HAARP-Sea-Based-X-Band-Radar- SBX-platform ΦΩΤΟ:United States Missile Defense Agency |
Των Αξιωματικών ΠΝ:
Νικολάου Γ. Μαλαχία & Γεωργίου Α. Σάγου
Εισαγωγή από το βιβλίο «Αρχές Ραντάρ και
Ηλεκτρονικού Πολέμου στην Εποχή της
Πληροφορικής», Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2004
Το RADAR[1] αποτελεί ένα βασικό ηλεκτρονικό σύστημα ηλεκτρομαγνητικού εντοπισμού και παρακολούθησης ακίνητων και κινητών στόχων, σε αποστάσεις και συνθήκες φωτισμού απαγορευτικές για τον απευθείας οπτικό εντοπισμό με το ανθρώπινο μάτι (Mk1 human eyeball). Η μεγάλη αξία του ραντάρ οφείλεται στις σημαντικές δυνατότητες ανίχνευσης και παρακολούθησης στόχων σε μεγάλες αποστάσεις και με μεγάλη ακρίβεια.
Η πατρότητα του ραντάρ δεν είναι εύκολο να αποδοθεί σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή ερευνητική ομάδα, αφού πολλοί πρωτοπόροι επιστήμονες σε ολόκληρο τον κόσμο ασχολήθηκαν για την ανάπτυξή του.
Το 1886-1888, ο Γερμανός φυσικός Heinrich Rudolf Hertz (1857-1895) πιστοποίησε πειραματικά την ανάκλαση/σκέδαση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (445 MHz), πάνω σε ηλεκτρικά αγώγιμα σώματα. Παρεμφερείς εργασίες σχετικά με το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων διεξήγαγε το 1897 και ο Ρώσος επιστήμονας Alexander S. Popov.
Το πρώτο απλό πειραματικό σύστημα ραντάρ για την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα (Telemobiloskop) κατασκευάστηκε το 1903-1904 από το Γερμανό μηχανικό C. Hülsmeyer, o οποίος πιστοποίησε τη λήψη παλμών ραδιοκυμάτων ανακλώμενων πάνω σε πλοία ευρισκόμενα σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Κανείς όμως την εποχή εκείνη δεν έδειξε ουσιαστικό ενδιαφέρον και η εφεύρεσή του ξεχάστηκε.
Στις ΗΠΑ, οι πρώτες παρατηρήσεις ανακλώμενων ραδιοκυμάτων CW (συχνότητας 60 MHz) πάνω σε διερχόμενα πλοία στον ποταμό Potomac έγιναν το 1922 από τους Α. H. Taylor και L.C. Young, για λογαριασμό του NRL (Naval Research Laboratory). Το 1930, ο L. A. Hyland από το NRL πέτυχε τον πρώτο εντοπισμό αεροσκάφους με τη χρήση ραντάρ, χωρίς όμως να δοθεί ιδιαίτερη σημασία από την ηγεσία του αμερικανικού ναυτικού.
Φαίνεται λοιπόν, ότι ενώ η φιλοσοφία και οι αρχές που διέπουν τη λειτουργία των ραντάρ ήσαν γνωστές από αρκετό καιρό, οι έρευνες όμως και το ενδιαφέρον για την υλοποίηση αξιόπιστων συστημάτων εντάθηκαν μόλις στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από το 1935, η απειλή των πολυάριθμων γερμανικών βομβαρδιστικών αεροσκαφών που θα σκίαζαν τους ουρανούς της Ευρώπης, ήταν πλέον υπαρκτή. Στη Μ. Βρετανία, ο νεαρός τότε φυσικός Robert A. Watson-Watt με την ομάδα του, έτυχε της κυβερνητικής υποστήριξης για την ανάπτυξη ενός άκρως μυστικού (top secret) αμυντικού προγράμματος,[2] με σκοπό την αντιμετώπιση της απειλής αυτής. Οι αρχικές προσπάθειες των Βρετανών για την ανάπτυξη του ραντάρ είχαν τις ρίζες τους στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1935, ο Sir Robert Watson-Watt σε θέση διευθυντή τμήματος του NPL (National Physical Laboratory), διεξήγαγε μαζί με το βοηθό του Arnold Wilkins ένα απλό, αλλά ιστορικό πείραμα κοντά στο χωριό Ντάβεντρυ της κεντρικής Αγγλίας. Το πείραμα αυτό, είχε σχέση με τη χρήση των ραδιοφωνικών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων για τον έγκαιρο εντοπισμό εχθρικών αεροσκαφών, σε μεγάλη απόσταση, αρκετά πριν από τον οπτικό τους εντοπισμό. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποίησαν έναν ισχυρό επικοινωνιακό πομπό βραχέων κυμάτων του BBC (συχνότητας λειτουργίας 6 MHz και ισχύος 10 kW). Ο λοβός εκπομπής ήταν σταθερός, με εύρος 30° και κάθετη γωνιακή κλίση 10°. Ένα βομβαρδιστικό αεροσκάφος εκτελούσε διελεύσεις κατά μήκος του λοβού εκπομπής, σε ύψος 1800 μέτρων. Ο δέκτης λήψης των ανακλώμενων σημάτων, χρησιμοποιούσε ένα οριζόντιο δίπολο και τροφοδοτούσε μία καθοδική λυχνία (Α-scope) σε ρόλο ενδείκτη απεικόνισης. Τα λαμβανόμενα σήματα μπορούσαν να μετρηθούν σε αποστάσεις 19 ναυτικών μιλίων. Μέχρι τον Ιούνιο του 1935, είχε ετοιμαστεί το πρώτο παλμικό ραντάρ έρευνας αέρος. Ακολούθως, τον Απρίλιο του 1936 από την ίδια ομάδα ανθρώπων, εγκαταστάθηκε ο πρώτος πειραματικός παράκτιος σταθμός ραντάρ. Το 1939, οι Βρετανοί είχαν πλέον θέσει κατά μήκος των ακτών της Μάγχης σε πλήρη επιχειρησιακή κατάσταση λειτουργίας, πολλούς σταθμούς ραντάρ σε συχνότητες 20-50 MHz (τυπικά 30 MHz) και εμβέλειας άνω των 100 μιλίων, προκειμένου να ενισχύσουν την παράκτια άμυνα (σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης CH - Chain Home).[3] Αν και με το σύστημα αυτό οι μετρούμενες αποστάσεις ήσαν σχετικά ακριβείς, η έννοια όμως των επιτυγχανόμενων διοπτεύσεων ήταν αρκετά ανακριβής. Πρότυπες συσκευές ραντάρ (RDF) σε πιο συμπαγή μορφή από τις παράκτιες είχαν εγκατασταθεί ακόμη και σε πλοία, όπως το θωρηκτό Rodney και το καταδρομικό Sheffield (1938).
Το πρώτο απλό πειραματικό σύστημα ραντάρ για την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα (Telemobiloskop) κατασκευάστηκε το 1903-1904 από το Γερμανό μηχανικό Christian Hülsmeyer. ΦΩΤΟ: deutsches-museum.de
Ανεξάρτητες προσπάθειες για την ανάπτυξη του ραντάρ, εκτελούσαν παράλληλα πολλές άλλες χώρες,[4] πχ Ιταλία, Σοβιετική Ένωση,[5] Ιαπωνία,[6] κτλ. Το 1940, συστήματα ραντάρ χρησιμοποιούσε και το Αμερικανικό ναυτικό. Ακόμη, συστήματα ραντάρ διεύθυνσης βολής είχαν τοποθετηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου σε ορισμένα γερμανικά θωρηκτά. Στο γερμανικό θωρηκτό τσέπης Graf von Spee, είχε εγκατασταθεί σύστημα ραντάρ περιορισμένης όμως εμβέλειας, από το 1937. Η βύθιση του βρετανικού θωρηκτού Hood από το γερμανικό θωρηκτό Bismarck, εκτελέστηκε με ελάχιστες βολές βλημάτων πυροβολικού κατόπιν επιτυχούς αποστασιομέτρησης με τη χρήση ραντάρ. Η γνωστή ναυμαχία του Ματαπά[7] στις 28-29 Μαρτίου 1941, ουσιαστικά κερδήθηκε από τους Βρετανούς μέσα στη νύκτα χάρις στα πλήγματα ακριβείας εναντίον του Ιταλικού στόλου, με τη βοήθεια των ραντάρ.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, ημερομηνία βομβαρδισμού της αμερικάνικης ναυτικής βάσης του Pearl Harbor στη Χαβάη, επισημαίνεται το γεγονός ότι τα επερχόμενα Ιαπωνικά αεροσκάφη είχαν προηγουμένως εντοπισθεί (και αγνοηθεί!) κατά την προσέγγισή τους, από το εγκατεστημένο πλησίον της Honolulu αμερικάνικο ραντάρ έρευνας τύπου SCR-270, το οποίο την εποχή εκείνη λειτουργούσε πειραματικά.
