απο Prasia.com
«Ο Κατσαντώνης πήδησε τρία ποτάμια και σώθηκε, εγώ που έπεσα μονάχα από 6 μέτρα, γιατί να μη σωθώ;»
Γράφει η Νατάσσα Μπλάτσιου
Αφήνουμε την άσφαλτο και ξεκινάμε ένα ταξίδι γεμάτο χωματόδρομους και μυρωδιές από μια ανόθευτη Ελλάδα. Παντοπωλεία παλαιάς κοπής, σπιτική φιλοξενία χωρίς ανταλλάγματα, παρθένα ορεινά τοπία με μύθους από ξωτικά και ιστορίες από ήρωες μιας δύσκολης καθημερινότητας.
«Βενζινάδικα τέλος.
Βουλκανιζατέρ τέλος.
Οδήγηση με προσοχή και όλα θα πάνε καλά», μου ξεκαθαρίζει ο νεαρός Στέλιος Αυγέρης, τον οποίο συναντάω στο καφενείο του μπαρμπα-Λάμπρου Κοντογούνη στη Βαρβαριάδα. «Τι νόμιζες; Ενας δαίδαλος από χωματόδρομους, που καταλήγει σε χωριουδάκια και αστραποκαμένες κορυφές, είναι τα Αγραφα. Το χειμώνα ούτε τανκ δεν περνάει από τα ψηλά».
Ο ίδιος άφησε την Αθήνα όπου δούλευε για επτά χρόνια και αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό του για να κερδίσει τα προς το ζην «στον ηρωικό Μάραθο, την πατρίδα του Κατσαντώνη», όπως λέει. Μια-δυο κουβέντες ήταν αρκετές για να λάβω μια ευγενική πρόσκληση για φαγητό στο πατρικό του.
Ο Κατσατώνης και τα παλικάρια του
Από τη Βαρβαριάδα ξεκινάει η στενή κοιλάδα του Αγραφιώτη. Η φύση σε κατακλύζει. Ελατόφυτες πλαγιές, βαθιές χαράδρες, ψηλές κορυφές.
Στη διασταύρωση για Μοναστηράκι συναντάω το Χάνι του Διαβάτη του Σπύρου Γαντζούδη. Διάσημος, μαθαίνω στη συνέχεια, αφού έχει ξεπεράσει όλους σε αριθμό παιδιών! Εχει δέκα και άλλα τόσα εγγόνια και το καφενείο είναι γεμάτο ζωή.
Τον βρίσκω να δένει σε ματσάκι τα βότανα που μόλις μάζεψε. «Ρίγανη, μέντα, φασκόμηλο, τσάι βουνού, τα μαζεύουν άπαντες για το σπιτικό τους. Εσύ, αν θες να πάρεις κάτι, και ρώτα αν θες και γιατρό που ξέρει, πάρε βαλσαμόχορτο», με συμβουλεύει. «Και προς Θεού, όχι ζάχαρη μέσα», μου φωνάζει καθώς με αποχαιρετάει με μια τσάντα γεμάτη φρεσκοκομμένα βοτάνια και το κολατσιό μου (για να το πληρώσω, ούτε συζήτηση).
Στην πλατεία στο Μοναστηράκι, μια προτομή του Κατσαντώνη αγναντεύει το τοπίο. Δεν είναι συνηθισμένη προτομή. Φαίνεται ότι ο καλλιτέχνης την έφτιαξε με αγάπη προς τον ήρωα και όχι με την πρόθεση να αποτυπώσει τα λεβέντικα χαρακτηριστικά του. «Σου αρέσει;» με ρωτάει ξαφνικά ένας ευθυτενής μυστακοφόρος κύ-ριος. «Ευτυχώς σε βρήκα εγώ», γελάει, «γιατί, αν με έψαχνες εσύ, τι πιθανότητες θα είχες να με βρεις, όταν το 70% του χωριού είμαστε Μπακογιάννηδες;» Ο κύριος Λευτέρης, αυτοδίδακτος μαρμαροτεχνίτης, «πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», όπως λέει ο ίδιος, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην στην οικογένειά του επιστρέφει στη γενέτειρά του τα καλοκαίρια. «Στην περιοχή έδρασε ο Κατσαντώνης.
Εδώ ήταν η σπηλιά του και εδώ τον έπιασαν οι Τούρκοι», μου λέει. «Τον κυνηγούσαν 100 Τούρκοι για να τον σφάξουν και εκείνος πηδούσε εκεί όπου ενώνονται ο Αγραφιώτης, ο Μέγδοβας και ο Αχελώος, απέναντι. Το μεγαλύτερο παλικάρι όλων των εποχών!» Πριν φύγω, ο κύριος Λευτέρης μού εξομολογείται ότι δίπλα από τον Κατσαντώνη θέλει να βάλει και άλλο ένα έργο. Αφιερωμένο αυτήν τη φορά στους ανώνυμους ήρωες των Αγράφων.
