Α΄ΜΕΡΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Ανθυποπλοίαρχος (ΕΦ/Ο) Π.Ν.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 581, σελ. 135, ΙΟΥΝ – ΑΥΓ 2012. Αναδημοσίευση στο
Περί Αλός με την έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»
Πρόλογος
Η αποτελεσματικότητα του αξιόμαχου μιας ναυτικής επιχειρησιακής μονάδας είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, θεωρητικής και πρακτικής φύσεως, πλην όμως ένας εξ αυτών είναι καθοριστικά σημαντικός, και αυτός είναι η εκπαίδευση του προσωπικού σε όλα τα επίπεδα δράσης. Συνέπεια αυτής της συνολικότητας που πρέπει να καλύπτει τη ναυτική εκπαίδευση είναι φυσικά και το μεγάλο εύρος των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Το πλήρωμα ενός πολεμικού πλοίου θα πρέπει να είναι εθισμένο στην εν πλω εργασία με τις όποιες καταστάσεις θαλάσσης και καιρού. Το πολεμικό αξιόμαχο απαιτεί άριστη απόδοση από τα πιο απλά έως τα πιο σύνθετα και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με συνεχή καιοργανωμένη εκπαίδευση.
Η επιτυχής επικράτηση του Πολεμικού Ναυτικού στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων οφειλόταν κατά σημαντικό ποσοστό στη συστηματοποίηση της ναυτικής εκπαίδευσης η οποία είχε επιτευχθεί μετά από παρέλευση πολλών ετών καθόσον οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες προσέκρουαν στην δυσκαμψία των «παλαιών» ναυμάχων του ’21 να προσαρμοστούν και να αποδεχθούν τα μηνύματα των νέων καιρών.
Όμως η υλοποίηση του οράματος ενός πληρέστερα και αποδοτικότερα οργανωμένου Πολεμικού Ναυτικού έγινε σκοπός ζωής των περισσοτέρων «νέων» αξιωματικών και γενικότερα στελεχών, όπως των αειμνήστων Λεωνίδα Παλάσκα και Ηλία Κανελλόπουλου –οι δύο τιτάνες της ναυτικής εκπαίδευσης– οι οποίοι υποστήριξαν την άποψη ότι οργανωμένο Ναυτικό δεν γίνεται χωρίς οργανωμένη εκπαίδευση. Μακροπρόθεσμα, οι καρποί των προσπαθειών τους για ναυτική εκπαίδευση συνετέλεσαν καθοριστικά στην εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων.
Από τα πρώτα χρόνια του βασιλέα Όθωνα έγιναν προσπάθειες για την οργάνωση της ναυτικής εκπαίδευσης.
Ήδη το 1836, το Ναυτικό Διευθυντήριο (η ανώτατη ναυτική αρχή κάτω ακριβώς από την επί των Ναυτικών Γραμματεία που ήταν ένα είδος Υπουργείου) διάλεξε και έστειλε 15 νέους να σπουδάσουν στη Σχολή Ευελπίδων στην Αίγινα. Οι μαθητές αυτοί εκπαιδεύονταν σε ναυτικά μαθήματα ειδικά για αυτούς. Παράλληλα το Ναυτικό επεδίωξε να εκπαιδεύσει και μηχανικούς ούτως ώστε να περάσει στην εποχή του ατμού. Δυστυχώς όμως ο Αλφόνσος Πάρις, Άγγλος μηχανικός ο οποίος είχε μετακληθεί στην Ελλάδα για να συντηρήσει τα τροχήλατα ατμόπλοια από την εποχή του Αγώνα «Καρτερία» και «Ερμής» [1], αξίωσε προκειμένου να εκπαιδεύσει αξιωματικούς, αύξηση μισθού και βαθμολογικό προβιβασμό και για αυτό τον λόγο αυτό το σχέδιο δεν προχώρησε. Μέριμνα υπήρξε και για το Εμπορικό Ναυτικό και για τη θεωρητική κατάρτιση του προσωπικού του ιδρύθηκαν με Β. Διάταγμα του 1837 έδρες ναυτικών μαθημάτων στα Ελληνικά Σχολεία της Σύρου και Ναυπλίου.
