Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Ένα καλό ξυρισματάκι

Από τα κειμήλια του Περί Αλός
Γεωργίου Π. Σπορίδη
Εφ. Σημαιοφόρου


Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ.Π. Σπορίδη
«Ναυτικές Ιστορίες», Αθήνα 1974.

 
 
 

Από το βιβλίο του Γ.Π. Σπορίδη «Ναυτικές Ιστορίες»,
Αθήνα 1974. Βλέπε σημ. συγγραφέως.

Λοιπόν, τι τα θέλετε! Όταν είναι να πέση ένα κακό, μύρια όσα το ακολουθούν. Θαρρείς, αληθινά, πως ένα μονάχο δεν γεμίζει το μάτι της Μοίρας και σου στέλνει και μισή ντουζίνα ακόμη, να ευχαριστηθής, που λέει ο λόγος, συφορά…

Θαλασσοδαρμένο μπήκε εκείνο το απογευματάκι το καράβι στην Αλεξάνδρεια. Μας είχε περιαδράζει ο γραιγολεβάντες εκεί κοντά στην Κάσο και μας ξετίναξε. Που σε πονεί και που σε σφάζει. Με εικοσιδύο μοίρες κλίσι τραβερσάραμε και σταθήκαμε «εις αντιμονή».

-Όρτσα λα μπάντα, βρε! ούρλιαξε ο Υδραίος απ’ τη γέφυρα.

Και μας έπνιξε το κύμα.

Αρόδο από τη Ροζέτα, πήγε να κοπάση ο καιρός και μπορέσαμε και σταθήκαμε όρθιοι. Όταν μπήκαμε στο λιμάνι και τραβήξαμε  για το γνωστό και μη εξαιρετέο ντοκ νάμπερ φάϊβ, βγήκε ο κόσμος και μας κύτταζε. Τον κακό τους τον καιρό!

Ε, μπήκαμε σε πόρτο, ρίξαμε πρυμάτσες και τα σχετικά, είπαμε: Δόξα σοι ο Θεός, θα φάμε γλυκό ψωμί! Δε βαριέσαι! Είπαμε: Ένα κακό σου στέλνει η Μοίρα; Λάβε και πέντ’ – έξι για συντροφιά!

Δεν προφθάσαμε να δέσουμε. Δεν προφθάσαμε να σκαρφαλώσουμε κόντρα γέφυρα να δούμε «Κορνίς» και αν ήταν στη θέσι της η «Ωμπέρζ Μπλέ», όπου χόρευε χορό κοιλίας η Σάμια και που να σας τα λέω! Δεν προφθάσαμε και κλάφτα μας, αν είσαστε πονόψυχοι. Καθ’ όσον όλο εγγλέζικα καράβια δίπλα μας, αριστερά, δεξιά κ΄εμπρός μας, και τον έπιασε μεράκι τον κυβερνήτη.

Ο ύπαρχος άκουσε πρώτος τα μαντάτα και άνοιξε η καρδιά του σαν τριαντάφυλλο.

-Πάραυτα διαταγή όλοι ξυρισμένοι στη τρίχα! Κατάλαβες, ύπαρχε; Κάτι μουστάκια που είδα και κάτι τέτοια να λείψουνε, γιατί θα τους κλάψη η μάννα τους κατάλαβες;

-Μάλιστα κύριε κυβερνήτα.

-Όποιος θέλει να κάνη τον άντρα με τρίχες και ν’ αφήνη μουστάκια, ν’ αφήση και μούσι. Παρέα. Δεν θέλει μούσι; Ούτε μουστάκι! Ορίστε μας! Πλατεία Ψυρρή θα το κάνω το καράβι, να γεμίσουμε κουτσαβάκηδες…

Κ’ εβγήκε το «όρντινο» και πλάκωσε κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Κόσμος έτρεφε μουστάκια επί του σκάφους και τώρα η καλλιέργεια απαγορευόταν και τούτο τέρμα και να τελειώνουμε. Άλλο δεν έχει.

-Μα γιατί κύριε ύπαρχε;

-Έτσι θέλει,

-Με τα μουστάκια μας τάβαλε;

-Με τα μουστάκια σας.

-Και τα μπαρμπούνια έχουν μουστάκια, κύριε ύπαρχε, και να μην έχουμε εμείς;

-Πέσε στη θάλασσα και πες του πως είσαι μπαρμπούνι να τα γλυτώσης. Άλλο τίποτε δεν γίνεται.

