Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΗ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

Του Αρχιπλοιάρχου (Μ) ε.α. Γεωργίου Κανάκη ΠΝ

Ομιλία στον Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος, στις 22/4/2010        απο Περί Αλός



Κλασσική φωτογραφία του ναυτόπαιδα που
καθαρίζει πατάτες...Αρχείο ΣΜΥΝ




Απόψε λοιπόν θα ταξιδεύσουμε στα πελάγη της κουζίνας του Πολεμικού Ναυτικού. Πριν όμως λύσουμε τους κάβους θα ήταν χρήσιμο και επιβεβλημένο να οριοθετήσουμε με όση δυνατή σαφήνεια την ανάγκη της εστίασης, του φαγητού, του κορεσμού της πείνας στα πολεμικά πλοία.


Όλοι μας όταν συζητούμε για την εστίαση, αβίαστα έχουμε την προσλαμβάνουσα παράσταση της συγκέντρωσης γύρω από το τραπέζι, την ευφρόσυνη αναμονή της άφιξης του φαγητού που μετατρέπεται σε βιασύνη παρακινούμενη από τα εξαρτημένα παυλοφικά αντανακλαστικά που με τη σειρά τους πυροδοτούνται από το αχνιστό ευωδιαστό φαγητό, τη χαλαρότητα που δίνει η απόλαυση της εναλλαγής των γεύσεων με τη συνοδεία των ατμών του οινοπνεύματος ενός ποτηριού κρασιού ή της συμπύκνωσης των υδρατμών που σχηματίζονται και ιδρώνουν το εξωτερικό ενός μπουκαλιού παγωμένης μπίρας.

Αυτό το όμορφο και παραμυθένιο σκηνικό λίγες φορές συμβαίνει στα πολεμικά πλοία. Η συσσιτία- όπως μας έλεγε ένας υποπλοίαρχος επιτηρητής στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων- δεν είναι απόλαυση, αλλά γενική κίνηση: Είναι καταγεγραμμένη στο ημερήσιο πρόγραμμα του πλοίου και πρέπει να εκτελεστεί, έχει έναρξη και πέρας.



Α/Τ ΚΑΝΑΡΗΣ Άριστο Πληρώματος στις θέσεις διαιρέσεως Συναγερμού Επιφανείας


Οκτ. 1974 ΦΩΤΟ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ


Μετά από πολλά χρόνια μπορώ να ισχυρισθώ, ότι η πραγματικότητα είναι κάπου στη μέση: Η συσσιτία είναι όντως μια γενική κίνηση, που πρέπει να περιλαμβάνει και το στοιχείο της απόλαυσης….

Όπως όλοι γνωρίζουμε η πλέον βασική άξια στην ανθρώπινη φύση είναι η αυτοσυντήρηση, η επιβίωση, αμέσως μετά ακολουθεί η ανάγκη της διαιώνισης του είδους-το κοινώς λεγόμενο sex- και τέλος η υπέρτατη αξία της απόλυτης αλήθειας, της γνώσης που εν πολλοίς ταυτίζεται με το Θείο. Βεβαίως εμείς δεν είμαστε φιλόσοφοι και θεολόγοι για να μας απασχολήσουν τέτοια πολύπλοκα και σύνθετα προβλήματα, αλλά θα ασχοληθούμε με την εστίαση και δη στα πολεμικά πλοία.

Θα προσπαθήσουμε απόψε να σκιαγραφήσουμε αδρά τη κουζίνα των πολεμικών πλοίων γενικά και πιο συγκεκριμένα του Πολεμικού Ναυτικού μας. Θα την δούμε διαχρονικά. Το ταξίδι μας λοιπόν αρχίζει:

«Εις τάξιν απάρσεως!»

Οι θαλασσινές παραδόσεις της Ελλάδας δεν έχουν διακοπεί ποτέ, από τα βάθη της προϊστορίας ως τις μέρες μας. Η ναυτική ζωή διατηρήθηκε ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες, αφού τα ελληνικά καράβια όργωναν τους ωκεανούς ακόμα σε περιόδους που η χώρα μας βρέθηκε κάτω από ξένο ζυγό. Αυτή η συνεχής και αδιάλειπτη σχέση Ελλήνων-θάλασσας, μια εκδήλωση λατρείας προς το υγρό στοιχείο, είναι βαθειά ριζωμένη στο DNA μας και έχει καταγραφεί από ιστορικούς, λογοτέχνες και ποιητές.

Η θάλασσα λοιπόν, μήτρα ζωής για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, διαχρονικό σύμβολο της μοίρας του Έλληνα, ο οποίος ταυτίστηκε με τον Οδυσσέα, υμνήθηκε από όσους αγάπησαν και ερωτεύτηκαν το μυστήριο και το μεγαλείο της, υπήρξε πηγή έμπνευσης για τους ποιητές από τον Όμηρο και τους αρχαίους λυρικούς μέχρι το Σολωμό, τον Καζαντζάκη, το Σεφέρη, το Ρίτσο, τον Ελύτη.

