Μια φορά κι ένα καιρό, στη μακρινή Ιαπωνία, ήταν ένα φτωχό παλικάρι, που κληρονόμησε μια καλύβα από τους γονιούς του, και έκανε τον καρβουνιάρη, για να βγάλει το ψωμί του.
Το όνομα του ήταν Κογκόρο. Ζούσε ολομόναχος στη καλύβα του και κανένας δεν έδινε τη κόρη του γυναίκα, σε έναν φουκαρά σαν κι αυτόν. Το παλικάρι στενοχωριόταν μόνος, και πολλές φορές προσευχήθηκε στη θεά Κουανόν να του στείλει μια καλή γυναίκα για συντροφιά. Και η θεά τον άκουσε!
Μια μέρα φάνηκε στη καλύβα του, μια πολύ όμορφη κοπέλα, που τον ρώτησε:
-Εσύ είσαι ο Κογκόρο ο καρβουνιάρης;
-Εγώ είμαι όμορφη κοπελιά, τι θέλεις;
-Θέλω να γίνω γυναίκα σου. Χθες τη νύχτα, είδα στον ύπνο μου τη θεά Κουανόν, και μου είπε πως κοντά σου, με περιμένει η τύχη.
Ο δόλιος ο καρβουνιάρης, αποκρίθηκε πικραμένα:
-Ποια τύχη κορίτσι μου θέλεις να βρεις εδώ με μένα σε αυτή τη παλιοκαλύβα; Ίσα-ίσα που κατορθώνω να θρέψω τον εαυτό μου.
Μα η όμορφη κοπέλα δεν έχασε το κουράγιο της. Άνοιξε ένα χρυσοκέντητο πουγγί, και έβγαλε από μέσα δύο χρυσά σβολαράκια.
-Πάρε και πήγαινε στη πολιτεία να βρεις ότι φαγώσιμο θες.
Ο Κογκόρο πήρε τους σβόλους κοιτάζοντας τους παράξενα, και ξεκίνησε για τη πολιτεία.
Πριν φτάσει στη πολιτεία, είδε σε μια λίμνη δύο πάπιες, και σκέφτηκε.
''Αυτές οι πάπιες είναι ότι πρέπει για φαγητό''. Και χωρίς να χάσει καιρό, σημάδεψε και πέταξε τους δύο σβόλους στις πάπιες. Δεν πέτυχε το στόχο του, οι πάπιες πέταξαν, και οι σβόλοι βυθίστηκαν στο νερό.
Έτσι γύρισε άπραγος, πίσω στη καλύβα. Διηγήθηκε στη κοπέλα ότι έγινε, κι εκείνη του είπε:
-Μα δεν ήταν πέτρες αυτοί οι σβόλοι. Ήταν τα μοναδικά κομμάτια που είχα χρυσό. Και έχει αξία. Με αυτά μπορούσες να πάρεις ρύζι, πάπιες, κρέας και ότι άλλο ήθελες.
-Δεν ήξερα ότι είχαν τόση αξία. Εδώ πίσω από τη καλύβα μου, υπάρχει μια μικρή σπηλιά, που είναι γεμάτη από τέτοια. Πήρε τη κοπέλα και της έδειξε μια μικρή σπηλιά, που τη φώτιζε μόνο το κερί που κρατούσε. Και οι τοίχοι της σπηλιάς λαμπύριζαν λες και είχαν μπει σε κάμαρη γεμάτη μαλάματα.
Από εκείνη τη μέρα ο καρβουνιάρης και η γυναίκα του, έγιναν οι πιο πλούσιοι στο τόπο. Έχτισαν ένα μικρό παλάτι, πήραν όλες τις τριγύρω εκτάσεις, πήραν ζώα και βοσκούς, έφτιαξαν περιβόλια που καλλιεργούσαν τα πάντα, και γενικά είχαν όλα τα καλά.
Μόνο μια στενοχώρια είχαν. Δεν απέκτησαν παιδί.
Ωστόσο προσευχήθηκαν στη θεά να τους χαρίσει ένα παιδί. Και μια και ήταν καλοί άνθρωποι, γρήγορα απέκτησαν ένα πανέμορφο κοριτσάκι, που το ονόμασαν Ταμάγιο.
Σαν η Ταμάγιο έγινε δεκαέξι χρονών, ανέβηκε στο θρόνο ο αυτοκράτορας Γιομέκι. Ήταν νέος σε ηλικία, και έψαχνε για νύφη. Μάζεψε τους ανθρώπους του παλατιού, και τους μοίρασε εξήντα δύο βεντάλιες, για να αναζητήσουν στις εξήντα δύο επαρχίες του βασιλείου του, μια κοπέλα όμορφη σαν τη ζωγραφιά της βεντάλιας.
Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο παρά μόνο η ομορφιά της.
Όλοι γύρισαν άπρακτοι, εκτός από τον τελευταίο, που του ανέφερε ότι η κόρη του Κογκόρο του καρβουνιάρη πρίγκιπα, όπως τον φώναζαν πια, ήταν πιο όμορφη από τη κοπέλα της βεντάλιας.
Κι ο αυτοκράτορας αμέσως πρόσταξε να στείλει ο Κογκόρο τη κόρη του να τη δει με τα ίδια του τα μάτια.
Ο Κογκόρο όμως, μπροστά στην αυτοκρατορική αλαζονεία, αποκρίθηκε:
-Η προσταγή του αυτοκράτορα μας τιμά. Αλλά μια και την έχουμε μοναχοκόρη, δεν μπορούμε να την αποχωριστούμε.
Γεμάτος εγωισμό ο Γιομέκι, θύμωσε πολύ.
Και έστειλε στο Κογκόρο την εξής προσταγή:
-Αν δεν θέλεις να μου στείλεις τη κόρη σου, είσαι υποχρεωμένος να μου στείλεις σε επτά μέρες, εκατό χιλιάδες μόδια από ανθό παπαρούνας, αλλιώς θα χάσεις τη ζωή σου κι εσύ και η γυναίκα σου και η κόρη σου.
-Μη στενοχωριέσαι, ...είπε η γυναίκα του Κογκόρο στον άντρα της. Στα χιλιάδες περιβόλια μας, έχω φυτέψει όλα τα φυτά. Και μέσα στις αποθήκες έχω περισσότερα από εκατό χιλιάδες μόδια παπαρούνας.
Όταν ο αυτοκράτορας είδε ότι του έστειλαν αμέσως αυτό που ζήτησε, σκέφτηκε ότι αυτός πρέπει να ήταν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Και έστειλε δεύτερη προσταγή.
Ζήτησε επτά τόπια από φίνο χρυσοκέντητο μετάξι. Το κάθε τόπι, να είναι είκοσι πήχες και σε όλο το μετάξι να είναι ζωγραφισμένος ο παράδεισος.
Αυτή τη φορά η γυναίκα του βλέποντας την απελπισία του Κογκόρο, του είπε να ζητήσουν τη βοήθεια της θεάς Κουανόν, που τόσο τους είχε βοηθήσει μέχρι τώρα.
Και η θεά μάζεψε τους ημίθεους και ύφαναν τα επτά τόπια το μετάξι.
Τα έχασε πια ο αυτοκράτορας σαν είδε ότι και αυτό το πρόσταγμα του, εκτελέστηκε και πριν λήξει η προθεσμία.
Κατάλαβε ότι οι θεοί προστάτευαν αυτούς τους ανθρώπους και ήθελε να μάθει το γιατί από μόνος του. Ένα βράδυ λοιπόν ντύθηκε με φτωχικά ρούχα, και πήγε στην επαρχία που ζούσε ο Κογκόρο. Έφτασε στο σπίτι του, θέλοντας να δει τη Ταμάγιο, που δεν έφευγε από το μυαλό του. Όταν ζήτησε δουλειά, ο Κογκόρο τον ρώτησε πώς τον λένε.
Κι εκείνος απάντησε:
-Με λένε Σαν-Ρο.
Ο Κογκάρο του είπε ότι το όνομα του σήμαινε ''η στράτα των βουνών'' , και ότι πρώτη φορά άκουγε τέτοιο όνομα. Τον συμπάθησε τον νέο αμέσως, και τον έκανε βοσκό. Του είπε δε ότι τα ζώα του δεν είναι καλά, γιατί οι άλλοι βοσκοί του χαζεύουν και δεν τα φροντίζουν όπως πρέπει.
Ο δύστυχος Σαν-Ρο μεγαλωμένος στο παλάτι, δεν ήξερε καν τι έπρεπε να κάνει. Οι άλλοι βοσκοί τον περιγέλασαν, και τότε εκείνος έκατσε κάτω, έβγαλε ένα φλάουτο και άρχισε να παίζει, τόσο μελωδικά, τόσο όμορφα, που κατέκτησε και τους ανθρώπους και τα ζώα.
Όλοι πρόθυμα τον βοήθησαν και του έδειξαν τη δουλειά, κι αυτό το έκαναν κάθε μέρα. Κι εκείνος το βράδυ έπαιζε για όλους. Οι μελωδίες του γίνονταν όλο και πιο γλυκιές, όλο και πιο ζεστές. Όμως την Ταμάγιο δεν είχε κατορθώσει να τη δει ακόμα. Ωστόσο στη σκέψη του ρίζωνε όλο και περισσότερο και από τα λόγια που άκουγε από όλους, μεγάλωνε και φούντωνε αγάπη στη καρδιά του. Και επιπλέον η ζεστή συμπεριφορά όλων τον γέμιζε με πρωτόγνωρη και εκείνον γλύκα.
Έμεινε μαζί τους αρκετό καιρό. Στο παλάτι άρχισε να δημιουργείται αναστάτωση που ο αυτοκράτορας δεν είχε επιστρέψει, και αποφάσισαν να συμβουλευθούν ένα μάντη σοφό.
Εκείνος τους αποκρίθηκε ότι ο αυτοκράτορας θα επιστρέψει τη δέκατη πέμπτη μέρα, του όγδοου μήνα για τη γιορτή του θεού Χασκιμάνα. Μα για να γίνει αυτό, πρέπει ο άρχοντας Κογκόρο να αναλάβει τις ετοιμασίες.
Την ίδια μέρα έφυγε μια προσταγή από το παλάτι του αυτοκράτορα. Ο άρχοντας Κογκόρο τη δέχτηκε και είπε πως θα αναλάβει τη γιορτή. Φώναξε τους ιερείς από το ναό του Χασκιμάνα και ετοίμασε ότι χρειαζόταν. Μάζεψε τραγουδιστές, μουσικούς και χορευτές και οργάνωσε αγώνες δρόμου και το χορό των λιονταριών. Του έλειπε μόνο ένας καλός τοξότης για το τελευταίο αγώνισμα, που καβάλα σε άλογο θα έπρεπε να πετύχει με μια σαΐτα τρεις φορές, το ιερό σημάδι. Όπου κι αν ρώτησε όλοι του έδωσαν την ίδια απάντηση. Ο Σαν-Ρο μόνο θα μπορούσε. Είναι καλός και ικανός.
Ο Κογκόρο φώναξε τον Σαν-Ρο και του είπε:
-Όλοι σε έχουμε στη καρδιά μας παλικάρι μου, αν πετύχεις στο αγώνισμα και με βγάλεις ασπροπρόσωπο, θα σου δώσω για γυναίκα σου τη κόρη μου.
-Δε πρόκειται να σε ντροπιάσω άρχοντα μου. Θα το δεις.
Ήρθε η μέρα της γιορτής, και η στιγμή για το τελευταίο αγώνισμα. Όλα τα μάτια στράφηκαν στη πόρτα, απ'όπου βγήκε ένας αντρειωμένος καβαλάρης, πάνω σε άτι που ήταν σαν τη φωτιά. Είχε βασιλική φορεσιά, και στο χέρι κρατούσε το δοξάρι. Καβάλησε γρήγορα, σημάδεψε και πέτυχε το σημάδι στη μέση, με μια σαϊτιά. Το ίδιο έκανε και άλλες δύο φορές με επιτυχία. Όταν συνήλθε ο κόσμος όλος από το ξάφνιασμα, ζητωκραύγαζε αναγνωρίζοντας τον αυτοκράτορα. Έπειτα όλοι προσκύνησαν.
Τότε ο Κογκόρο κατάλαβε ποιον είχε τόσο καιρό στη δούλεψη του.
Κατάλαβε ότι ο αλαζονικός αυτοκράτορας, από την αγάπη για τη κόρη του, δούλεψε τόσο καιρό βοσκός κάτω από τις προσταγές του.
Αυτό πραγματικά τον συγκίνησε, και έδωσε τη κόρη του με μεγάλη χαρά. Και ο Γιομέκι, ο αυτοκράτορας, τους κράτησε για πάντα κοντά του. Με ταπεινό τρόπο κέρδισε την αγάπη του και το σεβασμό των άλλων. Και έγινε ευτυχισμένος, κάνοντας και τους άλλους ευτυχισμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.