Κι έπεσε το θανατικό. Των μουστακιών εννοείται. Γιατί μούσι κανείς δεν πήρε το θάρρος ν’ αφήση. Πώς ν’ αντιμετωπίσης τον κόσμο; Σαν τράγος ή σαν υποψήφιος Μητροπολίτης. Δυό τρεις μόνο αξιωματικοί των υποβρυχίων είχανε κάνει το κουράγιο και σε μια εβδομάδα όλο το Ναυτικό είχε ξεχάσει τα ονόματά τους. Κοκκινομούσηδες, τραγολαίμηδες και μπαμτρελελέδες τους ανεβοκατέβαζαν τους ανθρώπους, που αν το ήξεραν και οι ίδιοι, όχι το μούσι θα εξύριζαν, αλλά και τις μασχάλες τους, που λέει ο λόγος, να γλυτώσουν. Για να μη λέμε πολλά, μέσα σε τρείς μέρες τα σημάδια της λεβεντιάς τα έφαγε το ξυράφι. Κ’ έβλεπες κάτι ξυρισμένους σαν γουλί Πειραιώτες να παίζουν αμίλητοι το κομπολόι και κάθε τόσο να φέρνουν το χέρι στα χείλη και να στρίβουν αέρα φρέσκο. Πένθος και λύπηση. Αλλά τι να γίνη; Αχ! μωρέ Υδραίο! Μας τάφαγες, μωρέ, τα μουστάκια, μας τάφαγες!

Κάθε πρωί στην επιθεώρηση κατέβαινε ο κυβερνήτης κ’ εκύτταζε τα έργα του. Τους ήξερε έναν-έναν τους τέως μουστακαλήδες και, καθώς περνούσε στη γραμμή, σταμάταγε κ’ έκανε τον έκπληκτο:

-Το ξύρισες το μουστάκι, Μανώλη; Τι λες, βρε παιδί μου; Γιατί έτσι;

Πνιγόταν στο αίμα του ο άλλος.

-Διαταγή σας, κύριε κυβερνήτα.

-Α, ναι! Ξέχασα. Μα είδες κάτι διαταγές που βγάζω; Περίεργες.

Και πήγαινε παρακάτω:

-Πάει το μουστάκι, Νώντα;

-Πάει, κύριε κυβερνήτα.

-Πως έτσι, βρε Νώντα;

-Διαταγή σας κύριε κυβερνήτα.

-Και πως θα γυρίσης στο Μεσολόγγι, ε;

Μιλιά ο άλλος. Μόνο που έβραζε μέσα του, σαν το αριστερό καζάνι όταν του φόρτωναν δεκατέσσερις ατμόσφαιρες.

Απάνω λοιπόν που ξυρίστηκε όλο το καράβι, μάθαμε πως ήλθε ο Βασιλιάς στην Αλεξάνδρεια να ιδή τα πλοία. Ζόρικος ο βασιλιάς, εδώ που τα λέμε. Άμα ανέβαινε σε καράβι, το επιθεωρούσε λες και επρόκειτο να το αγοράση και να το βάλη δρομολόγιο. Κατέβαινε στις κουζίνες, έμπαινε στ αποχωρητήρια, άνοιγε τις αποθήκες, έσερνε την παλάμη στις  λαμαρίνες να ιδή αν βγάζουν μουντζούρα, άνοιγε τους σάκους του κόσμου να ιδή αν είναι τακτικοί, άλλαζε τον αδόξαστο, με δυο λόγια, σε εκατόν ογδόντα εφτά ανθρώπους βασανισμένους και τους έκανε να τρέμουν σαν σκυλιά μπανιαρισμένα με κρύο νερό.

Δεν προφθάσαμε να μας πιάσει η τρεμούλα για καλά και το λαχείο μας το έφερε ένας ναύτης του Άλφα Σίγμα, που γελούσαν και τα μουστάκια του για τη χαρά που μας έδινε:

«Μεθαύριον, ώραν δεκάτην μηδέν μηδέν, έλεγε το Σουήπ – στέϊκ, η Α. Μ. ο Βασιλεύς θα ανέλθη επί του σκάφους σας προς επιθεώρησιν. Παρακαλούμεν, όπως λάβετε πάντα τα σχετικά μέτρα».

-Μάλιστα! Να τα λάβουμε αμέσως! Ύπαρχε!

-Διατάξατε,

-Γενική καθαριότης!

-Μάλιστα!

-Να το γλείψουν, μωρέ, όλο το καράβι με τη γλώσσα!

-Μάλιστα!

-Ο Γεώργιος δε χωρατεύει, βρε!

-Μάλιστα!

-Άρξασθαι!

Αυτό το «άρξασθαι» του Υδραίου ήταν αρχή  των βασάνων μας και των μαρτυρίων μας. Κι αν με τα βάσανα κερδίζη κανείς τον Παράδεισο, όπως λένε, σας βεβαιώ, ότι όλοι οι εκατόν ογδόντα εφτά θα ξαναβρεθούμε μια μέρα στους Κήπους της Εδέμ να παίζουμε πίπιζα και κλαρινέτο.

Μας έφαγε ο Υδραίος. Μας εμάσησε. Φασίνα δεν πάει να πει τίποτε. Πλύσιμο, σαν λέξι, δεν έχει έννοια. Πες ότι το χώσαμε ολόκληρο το ρημάδι σε μια απέραντη μπανιέρα, το σαπουνίσαμε, το σκουπίσαμε, και μετά το τυλίξαμε σε μπουρνούζι. Όπως έκανε και η Σάμια μετά τον της κοιλιάς χορόν. Α, μωρέ «Ωμπέρζ Μπλέ»! Που νάσαι τώρα!

Έλαμπε το καράβι! Σαν δίγροσο καινούργιο απ’ την Τράπεζα του Φαρούκ. Έλαμπε και το πρόσωπο του Υδραίου κυβερνήτου. Και ήταν σκοτεινιασμένα τα υπόλοιπα, μετά από μια τέτοια μπουγάδα! Και ξαφνικά, ένα σήμα:

«Α. Μεγαλειότης θα επιθεωρήσει εν μεγάλη στολή. Ενεργήσατε δέοντα».

Τα έκανε κάτι τέτοια ο Γεώργιος. Ανέβαινε στα καράβια με όλους τους τύπους και την επισημότητα κ’ έδινε λαμπρότητα και στην πιο ασήμαντη τελετή. Κ’ έλεγες πως ξαναγυρνούσαν τα πάντα γύρω στα 1905, όταν όλη η Ευρώπη έκανε τις παράτες της, ντυμένη στα χρυσά και στις σπαλέτες!

Άχ, μωρέ Υδραίο! Τέτοια σου έπρεπαν! Κι’ άλλα ακόμα. Γιατί κιτρίνισε όταν πήρε το φιρμάνι και, ώσπου να το διαβάση είχε περάσει στο άσπρο. Μεγάλη στολή; Είχε μία. Στενή, τσιτωμένη, αλλά είχε! Τρικαντό όμως; Αμάν! Που να βρη τρικαντό; Ξεσκούφωτος με τα χρυσά; Στη θάλασσα θα τον πέταγε ο Βασιλιάς! Αμάν!

Τι να κάνη; Που να βρη τρικαντό μέσ’ στο πόλεμο; Τέτοια σου έπρεπαν, Υδραίο!

Τον λυπήθηκε ο ύπαρχος. Χρόνια τον είχε καπετάνιο και τον συμπόνεσε.

-Κύριε κυβερνήτα.

-Χάνομαι, ύπαρχε!

-Βρήκα, τρικαντό.

-Ας τ’ αστεία, ύπαρχε.

-Βρήκα, σας λέω.

-Που, μωρέ;

-‘Εχει ο Εγγλέζος του διπλανού.

-Έχει;

-Έχει.

-Τράκα καπέλο, μωρέ ύπαρχε;

-Προχθές μου ζήτησε δανεικό το σπαθί μου. Θα πήγαινε ο ναύαρχός του να τον επιθεωρήση κ’ είχε μόνο ένα κυνηγετικό μαχαίρι!

-Τι λες, μωρέ;

-Έτσι που σας τα λέω.

-Απάνω του, ύπαρχε!

-Μάλιστα, κύριε κυβερνήτα.

Και ο οπτικός έστειλε στον σύμμαχο τα μαντάτα:

-«Κάϊντλυ ρηκουέστ και τα τοιαύτα.

Γιες; Γιες! Μωρέ είπε ναι; Είπε! Καλή του ώρα του συμμάχου! Και απεστάλη ναύτης για να παραλάβη την επίσημη καπελαδούρα.

