Ο ρόλος της θαλάσσιας ισχύος στην ανάπτυξη του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό: Ναυτική Επιθεώρηση,
τ. 564, σελ. 199, Μάρτιος-Απρίλιος-Μάιος 2008,
έκδοση Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού / ΓΕΝ.
Αλέξανδρος Διακόπουλος Αντιπλοίαρχος Π.Ν.
ΑΡΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
Οι μεγάλες γεωπολιτικού χαρακτήρα πολεμικές αναμετρήσεις των ιστορικών χρόνων ανάγονται σε μάχες ανάμεσα σε ηπειρωτικές και θαλάσσιες δυνάμεις. Οι πόλεμοι ανάμεσα σε Ελλάδα και Περσία, Αθήνα και Σπάρτη, Αγγλία και Γαλλία, οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ο Ψυχρός Πόλεμος τον 20ό αιώνα, αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, τα Στενά της Σαλαμίνας ήταν το σημείο όπου κρίθηκε η μοίρα του Δυτικού Πολιτισμού[1] και κατά κανόνα γενικότερα, οι σημαντικότερες ναυμαχίες είχαν αντίκτυπο σε ζητήματα πέρα από τα αυστηρώς στρατιωτικά και πολιτικά.
Η παρούσα μελέτη αποδεικνύει πως αυτοί οι δύο τύποι ισχύος δε διαφέρουν μόνο ως προς το κέντρο βάρους της αντίστοιχης στρατιωτικής τους δύναμης (στρατός - ναυτικό)
αλλά αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς τύπους πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, διαφορετικές πεποιθήσεις και αξίες και εν τέλει δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Επιπλέον η μελέτη υποστηρίζει ότι η δημοκρατία, ο φιλελευθερισμός και οι θεσμοί του εθνικού κράτους απορρέουν από τις θαλάσσιες δυνάμεις (τις επονομαζόμενες «θαλασσοκρατίες»[2]) και ότι υπάρχει μια αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη δημιουργία των προηγούμενων και τη «Θαλάσσια Ισχύ».
(ΘΑΛΑΣΣΙΑ) ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΣΚΕΨΗ
Παρά το γεγονός ότι η θάλασσα καλύπτει το 71% του «Γαλάζιου Πλανήτη»[3] και, «οι στόλοι σε όλο τον κόσμο μεταφέρουν περίπου το 90% των συνολικών εξαγωγών παγκοσμίως»[4], ο άνθρωπος είναι ένα ζώο της γης. Οι «Ισχυροί Πολιτισμοί» της ανθρωπότητας πηγάζουν από την αγροτική επανάσταση κάποιων 13.000 χρόνων πριν[5] και για χιλιετίες, στη γη βασιζόταν η τροφή του ανθρώπου, η υλική ευημερία του και επομένως οι κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές δομές.
Εν τούτοις, η σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, το φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα και το σύγχρονο εθνικό κράτος, προέρχονται από την θεμελιώδη ρήξη με τις χερσαίες ανθρώπινες ρίζες. Αυτή η «καινοτομία του νεωτερισμού»[6] προκλήθηκε από την εμφάνιση ενός «ναυτικού» πολιτισμού, του οποίου η οικονομική βάση ήταν το εμπόριο και ο οποίος ήλεγχε στρατιωτικά τους θαλάσσιους διαύλους επικοινωνίας. Ιστορικοί συντελεστές αυτής της καινοτομίας ήταν οι «θαλασσοκρατίες»[7], ήτοι η αρχαία Αθήνα, οι ιταλικές πόλεις-κράτη (η Βενετία και σε μικρότερο βαθμό η Γένοβα) της πρώιμης Αναγέννησης, οι σύγχρονες Κάτω Χώρες, η σύγχρονη Αγγλία και οι σημερινές Η.Π.Α.[8]
Από όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα η Αθήνα – η πρώτη δημοκρατία στον κόσμο – αποτελεί την πιο εντυπωσιακή. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο άλμα και την πιο συνταρακτική ρήξη που σημειώθηκε στην ιστορία. Πρόκειται για το «πέρασμα από τον μύθο στον λόγο»[9] , από την «άγρια σκέψη»[10] στον ορθολογισμό, από το ολιστικό στο ατομικό, από τον υπήκοο στον πολίτη, από το εθιμικό δίκαιο στον νόμο[11], από τη θεολογία στη φιλοσοφία[12], από το «θείο» στο «κοσμικό»[13].
Επιπλέον, το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα γεννήθηκε τον 12ο αιώνα στη Γένοβα[14] και έκτοτε, οι θαλασσοκρατίες (οι οποίες άλλαζαν συνεχώς) διέθεταν τους πολυπλοκότερους δημοσιονομικούς θεσμούς της εποχής τους. Εκτός αυτού, η Βενετία και η Ολλανδική Δημοκρατία δημιούργησαν τις πιο καινοτόμες και αποτελεσματικές τεχνικές στην κατασκευή πλοίων και τη ναυπηγική[15], (αποτέλεσαν προάγγελο των σύγχρονων βιομηχανικών μέσων παραγωγής). Επίσης, όπως παλαιότερα με την Αθήνα, ο οικονομικός δυναμισμός της Βενετίας και της Ολλανδικής Δημοκρατίας συνδυάστηκε από μια αξιοθαύμαστη πολιτιστική άνθηση[16].
Ομοίως, στην Αγγλία του 18ου αιώνα ξεκίνησε η τεράστια τεχνολογική, κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική αλλαγή που ονομάζουμε «βιομηχανική επανάσταση», και εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά η «ιδέα του έθνους ως κυρίαρχος λαός» στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα[17]. Ο πρώιμος εθνικισμός της Αγγλίας προμήνυε τη δημιουργία της φιλελεύθερης -συνταγματικής δημοκρατίας[18].
Οι Ηνωμένες Πολιτείες τέλος, έγιναν μια κοινωνία ανοιχτή, χωρίς αποκλεισμούς, ένα κολοσσιαίο κοινωνικό πείραμα – ένα πραγματικό χωνευτήρι ανθρώπων και ιδεών που εξελίχθηκε στο σημερινό επιστημονικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο του κόσμου.
Παρά τις τεράστιες διαφορές τους, όλες αυτές «θαλασσοκρατίες» μοιράζονται την ίδια πορεία η οποία εξηγεί και τον απόλυτο διαχωρισμό τους από κάθε άλλη κοινωνία της εποχής τους. Όλες ήταν εύπορα, δημοκρατικά ή ρεπουμπλικανικά κράτη, καλλιεργούσαν τις τέχνες και τις επιστήμες με έναν πρωτοποριακό τρόπο, και ήταν κατά το μάλλον ή ήττον κοσμικές, φιλελεύθερες και ανεκτικές. Τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας τους αποτελούσε μια κοσμοπολίτικη αστική «μεσαία τάξη». Τέλος, οι «οργανωτικές αρχές» των κοινωνιών τους ήταν: ατομικότητα, ανταγωνισμός και ελευθερία[19].
(ΘΑΛΑΣΣΙΑ) ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΟ ΛΑΟ
Τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη «θαλάσσια ισχύ» και τη δημοκρατία εντόπισαν πρώτοι οι Έλληνες φιλόσοφοι[20]. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του αναφέρει πως «οι ναυτικές δυνάμεις είναι ένα εξολοκλήρου δημοκρατικό στοιχείο»[21]. Ο Περικλής και ο Θεμιστοκλής, οι πρώτοι που χάραξαν «ναυτική στρατηγική» και στήριξαν την πολιτική τους δεξιοτεχνία στη «θαλάσσια ισχύ», υπήρξαν και ηγέτες του «δημοκρατικού κόμματος»[22]. Εν ολίγοις, η αθηναïκή «ναυτική δημοκρατία» αντιπροσώπευε ένα νέο είδος πολιτείας και κοινωνίας[23], τον προάγγελο των φιλελεύθερων, ατομικιστικών και δημοκρατικών κοινωνιών των «θαλασσοκρατιών» που τη διαδέχτηκαν. Η ευημερία αυτών των κοινωνιών εδράζονταν στη «θαλάσσια ισχύ».
Οι θαλασσοκρατίες στήριζαν τον πλούτο τους στο υπερπόντιο εμπόριο. Συνεπώς, οι ναυτιλιακές και εμπορικές ανάγκες οδήγησαν στην εξάπλωση μιας νέας μεσαίας τάξης που αποτελούνταν από εμπόρους, βιοτέχνες, τεχνίτες, μεσίτες, κατασκευαστές κ.λ.π.[24]. Η προστασία του εμπορίου τους βασιζόταν στο πανίσχυρο ναυτικό[25].
Η συγκρότηση και η διατήρηση ενός στόλου όμως, είναι πολυέξοδες και απαιτούν κάποια τεχνολογική και βιομηχανική ικανότητα[26]. Επομένως, τα ναυτικά κράτη χρειάζονται επενδύσεις σε κεφάλαιο, τεχνολογία και εκπαίδευση. Κατ’ επέκταση, η εγκαθίδρυση δημοσιονομικών θεσμών[27]και η επένδυση σε νέες τεχνολογίες οδηγούν στη δημιουργία νέων ειδικοτήτων, δεξιοτεχνιών και επαγγελμάτων και η παραγωγή περισσότερου πλούτου που διαδοχικά μετακυλύεται στις τέχνες και τις επιστήμες[28]. Άρα λοιπόν, η συσσώρευση επιστημονικής γνώσης παράγει νέες τεχνολογίες και ούτω καθεξής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί αμφίδρομα στην επισυσσώρευση ισχύος. Ισχυρό κράτος και ενισχυμένο άτομο[29].
Η πορεία αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε ένα ελεύθερο περιβάλλον. Η ατομική δημιουργικότητα και η οικονομική επιτηδειότητα δε θα μπορούσαν να ακμάσουν υπό την εποπτεία μιας κληρονομικής αριστοκρατίας ή την αυταρχικότητα και τις ιδιοτροπίες ενός απόλυτου μονάρχη. Επομένως, η ατομικιστική και στο κέρδος αποβλέπουσα, μεσοαστική τάξη απαιτούσε ελευθερία, ισότητα και πολιτική δύναμη ανάλογη του πλούτου και της σημασίας της[30].
Επίσης, η πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη των ναυτικών κοινωνιών ενισχύθηκε από μερικούς θεμελιώδεις παράγοντες.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι εν γένει συνδεδεμένος με τη θάλασσα. Ο έλεγχος της θάλασσας αποτελούσε πρωταρχικό παράγοντα στους πρώτους πολιτισμούς και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα πρώτα κέντρα του ανθρώπινου πολιτισμού εμφανίζονταν σε παραποτάμιες περιοχές, ήτοι η Μεσοποταμία, η κοιλάδα του Ινδού ποταμού, η Κίνα (Κίτρινος ποταμός) και Αίγυπτος (Νείλος)[31].
Ωστόσο, το πέρασμα από την ξηρά στη θάλασσα ήταν πνευματικά, ψυχολογικά και πρακτικά πολύ δυσκολότερο για τον άνθρωπο. Το φυσικό οικοσύστημα του ανθρώπου είναι η ξηρά. Επομένως, οι αγώνες του στη θάλασσα αντιπροσώπευαν από τις απαρχές του χρόνου μια πάλη για να κυριέψει ένα εχθρικό περιβάλλον και μια ρήξη με την εξάρτησή του από τη φύση. Η ρήξη αυτή έδωσε στον άνθρωπο της θάλασσας, μια αίσθηση ανεξαρτησίας και ελευθερίας με αποκορύφωμα την πραγμάτωση της προσωπικότητάς του και τη δημιουργία μιας ηθικής οντότητας.
Οι ανοιχτές θάλασσες, οι ανοιχτοί ορίζοντες, η ανακάλυψη νέων γαιών και η γνωριμία διαφορετικών πολιτισμών, ανέθρεψαν ένα κοσμοπολίτικο άτομο που απολάμβανε την αίσθηση της ελευθερίας. Αυτό αποκαλούσε ο Corbett «τη μυστηριώδη δύναμη που επηρεάζει τους άνδρες που βυθίζονται στη θάλασσα με τα πλοία τους. Το ελεύθερο πνεύμα της θάλασσας»[32].
Ο θαλασσοπόρος, πειρατής ή έμπορος ή και τα δύο, στην ουσία ήταν ένας ελεύθερος άνδρας[33]. Ήταν ριψοκίνδυνος και τυχοδιώκτης. Η πλεύση προς το άγνωστο προϋπέθετε ισχυρότατη θέληση και έμφυτη αισιοδοξία. Καθώς ο χρόνος είχε αποφασιστική σημασία, ο θαλασσοπόρος όφειλε να φέρει πρώτος το εμπόρευμα στην αγορά, να ανταγωνιστεί και να συγκρουστεί με τους άλλους θαλασσοπόρους αλλά και τα στοιχεία της φύσης. Η θάλασσα και ο καιρός ήταν τόσο φίλοι όσο και εχθροί του. Όταν δεν κατάφερνε να συμφιλιωθεί μαζί τους, έπρεπε να τα υπερνικήσει. Πάλευε να ελέγξει τις δυνάμεις της φύσης. Δουλεύοντας και λειτουργώντας μακριά από τον έλεγχο κάποιας κεντρικής εξουσίας ή κοινωνικής σύμβασης, έπρεπε να βασιστεί στον εαυτό του, στην εξυπνάδα και την εφευρετικότητά του για να επιβιώσει και να ευημερήσει[34]. Η ανακάλυψη νέων τόπων, η ποικιλία στη ζωή του και το περιβάλλον του όξυναν τις αισθήσεις του[35]. Ο αρχετυπικός θαλασσοπόρος είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας.
Από την άλλη πλευρά, ο χωρικός, όντας στο έλεος της φύσης, έχοντας να αντιμετωπίσει δυνάμεις στις οποίες δεν μπορούσε να αντισταθεί ούτε να προσκρούσει, ανέπτυξε ένα αίσθημα μοιρολατρίας και θρησκοληψίας. Ζούσε προσκολλημένος στην παράδοση, τη συμβατικότητα και την ανακύκληση του παρελθόντος. Ο χρόνος ήταν παθητικό στοιχείο (δεν προχωρούσε, απλά κινούνταν κυκλικά). Η υπομονή και η αλληλεγγύη ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του χωρικού. Η υπακοή και η ευλάβεια ήταν οι αξίες του, ο πολιτισμός του παρελθόντος ήταν η πνευματική του έκφραση και η οικουμενική αρμονία το ιδεώδες του. Οτιδήποτε «νέο» ήταν δυνητικά επικίνδυνο ή απειλητικό προς τον τρόπο ζωής του, και συνεπώς τον συντηρητισμό του.
Για τον χωρικό, ο ανθρώπινος κόσμος ήταν απλά ένα μέρος της φυσικής τάξης, «όχι διαχωρισμένος ή σε αντίθεση με την περιβάλλουσα φύση[36], αλλά ενσωματωμένος στη φύση σαν μια από τις ιδιαίτερες εκφάνσεις της»[37]. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο «Άνθρωπος» δεν ήταν παρά τμήμα ενός οργανικού συνόλου[38].
Τελικά, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα[39] του θαλασσοπόρου και του χωρικού εξελίχθηκαν σε δύο διαφορετικά είδη κοινωνικής οργάνωσης και δράσης[40]. Την ατομικιστική κοινωνία και τη συλλογική κοινότητα ή όπως τις αποκαλεί ο διακεκριμένος Γερμανός κοινωνιολόγος Ferdinard Tönnies, Gesellschaft και Gemeinschaft[41], που σημαίνουν αντίστοιχα ορθολογική βούληση και φυσική βούληση[42].
Δύο διαφορετικά είδη κοινωνικής οργάνωσης συνεπάγονται και δύο διαφορετικές έννοιες του έθνους. Στην κοινωνία, το έθνος νοείται ως «μια σύνθετη οντότητα, ένας σύνδεσμος ατόμων»[43] ενώ για την κοινότητα, έθνος σημαίνει «συλλογικό άτομο, κινούμενο σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, ανάγκες και συμφέροντα, που υπερισχύουν των επιθυμιών, των αναγκών και των συμφερόντων του ατόμου»[44].
Ακολούθως, αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικά είδη Πολιτείας. Η «συνταγματική-δημοκρατική» και η «δυναστική-απολυταρχική». Στην πρώτη, ο ανταγωνισμός και η κοινωνική ευκινησία αποτελούν τους μοχλούς της οικονομίας, το άτομο είναι η θεμελιώδης μονάδα και η ελευθερία ορίζεται ως υπέρτατη κοινωνική αξία. Στη δεύτερη όμως, η οικονομική δραστηριότητα καθορίζεται με βάση το κοινωνικό στρώμα, θεμελιώδης μονάδα είναι η γη και υπέρτατη κοινωνική αξία η τάξη[45].
Τέλος, τα δύο διαφορετικά είδη Κράτους βάσισαν τη στρατιωτική τους ισχύ σε «Ναυτικές» και «Χερσαίες» ένοπλες δυνάμεις αντίστοιχα. Τα ναυτικά κράτη, που ζουν από το εμπόριο και είναι «ευπρόσβλητα από εξωτερικές πιέσεις στον εφοδιασμό τροφίμων, πρώτων υλών και πηγών ενέργειας»[46] στηρίζονταν στο «Ναυτικό» τους, το οποίο κατά τον Clark G.Reynolds υπήρξε «θεμέλιος λίθος του ατομικισμού»[47]. Συγκεντρώνοντας τους αξιωματικούς τους από τη μικρή αριστοκρατία και τη μεσοαστική τάξη τα «Ναυτικά» ήταν εμποτισμένα με τις αξίες και τα ήθη των συγκεκριμένων τάξεων[48].
Τα αγροτικά κράτη, όπου οι αξιωματικοί αποτελούνταν από γαιοκτήμονες αριστοκράτες, εξαρτώνταν από τα μαζικά στρατεύματα και το σύνολο της στρατιωτικής τους δύναμης[49]. Ο στρατιώτης σαν άτομο δεν είχε καμιά αξία[50]. Οι πολυπληθείς αυτοί στρατοί δεν μπορούσαν να ελεγχθούν, να τιθασευτούν και να διοικηθούν με την ατομιστική αυτοπειθαρχία που προσιδιάζει σε μικρότερες ναυτικές μονάδες και βασίζονταν στη βίαιη πειθαρχία της υπακοής[51].
Εξαιτίας των παραπάνω, οι ναυτικές και ηπειρωτικές ένοπλες δυνάμεις αντικατόπτριζαν τις αντίστοιχες αξίες των κοινωνιών τους, καθώς ασκούσαν επίσης επιρροή στη διαμόρφωση εκείνων των αξιών στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αναγέννησης.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ,
ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ
Εν τούτοις, τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα. Γιατί από όλα τα παράκτια και νησιωτικά κράτη μόνο τα προαναφερθέντα εξελίχθηκαν σε «θαλασσοκρατίες»; Γιατί τα ιβηρικά κράτη ή οι Άραβες, ή Γερμανία, η Γαλλία, η Κίνα και η Ιαπωνία, που ως ένα σημείο της ιστορίας τους ίδρυσαν αυτοκρατορίες και διέθεταν πανίσχυρους στόλους, δεν έγιναν ποτέ «θαλάσσιες δυνάμεις»;
Η απάντηση βρίσκεται στις συνθήκες που επιδρούν σε μια «θαλάσσια δύναμη».
Σύμφωνα με τον Alfred T. Mahan: «Οι κυριότερες συνθήκες που επηρεάζουν τη θαλάσσια ισχύ ενός έθνους απαριθμούνται ως εξής: 1) γεωγραφική θέση, 2) φυσική διαμόρφωση, 3) έκταση εδάφους, 4) πληθυσμός, 5) χαρακτήρας λαού, 6) χαρακτήρας διακυβέρνησης, περιλαμβανομένων σε αυτή των εθνικών θεσμών. Ως εκ τούτου, κυρίως λόγω της απουσίας της τελευταίας συνθήκης δεν κατάφεραν να γίνουν «θαλασσοκρατίες» οι δυνάμεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Η σημασία του Χαρακτήρα της Διακυβέρνησης μπορεί να καταδειχθεί περαιτέρω αν υποβληθεί στο πλαίσιο ανάλυσης τριών επιπέδων που χρησιμοποιούσε ο Kenneth N. Waltz σε θέματα διεθνών σχέσεων[52]: η φύση και η συμπεριφορά του ανθρώπου (δηλ. η προσωπικότητα του εξουσιαστή), η εσωτερική δομή των κρατών, και η δομή του διεθνούς συστήματος.
Στο πρώτο επίπεδο, το προσωπικό, υπήρχαν κάποιοι εξουσιαστές ή άτομα, που δημιουργούσαν ισχυρούς στόλους και αναλάμβαναν ναυτικούς άθλους. Παραδείγματα όπως αυτό του ναυτικού του Chêng Ho στη Κίνα των Μινγκ ή η σταδιακή δημιουργία του γαλλικού στόλου τον 17ο αιώνα από τον Jean Baptiste Colbert την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου XIV[53] υπάρχουν πολλά .
Στο τρίτο επίπεδο ανάλυσης, εκείνο του διεθνούς συστήματος, ως παράδειγμα μπορεί να ληφθεί η δημιουργία του δεινού στόλου του Tipitz στη Γερμανία του Γουλιέλμου και την επικράτηση του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού στόλου που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και διήρκεσε μέχρι τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε καμία περίπτωση όμως τα κράτη αυτά δεν κατάφεραν να κατανοήσουν την ουσία της «θαλάσσιας ισχύος». Δεν κάλυψαν τις προϋποθέσεις του δευτέρου επιπέδου της ανάλυσης, εκείνο της εσωτερικής δομής των κρατών. Παρέμειναν ηπειρωτικά στη νοοτροπία και απέτυχαν να εξελιχθούν σε «ναυτική δύναμη» με την ευρύτερη έννοια, αυτή της «θαλασσοκρατίας».
Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Επομένως η σχέση ανάμεσα στη «θαλάσσια ισχύ», τον ατομικισμό και τους φιλελεύθερους θεσμούς λειτουργεί αμφίδρομα. Δεν είναι μόνο ότι ένα «ναυτικό κράτος» είναι επιδεκτικό στον ατομικισμό και τους επακόλουθους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, αλλά ότι μόνο απελευθερώνοντας τις δημιουργικές δυνάμεις των ατόμων και ιδρύοντας φιλελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς μπορεί ένα κράτος να γίνει «θαλάσσια ισχύς».
Ως εκ τούτου, το σύγχρονο φιλελεύθερο δημοκρατικό εθνικό κράτος απορρέει από την «Επιρροή της θαλάσσιας ισχύος στην Ιστορία..»[54] -
Περί Αλός
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό: Ναυτική Επιθεώρηση,
τ. 564, σελ. 199, Μάρτιος-Απρίλιος-Μάιος 2008,
έκδοση Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού / ΓΕΝ.
Αλέξανδρος Διακόπουλος Αντιπλοίαρχος Π.Ν.
ΦΩΤΟ: Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος |
Οι μεγάλες γεωπολιτικού χαρακτήρα πολεμικές αναμετρήσεις των ιστορικών χρόνων ανάγονται σε μάχες ανάμεσα σε ηπειρωτικές και θαλάσσιες δυνάμεις. Οι πόλεμοι ανάμεσα σε Ελλάδα και Περσία, Αθήνα και Σπάρτη, Αγγλία και Γαλλία, οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ο Ψυχρός Πόλεμος τον 20ό αιώνα, αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, τα Στενά της Σαλαμίνας ήταν το σημείο όπου κρίθηκε η μοίρα του Δυτικού Πολιτισμού[1] και κατά κανόνα γενικότερα, οι σημαντικότερες ναυμαχίες είχαν αντίκτυπο σε ζητήματα πέρα από τα αυστηρώς στρατιωτικά και πολιτικά.
Η παρούσα μελέτη αποδεικνύει πως αυτοί οι δύο τύποι ισχύος δε διαφέρουν μόνο ως προς το κέντρο βάρους της αντίστοιχης στρατιωτικής τους δύναμης (στρατός - ναυτικό)
αλλά αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς τύπους πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, διαφορετικές πεποιθήσεις και αξίες και εν τέλει δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Επιπλέον η μελέτη υποστηρίζει ότι η δημοκρατία, ο φιλελευθερισμός και οι θεσμοί του εθνικού κράτους απορρέουν από τις θαλάσσιες δυνάμεις (τις επονομαζόμενες «θαλασσοκρατίες»[2]) και ότι υπάρχει μια αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη δημιουργία των προηγούμενων και τη «Θαλάσσια Ισχύ».
(ΘΑΛΑΣΣΙΑ) ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΣΚΕΨΗ
Παρά το γεγονός ότι η θάλασσα καλύπτει το 71% του «Γαλάζιου Πλανήτη»[3] και, «οι στόλοι σε όλο τον κόσμο μεταφέρουν περίπου το 90% των συνολικών εξαγωγών παγκοσμίως»[4], ο άνθρωπος είναι ένα ζώο της γης. Οι «Ισχυροί Πολιτισμοί» της ανθρωπότητας πηγάζουν από την αγροτική επανάσταση κάποιων 13.000 χρόνων πριν[5] και για χιλιετίες, στη γη βασιζόταν η τροφή του ανθρώπου, η υλική ευημερία του και επομένως οι κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές δομές.
Εν τούτοις, η σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, το φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα και το σύγχρονο εθνικό κράτος, προέρχονται από την θεμελιώδη ρήξη με τις χερσαίες ανθρώπινες ρίζες. Αυτή η «καινοτομία του νεωτερισμού»[6] προκλήθηκε από την εμφάνιση ενός «ναυτικού» πολιτισμού, του οποίου η οικονομική βάση ήταν το εμπόριο και ο οποίος ήλεγχε στρατιωτικά τους θαλάσσιους διαύλους επικοινωνίας. Ιστορικοί συντελεστές αυτής της καινοτομίας ήταν οι «θαλασσοκρατίες»[7], ήτοι η αρχαία Αθήνα, οι ιταλικές πόλεις-κράτη (η Βενετία και σε μικρότερο βαθμό η Γένοβα) της πρώιμης Αναγέννησης, οι σύγχρονες Κάτω Χώρες, η σύγχρονη Αγγλία και οι σημερινές Η.Π.Α.[8]
Από όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα η Αθήνα – η πρώτη δημοκρατία στον κόσμο – αποτελεί την πιο εντυπωσιακή. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο άλμα και την πιο συνταρακτική ρήξη που σημειώθηκε στην ιστορία. Πρόκειται για το «πέρασμα από τον μύθο στον λόγο»[9] , από την «άγρια σκέψη»[10] στον ορθολογισμό, από το ολιστικό στο ατομικό, από τον υπήκοο στον πολίτη, από το εθιμικό δίκαιο στον νόμο[11], από τη θεολογία στη φιλοσοφία[12], από το «θείο» στο «κοσμικό»[13].
Επιπλέον, το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα γεννήθηκε τον 12ο αιώνα στη Γένοβα[14] και έκτοτε, οι θαλασσοκρατίες (οι οποίες άλλαζαν συνεχώς) διέθεταν τους πολυπλοκότερους δημοσιονομικούς θεσμούς της εποχής τους. Εκτός αυτού, η Βενετία και η Ολλανδική Δημοκρατία δημιούργησαν τις πιο καινοτόμες και αποτελεσματικές τεχνικές στην κατασκευή πλοίων και τη ναυπηγική[15], (αποτέλεσαν προάγγελο των σύγχρονων βιομηχανικών μέσων παραγωγής). Επίσης, όπως παλαιότερα με την Αθήνα, ο οικονομικός δυναμισμός της Βενετίας και της Ολλανδικής Δημοκρατίας συνδυάστηκε από μια αξιοθαύμαστη πολιτιστική άνθηση[16].
Ομοίως, στην Αγγλία του 18ου αιώνα ξεκίνησε η τεράστια τεχνολογική, κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική αλλαγή που ονομάζουμε «βιομηχανική επανάσταση», και εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά η «ιδέα του έθνους ως κυρίαρχος λαός» στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα[17]. Ο πρώιμος εθνικισμός της Αγγλίας προμήνυε τη δημιουργία της φιλελεύθερης -συνταγματικής δημοκρατίας[18].
Οι Ηνωμένες Πολιτείες τέλος, έγιναν μια κοινωνία ανοιχτή, χωρίς αποκλεισμούς, ένα κολοσσιαίο κοινωνικό πείραμα – ένα πραγματικό χωνευτήρι ανθρώπων και ιδεών που εξελίχθηκε στο σημερινό επιστημονικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο του κόσμου.
Παρά τις τεράστιες διαφορές τους, όλες αυτές «θαλασσοκρατίες» μοιράζονται την ίδια πορεία η οποία εξηγεί και τον απόλυτο διαχωρισμό τους από κάθε άλλη κοινωνία της εποχής τους. Όλες ήταν εύπορα, δημοκρατικά ή ρεπουμπλικανικά κράτη, καλλιεργούσαν τις τέχνες και τις επιστήμες με έναν πρωτοποριακό τρόπο, και ήταν κατά το μάλλον ή ήττον κοσμικές, φιλελεύθερες και ανεκτικές. Τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας τους αποτελούσε μια κοσμοπολίτικη αστική «μεσαία τάξη». Τέλος, οι «οργανωτικές αρχές» των κοινωνιών τους ήταν: ατομικότητα, ανταγωνισμός και ελευθερία[19].
(ΘΑΛΑΣΣΙΑ) ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΟ ΛΑΟ
Τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη «θαλάσσια ισχύ» και τη δημοκρατία εντόπισαν πρώτοι οι Έλληνες φιλόσοφοι[20]. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του αναφέρει πως «οι ναυτικές δυνάμεις είναι ένα εξολοκλήρου δημοκρατικό στοιχείο»[21]. Ο Περικλής και ο Θεμιστοκλής, οι πρώτοι που χάραξαν «ναυτική στρατηγική» και στήριξαν την πολιτική τους δεξιοτεχνία στη «θαλάσσια ισχύ», υπήρξαν και ηγέτες του «δημοκρατικού κόμματος»[22]. Εν ολίγοις, η αθηναïκή «ναυτική δημοκρατία» αντιπροσώπευε ένα νέο είδος πολιτείας και κοινωνίας[23], τον προάγγελο των φιλελεύθερων, ατομικιστικών και δημοκρατικών κοινωνιών των «θαλασσοκρατιών» που τη διαδέχτηκαν. Η ευημερία αυτών των κοινωνιών εδράζονταν στη «θαλάσσια ισχύ».
Οι θαλασσοκρατίες στήριζαν τον πλούτο τους στο υπερπόντιο εμπόριο. Συνεπώς, οι ναυτιλιακές και εμπορικές ανάγκες οδήγησαν στην εξάπλωση μιας νέας μεσαίας τάξης που αποτελούνταν από εμπόρους, βιοτέχνες, τεχνίτες, μεσίτες, κατασκευαστές κ.λ.π.[24]. Η προστασία του εμπορίου τους βασιζόταν στο πανίσχυρο ναυτικό[25].
Η συγκρότηση και η διατήρηση ενός στόλου όμως, είναι πολυέξοδες και απαιτούν κάποια τεχνολογική και βιομηχανική ικανότητα[26]. Επομένως, τα ναυτικά κράτη χρειάζονται επενδύσεις σε κεφάλαιο, τεχνολογία και εκπαίδευση. Κατ’ επέκταση, η εγκαθίδρυση δημοσιονομικών θεσμών[27]και η επένδυση σε νέες τεχνολογίες οδηγούν στη δημιουργία νέων ειδικοτήτων, δεξιοτεχνιών και επαγγελμάτων και η παραγωγή περισσότερου πλούτου που διαδοχικά μετακυλύεται στις τέχνες και τις επιστήμες[28]. Άρα λοιπόν, η συσσώρευση επιστημονικής γνώσης παράγει νέες τεχνολογίες και ούτω καθεξής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί αμφίδρομα στην επισυσσώρευση ισχύος. Ισχυρό κράτος και ενισχυμένο άτομο[29].
Η πορεία αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε ένα ελεύθερο περιβάλλον. Η ατομική δημιουργικότητα και η οικονομική επιτηδειότητα δε θα μπορούσαν να ακμάσουν υπό την εποπτεία μιας κληρονομικής αριστοκρατίας ή την αυταρχικότητα και τις ιδιοτροπίες ενός απόλυτου μονάρχη. Επομένως, η ατομικιστική και στο κέρδος αποβλέπουσα, μεσοαστική τάξη απαιτούσε ελευθερία, ισότητα και πολιτική δύναμη ανάλογη του πλούτου και της σημασίας της[30].
Επίσης, η πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη των ναυτικών κοινωνιών ενισχύθηκε από μερικούς θεμελιώδεις παράγοντες.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι εν γένει συνδεδεμένος με τη θάλασσα. Ο έλεγχος της θάλασσας αποτελούσε πρωταρχικό παράγοντα στους πρώτους πολιτισμούς και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα πρώτα κέντρα του ανθρώπινου πολιτισμού εμφανίζονταν σε παραποτάμιες περιοχές, ήτοι η Μεσοποταμία, η κοιλάδα του Ινδού ποταμού, η Κίνα (Κίτρινος ποταμός) και Αίγυπτος (Νείλος)[31].
Ωστόσο, το πέρασμα από την ξηρά στη θάλασσα ήταν πνευματικά, ψυχολογικά και πρακτικά πολύ δυσκολότερο για τον άνθρωπο. Το φυσικό οικοσύστημα του ανθρώπου είναι η ξηρά. Επομένως, οι αγώνες του στη θάλασσα αντιπροσώπευαν από τις απαρχές του χρόνου μια πάλη για να κυριέψει ένα εχθρικό περιβάλλον και μια ρήξη με την εξάρτησή του από τη φύση. Η ρήξη αυτή έδωσε στον άνθρωπο της θάλασσας, μια αίσθηση ανεξαρτησίας και ελευθερίας με αποκορύφωμα την πραγμάτωση της προσωπικότητάς του και τη δημιουργία μιας ηθικής οντότητας.
Οι ανοιχτές θάλασσες, οι ανοιχτοί ορίζοντες, η ανακάλυψη νέων γαιών και η γνωριμία διαφορετικών πολιτισμών, ανέθρεψαν ένα κοσμοπολίτικο άτομο που απολάμβανε την αίσθηση της ελευθερίας. Αυτό αποκαλούσε ο Corbett «τη μυστηριώδη δύναμη που επηρεάζει τους άνδρες που βυθίζονται στη θάλασσα με τα πλοία τους. Το ελεύθερο πνεύμα της θάλασσας»[32].
Ο θαλασσοπόρος, πειρατής ή έμπορος ή και τα δύο, στην ουσία ήταν ένας ελεύθερος άνδρας[33]. Ήταν ριψοκίνδυνος και τυχοδιώκτης. Η πλεύση προς το άγνωστο προϋπέθετε ισχυρότατη θέληση και έμφυτη αισιοδοξία. Καθώς ο χρόνος είχε αποφασιστική σημασία, ο θαλασσοπόρος όφειλε να φέρει πρώτος το εμπόρευμα στην αγορά, να ανταγωνιστεί και να συγκρουστεί με τους άλλους θαλασσοπόρους αλλά και τα στοιχεία της φύσης. Η θάλασσα και ο καιρός ήταν τόσο φίλοι όσο και εχθροί του. Όταν δεν κατάφερνε να συμφιλιωθεί μαζί τους, έπρεπε να τα υπερνικήσει. Πάλευε να ελέγξει τις δυνάμεις της φύσης. Δουλεύοντας και λειτουργώντας μακριά από τον έλεγχο κάποιας κεντρικής εξουσίας ή κοινωνικής σύμβασης, έπρεπε να βασιστεί στον εαυτό του, στην εξυπνάδα και την εφευρετικότητά του για να επιβιώσει και να ευημερήσει[34]. Η ανακάλυψη νέων τόπων, η ποικιλία στη ζωή του και το περιβάλλον του όξυναν τις αισθήσεις του[35]. Ο αρχετυπικός θαλασσοπόρος είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας.
Από την άλλη πλευρά, ο χωρικός, όντας στο έλεος της φύσης, έχοντας να αντιμετωπίσει δυνάμεις στις οποίες δεν μπορούσε να αντισταθεί ούτε να προσκρούσει, ανέπτυξε ένα αίσθημα μοιρολατρίας και θρησκοληψίας. Ζούσε προσκολλημένος στην παράδοση, τη συμβατικότητα και την ανακύκληση του παρελθόντος. Ο χρόνος ήταν παθητικό στοιχείο (δεν προχωρούσε, απλά κινούνταν κυκλικά). Η υπομονή και η αλληλεγγύη ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του χωρικού. Η υπακοή και η ευλάβεια ήταν οι αξίες του, ο πολιτισμός του παρελθόντος ήταν η πνευματική του έκφραση και η οικουμενική αρμονία το ιδεώδες του. Οτιδήποτε «νέο» ήταν δυνητικά επικίνδυνο ή απειλητικό προς τον τρόπο ζωής του, και συνεπώς τον συντηρητισμό του.
Για τον χωρικό, ο ανθρώπινος κόσμος ήταν απλά ένα μέρος της φυσικής τάξης, «όχι διαχωρισμένος ή σε αντίθεση με την περιβάλλουσα φύση[36], αλλά ενσωματωμένος στη φύση σαν μια από τις ιδιαίτερες εκφάνσεις της»[37]. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο «Άνθρωπος» δεν ήταν παρά τμήμα ενός οργανικού συνόλου[38].
Τελικά, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα[39] του θαλασσοπόρου και του χωρικού εξελίχθηκαν σε δύο διαφορετικά είδη κοινωνικής οργάνωσης και δράσης[40]. Την ατομικιστική κοινωνία και τη συλλογική κοινότητα ή όπως τις αποκαλεί ο διακεκριμένος Γερμανός κοινωνιολόγος Ferdinard Tönnies, Gesellschaft και Gemeinschaft[41], που σημαίνουν αντίστοιχα ορθολογική βούληση και φυσική βούληση[42].
Δύο διαφορετικά είδη κοινωνικής οργάνωσης συνεπάγονται και δύο διαφορετικές έννοιες του έθνους. Στην κοινωνία, το έθνος νοείται ως «μια σύνθετη οντότητα, ένας σύνδεσμος ατόμων»[43] ενώ για την κοινότητα, έθνος σημαίνει «συλλογικό άτομο, κινούμενο σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, ανάγκες και συμφέροντα, που υπερισχύουν των επιθυμιών, των αναγκών και των συμφερόντων του ατόμου»[44].
Ακολούθως, αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικά είδη Πολιτείας. Η «συνταγματική-δημοκρατική» και η «δυναστική-απολυταρχική». Στην πρώτη, ο ανταγωνισμός και η κοινωνική ευκινησία αποτελούν τους μοχλούς της οικονομίας, το άτομο είναι η θεμελιώδης μονάδα και η ελευθερία ορίζεται ως υπέρτατη κοινωνική αξία. Στη δεύτερη όμως, η οικονομική δραστηριότητα καθορίζεται με βάση το κοινωνικό στρώμα, θεμελιώδης μονάδα είναι η γη και υπέρτατη κοινωνική αξία η τάξη[45].
Τέλος, τα δύο διαφορετικά είδη Κράτους βάσισαν τη στρατιωτική τους ισχύ σε «Ναυτικές» και «Χερσαίες» ένοπλες δυνάμεις αντίστοιχα. Τα ναυτικά κράτη, που ζουν από το εμπόριο και είναι «ευπρόσβλητα από εξωτερικές πιέσεις στον εφοδιασμό τροφίμων, πρώτων υλών και πηγών ενέργειας»[46] στηρίζονταν στο «Ναυτικό» τους, το οποίο κατά τον Clark G.Reynolds υπήρξε «θεμέλιος λίθος του ατομικισμού»[47]. Συγκεντρώνοντας τους αξιωματικούς τους από τη μικρή αριστοκρατία και τη μεσοαστική τάξη τα «Ναυτικά» ήταν εμποτισμένα με τις αξίες και τα ήθη των συγκεκριμένων τάξεων[48].
Τα αγροτικά κράτη, όπου οι αξιωματικοί αποτελούνταν από γαιοκτήμονες αριστοκράτες, εξαρτώνταν από τα μαζικά στρατεύματα και το σύνολο της στρατιωτικής τους δύναμης[49]. Ο στρατιώτης σαν άτομο δεν είχε καμιά αξία[50]. Οι πολυπληθείς αυτοί στρατοί δεν μπορούσαν να ελεγχθούν, να τιθασευτούν και να διοικηθούν με την ατομιστική αυτοπειθαρχία που προσιδιάζει σε μικρότερες ναυτικές μονάδες και βασίζονταν στη βίαιη πειθαρχία της υπακοής[51].
Εξαιτίας των παραπάνω, οι ναυτικές και ηπειρωτικές ένοπλες δυνάμεις αντικατόπτριζαν τις αντίστοιχες αξίες των κοινωνιών τους, καθώς ασκούσαν επίσης επιρροή στη διαμόρφωση εκείνων των αξιών στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αναγέννησης.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ,
ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ
Εν τούτοις, τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα. Γιατί από όλα τα παράκτια και νησιωτικά κράτη μόνο τα προαναφερθέντα εξελίχθηκαν σε «θαλασσοκρατίες»; Γιατί τα ιβηρικά κράτη ή οι Άραβες, ή Γερμανία, η Γαλλία, η Κίνα και η Ιαπωνία, που ως ένα σημείο της ιστορίας τους ίδρυσαν αυτοκρατορίες και διέθεταν πανίσχυρους στόλους, δεν έγιναν ποτέ «θαλάσσιες δυνάμεις»;
Η απάντηση βρίσκεται στις συνθήκες που επιδρούν σε μια «θαλάσσια δύναμη».
Σύμφωνα με τον Alfred T. Mahan: «Οι κυριότερες συνθήκες που επηρεάζουν τη θαλάσσια ισχύ ενός έθνους απαριθμούνται ως εξής: 1) γεωγραφική θέση, 2) φυσική διαμόρφωση, 3) έκταση εδάφους, 4) πληθυσμός, 5) χαρακτήρας λαού, 6) χαρακτήρας διακυβέρνησης, περιλαμβανομένων σε αυτή των εθνικών θεσμών. Ως εκ τούτου, κυρίως λόγω της απουσίας της τελευταίας συνθήκης δεν κατάφεραν να γίνουν «θαλασσοκρατίες» οι δυνάμεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Η σημασία του Χαρακτήρα της Διακυβέρνησης μπορεί να καταδειχθεί περαιτέρω αν υποβληθεί στο πλαίσιο ανάλυσης τριών επιπέδων που χρησιμοποιούσε ο Kenneth N. Waltz σε θέματα διεθνών σχέσεων[52]: η φύση και η συμπεριφορά του ανθρώπου (δηλ. η προσωπικότητα του εξουσιαστή), η εσωτερική δομή των κρατών, και η δομή του διεθνούς συστήματος.
Στο πρώτο επίπεδο, το προσωπικό, υπήρχαν κάποιοι εξουσιαστές ή άτομα, που δημιουργούσαν ισχυρούς στόλους και αναλάμβαναν ναυτικούς άθλους. Παραδείγματα όπως αυτό του ναυτικού του Chêng Ho στη Κίνα των Μινγκ ή η σταδιακή δημιουργία του γαλλικού στόλου τον 17ο αιώνα από τον Jean Baptiste Colbert την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου XIV[53] υπάρχουν πολλά .
Στο τρίτο επίπεδο ανάλυσης, εκείνο του διεθνούς συστήματος, ως παράδειγμα μπορεί να ληφθεί η δημιουργία του δεινού στόλου του Tipitz στη Γερμανία του Γουλιέλμου και την επικράτηση του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού στόλου που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και διήρκεσε μέχρι τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε καμία περίπτωση όμως τα κράτη αυτά δεν κατάφεραν να κατανοήσουν την ουσία της «θαλάσσιας ισχύος». Δεν κάλυψαν τις προϋποθέσεις του δευτέρου επιπέδου της ανάλυσης, εκείνο της εσωτερικής δομής των κρατών. Παρέμειναν ηπειρωτικά στη νοοτροπία και απέτυχαν να εξελιχθούν σε «ναυτική δύναμη» με την ευρύτερη έννοια, αυτή της «θαλασσοκρατίας».
Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Επομένως η σχέση ανάμεσα στη «θαλάσσια ισχύ», τον ατομικισμό και τους φιλελεύθερους θεσμούς λειτουργεί αμφίδρομα. Δεν είναι μόνο ότι ένα «ναυτικό κράτος» είναι επιδεκτικό στον ατομικισμό και τους επακόλουθους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, αλλά ότι μόνο απελευθερώνοντας τις δημιουργικές δυνάμεις των ατόμων και ιδρύοντας φιλελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς μπορεί ένα κράτος να γίνει «θαλάσσια ισχύς».
Ως εκ τούτου, το σύγχρονο φιλελεύθερο δημοκρατικό εθνικό κράτος απορρέει από την «Επιρροή της θαλάσσιας ισχύος στην Ιστορία..»[54] -
Περί Αλός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.