Μια φορά ήταν ένας μικρός βοσκός που έβοσκε λίγα πρόβατα. Κάθε πρωί τα έβγαζε από το μαντρί και τα πήγαινε, μακριά από το χωριό, να βοσκήσουν στα λιβάδια όπου το χορτάρι ήταν άφθονο.
Αυτή τη δουλειά την έκανε πολύ καιρό, κάθε μέρα, κι ενώ στην αρχή του άρεσε και ευχαριστιόταν που έφευγε με τα πρόβατα, σιγά σιγά άρχισε να βαριέται, και δεν ήξερε τι να κάνει μέχρι την ώρα που θα γύριζε πίσω, στο χωριό.
Άφηνε τα πρόβατα να βόσκουν κι αυτός πελεκούσε με το σουγιά του ένα καλάμι, για να φτιάξει φλογέρα, να παίζει και να περνάει την ώρα του.
Όταν κουραζόταν, ανέβαινε σε ένα ύψωμα και κοιτούσε πότε θα βασιλέψει ο ήλιος, για να γυρίσει πίσω τα πρόβατα στο μαντρί τους.
Μια μέρα που πήγε τα πρόβατα να τα ποτίσει, βρήκε έναν άλλο βοσκό.
'' Εγώ ήρθα πρώτος!'' φώναξε ο μικρός.
''Δεν με βλέπεις που ήρθα πρώτος εγώ;'' του είπε θυμωμένος ο άλλος βοσκός και σήκωσε τη γκλίτσα του να τον χτυπήσει. Ο μικρός επέμενε, αλλά ο άλλος βοσκός τον έσπρωξε και πότισε πρώτος το κοπάδι του.
Ο μικρός έβαλε τα κλάματα κι ένας γέρος βοσκός, που είδε τι έγινε, πήγε κοντά του, τον έπιασε από το χέρι και του είπε: ''Μη κλαις παιδί μου, γιατί έχεις άδικο. Δεν έπρεπε να πεις ψέματα!''
Ο μικρός βοσκός τον άκουγε χωρίς να λέει τίποτα. Ήταν ακόμα πολύ θυμωμένος.
Την άλλη μέρα, εκεί που τριγυρνούσε με την γκλίτσα πάνω στους ώμους του, είδε δύο ωραίες πέρδικες να κάθονται μέσα στη φωλιά τους. Ο μικρός βοσκός τις κυνήγησε για να φύγουν και να πάει να πάρει τα αβγά τους, μέσα από τη φωλιά.
Οι πέρδικες πέταξαν τρομαγμένες, και τότε ο μικρός πήρε όλα τα αβγά μέσα από τη φωλιά.
Του άρεσαν πολύ γιατί ήταν μικρά και είχαν όμορφα χρώματα. Τα κρατούσε λοιπόν με μεγάλη χαρά στα δυο του χέρια και σκεφτόταν πού μπορούσε να τα κρύψει, να τα έχει σαν παιχνίδια του και να παίζει. Αλλά εκείνη την ώρα τον είδε ο γερο-βοσκός και τον μάλωσε:
''Πήγαινε γρήγορα τα αβγά στη φωλιά που τα βρήκες! Είναι κρίμα να παίρνεις τα αβγά από τις φωλιές των πουλιών. Ύστερα από λίγες μέρες, μέσα από αυτά τα αβγά, θα βγουν πολλές μικρούλες και πολύ όμορφες πέρδικες!''
Γρήγορα ο μικρός βοσκός, βρήκε ένα άλλο παιχνίδι: στάθηκε πάνω σε ένα βράχο κι άρχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη:
'' Λύκοι! Λύκοι! Τρεχάτε χωριανοί!
Οι χωριανοί που ήρθαν κοντά του, και είδαν ότι δεν υπήρχαν λύκοι, τον μάλωσαν γιατί τους κορόιδεψε.
Την άλλη μέρα ο μικρός βοσκός, συνέχισε το ίδιο παιχνίδι: στάθηκε σε ένα ύψωμα πάνω από το χωριό, κι άρχισε να φωνάζει:
''Λύκοι! Λύκοι!''
Οι καλοί άνθρωποι τον πίστεψαν κι αυτή τη φορά, κι έτρεξαν παρατώντας τα πάντα, να σώσουν τα πρόβατά του από τους λύκους. Όταν όμως έφτασαν κοντά, είδαν ότι τους είχε γελάσει ακόμα μία φορά. Αυτή τη φορά τον κυνήγησαν, κι εκείνος έφυγε τρεχάτος, ξεκαρδισμένος στα γέλια με το αστείο του.
Στάθηκε λίγο μακρύτερα, σε ένα άλλο ύψωμα και τους φώναζε, πειράζοντάς τους:
'' Σας είπα ψέματα κι εσείς με πιστέψατε! Τη πατήσατε...''
Πέρασαν δύο μέρες χωρίς να συμβεί κάτι καινούργιο, και τη τρίτη μέρα, εκεί που ο βοσκός μας, ήταν με τα πρόβατά του, τρεις λύκοι έπεσαν πάνω στο κοπάδι του.
Τρομαγμένος εκείνος, άρχισε να φωνάζει δυνατά:
''Λύκοι! Λύκοι! Τρεχάτε χωριανοί!''
Αλλά κανένας χωριανός δεν έτρεξε να τον βοηθήσει, γιατί όλοι πίστευαν ότι κι αυτή τη φορά ήταν όλα ψέματα.
Οι λύκοι έφαγαν τα πρόβατα, και ο μικρός βοσκός έκλαιγε απελπισμένος.
Τον βρήκε ο γερο βοσκός να κλαίει απαρηγόρητος για το χαμένο κοπάδι του και του είπε:
''Βλέπεις τι έπαθες, παιδί μου, με τα ψέματα που συνήθιζες να λες;;
Ποιος γελάει τώρα, και ποιος κοροϊδεύει; Αυτό να σου γίνει μάθημα, για να μη ξαναπείς ψέματα στη ζωή σου!''
Αφιερωμένο σε μια πολύ
αγαπημένη μου φίλη,
που δεν είχε ακούσει την
ιστορία αυτή ποτέ.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.