Οριζόταν στο Β. Διάταγμα ότι κανείς δεν θα λαμβάνει από τούδε και εις το εξής δίπλωμα πλοιαρχίας, εάν δεν αποκτούσε απολυτήριο από ένα από αυτά τα σχολεία.
Η δαπάνη για τη συντήρηση αυτών των σχολείων ανατέθηκε στην επί των Ναυτικών Γραμματεία.
Η σχολή όμως του Ναυπλίου λόγω ελλείψεως μαθητών, μεταφέρθηκε τον Δεκέμβριο του 1838 στην Ύδρα, όπου γρήγορα συμπληρώθηκε ο αριθμός των μαθητών. Στις σχολές αυτές ζήτησαν και πέτυχαν να μαθητεύσουν και αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού, όπως ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Σαχίνης και από το 1839 μαθήτευαν ένας υποπλοίαρχος και πέντε ανθυποπλοίαρχοι.
Δυστυχώς όμως οι σχολές αυτές δεν άργησαν να πέσουν θύματα των περικοπών των δαπανών του ελληνικού κράτους. Οι σχολές λειτούργησαν μέχρι το 1843, οπότε καταργήθηκαν οι ναυτικές έδρες και απολύθηκαν οι διδάσκαλοι, πάνω ακριβώς τη στιγμή που η επί των Εσωτερικών Γραμματεία ζήτησε από την επί των Ναυτικών την παράταση των σπουδών στα 4 έτη ούτως ώστε να βγαίνουν οι εμποροπλοίαρχοι πιο καταρτισμένοι. Τον Σεπτέμβριο του 1843 επαναλειτούργησε η σχολή στη Σύρο με διδάσκαλο τον σημαιοφόρο Νικόλαο Δομεστίνη, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Γαλλία με δαπάνες της Κυβέρνησης. Αυτός δίδαξε μέχρι το 1845 και μη υπάρχοντος αντικαταστάτη, η έδρα σταμάτησε να λειτουργεί και πάλι.
Σχεδόν άμεσα το Πολεμικό Ναυτικό επεδίωξε να λάβει από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά Ναυτικά την απαραίτητη γνώση προκειμένου αυτή να μεταλαμπαδευτεί στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο με δαπάνες της Κυβέρνησης εκπαιδεύονταν στην Αγγλία οι Δημήτριος Γ. Σαχτούρης, Αλέξανδρος Κουμελάς (ο οποίος αρχικά ειδικεύθηκε στο Μόναχο στο ναυτικό πυροβολικό), ο Εμμανουήλ Ιακ. Τομπάζης, ενώ στον Αγγλικό Στόλο υπηρετούσε ο Αθανάσιος Μιαούλης αργότερα και ο αδερφός του Νικόλαος. Στην Γαλλία εκπαιδεύονταν οι Δημήτριος Σαχίνης, Νικόλαος Δομεστίνης και Νικόλαος Βελτάκης, ενώ παράλληλα με αυτούς στον Γαλλικό Στόλο σπούδαζε με δικές του δαπάνες, ο Λεωνίδας Παλάσκας. Ο τελευταίος, ιδίως, ήταν ένα φωτισμένο πνεύμα και σε όλη του τη ζωή θα έκανε προσπάθειες για τη δημιουργία ενός σύγχρονου Ναυτικού, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκπαίδευση.
Ομοίωμα της κορβέτας «Λουδοβίκος». Κατασκευή: Αρ. Ράλλης.