Είναι προφανές ότι η θάλασσα δεν είναι μόνο ένας κόσμος ονείρου και παραμυθιού, αλλά ένας χώρος όπου οι άνθρωποι παλεύουν εναντίον των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της φύσης αντιμετωπίζοντας μύριους κινδύνους. Το υγρό στοιχείο όμως σε καιρό πολέμων μετατρέπεται σε πεδίο φονικών αναμετρήσεων, τότε που το νεανικό αίμα μπολιάζει το αλμυρό νερό και χύνεται νάμα στη σπονδή της ελευθερίας και της εθνικής κυριαρχίας.

Ο θείος Όμηρος παρομοίαζε τα κύματα της θάλασσας με τα στάχυα του αγρού που κουνιούνται με τις ριπές του ανέμου:





Κινήθη δ’αγορή φη κύματα μακρά θαλάσσης

πόντου Ικαρίοιο, τα μεν τα Εύρος τε Νότος τε

ωρορ’ επαϊξας πατρος Διος εκ νεφελάω,

ως δ’ότε κινήση Ζέφυρος, βαθύ λήϊον ελθών,

λάβρος επαιγίζων, επι τα τ’ημύει ασταχύεσσιν,

ως των πασ’αγορή κινήθη…..





Εδώ η θάλασσα γίνεται χωράφι που φυτρώνουν καταπράσινα στάχυα για να θεριστούν όταν ωριμάσουν, να γίνουν καρπός, γεννήματα να μεταμορφωθούν σε διπυρίτη άρτο-το γνωστό παξιμάδι- αυτό το σκληρό σαν πέτρα κομμάτι ψωμί που θα μουλιάσει σε νερό ή κρασί και μαζί με το κρεμμύδι και την ελιά θα γίνει προσφάι για τους αριστερότοιχους και δεξιότοιχους κωπηλάτες των ξύλινων τοιχών.







Α/Τ ΚΑΝΑΡΗΣ Άριστο Πληρώματος στις θέσεις


διαιρέσεως Συναγερμού Επιφανείας Οκτ. 1974


ΦΩΤΟ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

 Αυτό το ταπεινό φαγητό ήταν η κινητήρια δύναμη που μετουσιωνόταν σε ενέργεια για να λάμνουν οι κωπηλάτες με τον ρυθμό που τους έδινε ο κελευστής και να σπρώχνουν με ορμή τα μπρούτζινα έμβολα των τριήρεων, να τα μπήξουν στα κοίλα των εχθρικών καραβιών. Τα πληρώματα που ως γνωστών ήταν ελεύθεροι πολίτες συμπλήρωναν το συσσίτιό τους με ξερά σύκα, καρύδια, σταφύλια και μέλι.

Στον πασίγνωστο κύλικα του Εξηκία του 6ου π.Χ. αιώνα ζωγραφίζεται η διαδικασία της μεταμόρφωσης του ιστού του πλοίου σε αμπέλι. Η ίδια παράσταση διακοσμεί τη ζωφόρο του μνημείου του Λυσικράτη στην Πλάκα. Ο Διόνυσος αιχμαλωτίζεται από τους Τυρρηνούς πειρατές και για να τους τιμωρήσει τους μεταμορφώνει σε δελφίνια και το πλοίο τους σε βακχικό σύμβολο. Ο ιστός του πλοίου ραγίζει τρίζοντας και από μέσα του φυτρώνει κορμός αμπέλου που βγάζει κλαδιά, αγκαλιάζει τις αντένες, δημιουργεί πυκνό φύλλωμα και αμέσως μετά γεμίζει τσαμπιά σταφύλια. Τέλος, από τις άκρες των καταρτιών αρχίζει να ρέει μυρωδάτο κρασί. Αλλά ας αφήσουμε τους στίχους του Άγγελου Σικελιανού να μας ταξιδέψουν:





Άλλ’ όταν έγινε το θάμα σου

και τα πανιά του καραβιού

τα τύλιξε η ψαλίδα του αμπελιού σου

κι από το κατάρτι σου ψιλά

σα λύχνος εκρεμάστηκε πολύκλωνος ο μέγας σου καρπός,

των αυλών άξαφνα η βοή και των κυμβάλων σου

όλο γέμισε τον αέρα

σα νεροφίδες τα κουπιά εγλιστρούσανε βαθιά

κι οι ναύτες απ’ το αναπάντεχο κακό ξυπνώντας

μανιακοί για να γλυτώσουν

εγινόντανε δελφίνια.