«Ο Κατσαντώνης πήδησε τρία ποτάμια και σώθηκε, εγώ που έπεσα μονάχα από 6 μέτρα, γιατί να μη σωθώ;»
Γράφει η Νατάσσα Μπλάτσιου
Αφήνουμε την άσφαλτο και ξεκινάμε ένα ταξίδι γεμάτο χωματόδρομους και μυρωδιές από μια ανόθευτη Ελλάδα. Παντοπωλεία παλαιάς κοπής, σπιτική φιλοξενία χωρίς ανταλλάγματα, παρθένα ορεινά τοπία με μύθους από ξωτικά και ιστορίες από ήρωες μιας δύσκολης καθημερινότητας.
«Βενζινάδικα τέλος.
Βουλκανιζατέρ τέλος.
Οδήγηση με προσοχή και όλα θα πάνε καλά», μου ξεκαθαρίζει ο νεαρός Στέλιος Αυγέρης, τον οποίο συναντάω στο καφενείο του μπαρμπα-Λάμπρου Κοντογούνη στη Βαρβαριάδα. «Τι νόμιζες; Ενας δαίδαλος από χωματόδρομους, που καταλήγει σε χωριουδάκια και αστραποκαμένες κορυφές, είναι τα Αγραφα. Το χειμώνα ούτε τανκ δεν περνάει από τα ψηλά».
Ο ίδιος άφησε την Αθήνα όπου δούλευε για επτά χρόνια και αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό του για να κερδίσει τα προς το ζην «στον ηρωικό Μάραθο, την πατρίδα του Κατσαντώνη», όπως λέει. Μια-δυο κουβέντες ήταν αρκετές για να λάβω μια ευγενική πρόσκληση για φαγητό στο πατρικό του.
Ο Κατσατώνης και τα παλικάρια του
Από τη Βαρβαριάδα ξεκινάει η στενή κοιλάδα του Αγραφιώτη. Η φύση σε κατακλύζει. Ελατόφυτες πλαγιές, βαθιές χαράδρες, ψηλές κορυφές.
Στη διασταύρωση για Μοναστηράκι συναντάω το Χάνι του Διαβάτη του Σπύρου Γαντζούδη. Διάσημος, μαθαίνω στη συνέχεια, αφού έχει ξεπεράσει όλους σε αριθμό παιδιών! Εχει δέκα και άλλα τόσα εγγόνια και το καφενείο είναι γεμάτο ζωή.
Τον βρίσκω να δένει σε ματσάκι τα βότανα που μόλις μάζεψε. «Ρίγανη, μέντα, φασκόμηλο, τσάι βουνού, τα μαζεύουν άπαντες για το σπιτικό τους. Εσύ, αν θες να πάρεις κάτι, και ρώτα αν θες και γιατρό που ξέρει, πάρε βαλσαμόχορτο», με συμβουλεύει. «Και προς Θεού, όχι ζάχαρη μέσα», μου φωνάζει καθώς με αποχαιρετάει με μια τσάντα γεμάτη φρεσκοκομμένα βοτάνια και το κολατσιό μου (για να το πληρώσω, ούτε συζήτηση).
Στην πλατεία στο Μοναστηράκι, μια προτομή του Κατσαντώνη αγναντεύει το τοπίο. Δεν είναι συνηθισμένη προτομή. Φαίνεται ότι ο καλλιτέχνης την έφτιαξε με αγάπη προς τον ήρωα και όχι με την πρόθεση να αποτυπώσει τα λεβέντικα χαρακτηριστικά του. «Σου αρέσει;» με ρωτάει ξαφνικά ένας ευθυτενής μυστακοφόρος κύ-ριος. «Ευτυχώς σε βρήκα εγώ», γελάει, «γιατί, αν με έψαχνες εσύ, τι πιθανότητες θα είχες να με βρεις, όταν το 70% του χωριού είμαστε Μπακογιάννηδες;» Ο κύριος Λευτέρης, αυτοδίδακτος μαρμαροτεχνίτης, «πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», όπως λέει ο ίδιος, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην στην οικογένειά του επιστρέφει στη γενέτειρά του τα καλοκαίρια. «Στην περιοχή έδρασε ο Κατσαντώνης.
Εδώ ήταν η σπηλιά του και εδώ τον έπιασαν οι Τούρκοι», μου λέει. «Τον κυνηγούσαν 100 Τούρκοι για να τον σφάξουν και εκείνος πηδούσε εκεί όπου ενώνονται ο Αγραφιώτης, ο Μέγδοβας και ο Αχελώος, απέναντι. Το μεγαλύτερο παλικάρι όλων των εποχών!» Πριν φύγω, ο κύριος Λευτέρης μού εξομολογείται ότι δίπλα από τον Κατσαντώνη θέλει να βάλει και άλλο ένα έργο. Αφιερωμένο αυτήν τη φορά στους ανώνυμους ήρωες των Αγράφων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.