Αρ. Συλλογής 2.031. ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.
|
Τον Ιούλιο του 1843 η επί των Ναυτικών Γραμματεία κάλεσε τους υποπλοιάρχους Λ. Παλάσκα και Α. Κουμελά οι οποίοι υπηρετούσαν στον Γαλλικό και Αγγλικό Στόλο αντίστοιχα. Το 1845 οι δύο υποπλοίαρχοι κατήλθαν στην Ελλάδα και τοποθετήθηκαν αμφότεροι στον «Λουδοβίκο». Η κορβέτα «Λουδοβίκος» καθελκύστηκε στον Ναύσταθμο του Πόρου σχεδιασμένη από τον ναυπηγό του Ναυτικού Γεώργιο Τομπάζη, την 7 Σεπτεμβρίου του 1837 και παρ’ όλο που εξετέλεσε καθ’ όλα επιτυχείς δοκιμές, θεωρήθηκε πολύ μεγάλη για τις ανάγκες του Ναυτικού και παρέμεινε στον ναύσταθμο αφοπλισμένη. Τους τελευταίους μήνες του 1845 το Υπουργείο των Ναυτικών την εξόπλισε και τοποθέτησε επ’ αυτής ως επιτελείο τους καλύτερους διαθέσιμους αξιωματικούς με σκοπό να γίνει ένα εκπαιδευτικό πλοίο πρότυπο το οποίο θα ταξίδευε και παράλληλα σε αυτό θα γίνονταν μαθήματα σε δοκίμους. Ο κυβερνήτης ήταν ο πλοίαρχος α΄ τάξης Ραφαήλ και ύπαρχος ο υποπλοίαρχος Παλάσκας.
Ο κυβερνήτης όμως, ο οποίος ήταν ναυμάχος του 1821, ήταν πολύ δύσκολο να ενστερνιστεί τις νέες αντιλήψεις που εξέφραζε ο Λ. Παλάσκας. Έτσι δεν άργησαν να αρχίσουν οι συγκρούσεις και ο κυβερνήτης υπέσκαπτε τον Παλάσκα με το να αθωώνει δοκίμους στους οποίους ο δεύτερος ζητούσε να επιβληθεί τιμωρία. Λόγω αυτής της σύγκρουσης το Ναυτικό Παιδευτήριο επί του «Λουδοβίκου», αν και ξεκίνησε ελπιδοφόρα, τελικά απέτυχε και από την αποχώρηση του Παλάσκα την 29η Μαΐου του 1847, υπολειτουργούσε με αποτέλεσμα ο υπουργός των Ναυτικών να ζητήσει με αναφορά προς τον βασιλέα, το 1851 την διάλυσή του, το οποίο και έγινε.
Οι δόκιμοι του Ναυτικού συνέχισαν να εκπαιδεύονται και στο σχέδιο του οργανισμού της Σχολής των Ευελπίδων οριζόταν ότι η εκπαίδευση όλων των μαθητών ήταν 4 έτη, ενώ στις δύο τελευταίες τάξεις δινόταν ειδική εκπαίδευση στους αξιωματικούς του Πυροβολικού, του Μηχανικού και των Γενικών Επιτελών. Οι μαθητές οι προοριζόμενοι για το Ναυτικό ονομάζονταν «υποδόκιμοι» ξεκινούσαν την εκπαίδευση από την 4η τάξη τελείωναν στην 5η, οπότε και πήγαιναν στο Ναυτικό. Όμως, ούτε αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε και ορίζονταν απευθείας δόκιμοι.
Στην ταραγμένη περίοδο της μεσοβασιλείας, τον Νοέμβριο του 1862 η προσωρινή Κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει σε λειτουργία «Ναυτική Σχολή» επί του ατμοδρόμωνα «Ελλάς». Είχε καθοριστεί ότι οι σπουδαστές θα ήταν και μέλη του πληρώματος του πλοίου, ενώ όλα τα μαθήματα θα διδάσκονταν από αξιωματικούς, εκτός από τα ναυκληρικά, τα οποία ανατέθηκαν στους πιο έμπειρους ναυκλήρους. Διευθυντής ορίστηκε ο πλωτάρχης Α. Κουμελάς και καθηγητές οι υποπλοίαρχοι Βασίλειος Κοκονέζης και Γεώργιος Πιπίνος. Όμως η λειτουργία και αυτής της ναυτικής σχολής ματαιώθηκε, γιατί ο κυβερνήτης του «Ελλάς», Δημήτριος Σαχτούρης, δεν θεωρούσε το πλοίο κατάλληλο για λειτουργία ναυτικής σχολής.
Επτά μήνες αργότερα αποφασίστηκε η λειτουργία άλλης Ναυτικής Σχολής, αυτή την φορά στον πάρωνα «Αθηνά» που εκτελούσε χρέη ακταιωρού του Πειραιά.
Διευθυντής της Σχολής διορίστηκε ο πλωτάρχης Ιωάννης Θαιράκης και καθηγητές οι υποπλοίαρχοι Βασίλειος Κοκονέζης και Γεώργιος Πιπίνος καθώς και ο κυβερνήτης του «Αθηνά» Δημήτριος Λάσκαρης.
Ναυπηγικό σχέδιο του ατμοδρόμωνος «Ελλάς» σχεδιασμένο το 1892.
ΦΩΤΟ: Από τη Σχεδιοθήκη του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος.
|
Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο οργανωμένα και πιο ευοίωνα για την λειτουργία της Σχολής, καθώς το πλοίο αυτό ταξίδευε ελάχιστα, οι καθηγητές και ο διευθυντής είχαν εμπειρία από λειτουργία Σχολών, ενώ αναθεωρήθηκαν τα προσόντα κατατάξεως δοκίμου β΄ και α΄ τάξεως και ορίστηκε σαφώς ότι οι δόκιμοι οφείλουν να υπηρετούν συνέχεια στα πλοία, δεν επιτρέπεται να τεθούν σε διαθεσιμότητα, δεν διορίζονται και δεν προάγονται σε αξιωματικούς αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις και απολύονται αν αποτύχουν στις εξετάσεις. Οι εξετάσεις διεξάγονται δημόσια στη Σχολή από τριμελή επιτροπή, η οποία αποφαίνεται κατά πλειοψηφία.
Εν τούτοις, και σε αυτή την ναυτική σχολή υπήρχαν βασικά μειονεκτήματα. Το κυριώτερο είχε να κάνει με τους δοκίμους. Πολλοί δόκιμοι είχαν κληθεί να σπουδάσουν στη Σχολή αναδρομικά ενώ υπηρετούσαν ήδη στα πλοία. Αποτέλεσμα ήταν ότι στους δοκίμους που είχαν καταταγεί από τον Νοέμβριο του 1861 μέχρι τον Απρίλιο του 1863, ο μικρότερος ήταν 20 ετών και ο μεγαλύτερος 37. Τον Ιούλιο του 1864 οι αποτυχόντες «υπερήλικες» δόκιμοι διαμαρτυρήθηκαν στο Υπουργείο, γιατί εξετάστηκαν με πολύ νεώτερούς τους στην ηλικία, οι οποίοι είχαν διδαχθεί πρόσφατα τα μαθήματα, ενώ αυτοί υπερτερούσαν σε «ναυτική εμπειρία». Το Υπουργείο όταν πήρε τις αναφορές, ζήτησε από την επιτροπή να εξετάσει ποιοι από τους αποτυχόντες δοκίμους ήταν σε θέση να υπηρετήσουν σε πλοία. Τότε η επιτροπή τους έκρινε όλους κατάλληλους λέγοντας ότι αν και η προχωρημένη τους ηλικία εμπόδιζε την «περαιτέρω μάθηση», στα πλοία θα μπορούσαν να μάθουν ό,τι πρέπει να γνωρίζει ένας αξιωματικός μέσα στη δουλειά.
Τον Αύγουστο του 1864 συνεστήθη μία επιτροπή αξιωματικών του Στρατού στην οποία συμμετείχε και ο υποπλοίαρχος Πιπίνος, που ως αποστολή είχε την σύνταξη νέου οργανισμού της Σχολής Ευελπίδων, προκειμένου να συγχωνευτεί με αυτή η Ναυτική Σχολή. Ο Πιπίνος όμως συνέταξε έκθεση και την υπέβαλε στο Υπουργείο στην οποία υπεστήριζε ότι δεν έπρεπε αυτές οι δύο Σχολές να συγχωνευτούν. Τα επιχειρήματά του ήταν πρώτον, ότι όλες οι χώρες της Ευρώπης, εκτός από το Βέλγιο, είχαν ξεχωριστές σχολές για το Στρατό και το Ναυτικό και δεύτερον, ότι η ίδια η φύση των δύο Όπλων επέβαλε διαφορετική εκπαίδευση.
Η επιτροπή συμφώνησε με την έκθεση Πιπίνου και συνέταξε πρωτόκολλο στο οποίο ανέφερε τις αυτές απόψεις.
Κατόπιν τούτου, η Ναυτική Σχολή συνέχισε να λειτουργεί και μεταφέρθηκε τον Απρίλιο του 1865 στο «Μεσολόγγι», η οποία ήταν η κορβέτα «Λουδοβίκος» που άλλαξε όνομα μετά την έξωση του Όθωνα.
Άμεσα συγκροτήθηκε επιτροπή από τους Κουμελά, Πιπίνο και Κοκονέζη για να συντάξει τον οργανισμό λειτουργίας της.
Η εκπαίδευση των νέων δοκίμων άρχισε χωρίς η σχολή να έχει ακόμα οργανισμό και λαμβάνονται αποσπασματικά μέτρα για να οργανωθεί η εσωτερική υπηρεσία και η εκπαίδευση. Τα διδασκόμενα μαθήματα αυξάνονται σε 22, ενώ η φοίτηση στη σχολή διαρκεί δύο σχολικές τάξεις. Για πρώτη φορά διορίζονται και πολίτες καθηγητές, ο Αριστοτέλης Τσάτσος στα Ελληνικά, τη Γεωγραφία και την Ιστορία και ο Γρηγόριος Ασπρέας στα Γαλλικά.
Δυστυχώς όμως και πάλι δεν κατάφερε να λειτουργήσει η σχολή λόγω των συνεχόμενων επεμβάσεων του Υπουργείου που εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες και αξιώσεις για τα πατρογονικά αξιώματα.
Η έλλειψη εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας διευκόλυνε τις έξωθεν παρεμβάσεις. Μερικοί δόκιμοι δεν παρακολουθούσαν τακτικά τα μαθήματα, άλλοι ούτε καν έμεναν στο πλοίο. Όσοι θεωρούσαν ότι η επιτροπή που θα τους εξέταζε, δεν θα τους «περνούσε», δεν παρουσιάζονταν και κατόρθωναν να εξεταστούν αργότερα από άλλη επιτροπή.
1908. Εκπαιδευτικός πλους.
ΦΩΤΟ: Αρχείο Ναυάρχου Μεζεβίρη
|
Με αυτές τις καταστάσεις η φοίτηση των δοκίμων δεν κρίθηκε αποδοτική και άρχισε να επανεξετάζεται το ενδεχόμενο να ενταχθούν οι ναυτικοί δόκιμοι στη
Σχολή Ευελπίδων. Οι τελευταίες εξετάσεις έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1871 και η Σχολή έπαψε να υπάρχει χωρίς να υπάρχει επίσημη πράξη κατάργησής της.
Από το 1871 έως το 1881 επικρατεί αναρχία στην ναυτική εκπαίδευση. Πάρα πολλοί δόκιμοι που κατετάγησαν αυτήν την περίοδο ήταν γόνοι αρχοντικών οικογενειών ή Ναυμάχων του 1821. Το 1875 διορίζεται δόκιμος μόνο ο Ανδρέας Ν. Μιαούλης, ενώ στην συνέχεια διορίσθηκαν άλλοι τέσσερις δόκιμοι. Ένας μάλιστα από αυτούς τους τέσσερις τελευταίους, ήταν και ο μετέπειτα ναύαρχος και Νικητής των Βαλκανικών Πολέμων, Παύλος Κουντουριώτης, ο οποίος όμως είχε την τύχη να τοποθετηθεί στην «Βασίλισσα Όλγα» και να εκπαιδευθεί
από τον κυβερνήτη της Λεωνίδα Παλάσκα.
Από το 1874 αρχίζουν και επανέρχονται οι απόψεις περί ιδρύσεως ναυτικής σχολής σε κάποιο πλοίο, ενώ τότε ακούγεται για τελευταία φορά η φωνή του Παλάσκα. Αυτός ο σοφός αξιωματικός, που τόσα πολλά προσέφερε στο Πολεμικό Ναυτικό, απέστειλε με την ιδιότητα του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Ναυτικών, επιστολή με την οποία υποστήριζε: Πρώτο, ότι είναι άσκοπη η εισαγωγή δοκίμων στη Σχολή Ευελπίδων, δεύτερο, ότι η ναυτική εκπαίδευση απαιτείται να ξεκινάει σε πολύ νεαρή ηλικία και τρίτο, ότι η εισαγωγή των δοκίμων πρέπει να γίνονται από δημόσιες εξετάσεις και όχι να διορίζονται αυθαίρετα από το Υπουργείο.
Το 1877 καλείται Γάλλος ναυπηγός για να εξετάσει αν ο ατμοδρόμων «Ελλάς» μπορεί να επισκευαστεί και να χρησιμοποιηθεί ως Σχολή, εν τούτοις οι ναυτικοί δόκιμοι συνεχίζουν να εισάγονται στη Σχολή Ευελπίδων.
Το 1880 έντεκα αποφοιτήσαντες «ναυτικοί υπότροφοι» από την Σχολή Ευελπίδων τοποθετούνται στον πάρωνα «Άρης» για τρίμηνη εκπαίδευση. Η εκπαίδευση αυτών των δοκίμων άρχισε με μαθήματα στη Σχολή Ναυκλάστρων (Τορπιλών) και στις αρχές Μαρτίου του 1881 έκαναν έναν δεκαπενθήμερο εκπαιδευτικό πλου.
Στις 20 Μαρτίου ονομάστηκαν «δόκιμοι β΄ τάξεως» και τον Ιούνιο τοποθετήθηκαν στα πλοία του Στόλου.
Όσο αφορά το Σώμα των υπαξιωματικών, η πρώτη προσπάθεια τακτοποίησής του έγινε το 1858 με τη σύσταση επιτροπής αποτελούμενη από τους πλωτάρχες Λ. Παλάσκα, Δ. Σαχίνη και Α. Κουμελά. Η επιτροπή αυτή θα είχε ως καθήκον την εκκαθάριση του Σώματος των υπαξιωματικών από τα γηραιά και μη αποδοτικά στελέχη, τη βαθμολόγηση και κατάταξη των όσων θα απέμεναν καθώς και την θέσπιση κανονιστικών διατάξεων.
Οι υπαξιωματικοί διαιρέθηκαν σε δύο κατηγορίες, τους μάχιμους και τους άμαχους. Οι μάχιμοι διαιρούνταν σε τρεις κλάδους, των αρμένων, του πυροβολικού και της πηδαλιουχίας και υπήρχαν τρεις βαθμοί, του κελευστού, του υποκελευστού και του διόπου. Οι δε άμαχοι χωρίζονταν σε δύο κλάδους, τους μηχανικούς και τους ξυλουργούς και οι βαθμοί ήταν μηχανικοί και υπομηχανικοί και ξυλουργοί και υποξυλουργοί αντίστοιχα.
Όσο αφορά την κατηγορία των μαχίμων, οι δίοποι επιλέγονταν από ναύτες α΄ τάξεως που είχαν ένα χρόνο θαλάσσια υπηρεσία και προτείνονταν από τον κυβερνήτη τους. Κανένας δεν προβιβαζόταν σε κελευστή ή υποκελευστή εάν δεν υπηρετούσε στον κλάδο του ένα τουλάχιστον χρόνο και δεν κρινόταν άξιος
προβιβασμού μετά από εξέταση στο ναύσταθμο.
Οι ειδικότητες των σιδηρουργών, των θερμαστών, των καδοποιών και των οπλοποιών έπαψαν να ανήκουν στους υπαξιωματικούς και θα κατατάσσονταν στο Ναυτικό ως τεχνίτες (διανάκται). Μετά τις εξετάσεις που διενήργησε η προαναφερθείσα επιτροπή από τους 85 υπαξιωματικούς έμειναν οι 50. Όσοι δεν κρίθηκαν ικανοί ή αποστρατεύθηκαν ή μετατάχθηκαν στον Λόχο των Πρεσβυτών [2].
Πρώτη προσπάθεια για σύσταση Σχολής Ναυτοπαίδων έγινε με το Διάταγμα της 17ης Μαρτίου 1879 το οποίο την τοποθετούσε στον πάρωνα «Αθηνά» το οποίο το ίδιο έτος πήρε και πάλι το όνομα «Άρης».
Οι εισακτέοι παίδες έπρεπε να έχουν συμπληρώσει τα 12 χρόνια αλλά να μην είναι πάνω από 13 (μεταγενέστερος νόμος επέτρεπε εισαγωγή παίδων 14-16 ετών με διετή θητεία μετά από την συγκατάθεση των γονέων), να γνωρίζουν να γράφουν και να διαβάζουν μέχρι το επίπεδο της έκτης τάξης του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ενώ κρίνονταν και από υγειονομική επιτροπή.
Η εκπαίδευσή τους ήταν τετραετής και το πρόγραμμα σπουδών τους περιελάμβανε θεωρητικά μαθήματα (όπως Ελληνικά, Ιστορία, Αριθμητική κ.λπ.) αλλά και πρακτικά - ναυτικά. Την εκπαίδευση συμπλήρωναν γυμνάσια πεζικού, πυροβολικού και ιστίων. Οι παίδες οι οποίοι κατάφερναν να αποφοιτήσουν τοποθετούνταν σε διάφορες υπηρεσίες του Στόλου, ενώ από το 20ό έτος μέχρι το 23ο διαγωνίζονταν για τις κενούμενες θέσεις των υπαξιωματικών και αν δεν τα κατάφερναν, ετίθεντο στην εφεδρεία βάσει του νόμου. Ο αριθμός των παίδων που θα εκπαιδεύονταν στη Σχολή ορίστηκε στους 60.
Στο πλαίσιο της εκπαίδευσης πρέπει να τοποθετηθεί και η πρώτη προσπάθεια σύστασης ναυτικού περιοδικού. Πράγματι λοιπόν το 1842 ο σημαιοφόρος Γεράσιμος Ζωχιός εξέδωσε το περιοδικό «Πολικός Αστήρ», το οποίο εκτός από ενημερωτικά ζητήματα, είχε κυρίως εκπαιδευτικά. Ο σκοπός του ήταν κυρίως η εκπαίδευση των αξιωματικών. Οι περισσότεροι όμως αξιωματικοί δεν γράφτηκαν συνδρομητές είτε γιατί ήταν αγράμματοι, είτε γιατί δεν είχαν ενδιαφέρον για τη θεματολογία του περιοδικού. Στον Ζωχιό επίσης οφείλουμε την ίδρυση του NAT Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου καθώς και τον αρχικό καταρτισμό της βιβλιοθήκης του Υπουργείου των Ναυτικών.
http://perialos.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html
Το Β΄ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ συντόμως στο Περί Αλός…
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva nikolas blogspot
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.