Στη βυζαντινή περίοδο τα πληρώματα των δρομώνων τρέφονταν με το ίδιο και απαράλλαχτο εδεσματολόγιο με συμπλήρωμα παστών ψαριών και μερικών γαλακτοκομικών ειδών που όμως δεν μπορούσαν να διατηρηθούν για ευνόητους λόγους. Απαραίτητο ήταν και το κρασί, αλλά δεν τους έδιναν «κεφαλιακό», δηλαδή πραγματικό, αλλά μόνο «λάγκερο», τον «δευτέριο οίνο» που κατά την αρχαιότητα έπιναν μόνο οι δούλοι.

Βεβαίως αν ληφθεί υπόψη ότι τα ταξίδια ήταν σχετικά μικρά, οι ανάγκες τροφοδοσίας καλύπτονταν από αγορές ή αρπαγές/πλίατσικο από παραθαλάσσιες πόλεις. Τότε το συσσίτιο ενισχυόταν από σφαχτά που άρπαζαν οι ναυτικοί και τα μαγείρευαν επιτόπου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η σύνθεση των πληρωμάτων αλλάζει και οι ναύτες είναι σκλάβοι και όχι ελεύθεροι. Αυτό συντελεί στη διαφοροποίηση του φαγητού σε σχέση με τους αξιωματικούς των πλοίων οι οποίοι απολαμβάνουν τα προνόμια της κοινωνικής τάξης τους.

Στο επίγραμμα του Μανουήλ Φιλή (1275-1345) με τίτλο Εις χελάντιον μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι από την αρχαιότητα ως σήμερα, στις ελληνικές θάλασσες ταξιδεύουν βάρκες κρασοπότηρα για τους λεβέντες κρασοπότες:





Ηδύς μεν ο πλούς, αργυρούν γάρ το σκάφος

αλλά σκόπει, βέλτιστε, και φείδου πίνων

του γαρ λογισμού τον κυβερνήτην έχων

τον της μέθης ύποπτον εκφεύξη γνόφον.





Έτσι, και το γνωστό βυζαντινό σκάφος χελάνδιον δανείζει το όνομά του σε βυζαντινό ποτήριον τριηροειδές, πλατύ και πιθανόν αβαθές.

Η επικράτηση του ιστίου σαν πρωτεύον προωστήριο μέσο και η ανάπτυξη της ναυτιλίας δίνει την ευκαιρία στους ναυτικούς να κάνουν πανιά και να οργώσουν τις θάλασσες. Κτίζονται ιστιοφόρα μεγάλου εκτοπίσματος εξοπλισμένα με κανόνια για προστασία από τους πειρατές ή τους κουρσάρους.

Νησιωτικά κράτη, απομονωμένα από ωκεανούς και πελάγη όπως η Αγγλία και η Ελλάδα αναπτύσσουν τη ναυτιλία. Η μεν πρώτη ιδρύοντας την Εταιρεία των Δυτικών Ινδιών όπου διακινεί από και προς τις αποικίες πρώτες ύλες, σκλάβους και διάφορα εξαγώγιμα προϊόντα, ενώ οι Έλληνες ναυτικοί εκμεταλλευόμενοι τη Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή, έχοντας επαρμένη στον ιστό τη Ρωσική σημαία διασχίζουν το Αιγαίο, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο και αποκομίζουν κέρδη από το εμπόριο. Παράλληλα μπολιάζονται από ιδέες, γνώσεις και εμπειρίες ερχόμενοι σε επαφή με ελεύθερα κράτη και δέχονται δειλά, δειλά τις αρχές του διαφωτισμού.

Η σύνθεση των ελληνικών πλοίων την εποχή εκείνη είναι ως γνωστόν οικογενειακή. Ο καπετάνιος και ιδιοκτήτης του σκάφους ναυτολογεί συγγενείς και συχωριανούς. Οι συντροφοναύτες ζουν και ενδιαιτώνται στο καμπούνι, τρώνε όλοι μαζί από τον ίδιο τσουκάλι με τα χέρια. Το φαγητό τους αποτελείται από ψωμί ή παξιμάδι –που ήταν μετρημένο σε μερίδες- κρομμύδια μπορούσε να φάει κάποιος όσα ήθελε και ανάλογα με τις περιστάσεις έτρωγαν, ελιές, τυρί, παστά ψάρια και σαλάδο (παστό) χοιρινό. Το κρασί ήταν αναπόσπαστο είδος του εδεσματολογίου.



1944.- ΕΝ ΠΛΩ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΠΟΥΡΕ ΑΠΟ


ΑΦΥΔΑΤΩΜΕΝΕΣ ΠΑΤΑΤΕΣ -


ΦΩΤΟ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ''ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ''.jpg

Το φαγητό μαγειρεύεται σε απάγκια μεριά της κουβέρτας πάνω σε πήλινη φουφού. Η φουφού αυτή χρησιμοποιείται και για να διατηρεί τα κάρβουνα αναμμένα για να τα ρίξουν στις 24 τρύπες που έχουν ανοίξει στους ρούμπους στο πέτσωμα της κουβέρτας για να ανάψουν τις μίνες του πυρπολικού.

Χρέη μαγείρου ανατίθενται συνήθως σε μερικώς ανάπηρο ναυτικό που λόγω τραυμάτων δεν έχει ευχέρεια να κουμαντάρει τα άρμενα. Ο καπετάνιος τρώει το ίδιο φαγητό αλλά στη κάμαρά του. Ο μούτσος ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά του έχει και το καθαρισμό των σκευών.

Το συσσίτιο εμπλουτιζόταν από δωρεές που έκαναν αφιλοκερδώς οι νησιώτες όταν μάθαιναν τον κατάπλου Ελληνικών πλοίων. Ο καπετάν Νικόλας Φραγγιός ο Κουσαντασιανός μόλις είδε τα Υδραίικα, Σπετσιώτικα και Ψαριανά καράβια να καταπλέουν ενθουσιάστηκε. Παίρνει λοιπόν το βόδι του το «Μελιό», που τώχε μανάρι και με τα παιδιά μαζί και με τον Γιωργή, σπρωξιαίς, κλωτσιαίς τράβα ουρά, το ρίχνουν μεσ’το καΐκι. Το στέλνει στον ναύαρχο Σαχτούρη με το εξής γράμμα:





Εξοχώτατε ναύαρχε Καπετάν Γιωργάκη,

Σε προσκυνό, με το παρόν λαμβάνις κε το βόδι να

φάνε η ανθρόπι τις φλότας ις ’ιγίαν τις πατρίδας.

Κε νίκας κατά βαρβάρο δορούμενος.

Ο κάπο πιλότος

Καπετάν Νικόλας Φραγγιός. Κουσαντασιανός.





Ο Καπετάν Νικόλας ο Φραγγιός μετά λίγα χρόνια έξω από τη Σάμο στο Δαρ-Μπογάζ, πήρε μαζί του στον πάτο της θάλασσας τον Καπουδάν –πασά και όλο το τσούρμο της φρεγάδας Εσμέ, που ήταν ναυπηγημένη στην Αγγλία-προσαράζοντάς την επίτηδες σε ύφαλο - όταν δια της βίας ναυτολογήθηκε σαν κάπο πιλότος της Τούρκικης αρμάδας, κάνοντας πράξη το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων»!

Όταν απαγκιάζανε με το σκάφος τους σε κάποιο φιλόξενο κόρφο, τότε ψαρεύανε είτε με παραγάδι είτε με συρτή. Αν φέρνανε κανένα ροφό ή καμιά σφυρίδα τα φτιάχνανε βραστά για ψαρόσουπα. Η συναγρίδα ήταν για μαγειρευτή με καλό κομμένες τομάτες, το φαγκρί έπρεπε να γίνει σπετσιώτικα, το σαλάχι θάπρεπε να κοπεί φέτες και να φαγωθεί με σκορδαλιά. Αν τύχαιναν μικρόψαρα χαννόπερκες και σκορπίδια αυτά γινόταν στο τσουκάλι κακαβιά.

Οι συντροφοναύτες τρώγοντας κουτσόπιναν. Ο πιο οινόφληξ έπαιρνε το ποτηράκι και έκαμε τη πρώτη «φέξη», γιατί «φέξη» ονόμαζαν το γέμισμα του ποτηριού, όμως το άδειασμα το έλεγαν «χάση». Έτσι λοιπόν ο φιλοπότης ναύτης μπορούσε άφοβα να ορκίζεται στον καπετάνιο ότι δεν έπινε, παρά «στη χάση και τη φέξη»!

Θα ήταν σφάλμα να αναφερόμαστε ότι ο ναύτης επιβαίνει του πλοίου. Το σωστό είναι ότι ζει μέσα στο πλοίο. Το πλοίο μετουσιώνεται στο σπίτι του, είναι το καταφύγιό του, ο κόσμος του όλος. Ειδικά για το Πολεμικό Ναυτικό υπάρχει η μοναδική ιδιαιτερότητα ότι το πολεμικό πλοίο-μια επιπλέουσα πολεμική μηχανή- είναι ταυτόχρονα και η ενδιαίτηση των μελών του πληρώματος.

Στη ναυμαχία του Trafalgar πάνω από 17000 άνδρες ήταν πληρώματα των 27 Βρετανικών πλοίων που ήρθαν αντιμέτωπα με 33 πλοία των Γάλλων και των Ισπανών με πλήρωμα πάνω από 30000 άνδρες. Τους καταναυμάχησαν – όχι μόνο λόγω της ηγετικής ικανότητας του Nelson και της ιδιοφυούς τακτικής του- αλλά κυρίως από την εμπειρία, το θάρρος και την εμμονή των ναυτών και των πεζοναυτών. Ένα τραγούδι της εποχής εκείνης με τον τίτλο “Heart of Oak” δοξάζει τους ναυμάχους:





Heart of oak are our ships,

Heart of oak are our men;

We always are ready, steady, boys, steady!

