Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Το κορίτσι που ήθελε σεβασμό!!! [της marymos]

Μια φορά κι ένα καιρό, κοντά σε ένα δάσος, έμενε ένας αγρότης με τη γυναίκα του, τους δύο γιους του, και τη κόρη τους, σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι.


Ο πατέρας και οι δύο γιοι του, καλλιεργούσαν μια μικρή έκταση γης, φυτεύοντας την και σπέρνοντας την, για να εξασφαλίζουν το φαγητό της ημέρας.

Η μητέρα φρόντιζε το σπίτι, και τακτοποιούσε το μικρό της νοικοκυριό, και η κόρη τη βοηθούσε ακολουθώντας τις εντολές της.

Πάντα στο σπίτι τους γινόταν αυτό που ήθελε ο πατέρας, μια και αυτός ήταν ο αρχηγός της οικογένειας.

Όταν προσπαθούσαν να βρουν τι να φυτέψουν που θα τους φέρει μεγαλύτερο κέρδος, το κουβέντιαζε ο πατέρας με τους δυο γιους του. Αυτοί αποφάσιζαν που θα πάνε να μαζέψουν ξύλα, αυτοί αποφάσιζαν που θα τα πουλήσουν, και στη μάνα ανακοίνωναν, το κέρδος της ημέρας.

Στη κόρη, σπάνια απευθυνόταν κανείς, σπάνια τη ρωτούσε κάποιος αν ήταν καλά, κι εκείνη ενώ στην αρχή προσπαθούσε να συμμετέχει στην οικογένεια, γρήγορα σταμάτησε , μια και κατάλαβε ότι σαν κορίτσι που ήταν, δεν θεωρούσαν και τη γνώμη της τόσο σπουδαία. Ούτε οι γονείς της μα ούτε και τα αδέλφια της.

Το κορίτσι όμως, στο μικρό κρεβατάκι του στη σοφίτα τα βράδια, δεν κοιμόταν αμέσως, αλλά ονειρευόταν και έκανε σκέψεις για το μέλλον. Τη προβλημάτιζαν πολλά πράγματα. Τη προβλημάτιζε ο κόσμος, αγαπούσε τα φυτά και τα ζώα, και της άρεσε το νερό στο ποτάμι όπως κυλούσε. Αλλά πάνω από όλα, ήθελε να πάει στο χωριό, τώρα που μεγάλωσε. Να δει πως ζουν οι άλλοι άνθρωποι. Όταν ήταν μικρή, την είχαν πάρει μαζί τους μια φορά οι δικοί της, και είχε διατηρηθεί στη μνήμη της, ένα μεγάλο σπίτι, που ένα σωρό παιδιά έτρεξαν και μπήκαν μέσα. Κάποτε, από τις λίγες φορές που ο πατέρας της, της είχε απαντήσει σε κάτι, της είπε ότι αυτό ήταν σχολείο,'' άχρηστο πράγμα δηλαδή'',της είχε πει. Και είχε συμπληρώσει ότι: '' τα γράμματα ήταν χαμένα χρόνια, ενώ το σημαντικό είναι να φροντίζεις για το βιος της οικογένειας, να φτιάχνεις φαγητό αν είσαι γυναίκα και να κάνεις τις δουλειές του σπιτιού, ώστε να τρώει και να ξεκουράζεται ο άντρας όταν γυρίζει από τη δουλειά''.

Μα εκείνη ήθελε να μάθει! Και να γράφει και να διαβάζει. Δεν τόλμησε όμως ποτέ να το πει. Κι ακόμα ήθελε να μη νοιώθει τόσο μόνη και παραμελημένη. Αγαπούσε τη ζωή, και ήθελε να τη γνωρίσει, γιατί ήξερε ότι ο κόσμος δεν ήταν μόνο το μικρό της σπιτάκι, αλλά απλωνόταν πολύ πιο πέρα. Πιο πέρα κι από εκεί που μπορούσε να φτάσει ο νους της.

Μια μέρα που η μητέρα της είχε δουλειές πολλές και η κόρη της την ενοχλούσε ''μέσα στα πόδια της'', το κορίτσι τη ρώτησε αν μπορεί να πάει βόλτα μέχρι το ποτάμι.



Η μάνα της την άφησε, κι εκείνη χαρούμενη ξεκίνησε γρήγορα, από φόβο μη το μετανιώσει και τη φωνάξει πίσω. Όπως βάδιζε μέσα στα δέντρα, ένοιωσε ελεύθερη, και άρχισε να απολαμβάνει τις μυρωδιές του δάσους, και το τραγούδι των πουλιών. Απομακρύνθηκε χωρίς να το καταλάβει. Και όταν έφτασε πια στη καρδιά του δάσους, λες και κάποιος τράβηξε από μπροστά της μια κουρτίνα, ένα σπιτάκι φάνηκε, που είχε τριγύρω έναν υπέροχο κήπο, με ότι λουλούδι μπορείς να φανταστείς. Λουλούδια που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της και που μοσχομύριζαν τόσο, και ήταν τόσο όμορφα στην όψη, ώστε αισθάνθηκε ένα με την ομορφιά τους και γεμάτη από την ευωδιά τους. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε, και παρουσιάστηκε μπροστά της μια ηλικιωμένη γυναίκα.

Φορούσε μια ποδιά, πάνω από το μακρύ της φόρεμα. Και όπως άνοιξε η πόρτα, μια μυρωδιά ξεχύθηκε υπέροχη από το σπίτι, από κάτι που ψηνόταν. Η κοιλίτσα της που γουργούρισε, της θύμισε ότι δεν είχε φάει τίποτα, και την έκανε να ξεπεράσει τη δειλία της, και να καλημερίσει τη γυναίκα.

-Καλημέρα κορίτσι μου! της απάντησε με χαμόγελο εκείνη.

Δεν σε έχω ξαναδεί από εδώ, από πού έρχεσαι;

Το κορίτσι της είπε που έμενε, κι ότι είχε βγει βόλτα και ξεμάκρυνε άθελα της.

Η γυναίκα τη ρώτησε αν ήθελε λίγη πίτα που μόλις την είχε βγάλει από το φούρνο.

Το κορίτσι δέχτηκε με χαρά, παρότι δεν ήξερε καν, τι ήταν η πίτα.

Μπήκε στο σπίτι, και η καλή γυναίκα της έβαλε μπροστά της ένα πιάτο με ένα μεγάλο κομμάτι από κάτι που το έβλεπε πρώτη φορά. Όταν το δοκίμασε, είδε ότι μέσα ήταν γεμάτο από διάφορα χόρτα, και ήταν πολύ νόστιμο. Ρώτησε να μάθει πώς γίνεται.

Πρόθυμα η γυναίκα της εξήγησε το τρόπο και της είπε ότι μπορεί να βάλει ότι θέλει μέσα.

Μετά κουβέντιασαν για το κήπο και για τα λουλούδια της, και έμαθε τα ονόματα τους ενόσω της τα έδειχνε ένα- ένα με καμάρι.

Το κορίτσι ήταν ενθουσιασμένο που κάποιος της μιλούσε για πρώτη φορά τόσο πολύ και της εξηγούσε διάφορα με τόση προθυμία. Κι εκείνη τα ''ρούφαγε'' όλα, και τα φύλαγε στο μυαλό και στη καρδιά της με λαχτάρα. Έπρεπε όμως να φύγει και με ''μισή καρδιά'' αποχαιρέτησε τη γυναίκα.

Η καλή κυρία της είπε τότε, να ξαναπάει όποτε θέλει, και το κορίτσι μας με την ελπίδα και τη χαρά στη καρδούλα του, το υποσχέθηκε και έφυγε τρέχοντας.

Στο σπίτι της, δεν της μίλησε κανείς, μια και όλοι ήταν πολύ κουρασμένοι.

Κάποια στιγμή, εκείνη ρώτησε:

- Γιατί δεν φυτεύουμε λουλούδια και να φτιάξουμε ένα κήπο;;

Κι αμέσως ο πατέρας της, της απάντησε:

- Τα λουλούδια δεν χρησιμεύουν πουθενά και δεν τρώγονται.

-Γιατί με το στάρι που φτιάχνουμε αλεύρι, δεν δοκιμάζουμε να κάνουμε και κάτι άλλο εκτός από ψωμί;;

Και πάλι η φωνή του πατέρα ακούστηκε:

-Είμαστε πολύ κουρασμένοι για να ασχολούμαστε με πράγματα χωρίς ουσία. Ψωμί έφτιαχναν οι πατεράδες μας, ψωμί φτιάχνουμε κι εμείς.

Τα αδέλφια της χαμογελούσαν με ύφος, σα να άκουσαν τη μεγαλύτερη χαζομάρα από το πιο χαζό άνθρωπο του κόσμου.

Την άλλη μέρα, έφυγε πάλι μετά τις δουλειές και πήγε στο σπίτι της γυναίκας. Μια απόφαση είχε πάρει μέσα της. Όταν έφτασε, της είπε:

-Θα έρχομαι να σε βοηθάω σε ότι θέλεις. Σε αντάλλαγμα θέλω να με μάθεις να φτιάχνω πίτες, να φτιάχνω τέτοια γλυκά, σαν κι αυτό που μου έδωσες να φάω σήμερα, και να περιποιούμαι λουλούδια, για να έχω ένα τέτοιο κήπο. Θα ήθελα να μου δείξεις, αν θες, ότι μπορείς, κι εγώ θα σου κάνω ότι δουλειές επιθυμείς.

Η γυναίκα κατάλαβε τη δίψα της κοπέλας για μάθηση. Και της αποκρίθηκε:

-Σε συμπαθώ πολύ. Οι άνθρωποι που έχουν μυαλό και θέληση αξίζουν πολλά. Θα σου μάθω ό,τι ξέρω, και θα σου μάθω ακόμα, να γράφεις και να διαβάζεις. Γιατί η εξυπνάδα, θέλει και μόρφωση για να αποδώσει σωστά. Και συμφώνησαν!

Κι όταν της είπε ότι θα πρέπει να το ''σκάει'' από το σπίτι, τότε η γυναίκα της υποσχέθηκε ότι θα σκεφτεί και θα βρει μια λύση.

Την άλλη μέρα, ένα αμαξάκι πλησίασε στο σπίτι του αγρότη. Και ο οδηγός του δεν ήταν άλλος από τη γυναίκα του δάσους. Το κορίτσι δε μίλησε, αλλά ήταν σίγουρη ότι κάτι θα γινόταν.



-Καλημέρα κύριε! είπε η γυναίκα στο πατέρα. Θα ήθελα να αγοράσω ξύλα, και λίγο στάρι, και λίγο καλαμπόκι. Έμαθα ότι πουλάτε.

Ο πατέρας σαν είδε τη πελάτισσα, βιάστηκε να τη καλημερίσει. Και μέχρι να της φέρουν οι γιοι του τα πράγματα που ζήτησε, την έμπασε φιλόξενα στο σπίτι του.

Εκείνη του είπε τότε:

-Τι τυχερός που είσαι που έχεις παιδιά και σε βοηθούν. Εγώ η άμοιρη είμαι μόνη και δεν έχω καμία βοήθεια. Θα πλήρωνα, για να βρω ένα κορίτσι να με βοηθάει στις δουλειές, αλλά να ξέρω ότι είναι από οικογένεια, καλό και τίμιο.

Αμέσως ο πατέρας απάντησε:

-Αν θες κυρά, σου δίνω τη κόρη μου, και με τα χρήματα που θα δώσεις, θα βοηθηθεί πολύ η φτωχή η οικογένεια μου.

-Αν θέλει κι εκείνη, τότε δέχομαι.

-Γιατί να μη θέλει; Είναι υποχρέωση της να βοηθήσει την οικογένεια της!

Το κορίτσι με τα λιγοστά πράγματα του, έφυγε με το αμάξι και πήγε μαζί με τη γυναίκα.

Ο πατέρας είπε στη γυναίκα του, ότι τουλάχιστον θα προσφέρει και στην οικογένεια κάτι και το κορίτσι.

Να χρησιμεύσει και κάπου.

Πέρασε ένας χρόνος, και το κορίτσι ακούραστα, μάθαινε γράμματα, έκανε δουλειές, μάθαινε γλυκά και φαγητά, και έμαθε ακόμα να ράβει και να κεντάει. Απέκτησε γνώσεις για τα λουλούδια, τα φυτά, και τα δέντρα με τους καρπούς τους, και ό,τι ήξερε η γυναίκα για τα ζώα και για τη ζωή γενικά, της το δίδασκε με πάθος. Στο πρόσωπο της κοπέλας έβλεπε τη κόρη που δεν είχε αποκτήσει, και το κυριότερο έβλεπε τη κόρη που ήταν η ίδια κάποτε.

Και ήταν μια άριστη μαθήτρια, που δοκίμαζε σιγά-σιγά να φτιάχνει τα πάντα και με τρόπους καινούργιους.

Κάθε μήνα η οικογένεια του κοριτσιού έπαιρνε ένα ποσό, και δεν είχε καμία έγνοια για τη τύχη του.

Πέρασε και δεύτερος χρόνος, και το κορίτσι πρότεινε στη γυναίκα:

-Τόσα καλά και ωραία πράγματα φτιάχνουμε. Γιατί να μη πάμε στο χωριό και να τα πουλήσουμε στο κόσμο;

-Εγώ δεν έχω αντίρρηση, της απάντησε η γυναίκα με θαυμασμό.

Όλο αυτό το καιρό είχε γνωρίσει το ''κοφτερό'' μυαλό του κοριτσιού, και το είχε αγαπήσει πολύ.

Έτσι φόρτωσαν το αμαξάκι με όμορφα λουλούδια, με πίτες και γλυκά, με όμορφα κεντήματα και ξεκίνησαν.

Εκείνη την εποχή, ο καθένας μπορούσε να πουλήσει ότι ήθελε. Έτσι έστησαν τη πραμάτεια τους στην αγορά, και άρχισαν να τη πουλάνε.

Ο κόσμος στην αρχή ήταν διστακτικός, αλλά το χαμόγελο της κοπέλας και η ευγένεια της, τους παρακινούσε να δοκιμάσουν τις πίτες, και να αγοράσουν λίγα λουλούδια για το σπίτι τους, και κάποιο από τα κεντήματα για το νοικοκυριό τους.

Η ημέρα τους είχε μεγάλη επιτυχία. Αγόρασαν και ότι υλικά χρειάζονταν, και τους έμειναν και αρκετά χρήματα κέρδος.

Αυτό άρχισαν να το κάνουν μια φορά την εβδομάδα, έπειτα μέρα παρά μέρα, και γρήγορα έγιναν γνωστές για το εμπόρευμα τους από τη μια άκρη στην άλλη.

Κάποια μέρα η γυναίκα έπεσε άρρωστη βαριά. Το κορίτσι έμεινε στο προσκέφαλο της νύχτα μέρα, χωρίς παράπονο, φροντίζοντας την με αγάπη. Δεν μπόρεσε όμως να γίνει καλά, και πριν φύγει από αυτόν το κόσμο, είπε στο κορίτσι με κόπο...

-Μου χάρισες αγάπη.... αφοσίωση... και φροντίδα... όλο αυτό το καιρό.

Το σπίτι μου........... τα ζώα μου κι ότι άλλο έχω.........είναι δικά σου. Σ' αγαπώ και ξέρω ........ότι αφήνω ένα πλάσμα με ικανότητα,....... εξυπνάδα, και δύναμη. Είμαι περήφανη.......γιατί βοήθησα να δείξεις την αξία σου.......... Και φεύγω ήσυχη ......και σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις........ Ότι έκανα ..........εγώ για σένα, κάνε το.......... κι εσύ για άλλους........... Αυτό είναι κληρονομιά πραγματική................ Το να βοηθάς να............. γίνονται σωστοί άνθρωποι.

Το κορίτσι δάκρυσε και αποκρίθηκε:

-Ποτέ δε θα μπορέσω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για όσα έκανες για μένα, και που με βοήθησες να καταλάβω τη ζωή και το πώς να γίνω ευτυχισμένη. Και σου υπόσχομαι να γίνω ακόμα καλύτερη!

Έπειτα από καιρό, οι δουλειές της αυξήθηκαν και τα κέρδη της ήταν μεγαλύτερα.

Την ήξεραν πλέον όλοι, και πολλές οικογένειες κι ακόμα κι από γειτονικά χωριά και πόλεις, έρχονταν μόνο και μόνο για τα ωραία της πράγματα.

Κι εκείνη όπου έβλεπε κάποιο κορίτσι που ήταν καλό και παραμελημένο από τους δικούς του, το έπαιρνε και το δίδασκε, και το έκανε βοηθό της. Σιγά-σιγά απέκτησε πολλούς βοηθούς που τους δίδασκε και τους νοιαζόταν, όπως έκανε η καλή γυναίκα για εκείνη.

Μέσα στην ευτυχία που πλημμύριζε τη καρδιά της, οι σκέψεις της πήγαν στους δικούς της. Επιθύμησε να τους δει και να μάθει νέα τους.

Κι έτσι κάποια μέρα φόρτωσε το καροτσάκι της με πίτες, τάρτες, λουλούδια και κεντήματα, μα και με ρούχα που είχε ράψει εκείνη και οι βοηθοί της, και πήγε στο πατρικό της.

Οι δικοί της τα έχασαν όταν την είδαν.

Κι αφού τους έδωσε όλα αυτά που έφτιαξε μόνη της, και τα δοκίμασαν, έμειναν άφωνοι από την επιτυχία που τους είπε ότι είχε.

Πρώτη φορά την άκουγαν και δεν της είπαν να σταματήσει.

Γιατί πρώτη φορά ένοιωθαν ότι είχαν μπροστά τους έναν άνθρωπο που τον σέβονταν όλοι.

Και ο πατέρας της τη ρώτησε:

-Και που βρήκες όλη αυτή την ικανότητα;

Και η κόρη του του είπε:

-Πατέρα μου, το διαμάντι πάντα υπήρχε κρυμμένο μέσα στον άχρηστο βράχο. Αλλά κανείς, δεν είχε ενδιαφερθεί να το ανακαλύψει. Μόνο αυτή η γυναίκα που απλά το έβγαλε στην επιφάνεια, απομακρύνοντας με τη καλοσύνη της, την υπομονή της, το σεβασμό και την αγάπη της, τα άχρηστα κομμάτια.

Και ο πατέρας για πρώτη φορά ένοιωσε ότι διδάχθηκε κάτι, από το μόνο άτομο που δεν έβαζε ο νους του, ότι θα μπορούσε να διδαχθεί. Από ένα κορίτσι!!
 
 H ISTORIA ARXIZEI
Αυτή η ιστορία είναι δική μου και ελπίζω  να την απολαύσατε!

1 σχόλιο:

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο