Αυτή τη φορά θα σας γράψω μια ιστορία που μου έλεγε η μητέρα μου!
Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένας πολύ καλός άνθρωπος, σε ένα σπιτάκι κοντά σε ένα δάσος.
Ήταν δουλευταράς και τίμιος, αλλά τον δυστυχή, τον είχαν παντρέψει από μικρό, με μια γυναίκα, που τα μυαλά της ήταν όχι και τόσο μεστωμένα.
Ήταν ελαφρόμυαλη και επιπόλαιη, δεν του έδειχνε αγάπη και φροντίδα και επιπλέον ήταν φαντασμένη και ευκολόπιστη.
Δεν ήταν τόσο νοικοκυρά, σε αντίθεση με εκείνον που σηκωνόταν πρωί, φρόντιζε το μικρό χωραφάκι του, και στη συνέχεια έκοβε και ξύλα, που πήγαινε και τα πουλούσε για να βγάλει κάποια επιπλέον χρήματα.
Της άρεσε να κοιμάται μέχρι αργά, δεν ήταν ούτε τόσο καλή μαγείρισσα, συχνά έκαιγε το φαγητό, ωστόσο μιλούσε συνεχώς, για το πόσο κουράζεται, και πόσο της είναι απαραίτητες κάποιες υπηρέτριες για να την υπηρετούν.
Μα όλα αυτά τα κουσούρια ο άντρας τα υπέμενε, γιατί πάνω από όλα ήταν η γυναίκα του, στα καλά και στα άσχημα.
Κάθε βράδυ ο ανθρωπάκος, μέτραγε τα χρήματα της ημέρας, και τα έβαζε σε ένα κουτί, για να μπορέσει κάποια στιγμή, όπως ονειρευόταν, να πάει στο χωριό και να ανοίξει ένα μαγαζί δικό του, για να γλυτώσει από το τσεκούρι, και από τους ρόζους της τσάπας.
Κι έλεγε στη γυναίκα του:
''Αυτά τα χρήματα γυναίκα, όταν γίνουν περισσότερα, θα μας χαρίσουν μια καλύτερη ζωή. Εσύ δεν ξέρεις, αλλά αυτό το κουτί πρέπει να το προσέχουμε
σαν τα μάτια μας, είναι για μια επένδυση μελλοντική.''
Μια μέρα, ενόσω ο άντρας έλειπε στο δάσος για ξύλα, κι έπειτα θα πήγαινε στο χωριό και θα γυρνούσε το επόμενο πρωί, αφού τελείωνε τις δουλειές του, ένας πραματευτής πέρασε κοντά από το σπίτι, διαλαλώντας υπέροχη και μαγική πραμάτεια.
Σταμάτησε στο σπίτι, καλημέρισε τη γυναίκα, και της ζήτησε λίγο νερό.
Ο έμπορος αυτός ήταν πονηρός και απατεώνας, και στη πραγματικότητα ήθελε να πιάσει κουβέντα με τη γυναίκα, για να δει αν μπορεί να της πουλήσει τίποτα, και να βγάλει εύκολα χρήματα.
Η γυναίκα του απάντησε:
'' Εκεί είναι το πηγάδι, πιες όσο θες. Θα σου έφερνα εγώ αλλά είμαι τόσο κουρασμένη, μια και κάνω όλες τις δουλειές μόνη μου. Μακάρι να είχα κάποιον να με
βοηθάει, αλλά σήμερα δε βρίσκεις καλές ευκαιρίες για δούλες πιστές.''
Ο έμπορος ήπιε νερό, και μετά της είπε:
''Η τύχη με έφερε καλή κυρά στη πόρτα σου! Εγώ έχω τις ιδανικές δούλες, αλλά δεν τις δίνω όπου νάναι.
Πρέπει να τις πάρει άτομο που να είναι έξυπνο και αριστοκρατικό, ώστε να καταλάβει τις μαγικές τους δυνάμεις.
Είναι βέβαια λίγο ακριβές, αλλά είναι μια επένδυση που αξίζει!'' συμπλήρωσε με πονηριά.
Η γυναίκα θυμήθηκε αμέσως το κουτί με τα χρήματα. Για επένδυση δεν έλεγε ο άντρας της ότι είναι;
Να η ευκαιρία σκέφτηκε! Θα έκανε επένδυση εκείνη και ο άντρας της θα θαύμαζε την εξυπνάδα της...
Ζητάει λοιπόν από τον έμπορο, να της δείξει τις δούλες.
Κι εκείνος πηγαίνει στο κάρο του, και έπειτα από λίγο της φέρνει τρεις κούκλες, μεγάλες σε μέγεθος κοριτσιών,και της λέει:
''Είμαι σίγουρος ότι θα εκτιμήσεις και θα αντιληφθείς αμέσως, τις μαγικές ικανότητες που κρύβουν αυτές οι δούλες! Μη
τις βλέπεις έτσι, που μοιάζουν σα κούκλες, τη νύχτα όταν δεν τις βλέπει κανείς, ζωντανεύουν και κάνουν ότι δουλειές θέλεις και τους έχεις πει από το πρωί. Και την ημέρα γίνονται πάλι κούκλες. Δε θα ήθελα να τις αποχωριστώ, αλλά σε μια έξυπνη και όμορφη γυναίκα σα κι εσένα, θα κάνω πέτρα τη καρδιά μου, και θα στις δώσω!''
Ενθουσιασμένη και κολακευμένη η φαντασμένη και ευκολόπιστη γυναίκα, πάει κατευθείαν στο κουτί, βγάζει όλα τα χρήματα που είχε μαζέψει ο άντρας της με τόσο κόπο, και του τα δίνει όλα. Παίρνει τις τρεις κούκλες, και ο έμπορος βάζει τα χρήματα με βιασύνη στη τσέπη.
Στη συνέχεια, ανεβαίνει στο κάρο του και εξαφανίζεται γρήγορα.
Η ενθουσιασμένη από την αγορά της, γυναίκα, βάζει τη μια κούκλα στη κουζίνα, και της λέει δυνατά¨: '' Εσύ δούλα θα μαγειρεύεις και θα πλένεις τα πιάτα, και θα ψήνεις ψωμί, και
θα στρώνεις το τραπέζι.''
Βάζει τη δεύτερη κοντά στη πόρτα και της λέει ''εσύ θα ανοίγεις τη πόρτα στο κύριο σου, και θα του έχεις έτοιμα τα ρούχα του.
Κι εσύ, λέει στη τρίτη, θα κάνεις τις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού.''
Κι αφού θεώρησε ότι τα είχε τακτοποιήσει όλα, πήγε για ύπνο, ικανοποιημένη με τον εαυτό της.
Το πρωί που γύρισε ο άντρας της, ξύπνησε από τα χτυπήματα της πόρτας, και αναγκάστηκε να σηκωθεί, να του ανοίξει, κάνοντας παρατήρηση στη δούλα που δεν
άνοιξε εκείνη. Ο άντρας της τη ρώτησε τι ήταν αυτή η κούκλα δίπλα στη πόρτα κι εκείνη του είπε ότι ήταν η μία από τις τρεις δούλες που αγόρασε.
Κι όταν του διηγήθηκε τα όσα είχαν γίνει με τον έμπορο, ο άμοιρος μόνο που δεν την έπνιξε από το θυμό του και την αγανάκτηση του.
Εκείνη όμως του υποσχέθηκε ότι θα τις τακτοποιήσει και γρήγορα θα απολαμβάνουν τις μαγικές τους ικανότητες, που μάλλον η δική του στενομυαλιά τις εμπόδισε να
φανερωθούν.
Ο άνθρωπος κατάλαβε πως ότι και να έλεγε, αυτή η γυναίκα δεν θα αντιλαμβανόταν τη ζημιά που προκάλεσε.
Έτσι κυλούσαν οι επόμενες μέρες, κάνοντας τον άμοιρο άνθρωπο να σέρνει από απογοήτευση τα βήματα του.
Μια μέρα, σε ένα σημείο που το δάσος ήταν πυκνό, βρήκε μόνα τους δύο κουρασμένα και φοβισμένα άλογα.
Ο άντρας τα ηρέμησε και τα έδεσε κάπου. Έπειτα έψαξε τριγύρω μήπως βρει τους ιδιοκτήτες τους. Αλλά μάταια. Δεν είδε κανέναν.
Πρόσεξε ότι στα πλευρά των αλόγων κρέμονταν από δύο σακιά. Αποφάσισε να τα ψάξει. Ανοίγοντας το πρώτο, ανακάλυψε ότι ήταν γεμάτο από χρυσά φλουριά, και πολύτιμα πετράδια. Δεν πίστευε στα μάτια του! Και τα τέσσερα ήταν γεμάτα μέχρι επάνω.
Δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά σίγουρα δεν μπορούσε να τα εγκαταλείψει εκεί.
Τα πήρε και τα πήγε στο σπίτι του. Η γυναίκα του που ήταν στην αυλή, τον είδε να ξεφορτώνει τα σακιά, να σκάβει γρήγορα ένα λάκκο δίπλα στο φούρνο και να τα θάβει.
Έπειτα έβαλε από πάνω ένα σωρό από ξύλα. Τον ρώτησε τι είχαν τα σακιά κι εκείνος της απάντησε σιγανά ότι είχαν χρυσάφι. Μετά όμως συνέχισε γρήγορα, ότι μόνο το ένα είχε χρυσό, και ότι είχε φυλακίσει μέσα τους τέσσερις ανέμους, για να το προστατεύουν.
Στη συνέχεια της είπε να μη μιλήσει σε κανέναν, πήρε τα άλογα κι έφυγε. Τα πήγε μακριά και τα έδιωξε.
Όταν γύρισε στο σπίτι, η γυναίκα του τον ρώτησε τι έγιναν τα άλογα. Κι εκείνος της είπε ότι τα άλογα εκεί που βάδιζαν, μεταμορφώθηκαν σε δράκους και πέταξαν με τα φτερά τους μακριά.
Ίσα που πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από ένα βράχο και δεν τον έκαψαν με τις φλόγες τους.
Έπειτα της είπε ότι πρέπει να πάει μέχρι το χωριό και θα γύριζε το βράδυ.
Ήθελε να ρωτήσει με τρόπο μήπως και μάθαινε τίποτα για τους ιδιοκτήτες του θησαυρού. Αν ήταν τίμιοι άνθρωποι που τους έφυγαν τα άλογα τους, θα τους γυρνούσε όλο το χρυσό.
Έπρεπε όμως να μάθει.
Το χωριό ήταν ανάστατο, για τους ξένους που δεν τους ήξερε κανείς, και που σκοτώθηκαν από επικίνδυνους ληστές, που τους πήραν τα πάντα.
Όταν ρώτησε από που έρχονταν ή που πήγαιναν, κανείς δεν ήξερε. Ήταν περαστικοί από αυτά τα μέρη.
Εν τω μεταξύ οι ληστές έπεσαν πάνω στους φρουρούς του βασιλιά και δεν γλύτωσαν παρά δυο με τρεις.
Έτσι ο άντρας γύρισε στο σπίτι του, για να ηρεμήσει και να σκεφτεί τι θα κάνει.
Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί καθόλου, από την αγωνία.
Αποφάσισε το πρωί να αλλάξει κρυψώνα στο χρυσάφι. Φοβόταν φοβερά τη γλώσσα της γυναίκας του.
Έτσι το πρωί έσκαψε δύο λάκκους, και είπε στη γυναίκα του. ''Τρέχα γυναίκα, πρέπει να κρυφτούμε γιατί φονικά πουλιά φάνηκαν στη περιοχή. Δεν πρέπει να βγούμε από τους λάκκους, ότι και να γίνει, μέχρι να φύγουν.''
Έχωσε τη γυναίκα του στον ένα λάκκο και έβαλε από πάνω μια χοντρή λαμαρίνα. Στη συνέχεια, έρριξε μπόλικο καλαμπόκι, κι άφησε τις κότες ελεύθερες για να το φάνε.
Ακούγοντας η γυναίκα τα χτυπήματα από τα ράμφη πάνω στη λαμαρίνα, φώναζε:
''Κρύψου άντρα μου, ήρθαν τα πουλιά να μας φάνε!''
Εκείνος εν τω μεταξύ έσκαψε ένα λάκκο κοντά στο πηγάδι και μετέφερε το χρυσάφι.
Όταν τελείωσε, μάζεψε τις κότες και έβγαλε τη γυναίκα του από το λάκκο.
Έπειτα από λίγες μέρες, φάνηκαν τρεις άντρες από εκεί, και πλησίασαν το σπίτι.
Κοίταξαν τριγύρω, και ο πρώτος ρώτησε αν είχαν λίγο φαγητό να τους δώσουν γιατί πεινούσαν. Ο δεύτερος αν είχαν λίγο νερό και ο ξαφνικά ρωτάει ο τρίτος αν είχαν δει κάποια άλογα φορτωμένα με σακιά, να τριγυρίζουν πριν από λίγες μέρες. Πριν προλάβει να απαντήσει ο άντρας, που αμέσως κατάλαβε ότι μπροστά του είχε τους τρεις ληστές που είχαν γλυτώσει, πετάχτηκε η γυναίκα του και είπε:
Και βέβαια είδαμε, και τα άλογα και τα σακιά. Αλλά περιμένετε πρώτα να φάτε και να πιείτε και θα σας πω. Φωνάζει: ''δούλα φέρε φαγητό και κρασί για τους καλεσμένους μας.''
Και στη συνέχεια λέει:'' Τα άλογα δεν ήταν πραγματικά άλογα, ήταν δράκοι με φτερά και φλόγες. Από τα σακιά το ένα είχε χρυσάφι, τά άλλα είχαν τους ανέμους για να το φυλάνε εκεί που το θάψαμε. Στο τσακ γλυτώσαμε από τα φονικά πουλιά που ήρθαν στη περιοχή.
Οι άντρες νόμιζαν ότι τους κορόιδευε και θύμωσαν πολύ!
Τότε πετάχτηκε ο άντρας της και τους είπε ήρεμα:
'' Μη της δίνετε σημασία, καλοί μου κύριοι! Αυτή είναι η δυστυχία μου! Δε στέκει καλά στα μυαλά της. Να! δείτε και μόνοι σας, ποιες φωνάζει δούλες!''
Τους πηγαίνει και τους δείχνει τις τρεις κούκλες. Και η γυναίκα τους λέει:'' είναι δούλες με μαγικές ικανότητες. Το βράδυ ζωντανεύουν και κάνουν τα πάντα.''
Έτσι οι ληστές πείστηκαν ότι η φλυαρία, η ευκολοπιστία και η φαντασία της γυναίκας ήταν τρέλα. Κι ότι όσα έλεγε ήταν αποτέλεσμα του τρελού μυαλού της. Τους άφησαν λοιπόν ήσυχους και έφυγαν.
Ο άντρας την άλλη μέρα, μάζεψε τα πράγματα του, πήρε τη γυναίκα του και το χρυσάφι, και έφυγε σε άλλη πολιτεία, όπου έζησε ήσυχα και άνετα όλα τα υπόλοιπα χρόνια του, με το να στηρίζεται στον εαυτό του, και να κρύβεται από τους ευκολόπιστους, τους φλύαρους και φαντασμένους ανθρώπους.
H ISTORIA ARXIZEI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.