We’ll fight and we’ll conquer, again and again.





Τα υπέροχα αυτά σκαριά φτιαγμένα με μαστοριά και με τη τελευταία λέξη της τότε ναυπηγικής επιστήμης, ήταν φονικά εργαλεία στα χέρια του ναυάρχου διοικητή της μοίρας. Τα πλοία της πρώτης γραμμής έχοντας μήκος περίπου 200 πόδια και εξοπλισμένα με περισσότερα από 100 κανόνια είχαν πλήρωμα πάνω από 500 άνδρες.

Οι ναύτες αυτοί ήταν βίαια ναυτολογημένοι από παραθαλάσσιες πόλεις και χωριά. Η διαδικασία ήταν απλή: Ένα άγημα ναυτών με επικεφαλής αξιωματικό ή ναυτικό δόκιμο πήγαινε από pub σε ταβέρνα και μάζευε με τη βία νέους άνδρες και τους μπαρκάριζε στο πλοίο.

Όπως υποψιάζεστε το ποιόν των ανδρών αυτών δεν ήταν και το καλύτερο, αλλά αυτοί οι ρακένδυτοι, οι αλήτες, οι αμόρφωτοι που δυσκολεύονταν να συλλαβίσουν το όνομα του πλοίου Bellerophon και το αποκαλούσαν Billy Ruffian, αυτοί που περιφρονητικά τους αποκαλούσε ο Wellington “scum of the earth”- τα αποβράσματα της γης- ήταν τα πληρώματα που με τις πράξεις τους- επιβεβαιωμένα από την ιστορία- αποτέλεσαν την μοναδική μάχιμη δύναμη της Βρετανίας κατά τους ναπολεόντειους πολέμους και έβαλαν τα θεμέλια για τη θαλάσσια κυριαρχία της Αλβιόνας.

Οι ναύτες αποκαλούνταν στην ιδιόλεκτο Jack Tar λόγω της χρήσης κατραμιού για να αδιαβροχοποιούν τα ρούχα και τα καπέλα τους, οι ναυτικοί δόκιμοι Meeds, από το Midshipmen και οι πεζοναύτες lobsters, από το κόκκινο χιτώνιο που φορούσαν με τις χιαστί λευκές εξαρτήσεις τους.

Στα πλοία της τότε εποχής οι κοινωνικές διαφορές ήταν περισσότερο εμφανείς παρά ποτέ. Το πλήρωμα θεωρείτο ότι αποτελούσε την κατώτερη βαθμίδα. Η μόνη διαφορά με τους στεριανούς ήταν ότι είχαν φαγητό σε καθημερινή βάση, ρουχισμό, ένα ελάχιστο μισθό που τους καταβαλλόταν κάθε εξάμηνο, δεν έβγαιναν εξόδου για να μην λιποτακτήσουν και η μοναδική τους ελπίδα ήταν να καταλάβουν κάποιο πλοίο και να πάρουν το μερίδιό τους από τη λεία.

Αντίθετα οι αξιωματικοί ήταν όλοι εθελοντές και μόνο ο τίτλος τους κατέτασσε αυτόματα στους gentlemen. Οι ναυτικοί Δόκιμοι μετά από αρκετό χρόνο υπηρεσίας σε πλοίο έδιναν αυστηρές εξετάσεις για να προαχθούν στο βαθμό του lieutenant. Ύστερα από χρόνια υπηρεσίας και καλής απόδοσης – εξαιρουμένων βεβαίως αυτών που διέθεταν μέσο στο ναυαρχείο- έφταναν στον βαθμό του first lieutenant. Εκεί υπήρχε μεγάλη σειρά αναμονής για “made post”, δηλαδή να γίνουν “post captain”. Η λίστα αναμονής ήταν τεράστια και στους μεσόδομους των πλοίων οι αξιωματικοί ύψωναν το ποτήρι τους λέγοντας: “A bloody war and a sickly season”!

Το πιο αμφιλεγόμενο άτομο πάνω στο πλοίο ήταν ο φροντιστής (purser) που είχε σαν καθήκον τις προμήθειες του σκάφους. Συνήθως ζύγιζε ξίκικα καθώς με τη φτιαγμένη ζυγαριά του λογάριαζε 14 ουγγιές στο pound, κλέβοντας 2 ουγγιές για την αφεντιά του. Η πρακτική αυτή σταμάτησε μετά τις ανταρσίες του 1779. Κάθε ναύτης δικαιούταν ένα pound ψωμί και ένα γαλόνι μπίρα την ημέρα. Κάθε βδομάδα έπαιρνε 2 pounds παστό μοσχαρίσιο κρέας, 2 pounds παστό χοιρινό, 2 pints ξερό αρακά, 1 ½ pints βρώμη, 6 ουγγιές ζάχαρη, 6 ουγγιές βούτυρο και 12 ουγγιές τυρί. Καθημερινά οι μερίδες υπολογίζονταν σε: ένα pound ψωμί, ένα γαλόνι μπίρα, ½ pound παστό μοσχαρίσιο κρέας, ¼ pound παστό χοιρινό, ¼ pint ξερό αρακά, 1/10 ουγγιάς ζάχαρη, 4/5 ουγγιάς βούτυρο και 1 ½ ουγγιά τυρί. Αν θεωρήσουμε ότι στους ναύτες έδιναν ακριβώς τις παραπάνω μερίδες και με την προϋπόθεση ότι τα τρόφιμα ήταν όντως κατάλληλα για κατανάλωση, μετά βίας κάλυπταν τις διατροφικές ανάγκες ενός σκληρά εργαζόμενου ναυτικού κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες.







Ο συγγραφεύς Κώστας Καρακάσης, πρωτοετής ναυτόπαις στο κατάστρωμα του Β.Π. ΕΛΛΗ καθ’ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη, παρουσιάζει το «δείγμα αρίστου» πληρώματος κατά τα ναυτικά έθιμα, στον Βασιλέα Παύλο και την Βασίλισσα Φρειδερίκη. 1952. Πηγή: www.k-karakassis.gr


Μερικές φορές διάφορα τρόφιμα άλλαζαν, όπως ο ξερός αρακάς με φρέσκα λαχανικά, το παστό μοσχάρι με φρέσκο, το κρέας με αλεύρι και σταφίδες και το grog αντί της μπίρας.

Το μαγειρείο (galley) βρισκόταν στο πρόστεγο στο πρώτο υπόστρωμα (upper deck) στα πλοία που είχαν δυο υποστρώματα. Αντίθετα στα πλοία που είχαν τρία υποστρώματα ήταν τοποθετημένο στο μεσόστεγο. Μια τεράστια μαντεμένια στόφα που στηριζόταν πάνω σε τούβλα ή πλάκες έκαιγε κάρβουνα ή ξύλα

Μια τσιμινιέρα τραβούσε το καπνό. Η στόφα είχε σούβλες που γυρίζανε με αλυσίδες, χάλκινες χύτρες για βράσιμο, εστίες και φούρνους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι το μαγειρείο αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης των μελών του πληρώματος που ήταν εκτός φυλακής (βάρδιας) τις κρύες νύκτες του χειμώνα που αν και σβηστή η στόφα διατηρούσε ζεστασιά δίνοντας θαλπωρή στους ξυλιασμένους ναύτες.

Περίπου στις 8 το πρωί μετά το χαρακτηριστικό συριγμό το πλήρωμα έπαιρνε το πρωινό που διαρκούσε 30 έως 45 λεπτά. Κυρίως ήταν burgoo: βρώμη βρασμένη σε νερό με αλάτι, βούτυρο και ζάχαρη και το συνόδευαν με Scotch coffee, που γινόταν από καμένο ψωμί βρασμένο σε νερό με ζάχαρη.

Το μεσημέρι οι άνδρες του πληρώματος έτρωγαν το γεύμα που είχε διάρκεια μια έως μιάμιση ώρα. Σέρβιραν ψωμί ή γαλέτα, κρέας και αρακά, αν και τη Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή γινόταν αποχή από το κρέας και έτρωγαν τυρί, βούτυρο με αρακά, πουτίγκα με σταφίδες. Ένα δημοφιλές φαγητό ήταν το lobscouse που ήταν στιφάδο από παστό κρέας, κρεμμύδια, πατάτες, διάφορα λαχανικά και θρυμματισμένο παξιμάδι.

Το δείπνο πληρώματος σερβιριζόταν στις 4 το απόγευμα, μερικές φορές και λίγο αργότερα και διαρκούσε 30 έως 45 λεπτά. Επειδή η στόφα του μαγειρείου ήταν σβηστή για λόγους ασφαλείας, ήταν κυρίως ξηρά τροφή από παξιμάδι/γαλέτα, τυρί, βούτυρο και ό, τι είχε απομείνει από το μεσημεριανό.





Δυο φορές τη μέρα προσφέρανε grog. Ήταν εφεύρεση του Ναυάρχου Edward Vernon το 1740 με σκοπό να μειώσει τα περιστατικά μέθης και να προλάβει το σκορβούτο. Το ποτό παρασκευάζονταν από ένα μέρος ρούμι και τέσσερα νερό με προσθήκη χυμού λεμονιού και μαύρης ζάχαρης. Το grog στα χέρια του Κυβερνήτου ήταν μέσο επιβολής πειθαρχικών ποινών, αν ένα μέλος του πληρώματος έκανε κάποιο παράπτωμα. Η συνηθέστερη ποινή ήταν η αραίωση του με περισσότερο νερό ή στη χειρότερη περίπτωση η στέρησή του!

Τα γεύματα των αξιωματικών γινόντουσαν μια ή δυο ώρες αργότερα στον μεσόδομο, το κοινώς λεγόμενο καρέ. Το εδεσματολόγιό τους περιλάμβανε ψητό κρέας, αρνί, πουλερικά που τα συνόδευαν με port.

Oι αξιωματικοί είχαν σκεύη από κινέζικη πορσελάνη, κρυστάλλινα ποτήρια και ασημένια μαχαιροπήρουνα. Συνήθως διέθεταν τους δικούς τους μαγείρους, που ήταν υπηρετικό προσωπικό, σε αντιδιαστολή με τον μάγειρα του πλοίου, που ήταν υπαξιωματικός (warrant officer) και ανάπηρος. O Κυβερνήτης έτρωγε στο δωμάτιό του μόνος του, αν και μερικές φορές προσκαλούσε κάποιον αξιωματικό. Οι Ναυτικοί Δόκιμοι έτρωγαν στο υπόστρωμα των κανονιών και τα σκεύη τους ήταν από κράμα κασσίτερου.

Για τον Κυβερνήτη και τους αξιωματικούς υπήρχαν στο πλοίο αγελάδες, μοσχάρια, πρόβατα, κατσίκες, γουρουνάκια, κότες και χήνες για να προσφέρουν το γάλα, το κρέας και τα αβγά τους. Σταβλίζονταν σε απομονωμένο μέρος του υποστρώματος και υπήρχε ναύτης με την ειδικότητα του χασάπη (butcher) που τα φρόντιζε. Βεβαίως μπορείτε εύκολα να φανταστείτε τις επικρατούσες συνθήκες καθαριότητας και υγιεινής στο πλοίο. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας τα έβαζαν στις βάρκες και τα ρυμουλκούσαν, ή αν δεν είχαν χρόνο τα ρίχνανε στη θάλασσα και μετά τα ξαναμαζεύανε! (όσα βέβαια είχαν γλυτώσει!)

Οι ναύτες έτρωγαν σε messes, δηλαδή σε ομάδες 8 έως 12 ατόμων καθισμένοι γύρω από ξύλινους πάγκους ανάμεσα στα κανόνια. Για πιάτα χρησιμοποιούσαν ξύλινες γαβάθες και είχαν ξύλινα κουτάλια. Για να αποθηκεύονται εύκολα τα ξύλινα σκεύη συνήθως ήταν τετράγωνα, εξού και η γνωστή έκφραση “square meal”. Στα messes οι ναύτες σφυρηλατούσαν φιλίες και συντροφικότητα. Στα πλοία κυκλοφορούσε η έκφραση: “Messmate before a shipmate, shipmate before a stranger, stranger before a dog”.

Η αντικατάσταση των ιστίων με την πρόωση με ατμό – παλινδρομική ατμομηχανή και ατμοστρόβιλο- έφερε αληθινή επανάσταση στα πλοία. Αν και οι συνθήκες διαβίωσης του κατώτερου πληρώματος συνεχίζουν να είναι υποβαθμισμένες σε σχέση με αυτές των αξιωματικών, υπάρχουν ορισμένες βελτιώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ύπαρξη δικτύου κρασιού από ειδικές δεξαμενές στις δεσπέντζες του καρέ αξιωματικών και υπαξιωματικών!

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων το θρυλικό θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ ήταν αγκυροβολημένο στον Μούδρο και ένα επιταγμένο καΐκι παράβαλε από σταβέντο για να ξεφορτώσει εφόδια μεταξύ των οποίων ήταν βαρέλια με κρασί και λάδι. Την ώρα που βιράρανε μια σαμπανιά με βαρέλια λάδι και κρασί, ένα ξαφνικό μπότζι έκανε να σκορτσάρει το σαμπάνι και τα βαρέλια να πέσουν στη θάλασσα. Από το κατάστρωμα του θωρηκτού μια φωνή όλο αγωνία ακούστηκε: «Σβέλτα ρε παιδιά να σώσουμε το κρασί να μη φουντάρει! Το λάδι επιπλέει!» «Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω, και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει» όπως πολύ σοφά αναγράφεται στους Ψαλμούς!



Α/Τ ΚΑΝΑΡΗΣ Άριστο Πληρώματος στις θέσεις διαιρέσεως Συναγερμού Επιφανείας Οκτ. 1974 ΦΩΤΟ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ



Όσοι υπηρέτησαν από διάφορα πόστα στο Πολεμικό Ναυτικό μας, σίγουρα θα έχουν κάποια γευστική ανάμνηση, μιας και είναι γνωστό ότι υπάρχει γευστική και οσφρητική μνήμη.

Η βαπορίσια φασολάδα βρασμένη στη τεράστια χύτρα του μαγειρείου που ανακατευόταν με μια κουτάλα σαν κουπί, ζεστή χυλωμένη να τρώγεται με κουμούτσες κουραμάνας. Το ναυτικό παστίτσιο- το κοινώς λεγόμενο μπλόκι- να βγαίνει καυτό και αχνιστό από το φούρνο μέσα στο μεγάλο ταψί, γλασερό και μυρωδάτο. Τα μπιφτέκια με πατάτες τηγανιτές συνοδευμένα με χωριάτικη σαλάτα να βουτάμε λαδομπούκια. Το σφουγκάτο που γινόταν σε μια τεράστια μπασίνα όπου ο μάγειρας έσπαζε 200 αβγά και τα χτύπαγε στο μίξερ και στη συνέχεια τα έριχνε στα ταψιά και τα έβαζε στο φούρνο. Η ομελέτα με corn beef που τη λέγαμε στην ιδιόλεκτο του βαποριού “ αβγά με πτώμα”. Το πιλάφι με κοτόπουλο στο φούρνο, που στην αργκό ονομαζόταν “πού..beep με ρύζι”. Το απεσταγμένο πόσιμο νερό –ο θεός να το κάνει- από τον βραστήρα του αντιτορπιλικού, που όταν το έπινες το άκουγες να κατεβαίνει στα σωθικά σου! Η πάστα φλώρα που για να φτιαχτεί, ο παραμάγειρας άνοιγε ουκ έστιν αριθμό μπότων μαρμελάδας κλίμακος που συνήθως είχε από καιρό λήξει, αλλά όταν έβγαινε από τον φούρνο ήταν τραγανιστή και ευωδίαζε. Οι λουκουμάδες που καμιά φορά σέρβιραν στην πρωινή σκάτζα βάρδια 4-8 – τότε που βλέπαμε μεσοπέλαγα τις πιο όμορφες ανατολές- καυτοί, μελωμένοι, πασπαλισμένοι με κανέλα και τραγανοί όταν τους δαγκώναμε…

Βέβαια υπήρχαν δύσκολες και άτυχες στιγμές. Άριστο με μπότζι να περνάς από το διανομείο να παίρνεις τον μεταλλικό ανοξείδωτο δίσκο, ο διανομέας με τη κουτάλα σαν ζογκλέρ να σερβίρει φασολάδα στο ένα χώρισμα, ελιές στο μικρό, σαρδέλες παστές στο παραδίπλα και τέλος κρέμα σοκολάτα. Να πηγαίνεις να καθίσεις στον πάγκο της τραπεζαρίας πληρώματος για να φας, να μποτζάρει και η φασολάδα να γίνεται αχταρμάς με τη κρέμα σοκολάτα μαζί με τις σαρδέλες και μια ελιά σαν κερασάκι να επιπλέει! Οι πιο φιλοσοφημένοι και στωικοί έλεγαν: « Στο κάτω, κάτω της γραφής όλα στο ίδιο στομάχι θα πάνε…» και τρώγανε ακάθεκτοι χωρίς να καταλαβαίνουν Θεό. Υπήρχαν όμως και μερικοί λεπτεπίλεπτοι που ευκαιρία ζητούσαν να αδειάσουν το περιεχόμενο του δίσκου και του στομαχιού τους σπονδή στον Ποσειδώνα!

Αν δεν παινέψει κάποιος το σπίτι του, λένε, πέφτει και τον πλακώνει! Έτσι αν με ρωτήσετε για το φαγητό του Πολεμικού Ναυτικού, ξέρετε εκ των προτέρων την απάντηση!

Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι στα υποβρύχια το συσσίτιο ήταν ιδιαίτερα προσεγμένο και καλό, μακράν των πλοίων της επιφανείας. Γι’ αυτό υπάρχει εξήγηση λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στη Διοίκηση των Υ/Β. Αυτό που είναι αξιοπερίεργο, είναι πως καταφέρνουν και μαγειρεύουν σε τόσο περιορισμένο και στενό χώρο!

Κυρίες και κύριοι το ταξίδι μας στις γευστικές θάλασσες της κουζίνας του Πολεμικού Ναυτικού τελείωσε. Από τα μεγάφωνα έχει σημανθεί:





«Παρά τας θέσεις παραβολής».

«Εις τάξιν παραβολής δεξιά!»

Σας αποχαιρετώ με ένα στίχο από το έργο του William Shakespeare, ο “Βασιλιάς Lear”, που η Cordelia λέει: «Σ’ αγαπώ σαν το αλάτι, την αόρατη γεύση της γης…»





Το Περί Αλός προτείνει:

Επισκεφθείτε την σελίδα «ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ Ταξίδι από το ένδοξο παρελθόν στο σήμερα», να θαυμάσετε σπάνιες φωτογραφίες, στο FACEBOOK.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο