απο Prasia.com
Του ΙΩΑΝΝΗ Γ. ΜΟΙΡΑ
Συμβούλου Στρατηγικής, Διευθυντή της Thinκ PoliticsΟι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες, βρίσκονται ήδη εγκλωβισμένοι πολιτικά και επικοινωνιακά, στη δίνη των προβλημάτων που απορρέουν από τον Καλλικράτη.
Χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία, αν τον περασμένο Νοέμβριο, κατήλθαν στις εκλογές με το χρίσμα και την κεντρική πλατφόρμα του ΠαΣοΚ, της Νέας Δημοκρατίας, ή άλλου κόμματος.
Oι κυβερνητικοί υποψήφιοι δεν έλαβαν απλά ένα χρίσμα, αλλά ανέλαβαν και την πολιτική υποχρέωση να ωραιοποιούν, ή και να εξιδανικεύουν σε ορισμένες περιπτώσεις, τη διοικητική μεταρρύθμιση.
Και τώρα, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων δύσκολο για αυτούς να επικαλεστούν τα θεσμικά κενά του Καλλικράτη, τις οργανωτικές του αδυναμίες, την υποχρηματοδότηση που προσφέρει στους ΟΤΑ, προκειμένου να δικαιολογηθούν στο εκλογικό σώμα που τους εξέλεξε, για κάθε καθυστέρηση, αναβολή, ή ματαίωση κάποιων από τις εξαγγελίες στις οποίες είχαν προβεί προεκλογικά.
Στον αντίποδα, όπως ήταν αναμενόμενο, οι αντικυβερνητικοί υποψήφιοι αναδείκνυαν τα τρωτά σημεία του Καλλικράτη σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και στηλίτευαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους για το γεγονός ότι τον υιοθετούσαν και τον υπερασπίζονταν.
Ζητούσαν ωστόσο τη λαϊκή ψήφο, ισχυριζόμενοι ότι ακριβώς επειδή γνώριζαν (κατά την άποψή τους) καλά τα προβλήματα του Καλλικράτη και δεν είχαν καμιά πολιτική υποχρέωση να τα καλύψουν, ήταν και οι καταλληλότεροι να τα αντιμετωπίσουν στην πορεία, να τα υπερπηδήσουν και να προσφέρουν τις δικές τους εναλλακτικές λύσεις αντιμετώπισης των αυτοδιοικητικών τους ζητημάτων.
Έξι μήνες μετά τις εκλογές, τίποτα σημαντικό δεν έχει προχωρήσει σε δήμους και περιφέρειες. Το θεσμικό πλαίσιο του Καλλικράτη παρουσιάζεται ως εντελώς αντίθετο από επαρκές και κατάλληλο προκειμένου να δώσει ώθηση προόδου και ανάπτυξης στην Αυτοδιοίκηση. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι υπάρχουν νεοεκλεγμένοι που δεν έχουν λάβει καν τον πρώτο μισθό τους, ενώ σε πολλούς, αν όχι στους περισσότερους ΟΤΑ, δεν έχει καν εκλεγεί, μέσω από μία ενισχυμένη πλειοψηφία, συνήγορος του πολίτη. Ο οργανωτικός του κορμός, φορτωμένος με ένα σωρό ευθύνες και καθήκοντα, μοιάζει σαν ένα καρυδότσουφλο που βουλιάζει ανάμεσα στη Σκύλλα των αντιφάσεων και τη Χάρυβδη των αλληλεπικαλύψεων. Ενώ σε ότι αφορά τα οικονομικά, η αρχική υποχρηματοδότηση από το κεντρικό κράτος, συνδυαζόμενη με τη γενικότερη και συνεχώς εντεινόμενη περιοριστική πολιτική του Μνημονίου, καθώς και την αδυναμία επιβολής ενός ρεαλιστικού εσωτερικού μάνατζμεντ σε δήμους και περιφέρειες, δημιουργεί μία κατάσταση δύσκολη και σε ορισμένα παραδείγματα δραματική.
Ο Καλλικράτης αποδεικνύεται λοιπόν στην πράξη προβληματικός και τιμωρεί το ίδιο τους πολιτικούς του υποστηρικτές και τους πολιτικούς του αντιπάλους. Και τώρα, τι μπορούν να κάνουν δήμαρχοι και περιφερειάρχες για να διαχειριστούν τη θητεία τους (η οποία βρίσκεται μόλις στην αρχή της) πολιτικά και επικοινωνιακά;
Πολιτικά, δεν έχουν άλλο περιθώριο από το να προβούν σε μία συνετή διαχείριση, δίνοντας βάση στις άμεσες και βασικές προτεραιότητες που οφείλουν να υπηρετήσουν και αφήνοντας στην άκρη οτιδήποτε κρίνεται περιττό ή δευτερεύον. Για όλα αυτά απαιτείται φυσικά μία ορθολογική αξιολόγηση, καθώς και μία στρατηγική δόμησης εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών συμμαχιών. Παράλληλα, είτε πρόσκεινται φιλικά στην κυβέρνηση, είτε όχι, υποχρεώνονται να εντατικοποιήσουν την διεκδικητικότητά τους απέναντι στο κεντρικό κράτος, διότι υπό τις παρούσες οικονομικοπολιτικές συνθήκες που επιβάλλει το Μνημόνιο, όποιος ΟΤΑ ζητά τα λίγα, θα χάνει και τα ελάχιστα, ενώ όποιος ζητά τα πολλά, θα παίρνει στο τέλος έστω και τα λίγα. Με άλλα λόγια, μεγιστοποιώντας κάποιος δήμαρχος ή περιφερειάρχης τις απαιτήσεις του, θα κατορθώνει κατά πάσα πιθανότητα να διασφαλίζει έστω και τα απαραίτητα, κάτι που θα αποτελεί σχεδόν άθλο μέσα στη δίνη της κρίσης και της υστέρησης που βιώνουμε ως χώρα.
Επικοινωνιακά, απαιτείται ένας νέος τρόπος προσέγγισης του πολίτη, πάνω στη βάση της κοινής παραδοχής πραγματικών και αδιαμφισβήτητων δεδομένων και μία επανατοποθέτηση των στοχεύσεων αναφορικά με τα ζητήματα ενός δήμου ή μίας περιφέρειας με ρεαλιστικό μέτρο. Ανεξαρτήτως τι ισχυριζόταν κάθε υποψήφιος προεκλογικά, έξι μήνες μετά τις εκλογές καλείται να επικοινωνήσει με τους πολίτες με μοναδική αντικειμενική επιδίωξη την αναδιαπραγμάτευση μίας σχέσης εμπιστοσύνης και αλληλοστήριξης, ειδάλλως ενδέχεται κάποιοι δημοτικοί και περιφερειακοί συνδυασμοί να καταρρεύσουν υπό το βάρος των επερχόμενων εξελίξεων, οικονομικές και πολιτικές, οι οποίες υπολογίζεται ότι θα είναι δύσκολες ή και δυσμενείς.
Σε κάθε περίπτωση, δήμαρχοι και περιφερειάρχες καλούνται να προβούν αυτοβούλως σε ένα άμεσο repositioning, σύμφωνα με τις μεθόδους και τους κανόνες που οι ίδιοι θα επιλέξουν, πρωτού υποχρεωθούν τελικά να το κάνουν, κάτω από συνθήκες τις οποίες είναι πιθανό να μη μπορούν καν να ελέγξουν.
Του ΙΩΑΝΝΗ Γ. ΜΟΙΡΑ
Συμβούλου Στρατηγικής, Διευθυντή της Thinκ PoliticsΟι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες, βρίσκονται ήδη εγκλωβισμένοι πολιτικά και επικοινωνιακά, στη δίνη των προβλημάτων που απορρέουν από τον Καλλικράτη.
Χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία, αν τον περασμένο Νοέμβριο, κατήλθαν στις εκλογές με το χρίσμα και την κεντρική πλατφόρμα του ΠαΣοΚ, της Νέας Δημοκρατίας, ή άλλου κόμματος.
Oι κυβερνητικοί υποψήφιοι δεν έλαβαν απλά ένα χρίσμα, αλλά ανέλαβαν και την πολιτική υποχρέωση να ωραιοποιούν, ή και να εξιδανικεύουν σε ορισμένες περιπτώσεις, τη διοικητική μεταρρύθμιση.
Και τώρα, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων δύσκολο για αυτούς να επικαλεστούν τα θεσμικά κενά του Καλλικράτη, τις οργανωτικές του αδυναμίες, την υποχρηματοδότηση που προσφέρει στους ΟΤΑ, προκειμένου να δικαιολογηθούν στο εκλογικό σώμα που τους εξέλεξε, για κάθε καθυστέρηση, αναβολή, ή ματαίωση κάποιων από τις εξαγγελίες στις οποίες είχαν προβεί προεκλογικά.
Στον αντίποδα, όπως ήταν αναμενόμενο, οι αντικυβερνητικοί υποψήφιοι αναδείκνυαν τα τρωτά σημεία του Καλλικράτη σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και στηλίτευαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους για το γεγονός ότι τον υιοθετούσαν και τον υπερασπίζονταν.
Ζητούσαν ωστόσο τη λαϊκή ψήφο, ισχυριζόμενοι ότι ακριβώς επειδή γνώριζαν (κατά την άποψή τους) καλά τα προβλήματα του Καλλικράτη και δεν είχαν καμιά πολιτική υποχρέωση να τα καλύψουν, ήταν και οι καταλληλότεροι να τα αντιμετωπίσουν στην πορεία, να τα υπερπηδήσουν και να προσφέρουν τις δικές τους εναλλακτικές λύσεις αντιμετώπισης των αυτοδιοικητικών τους ζητημάτων.
Έξι μήνες μετά τις εκλογές, τίποτα σημαντικό δεν έχει προχωρήσει σε δήμους και περιφέρειες. Το θεσμικό πλαίσιο του Καλλικράτη παρουσιάζεται ως εντελώς αντίθετο από επαρκές και κατάλληλο προκειμένου να δώσει ώθηση προόδου και ανάπτυξης στην Αυτοδιοίκηση. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι υπάρχουν νεοεκλεγμένοι που δεν έχουν λάβει καν τον πρώτο μισθό τους, ενώ σε πολλούς, αν όχι στους περισσότερους ΟΤΑ, δεν έχει καν εκλεγεί, μέσω από μία ενισχυμένη πλειοψηφία, συνήγορος του πολίτη. Ο οργανωτικός του κορμός, φορτωμένος με ένα σωρό ευθύνες και καθήκοντα, μοιάζει σαν ένα καρυδότσουφλο που βουλιάζει ανάμεσα στη Σκύλλα των αντιφάσεων και τη Χάρυβδη των αλληλεπικαλύψεων. Ενώ σε ότι αφορά τα οικονομικά, η αρχική υποχρηματοδότηση από το κεντρικό κράτος, συνδυαζόμενη με τη γενικότερη και συνεχώς εντεινόμενη περιοριστική πολιτική του Μνημονίου, καθώς και την αδυναμία επιβολής ενός ρεαλιστικού εσωτερικού μάνατζμεντ σε δήμους και περιφέρειες, δημιουργεί μία κατάσταση δύσκολη και σε ορισμένα παραδείγματα δραματική.
Ο Καλλικράτης αποδεικνύεται λοιπόν στην πράξη προβληματικός και τιμωρεί το ίδιο τους πολιτικούς του υποστηρικτές και τους πολιτικούς του αντιπάλους. Και τώρα, τι μπορούν να κάνουν δήμαρχοι και περιφερειάρχες για να διαχειριστούν τη θητεία τους (η οποία βρίσκεται μόλις στην αρχή της) πολιτικά και επικοινωνιακά;
Πολιτικά, δεν έχουν άλλο περιθώριο από το να προβούν σε μία συνετή διαχείριση, δίνοντας βάση στις άμεσες και βασικές προτεραιότητες που οφείλουν να υπηρετήσουν και αφήνοντας στην άκρη οτιδήποτε κρίνεται περιττό ή δευτερεύον. Για όλα αυτά απαιτείται φυσικά μία ορθολογική αξιολόγηση, καθώς και μία στρατηγική δόμησης εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών συμμαχιών. Παράλληλα, είτε πρόσκεινται φιλικά στην κυβέρνηση, είτε όχι, υποχρεώνονται να εντατικοποιήσουν την διεκδικητικότητά τους απέναντι στο κεντρικό κράτος, διότι υπό τις παρούσες οικονομικοπολιτικές συνθήκες που επιβάλλει το Μνημόνιο, όποιος ΟΤΑ ζητά τα λίγα, θα χάνει και τα ελάχιστα, ενώ όποιος ζητά τα πολλά, θα παίρνει στο τέλος έστω και τα λίγα. Με άλλα λόγια, μεγιστοποιώντας κάποιος δήμαρχος ή περιφερειάρχης τις απαιτήσεις του, θα κατορθώνει κατά πάσα πιθανότητα να διασφαλίζει έστω και τα απαραίτητα, κάτι που θα αποτελεί σχεδόν άθλο μέσα στη δίνη της κρίσης και της υστέρησης που βιώνουμε ως χώρα.
Επικοινωνιακά, απαιτείται ένας νέος τρόπος προσέγγισης του πολίτη, πάνω στη βάση της κοινής παραδοχής πραγματικών και αδιαμφισβήτητων δεδομένων και μία επανατοποθέτηση των στοχεύσεων αναφορικά με τα ζητήματα ενός δήμου ή μίας περιφέρειας με ρεαλιστικό μέτρο. Ανεξαρτήτως τι ισχυριζόταν κάθε υποψήφιος προεκλογικά, έξι μήνες μετά τις εκλογές καλείται να επικοινωνήσει με τους πολίτες με μοναδική αντικειμενική επιδίωξη την αναδιαπραγμάτευση μίας σχέσης εμπιστοσύνης και αλληλοστήριξης, ειδάλλως ενδέχεται κάποιοι δημοτικοί και περιφερειακοί συνδυασμοί να καταρρεύσουν υπό το βάρος των επερχόμενων εξελίξεων, οικονομικές και πολιτικές, οι οποίες υπολογίζεται ότι θα είναι δύσκολες ή και δυσμενείς.
Σε κάθε περίπτωση, δήμαρχοι και περιφερειάρχες καλούνται να προβούν αυτοβούλως σε ένα άμεσο repositioning, σύμφωνα με τις μεθόδους και τους κανόνες που οι ίδιοι θα επιλέξουν, πρωτού υποχρεωθούν τελικά να το κάνουν, κάτω από συνθήκες τις οποίες είναι πιθανό να μη μπορούν καν να ελέγξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.