ξηρά μόλις τρία μίλλια μακρυά κι είπα: ‘Έχεις μπροστά σου ένα καλό μπάνιο. Ετοιμάσου’. Ένας Γιαπωνέζος έφτασε έρποντας δίπλα μου, και του πήρα το σωσίβιό του με σπρωξιές.
Δεν ξέρω που βρήκα τόση δύναμη. Δεν θα μπορούσα να το κάνω τώρα αυτό. Αλλά δεν είχα και καμία δυσκολία. Ο φίλος ήταν παγωμένος από τον φόβο του. Έτσι βρέθηκα στο νερό. Το δεξί μου χέρι άχρηστο, γιατί ανεκάλυψα πως είχα δύο βλήματα της τορπίλλας στον ώμο. Ο Κάτερ πάλι, μετά τον τραυματισμό του από την χειροβομβίδα, παρετήρησε πως είχε παρ’ όλα τα αίματα τυφλά τραύματα.
Έτρεξα προς την σκάλα κι ανέβαινα, αλλά στα μισά κάτι μ’ έσπρωξε πάλι πίσω. Ξανανέβηκα, οπότε ορμητικά νερά μπαίνοντας στ’ αμπάρι με σήκωσαν ως την έξοδο. Αυτά μου σώσανε τη ζωή αλλά θανάτωσαν όλους τους άλλους που βρισκόνταν πίσω από μένα.
Λίστα με τα ονόματα των επιζώντων. ΦΩΤΟ: onnieclem.com |
Στο κατάστρωμα είχε μέχρι τρία πόδια νερό και τα πτώματα πλέανε. Όπως περνούσε ένας γιαπωνέζος τον χτύπησα με τα ματωμένα χέρια μου κι έπεσε πίσω. Τον πάτησα στο λαιμό και του πήρα το σωσίβιο. Από τη γέφυρα μου ρίξανε οι γιαπωνέζοι με ντουφέκι, έτσι ξάπλωσα να γλυτώσω.
Είδα τον φίλο μου Χάρρυ Μέσον, από το άνοιγμα να πετάει σανίδια στα παιδιά στη θάλασσα. Του φώναξα:
-Duck Harry they’re shooting at you!
- (Βούτηξε Χάρρυ, σου ρίχνουνε!)
Ξαφνικά μια πινακίδα που κρατούσε, τινάχτηκε στον αέρα, όπως παραπάτησε δύο φορές κι έπεσε χτυπημένος από σφαίρες. Βούτηξα κι έψαξα κάτω από το νερό αλλά δεν τον βρήκα. Όταν γύρισα πάνω από την γέφυρα, που ήταν απυρόβλητο, ανακάλυψα μια τρύπα στο σωσίβιό μου από σφαίρα, αλλά πόνο δεν είχα αισθανθή! Βούλιαζα με το πλοίο, αλλά φοβόμουνα να απομακρυνθώ. Οι γιαπωνέζοι από τη γέφυρα πυροβολούσαν, σαν ο βέβαιος θάνατός τους είχε νικήσει τον φόβο, κι ορκίζομαι πως τους άκουγα να ρίχνουνε ακόμα κι όταν η θάλασσα είχε φτάσει στα στήθια τους!
Έτσι πηγαίνοντας στο βυθό με το πλοίο του θανάτου, με πολλές προσπάθειες βγήκα σε μια ομάδα γιαπωνέζων. Ξεχώρισα έναν σε μια ατομική σχεδία. Κολύμπησα και φθάνοντάς τον, τον αναποδογύρισα. Την πήρα και προχώρησα προς την ξηρά.
Είδα τρεις αξιωματικούς μας που σέρνανε πάνω σε σανίδια τον Χάρρυ Μέσον! Οι σφαίρες του είχαν κόψει μιαν αρτηρία, και δεν μπορούσαν να του σταματήσουν την αιμορραγία. Αδιαφορώντας για τις σφαίρες των τραβούσαν προσεχτικά. Κολύμπησα κοντά του να βοηθήσω κι εγώ.