 

«Ταρατατάμ! Ταρατατάμ!». «Παρουσιάστε άρμ!» «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή…». Κλαρίνο το καράβι. Κλαρίνο ο Βασιλιάς.

-Προς επιθεώρησιν, από-καλύφθητε!

Περνάει ο Βασιλιάς. Κυττάζει ερευνητικά. Αριστερά. Δεξιά. Παντού. Λάμπουν οι ναύτες. Λάμπουνε οι μπρούντζοι. Σοβαρός ο Βασιλιάς. Και σε μια στιγμή σταματάει. Κοιτάζει τον Υδραίο. Κάνει να προχωρήση και πάλι σταματάει. Κάτι σαν χαμόγελο φαίνεται στα χείλη του. Κλαρίνο ο κυβερνήτης, Δός του μειδίαμα ο βασιλιάς.

-Κύριε κυβερνήτα.

-Διατάξατε, Μεγαλειότατε!

-Μα τι έχει το τρικαντό σας; Το ξυρίσατε;

Αμάν! Κατέβα, Άγιε Νικόλα, και βάλε το χέρι σου. Κατέβα, Παναγιά Παρθένα, και βοήθησε τον Υδραίο! Και ο Βασιλιάς τον χαβά του:

-Μα για κυττάξτε!

Το βγάζει ο Υδραίος το ρημάδι. Με τη πρώτη ματιά το είδε το χουνέρι. Όλο το παχύ, βελούδινο χνούδι ήταν φευγάτο! Ξυρισμένο ίσια και κόντρα, το δύστυχο τρικαντό, έμοιαζε με το γυαλισμένο από το ξυράφι μάγουλο του Εγγλέζου ιδιοκτήτη του. Αμάν, Θεούλη μου! Αμάν!

Μειδίασε πάλι ο Βασιλιάς:

-Δεν πειράζει είπε με καλωσύνη. Δεν πειράζει, κύριε πλωτάρχα.  Πόλεμος είναι. Δικαιολογούμεθα.

Και κατέβηκε τη σκάλα.

 

Δεν έκανε ανακρίσεις ο Υδραίος. Που να κάνη και ποιους να πιάσει; Ξένο το καπέλο, έτσι ήλθε, θα του έλεγαν. Καταλάβαινε, όμως, το καζίκι που του είχαν σκάσει.

-Το εξύρισαν οι άτιμοι, μουρμούρισε. Το εξύρισαν! Γιατί τους έβαλα  κ’ εξύρισαν τα μουστάκια τους! Αλλά πότε πρόλαβαν, μωρέ; Πότε; Από τον Εγγλέζο στα χέρια μου ήλθε. Πότε;

Που να ξέρη πως άνθρωποι ουτιδανοί παραμόνευαν πίσω από το παραπέτο. Που να ξέρη πως, μόλις το τρικαντό πάτησε στο καράβι, του πέρασαν με τρεις ξυριστικές δυό κόντρες, που θα άφηναν χωρίς τρίχα ακόμη κι’ αρχιμανδρίτη!

-Τους άτιμους! μούγκριζε ο Υδραίος! Τους άτιμους! Το εξύρισαν και δεν μπορώ και να μιλήσω! Ξυρισμένο ήλθε, θα μου πουν. Τους ξέρω. Να ρωτήσω τον Εγγλέζο; Και μετά τι να του πω; Σας ξυρίσαμε το τρικαντό σας, σερ, και βέρυ σόρυ; Μου την έσκασαν οι άτιμοι, οι μπερμπάντηδες!

Κ’ έτρωγε τα σίδερα. Και για μέρες, ούτε που τολμούσε να σουλατσάρη στο κάτω κατάστρωμα, Γιατί περνούσαν οι μόρτες, δήθεν αδιάφορα, δίπλα του κ’ έπιανε ο ένας το μάγουλο του άλλου κ’ έλεγε:

-Αυτό που σου χρειάζεται, Γρηγόρη μου, είν’ ένα καλό ξυρισματάκι!

Κ’ έσκαγε ο Υδραίος. Καλή του ώρα.
ΠΗΓΗ: Περί Αλός http://perialos.blogspot.gr/2015/08/blog-post_11.html
 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Συγγραφέως: Από τις 50 γελοιογραφίες του βιβλίου οι 35 είναι του Αντώνη Θεοφιλόπουλου και οι υπόλοιπες του Φάνη Γιόση, που εφιλοτέχνησε και το εξώφυλλο.
 

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva post

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο