Χρήστος Παπασηφάκις
Αρχιπλοίαρχος ΠΝ ε.α.
Το παρόν αποτελεί μαρτυρία -απόσπασμα από το βιβλίο
του Αναστασίου Δημητρακοπούλου «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Οι Πολεμιστές του Ναυτικού θυμούνται…», Τόμος Δ’, έκδοση
Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, 2011.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.
Ο Χρήστος Παπασηφάκις
ως ναυτικός δόκιμος.
Αρχείο: Χ. Παπασηφάκι |
Τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου του 1940 άρχισα τη φοίτησή μου στη δεύτερη τάξη της Σχολής Δοκίμων και στις 26 του μηνός ημέρα Σάββατο, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, βγήκα για το Σαββατοκύριακο. Την Κυριακή, καθώς οι γονείς μου ήταν στα Χανιά και στην Αθήνα έμενα σ’ ένα θείο μου, επέστρεψα στη Σχολή νωρίτερα από το κανονικό. Εκείνο το βράδυ, πέσαμε να κοιμηθούμε χωρίς ποτέ να φανταστούμε πόσο η ζωή μας θα άλλαζε σε λίγες μόλις ώρες.
Τα χαράματα της 28ης, πολύ πριν από το κανονικό, ξυπνήσαμε με τους ήχους της σάλπιγγας και τις φωνές του δοκίμου υπηρεσίας που μας καλούσε σε κλήση στο Μεσόδομο του Κεντρικού Κτιρίου. Ξαφνιασμένοι από την ώρα, ντυθήκαμε περάσαμε σε παράταξη, στις θέσεις μας και, πολύ σύντομα, μπήκε ο Διοικητής μας Πλοίαρχος Γ. Παγκάρας.
Εδώ είναι ανάγκη να ανοίξω μία παρένθεση. Κοντούλης και στρουμπουλός, ο Παγκάρας ήτα πολύ αυστηρός, τυπικός και, στο άκρον υπηρεσιακός, όταν δε σου απηύθυνε το λόγο σε κοιτούσε με ένα γαλανό, διαπεραστικό βλέμμα που σε πάγωνε. Όταν έκανε επιθεώρηση, ακόμη και η απλή κίνηση των ματιών σου, επέσυρε αυστηρές παρατηρήσεις. Επίσης, ήταν λάτρης της υπερκαθαρεύουσας, την άγνοια της οποίας αγνοούσε συνώνυμο άγνοιας της ελληνικής γλώσσας. Κάποιος συμμαθητής μου τιμωρήθηκε επειδή δεν γνώριζε ότι «πλέται» είναι τα πέττα. Ή, ακόμη, όταν ο δόκιμος συσσιτιάρχης τού παρουσίαζε το δείγμα του συσσιτίου και ο Παγκάρας ρωτούσε «τι διαλαμβάνει το συσίτιον;», η απάντηση έπρεπε να δοθεί στην αρχαϊζουσα. Ένα επεισόδιο που έμεινε ιστορικό στην τάξη μας, είχε ως πρωταγωνιστή έναν μηχανικό συμμαθητή μας. Εξαίρετο μυαλό, εντατικά μελετηρός και εξαίρετος μαθητής, αδυνατούσε να προφέρει σωστά τα αγγλικά, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες που κατέβαλλε. Μια μέρα, την ώρα των αγγλικών, μπήκε στην τάξη ο Παγκάρας και ο κλήρος της ανάγνωσης του μαθήματος έπεσε στον συγκεκριμένο. Σηκώθηκε κι άρχισε να διαβάζει, προφέροντας τις λέξεις όπως ήταν γραμμένες: «Σομετίμες χι μάντε μάνυ μίστακες». Ο Παγκάρας τον κοίταξε παγερά ενώ εμάς, μας είχε πιάσει ένα τρελλό γέλιο που αδυνατούσαμε να πνίξουμε. Τελικά, ο συμμαθητής μας δικαιολογήθηκε ότι ήταν «απαρασκεύαστος». Αυτό το «μάνυ μίστακες» ακόμη μας κάνει και γελάμε όταν βρισκόμαστε μεταξύ μας. Τότε, ακούγαμε Παγκάρα και τρέμαμε, πράμα δε περίεργο, όταν τον συνάντησα χρόνια αργότερα, είδα έναν γλυκό, προσηνή, ηλικιωμένο κύριο που με ιδιαίτερη συγκίνηση εξεδήλωνε την ικανοποίησή του που διετέλεσε διοικητής μας.
Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι από την πρώτη ημέρα εισόδου μου στη Σχολή και ιδίως από τις πρώτες δύσκολες μέρες ενός πρωτοετούς δοκίμου αισθάνθηκα να εμποτίζομαι από αυτό το ιδιαίτερο πνεύμα συναδελφικότητας, υπηρεσιακής και κοινωνικής συμπεριφοράς και ναυτικής-στρατιωτικής αγωγής που, εκ παραδόσεως, καλλιεργείται κι επικρατεί στο σώμα των Αξιωματικών του Ναυτικού και που τελικώς μας γίνεται βίωμα. Το Εγκόλπιον του Ναυτικού Δοκίμουήταν το πρώτο βιβλίο που παρελάμβανε κάθε δόκιμος και ήταν ο οδηγός καθηκόντων και συμπεριφοράς για τα πάντα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πνεύματος που προανέφερα, είναι ένα συμβάν κατά μία άσκηση πεζικών: Ο λοχαγός του Στρατού Ξηράς που διεύθυνε την άσκηση, όταν αντιλήφθηκε ότι κάποιος σε μια διμοιρία είπε κάτι, διέταξε: «όποιος ωμίλησε να κάνει εν βήμα εμπρός». Προς μεγάλη του έκπληξη, ολόκληρη η διμοιρία, ουδενός εξαιρουμένου, αδίστακτα σαν με παράγγελμα, έκανε ένα βήμα μπροστά.
ΦΩΤΟ: Αρχείο Σ. Παναγιωτόπουλου
Επεξ: Περί Αλός
|
Επανέρχομαι σε εκείνο το χάραμα της 28ης Οκτωβρίου. Ο Παγκάρας μας ενημέρωσε για όσα είχαν λάβει χώρα πριν από μερικές ώρες και κατέληξε λέγοντας ότι η χώρα μας βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Εκείνη τη στιγμή τα λόγια του Παγκάρα μας αιφνιδίασαν. Οπωσδήποτε είχαμε μια γενικότερη γνώση για τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει τον προηγούμενο χρόνο και για τις ανησυχίες μήπως η χώρα μας δεν απέφευγε την εμπλοκή. Αλλά στη Σχολή δεν είχαμε καμμία πληροφόρηση σχετικά με τα πολιτικο-στρατιωτικά ζητήματα. Γνωρίζαμε επίσης, για τις συνεχείς ιταλικές προκλήσεις και για τον τορπιλλισμό του καταδρομικού Έλλη, για τον οποίο η κυβέρνηση τηρούσε χαμηλούς τόνους, αλλά η κοινή γνώμη βοούσε.
Μάλιστα με τον τορπιλλισμό του Έλλη είχαμε μία αμεσότερη επαφή: Λόγω της διεθνούς καταστάσεως, ο θερινός εκπαιδευτικός πλους του 1940 με το εκπαιδευτικό πλοίο Άρης, περιορίστηκε στο Αιγαίο αντί του εξωτερικού. Το πρωί λοιπόν, εκείνης της ημέρας, 15ης Αυγούστου, είχαμε αποπλεύσει από τη Σκύρο με νότια κατεύθυνση. Στο πλοίο επιβαίναμε όλοι οι ναυτικοί δόκιμοι, εκτός από τους τεταρτοετείς που επέβαιναν σε πλοία του Στόλου, και οι ναυτόπαιδες. Φυσούσε ένα ελαφρύ μελτέμι και ο Άρηςταξίδευε με όλα τα πανιά ανοιγμένα, προς μέγιστη ικανοποίηση του κυβερνήτη του πλοιάρχου Μ. Θεοφανίδη. Ήταν πασίγνωστη η αγάπη του για την ιστιοπλοΐα και η άρνηση χρησιμοποίησης της μηχανής του πλοίου παρά μόνο σε περιπτώσεις μεγάλης ανάγκης. Ύπαρχος ήταν ο πλωτάρχης Ι. Δομεστίνης.
Ο Άρης, ένα μεγάλο, ωραίο, κάτασπρο ιστιοφόρο, κατέβαινε υπερήφανος να περάσει το Στενό του Καφηρέα. Όλο το πλήρωμα, ναυτικοί δόκιμοι και ναυτόπαιδες βρίσκονταν «εις τάξιν χειρισμού», μέσα σε άκρα σιωπή, με τον τηλεβόα να μεταδίδει τις εντολές του κυβερνήτη. Μου έμεινε στη μνήμη ένα συναίσθημα – ίσως και εξαιτίας όλων όσα πολύ σύντομα ακολούθησαν – που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ένα συναίσθημα ακαθόριστο: αυτά που γίνονται εκείνη τη στιγμή στο Άρης, αυτά που ακούγονταν και όσα βλέπαμε, δεν αποτελούσαν παρά την επανάληψη όλων εκείνων που ανέκαθεν συνέβαιναν και θα εξακολουθούσαν πάντα να συμβαίνουν. Ήταν, στα μάτια μου, το αιώνιο ζύμωμα του Έθνους μας με τη θάλασσα και τα καράβια. Έτσι ήταν πάντα και απλώς συνεχιζόταν.
Αίφνης, μετά το μεσημέρι σημάνθηκε «πολεμική έγερσις» και επακολούθησε γενική κινητοποίηση, ενίσχυση φυλακών και οπτήρων, «πτύξις ιστίων», πλους με τη μηχανή, αλλαγή πορείας και, αργότερα, κάλυψη φώτων. Μέχρι τη στιγμή που σημάνθηκε η πολεμική έγερση δεν γνωρίζαμε ότι κατευθυνόμαστε προς την Τήνο, ούτε είχε γίνει οποιαδήποτε προετοιμασία αγήματος ή άλλης συμμετοχής στον εορτασμό της Παναγίας. Λέχθηκε τότε ότι το Άρης είχε καθοριστεί να συμμετάσχει στις εορτές της Μεγαλόχαρης αλλά, λόγω της επιμονής του Θεοφανίδη να μη χρησιμοποιεί τη μηχανή, θα καθυστερούσε ο κατάπλους του και αντικαταστάθηκε από το Έλλη.
Τελικά, με την αλλαγή της πορείας, το Άρηςκατευθύνθηκε στον Νότιο Ευβοϊκό, διανυκτέρευσε εκεί για λόγους ασφαλείας και την επομένη κατέπλευσε στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Εκεί αποβιβαστήκαμε και επιστρέψαμε οδικώς στη Σχολή. Εκεί μάθαμε για τον τορπιλισμό του Έλλη.
Από αριστερά οι ναυτικοί δόκιμοι Δ. Ζώτος,
Σ. Κονοφάος, Π. Καρανδρέας και Ι. Κακαβάς.
ΦΩΤΟ: Αρχείο Χ. Παπασηφάκι.
|
Εκείνο, λοιπόν, το χάραμα, ο Παγκάρας μας μίλησε πολύ ωραία, μεταδίδοντας μας υψηλό φρόνημα. Προσέθεσε ότι θα αναχωρούσε για την πολεμική του θέση, εκείνη του διοικητή του Συγκροτήματος Ναυτικών Οχυρών Σαρωνικού. Σύντομα, ο πρώτος αιφνιδιασμός αντικαταστάθηκε από ενθουσιασμό και με το τέλος του λόγου του διοικητή μας, δεν θυμάμαι να έχω ποτέ φωνάξει δυνατότερα το «Ζήτω η Ελλάς!». Βράχνιασα, το ίδιο και οι άλλοι δόκιμοι.
Είπε, επίσης, ο Παγκάρας ότι οι μεν τριτοετείς θα ονομάζονταν αμέσως αρχικελευστές [1], οι δε τεταρτοετείς σημαιοφόροι, ενώ οι υπόλοιποι της πρώτης και της δευτέρας τάξης θα αναχωρούσαμε σε άδεια. Πράγματι, δυο-τρεις ημέρες αργότερα, η τρίτη και η τετάρτη τάξη αποφοίτησαν. Οι μεν αρχικελευστές έφυγαν για το Στόλο, οι δε σημαιοφόροι για τις μοίρες ναυτικής αεροπορικής συνεργασίας, δεδομένου ότι είχαν ήδη εκπαιδευθεί ως εναέριοι παρατηρητές.
Μετά από περίπου δέκα μέρες επιστρέψαμε στη Σχολή. Πρόωρα, βρεθήκαμε διοικούσα τάξη και, για να …γευθούμε πληρέστερα την εξουσία μας, οι πρωτοετείς ξαναέφαγαν νίλα. Αρχηγός δοκίμων έγινε ο αρχηγός της δευτέρας μαχίμων Σ. Κονοφάος. Η διοίκηση και το επιτελείο της Σχολής είχε αλλάξει: Διοικητής είχε παραλάβει ο ανακεκλημένος από την εφεδρεία Υποναύαρχος Β. Ζωιόπουλος και υποδιοικητής ο επίσης ανακεκλημένος πλοίαρχος Α. Λεβίδης [2].
Ανακεκλημένοι από την εφεδρεία ήταν και οι επιτηρητές μας, όπως ο υποπλοίαρχος Σ. Μπουντούρης. Όλοι τους ήταν μεγάλης ηλικίας αξιωματικοί, ειδικά δε για τον Ζωιόπουλο, που ήταν της τάξης εισόδου 1898 λέγαμε ότι τον είχαν βγάλει από τον …τάφο και τον αποκαλούσαμε … «ο χωματίλας»!
Αρχίσαμε τα μαθήματα, η δε διδακτέα ύλη ήταν εμφανώς συμπεπτυγμένη, γιατί, όπως έλεγαν, θα αποφοιτούσαμε νωρίτερα από το κανονικό. Παράλληλα, παρακολουθούσαμε τις νίκες που είχαν αρχίσει στο Αλβανικό Μέτωπο και τη δράση του Ναυτικού μας στη θάλασσα. Θέλαμε να βρεθούμε στα πλοία και αισθανόμασταν ντροπή που μέναμε στα «μετόπισθεν». Μετά τα Χριστούγεννα, στην τάξη μου υπήρξαν και σκέψεις παραιτήσεων και κατάταξης ως ναύτες για να υπηρετήσουμε στα πλοία. Έφθασαν αυτά στα αυτιά της διοίκησης και μία μέρα μας συγκέντρωσε ο Μπουντούρης και μας μίλησε με σωφροσύνη και πειστικότητα. Μας είπε ότι εκείνη τη στιγμή το καθήκον μας ήταν να αφοσιωθούμε στα μαθήματά μας ώστε, όταν θα ερχόταν η ώρα της αποφοίτησής μας, να κατέχουμε τις γνώσεις που θα ήταν απαραίτητες για να είμαστε χρήσιμοι ως αξιωματικοί. Όσο για πολεμική δράση, δεν θα έπρεπε να ανησυχούμε. Θα ερχόταν η σειρά μας – και μάλιστα πολύ άσχημα – γιατί ο πόλεμος θα διαρκούσε αρκετά για να έχουμε κι εμείς μερίδιο σε αυτόν. Πόσο αληθινός βγήκε! Ο ήρεμος, πατρικός τρόπος που μας μίλησε, μας έπεισε και μείναμε απερίσπαστοι στις σπουδές μας. Στις εξόδους μας, οι άνθρωποι του δρόμου, μας έβλεπαν με τη στολή του Ναυτικού και, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είμαστε, μας περιέβαλαν με αγάπη, εμείς δε παίρναμε ύφος και κάναμε τους… πολεμιστές! Από μέσα μας, όμως, αισθανόμαστε μειωμένοι γιατί αυτό δεν ήταν αλήθεια… Θα ερχόταν, όμως, η σειρά μας…
Πολύ νωρίς η Αθήνα πήρε πολεμική όψη και ζούσε στο ρυθμό της εμπόλεμης κατάστασης. Έβλεπες στους δρόμους κοπέλες και νέες γυναίκες ντυμένες στην άσπρη στολή των εθελοντριών αδελφών νοσοκόμων του Ερυθρού Σταυρού, στρατιωτικές στολές και τραυματίες. Στα σπίτια έπλεκαν ασταμάτητα μάλλινες φανέλες και κάλτσες για τους φαντάρους. Η υπερήφανη, ενθουσιώδης, καθολική και με κάθε τρόπο συμμετοχή της κοινωνίας στον αγώνα, με την πεποίθηση όλων για την τελική νίκη, είχαν δημιουργήσει ένα υπέροχο πνεύμα. Ένα πνεύμα που όποιος το έζησε, ακόμα και σήμερα, μετά από τόσες δεκαετίες, κυριεύεται από μεγάλη συγκίνηση.
Θα αναφέρω μόνο ότι οι οικογένειες αυτών που έπεφταν στο μέτωπο δεν πενθούσαν ούτε δέχονταν συλλυπητήρια. Παρά τον πόνο τους, έδειχναν υπερηφάνεια για την θυσία των νεκρών τους. Ένοιωσα πολύ άσχημα όταν πήγα να συλλυπηθώ την οικογένεια του σημαιοφόρου Γεωργίου Αθανασίου για την απώλειά του στα τέλη Ιανουαρίου του 1941. Όχι μόνο δεν έγιναν δεκτά τα συλλυπητήριά μου αλλά παρατηρήθηκα για το «πως, ναυτικός δόκιμος ων, δεν εγνώριζα ότι οι Έλληνες δεν πενθούν τους υπέρ Πατρίδος πεσόντες νεκρούς των» [3].
Τη θαυμαστή αυτή ομοψυχία χαλύβδωναν οι απανωτές επιτυχίες των ενόπλων δυνάμεων μας και η απελευθέρωση των βορειοηπειρωτικών εδαφών. Η «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο αποθεωνόταν στις παραστάσεις των επιθεωρήσεων και, γενικά, έπνεε ένας αέρας ενθουσιασμού και άκρατου πατριωτισμού.
Αυτός ο αέρας ήταν που έφερε την κρητική V Μεραρχία στο μέτωπο. Η οικογένειά μου είναι από την Κρήτη και έχω ακούσει ότι η κοινωνία της Μεγαλονήσου έφερε βαρέως που στους Κρήτες δεν δινόταν η τιμή να πολεμήσουν υπέρ Πατρίδος. Ο Μεταξάς είχε προβλέψει τη διατήρηση της μεραρχίας Κρητών στη νήσο ως φρουρά της, αλλά, προ της αγανάκτησης της τοπικής κοινωνίας, συνηγόρηση για τη μεταφορά της στη ζώνη των επιχειρήσεων. Αργότερα και παρά την ατελή οργάνωση της άμυνας της νήσου, οι Γερμανοί δυσκολεύθηκαν να την καταλάβουν. Αν η μεραρχία είχε παραμείνει, ίσως η Κρήτη να μην καταλαμβανόταν [4].
Ταυτότητα του σημαιοφόρου Χρήστου Παπασηφάκι.
ΦΩΤΟ: Αρχείο Χ. Παπασηφάκι. Επεξ: Περί Αλός
|
Όπως ήδη ανέφερα, παρακολουθούσαμε τη νικηφόρο εξέλιξη των επιχειρήσεων. Τις όποιες ειδήσεις μαθαίναμε στην έξοδό μας, ενώ δεν είχαμε καμμία επίσημη ενημέρωση από τη Σχολή. Σα να μην γινόταν πόλεμος. Σήμερα, το πράμα φαίνεται περίεργο – αν όχι ανεξήγητο – από τη στιγμή, μάλιστα, που μόνο καλά νέα υπήρχαν. Να ήταν, άραγε, εντολή του ΓΕΝ ή παράλειψη της διοίκησης της Σχολής; Αμφιβάλλω να ήταν το δεύτερο. Η Σχολή εσιώπησε ακόμη και όταν εισέβαλλε και η Γερμανία, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αγνοούσαμε τη συντριβή της Γιουγκοσλαβίας και την κάθοδο των γερμανικών μεραρχιών προς Νότον.
Μέχρι την 6η Απριλίου 1941 που δεχθήκαμε τη γερμανική επίθεση, θα μπορούσα να πω ότι δεν είχαμε αισθανθεί τη δράση του πολέμου. Εκείνο το απόγευμα, ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε αλύπητα από τη γερμανική αεροπορία. Με τη σήμανση του συναγερμού, τρέξαμε στο καταφύγιο που ήταν σκαμμένο κάτω από τον βραχώδη λοφίσκο του θεραπευτηρίου και αισθανόμαστε τη γη να τρέμει από τις εκρήξεις. Μεταξύ των πλοίων που χτυπήθηκαν ήταν κι ένα φορτηγό πλοίο γεμάτο με πυρομαχικά του βρετανικού στρατού – το Κλαν Φράιζερ – που πήρε φωτιά. Οι βρετανικές αρχές δεν είχαν ενημερώσει τις ελληνικές για το επικίνδυνο φορτίο του πλοίου, ώστε αυτό να μην εισέλθει στο λιμάνι. Όταν σημάνθηκε πέρας συναγερμού ήταν νύκτα και πέσαμε να κοιμηθούμε στους θαλάμους μας.
Ξυπνήσαμε μέσα στη νύκτα από μία ισχυρότατη έκρηξη, το ωστικό κύμα της οποίας ξεκάρφωσε τα παράθυρα και τα πέταξε στο εσωτερικό των θαλάμων. Από θαύμα δεν υπήρξαν ούτε καν τραυματισμοί. Πεταχθήκαμε από τα κρεβάτια μας και τρέξαμε κάτω. Ένα μεγάλο κομμάτι πυρακτωμένης λαμαρίνας είχε πέσει στην οροφή του Κεντρικού Κτιρίου και είχε μεταδώσει τη φωτιά στο πισόχαρτο με το οποίο ήταν σκεπασμένο το υαλοστάσιό της για λόγους κάλυψης φώτων. Η έκρηξη προερχόταν από τα πυρομαχικά του Κλαν Φράιζερ που, τελικά, είχαν αναφλεγή, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στο λιμάνι και στα πλοία που ναυλοχούσαν σε αυτό.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τους Γερμανούς να προελαύνουν, η Σχολή δεν μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία της και το πρωί της 7ης Απριλίου μας έδιωξαν σε επ’ αόριστον άδεια. Και πάλι, μέσα στη παραζάλη των ημερών, καμμία οδηγία δεν μας δόθηκε.
Το σπίτι μου ήταν στην Κρήτη, ωστόσο, η μετάβαση εκεί ήταν πρακτικά αδύνατη εκείνες τις μέρες. Αναγκαστικά, λοιπόν, έμενα στο σπίτι του θείου μου. Εξ άλλου, οι γονείς μου ήταν εγκατεστημένοι στο Μεσολόγγι όπου ο πατέρας μου ήταν διοικητής του εκεί Κέντρου Επιστράτευσης. Ήταν αξιωματικός του πεζικού και, μετά τον τραυματισμό του στη μάχη του Σκρα, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε μεταταγεί στο Σώμα των Στρατολόγων. Θυμάμαι, πάντως, ότι ανεβαίνοντας στην Αθήνα, πέρασα από την πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά και είδα να έχει εκτιναχθεί εκεί η τσιμινιέρα του Κλαν Φράιζερ.
ΠΗΓΗ: Περί Αλός http://perialos.blogspot.gr/2015/06/1940-1941.html
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Χρ. Παπασιφάκι και Α. Κ. Δημητρακόπουλου
[1] Βαθμός αντίστοιχος του σημερινού ανθυπασπιστή.
[2] Ο Α. Λεβίδης, με δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις ναυτικές επιχειρήσεις στη Μεσημβρινή Ρωσία, υπήρξε μια από τις ηρωϊκές μορφές του Ναυτικού. Στη διάρκεια της Κατοχής, ίδρυσε και διηύθυνε την αντιστασιακή οργάνωση «Μαλέας» που είχε ως αποστολή τη συλλογή πληροφοριών, τη διενέργεια δολιοφθοριών και τη διαφυγή προσωπικού στη Μέση Ανατολή. Αρχές του 1943 διέφυγε στη Μ. Ανατολή και τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών Καϊρου, στη συνέχεια δε, από τις αρχές Μαΐου του 1943, διατέλεσε προϊστάμενος της Υπηρεσίας Πληροφοριών Σμύρνης. Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, μετέχοντας σε διασυμμαχική επιτροπή για την απελευθέρωση νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου, συνελήφθη από το πλήρωμα της ιταλικής τορπιλακάτου η οποία τη μετέφερε, παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές της Σύρου και εγκλείστηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γερμανία, όπου παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωσή του από τα αμερικανικά στρατεύματα τον Σεπτέμβριο του 1945, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα. Στις 24/8/1945, τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, για: ηρωϊκήν μέχρι αυτοθυσίας απόδοσιν επί του πεδίου της μάχης προς απελευθέρωσιν των ελληνικών νήσων, τον Σεπτέμβριον 1943 κατά την συνθηκολόγησιν της Ιταλίας. Παράλληλα, του απονεμήθηκε και το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Order of the British Empire).
[3] Ο Γεώργιος Αθανασίου ήταν γιός του Ναυάρχου ε.α. Νικολάου Αθανασίου και αδελφός των Αθανασίου και Ιωάννου Αθανασίου, επίσης αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού. Ενώ το αντιτορπιλλικό Θύελλα, στο οποίο υπηρετούσε, συνόδευε το επιβατηγό Αλμπέρτα από τον Πειραιά στη Μήλο με σφοδρή θαλασσοταραχή, γλίστρησε τις νυχτερινές ώρες της 27ηςΙανουαρίου 1941, έπεσε στη θάλασσα και απωλέσθηκε, παρά την εκτεταμένη, διαρκείας έρευνα που ακολούθησε. Ανήκε στη «διοικούσα» τάξη όταν εγώ (ο Χρ. Παπασιφάκις) εισήλθα στη Σχολή κι έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως και αγάπης μεταξύ των τότε δοκίμων. Για την απώλεια του Αθανασίου έγραψε ο Ακαδημαϊκός Σ. Μελάς στο κεφάλαιο Ο Κύριος Άθλος του βιβλίου τουΦλογισμένα Πέλαγα. Η Θαλασσινή Εποποιία 1940-1941. Στη περιγραφή αυτή υπάρχουν μερικές χωρίς ιδιαίτερη ουσία ανακρίβειες, ενώ τα πραγματικά γεγονότα αναφέρονται στην αφήγηση του Κ. Τσάλλη στο παρόν βιβλίο του Δημητρακόπουλου. Στις 16/9/1946 τιμήθηκε με το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων επειδή: υπηρετών εις το Ναυτικόν κατά τον λήξαντα πόλεμον, απωλέσθη εν διατεταγμένη υπηρεσία διατελών.
[4] Η Μεραρχία Κρήτης μεταφέρθηκε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου του 1940 (βλ. Φωκά, τομ. Α΄, σελ. 138- 141).
Το Περί Αλός προτείνει:
Διαβάστε για τα Ελληνικά Υποβρύχια του 1940:
«Γηραιοί Θηρευτές. Πολεμώντας τον εχθρό με
απαρχαιωμένο υλικό».
Πιέσατε ΕΔΩ
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.