Αλλά ο Χάρρυ πέθανε. Τον αφήσαμε και χωρίσαμε για μια καλύτερη τύχη.
Οι γιαπωνέζοι που είχανε φτάσει στην ξηρά με βάρκες πυροβολούσαν όποιον αμερικανό έφτανε στην ακτή. Απομακρύνθηκα κι έμεινα στην θάλασσα μέχρι που σκοτείνιασε».
Ο Κλέμ πάλι είχε άλλες περιπέτειες από την ώρα που βρέθηκε στην θάλασσα.
«Δεν είμουνα πολύ μακριά από το πλοίο που βυθίστηκε. Όπως κολυμβούσα είδα μπροστά μου πέντε συναδέλφους μου να κρατιούνται από μια σανίδα. Τότε μερικές πιτσιλιές από νερό τους χτύπησαν, κι άνοιξαν τα χέρια τους και βούλιαξαν. Δεν μπόρεσα να εξηγήσω αμέσως τι είχε γίνει. Το μυαλό μου έμοιαζε με μυς που είχαν παραλύσει από χτυπήματα. Απομακρύνθηκα ευθύς μόλις κατάλαβα πως οι πιτσιλιές είτανε σφαίρες που χτυπούσαν το νερό.
Στα 100 μέτρα απείχε μια γιαπωνέζικη φαλαινίδα. Ένας αξιωματικός με το σπαθί του χτυπούσε βάναυσα κάθε κεφάλι, που εξείχε από το νερό.
Άλλες πέντε βάρκες μέτρησα μακρύτερα και ισάριθμα σπαθιά να γυαλίζουν…
Δυο ώρες χρειάστηκα για να φτάσω στην παραλία. Οι ντουφεκιές εξακολουθούσαν από όλες τις μεριές.
Από τ’ άλλο τορπιλλισμένο πλοίο οι γιαπωνέζοι είχανε φτάσει στην ακτή και χτυπούσαν τους αμερικανούς όσους βγαίναν από το νερό…
Όσοι φτάσανε και πάτησαν ζωντανοί στην ξηρά ή περιεσώθησαν από Φιλιππίνους αντάρτες, οπότε μετά από 21 ημέρες ένα αμερικανικό υποβρύχιο πήρε από το Μιντανάο τους 83 επιζήσαντες από το μεσαιωνικό μαρτύριο του «πλοίου –θανάτου» από τους 750 αιχμαλώτους που είχανε επιβιβαστή.
http://perialos.blogspot.com/2012/05/blog-post.html
Σημείωση Περί Αλός:
Κατά την δακτυλογράφιση ακολουθήθηκε πιστά η γραφή του αυθεντικού κειμένου χωρίς καμία παρέμβαση συντακτική ή λογοτεχνική (πλην του μονοτονικού-για καθαρώς τεχνικούς λόγους) όπως εξάλλου γίνεται σε όλα τα κείμενα που περιλαμβάνονται στην ενότητα ΤΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ του Περί Αλός. Για οποιοδήποτε ολίσθημα ορθογραφικό / μεταφραστικό / συντακτικό την ευθύνη φέρει αποκλειστικώς ο μεταφραστής / συγγραφεύς της εποχής του εγγράφου.
Δείτε το σχετικό άρθρο του γνωστού Αμερικανού ανταποκριτή IRA WOLFERT από το πρωτότυπο. Πιέσατε ΕΔΩ
Διαβάστε σχετικό άρθρο με πυροβολισμό ναυαγών:
HEINZ WILHELM ECK ΚΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ «ΠΗΛΕΥΣ». Ο μοναδικός κυβερνήτης γερμανικού Υ/Β που καταδικάστηκε κι εκτελέστηκε για εγκλήματα πολέμου. Πιέσατε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.