Με την ανάπτυξη της πρώτης μικροκυματικής λυχνίας (multi-cavity magnetron) το 1940 από τους Βρετανούς φυσικούς J. Randall και H. Boot στο πανεπιστήμιο του Birmingham, κατορθώθηκε η κατασκευή ελαφρύτερων και ακριβέστερων ραντάρ υψηλότερων συχνοτήτων (3 GHz, λ = 10 cm, παλμών ισχύος 10 kW), κατάλληλων για εγκατάσταση σε αεροσκάφη. Από τις 27 Ιουνίου 1940, άρχισε η κοινή αγγλο-αμερικανική ανάπτυξη του μικροκυματικού ραντάρ (συνεργασία πανεπιστημίων Birmingham και MIT). Οι Αμερικανοί, με τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές τους δυνατότητες (Bell Labs και Western Electric) ανέπτυξαν το μικροκυματικό ραντάρ με ενδείκτη PPI (αποστάσεις εντοπισμού αεροσκαφών στα 30 - 40 ναυτικά μίλια), όπως και το ραντάρ εγκλωβισμού και διεύθυνσης πυρών πυροβολικού με παραβολικό ανακλαστήρα. Από το 1942, τα βρετανικά βομβαρδιστικά Lancaster διέθεταν το μικροκυματικό ραντάρ H2S (S-band, λ = 10 cm), με περιστρεφόμενη κεραία και ενδείκτη PPI. Το ραντάρ αυτό, βοήθησε σημαντικά στη βελτίωση της ακρίβειας των νυκτερινών βομβαρδισμών των συμμάχων στη Γερμανία. Αμερικανική εξέλιξη αποτέλεσε το ραντάρ H2X (X-band, λ = 3 cm).
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία χρησιμοποιούσε και αυτή επίγεια ραντάρ για τον εντοπισμό των συμμαχικών βομβαρδιστικών αεροσκαφών. Δεν πέρασε όμως στην ανάπτυξη του μικροκυματικού ραντάρ, λόγω της ρητής εντολής που είχε δοθεί στην Telefunken για περικοπές ερευνητικών προγραμμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν διπλό: όχι μόνο οι νυκτερινοί βομβαρδισμοί των συμμάχων ήσαν ακριβέστεροι από τους αντίστοιχους των γερμανών, αλλά και τα περίφημα γερμανικά υποβρύχια (U-boats) στον Ατλαντικό ωκεανό είχαν μετατραπεί από “κυνηγούς” σε “θηράματα”. Οι δέκτες υποκλοπών που διέθεταν για την έγκαιρη προειδοποίηση των επερχόμενων τορπιλοβόλων αεροσκαφών, δεν ήσαν πλέον κατάλληλοι εναντίον των μικροκυματικών ραντάρ που εντόπιζαν τα περισκόπια και τους αναπνευστήρες (snorkel), ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύκτας ή σε ομίχλη όταν ανεδύεντο για τη φόρτιση των μπαταριών. Το 1944, μετά από την πτώση ενός βρετανικού βομβαρδιστικού Lancaster στο Βέλγιο, το ραντάρ Η2S πέρασε στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι τελικά κατόρθωσαν να κατασκευάσουν δέκτες εντοπισμού μικροκυματικών ραντάρ και να τους τοποθετήσουν σε μαχητικά τους αεροσκάφη. Ήταν όμως πολύ αργά για να αλλάξει η τροπή του πολέμου. Φαίνεται λοιπόν, ότι ενώ η ατομική βόμβα μπορεί να σφράγισε το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όμως το μικροκυματικό ραντάρ είχε προηγουμένως βοηθήσει να κερδηθεί από τους συμμάχους η μάχη της Βρετανίας στην Ευρώπη.
Robert Watson - Watt. ΦΩΤΟ:gallery.e2bn.org
Το 1958, επινοήθηκαν στις ΗΠΑ τα πρώτα τρισδιάστατα (3D) συστήματα ραντάρ έρευνας αέρος. Το 1960, κατασκευάστηκε το πρώτο αμερικάνικο ραντάρ συμπίεσης παλμών (pulse compression), το οποίο ήταν ένα εναέριο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης.
Λόγω των πολλών σχεδιαστικών παραμέτρων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, υπάρχει μία τεράστια ποικιλία διαφορετικών τύπων συσκευών και συστημάτων ραντάρ, ανάλογα με την εφαρμογή (λειτουργία) για την οποία αυτά προορίζονται. Για παράδειγμα, τα ραντάρ έρευνας/επιτήρησης αέρος χρησιμοποιούν σχετικά χαμηλότερες συχνότητες λειτουργίας, υψηλότερη ισχύ εκπομπής, μεγαλύτερη διάρκεια παλμών και μικρότερο ρυθμό επανάληψης παλμών, χαρακτηριστικά που προσδίδουν μεγαλύτερες εμβέλειες συγκριτικά με τα ραντάρ έρευνας επιφάνειας. Επίσης, τα ραντάρ διεύθυνσης βολής (fire control) διαθέτουν πολύ στενότερους λοβούς από τα συνήθη ραντάρ επιτήρησης (surveillance – early warning). Ορισμένα χαρακτηριστικά συστήματα που συναντώνται σε ευρεία χρήση, ανάλογα με την αποστολή ή το σκοπό για τον οποίο προορίζονται είναι τα ραντάρ ναυτιλίας πλοίων, έρευνας/επιτήρησης επιφανείας (surface surveillance), έρευνας/επιτήρησης αέρος (air surveillance), ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας (air traffic control), προσέγγισης αεροδρομίων (ground controlled approach), διεύθυνσης βολής (εγκλωβισμού στόχων), κατεύθυνσης βλημάτων, χαρτογράφησης (αεροφωτογράφησης) - τηλεπισκόπισης, αναζήτησης μεταλλευμάτων, μετεωρολογίας,[8] ναυτιλίας Doppler αεροσκαφών (συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών terrain following & terrain avoidance), μέτρησης ταχύτητας (ραντάρ τροχαίας αστυνομίας), ραδιοϋψόμετρα αεροσκαφών, μέτρησης κατάστασης θαλάσσης, επιφανειακών θαλασσίων ρευμάτων και διεύθυνσης ανέμων επιφανείας, επιτήρησης/παρακολούθησης δορυφόρων, παρατήρησης ουρανίων σωμάτων (σελήνης, πλανητών, κομητών, αστεροειδών, κτλ), ανίχνευσης διηπειρωτικών πυραύλων, κτλ. Υπάρχουν ακόμη πολλές κατηγορίες υποδιαίρεσης των διαφόρων τύπων ραντάρ, όπως πχ ανάλογα με τη μπάντα λειτουργίας (παράρτημα Α), τις χρησιμοποιούμενες κυματομορφές (παλμικό ραντάρ, συνεχούς κύματος CW, διαμόρφωσης συχνότητας FMCW), τη φέρουσα πλατφόρμα στην οποία είναι εγκατεστημένα (επίγεια, εναέρια, εγκατεστημένα επί πλοίων, διαστημοπλοίων, κατευθυνομένων βλημάτων), κτλ. Σήμερα, με την αλματώδη εξέλιξη της μικροηλεκτρονικής και της ψηφιακής επεξεργασίας σημάτων DSP (Digital Signal Processing), αρκετές από τις δυνατότητες των ραντάρ έχουν καταστεί δυνατό να ενσωματωθούν ως τρόποι λειτουργίας (modes) σε ένα και μοναδικό σύστημα (multi-function & multi-mode radars). Επίσης, έχει δοθεί σημαντική ώθηση στη βελτίωση των δυνατοτήτων/επιδόσεων αυτών, πχ παρακολούθηση πολλών στόχων ταυτόχρονα, μείωση των ψευδών συναγερμών, απόρριψη των παρεμβολών και της επίδρασης clutter, με χαμηλότερο οικονομικό κόστος.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν αρκετές ειδικές περιπτώσεις συστημάτων ραντάρ, πχ τα λεγόμενα υπεδάφια ραντάρ (Ground Penetrating Radars) αποτελούν ειδικά εναέρια ή δορυφορικά συστήματα μικροκυμάτων που χρησιμοποιούνται για να εντοπίσουν μέσω τηλεπισκόπισης κρυμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς, κτίρια που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της γης, καλυμμένους τάφους, υπόγειες σωληνώσεις, κοιλότητες, κτλ. Παρόμοια συστήματα ραντάρ χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση πάγων, υδάτων και εν γένει γεωφυσικών παραμέτρων. Η τεχνική για τη χαρτογράφηση των στρωμάτων σε εδάφη και πετρώματα και για τον εντοπισμό υπόγειων δομών βασίζεται στις διαφορές των ηλεκτρικών και μαγνητικών ιδιοτήτων των υλικών. Συγκεκριμένα, οι επιστροφές του εκπεμπόμενου ηλεκτρομαγνητικού σήματος εξαρτώνται από την αντίθεση στην ηλεκτρική αγωγιμότητα, τη μαγνητική επιδεκτικότητα και τη διηλεκτρική σταθερά μεταξύ του αντικειμένου ενδιαφέροντος και του υλικού μέσου που το περιβάλλει.
Η αυξανόμενη εφαρμογή των στρατιωτικών συστημάτων ραντάρ, δημιούργησε από νωρίς την ανάγκη ανάπτυξης ενός νέου τομέα, του ηλεκτρονικού πολέμου. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, των ηλεκτρονικών παρεμβολών εναντίον του παράκτιου βρετανικού συστήματος επιτήρησης Chain από γερμανικά αερόπλοια. Αξιόλογη ώθηση του ηλεκτρονικού πολέμου, υπήρξε κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ και του τέταρτου Αραβοϊσραηλινού πολέμου (Yom Kippur – Οκτώβριος 1973). Στην τελευταία περίπτωση, οι Ισραηλινοί είχαν προηγουμένως εκπαιδευθεί εντατικά από τους Αμερικανούς και η προετοιμασία τους αυτή τελικά συνετέλεσε στα θεαματικά υπέρ αυτών αποτελέσματα που ακολούθησαν. Βέβαια, είχε προηγηθεί μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967 η πρώτη μεταπολεμικά επιτυχής προσβολή πλοίου επιφανείας από κατευθυνόμενο βλήμα (SS-N-2 Styx), που είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση του Ισραηλινού αντιτορπιλικού Eliat από την Αιγυπτιακή πυραυλάκατο Komar (Οκτώβριος 1967).[9] Τέλος, πολλά και σημαντικά συμπεράσματα (lessons learned) εξήχθησαν σε όλες τις πτυχές εφαρμογής του ηλεκτρονικού πολέμου κατά τις επιχειρήσεις του Περσικού Κόλπου (1991), της Βοσνίας (1995-1996), του Κοσσόβου (1999) και του Ιράκ (2003).
O ηλεκτρονικός πόλεμος αποτελεί ένα σοβαρό και ζωτικής σημασίας πολλαπλασιαστή ισχύος στις σύγχρονες επιχειρήσεις. Αντικειμενικός σκοπός του ηλεκτρονικού πολέμου με την ευρύτερη έννοια σε ανώτερο επίπεδο, είναι η διάλυση του συστήματος διοίκησης και ελέγχου C2 (Command & Control) του αντιπάλου. Αποκόπτοντας τις γραμμές επικοινωνιών μεταξύ κεντρικών στρατηγείων και προκεχωρημένων θέσεων/μονάδων, η κατάρρευση του αντιπάλου θεωρείται θέμα χρόνου. Επίσης, μεγάλη σημασία στις σύγχρονες και μελλοντικές επιχειρήσεις δίδεται στη λεγόμενη δυνατότητα διεξαγωγής του δικτυοκεντρικού πολέμου (network centric warfare), που σκοπό έχει τη μεγαλύτερη ευελιξία και αποτελεσματικότητα (διοίκησης, διαχείρισης πληροφοριών, κτλ) στο πεδίο της μάχης, έναντι της μέχρι σήμερα επικρατούσας platform centric αντίληψης. Ακόμη, επισημαίνεται η μεγάλη σημασία της διακλαδικότητας (jointness) μεταξύ των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων στους τομείς του C4ISTAR (Command, Control, Communications, Computer, Intelligence, Surveillance, Target Acquisition & Reconnaissance) και του δικτυοκεντρικού πολέμου.
Στον ευρύτερο τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου εντάσσονται επίσης και τα διάφορα υπό ανάπτυξη όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας DEW (Directed Energy Weapons), που έχουν σκοπό την εξουδετέρωση ή/και καταστροφή εγκαταστάσεων και εξοπλισμού του αντιπάλου, όπως κέντρων διοίκησης & ελέγχου (C2), αποστολές καταστολής αεράμυνας SEAD (Suppression of Enemy Air Defense), τεχνητών δορυφόρων, βαλλιστικών πυραύλων, αεροσκαφών, κτλ. Παραδείγματα τεχνολογιών DEW είναι τα όπλα laser ισχύος HEL (High Energy Lasers), τα συστήματα παραγωγής δέσμης υψηλής συγκέντρωσης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας, πχ μικροκυματικές λυχνίες HPM (High Power Microwave), και τα συστήματα υψηλής συγκέντρωσης ατομικών ή υπο-ατομικών σωματιδίων (σωματίδια υψηλής ταχύτητας προερχόμενα από κάποιο επιταχυντή).
Σήμερα, μία χώρα με περιορισμένες δυνατότητες έρευνας και ανάπτυξης R & D (Research & Development), δεν είναι δυνατό να παράγει και να συντηρεί αξιόλογες εγχώριες τεχνολογίες, γεγονός το οποίο έχει άμεση επίπτωση μεταξύ των άλλων και στην αυτοδυναμία της. Με τη ραγδαία ανάπτυξη των διαφόρων μορφών ηλεκτρονικού πολέμου αλλά και των οπλικών συστημάτων γενικότερα, διαφαίνεται ότι τα τεχνολογικά μη-ανεπτυγμένα κράτη βρίσκονται σε ολοένα δυσχερέστερη θέση για την επίτευξη ακόμη και των βασικών τους εθνικών στόχων. Πέραν αυτού, η στρατιωτική υπεροχή ανήκει σε κράτη που γνωρίζουν να δημιουργούν και να εφαρμόζουν την τεχνολογία της επόμενης γενιάς. Η έλλειψη αξιόλογων προγραμμάτων R & D, τελικά οδηγεί σε μία κατάσταση ώστε η υφιστάμενη τεχνολογία να έπεται σημαντικά ως προς το ραγδαία εξελισσόμενο ανταγωνισμό και να εμφανίζεται σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα παρωχημένη. Για τις περισσότερες χώρες, η προμήθεια έτοιμων συστημάτων που διατίθενται στην παγκόσμια αγορά επιλέγεται πρακτικά ως η ελκυστικότερη και ευκολότερη λύση. Όμως, για τη μακροπρόθεσμη γενικότερη ανάπτυξη μίας χώρας και ειδικότερα της εγχώριας βιομηχανίας μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, ίσως θα ήταν προτιμότερη η επιδίωξη στρατηγικών συνεργασιών σε τομείς όπως είναι η προώθηση της δημιουργίας εγχώριων σχεδιάσεων, κοινής διαχείρισης της ανάπτυξης των προϊόντων, κτλ, και όχι απλά και μόνον της εφαρμογής κάποιων μεθόδων συμπαραγωγής (co-production).
Σε επιχειρησιακό επίπεδο, η γνώση των κάθε είδους ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών παρέχει τις απαραίτητες εκείνες πληροφορίες για την κατάλληλη εφαρμογή αντιμέτρων, με σκοπό την παρεμπόδιση της αποτελεσματικής χρησιμοποίησης των οπλικών συστημάτων και επικοινωνιών από τον αντίπαλο. Σε τακτικό επίπεδο, ο εξοπλισμός των πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών με σύγχρονα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, επαυξάνει τη μαχητική τους ικανότητα και επιβιωσιμότητα. Επίσης, η καλή γνώση και εφαρμογή του λεγόμενου πληροφορικού πολέμου (information warfare), υπερσυνόλου του ηλεκτρονικού πολέμου, αλλάζει ακόμη και την πολιτική και στρατιωτική προσέγγιση στην επίτευξη των εθνικών στόχων. Ο πληροφορικός πόλεμος έχει βασικό σκοπό την παρεμπόδιση του αντιπάλου από την πρόσβαση και χρήση κρίσιμων πληροφοριών, ενώ εξασφαλίζει την ημέτερη πρόσβαση στις πηγές πληροφοριών. Ίσως δεν αποτελεί υπερβολή, ότι το τελικό αποτέλεσμα μίας μοντέρνας σύγκρουσης, κρίνεται με το μέρος εκείνου που γνωρίζει να εφαρμόζει και να εκμεταλλεύεται αποτελεσματικότερα τον ηλεκτρονικό πόλεμο (τόσο επιθετικά όσο και αμυντικά) και γενικότερα να ελέγχει καλύτερα τις μεταδιδόμενες πληροφορίες στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, με κάθε τρόπο.
"Εάν η βρετανική επιστήμη δεν είχε αποδειχθεί ανώτερη από τη γερμανική στον τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου, πιθανόν να είχαμε νικηθεί και καταστραφεί."
Sir Winston Churchill
(1874-1965)
--------------------------------------------------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] H ονομασία RADAR (RAdio Detection And Ranging ή Radio Aid for determining Direction And Range) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1940, από το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ. Στα ελληνικά ερμηνεύεται ως ραδιοεντοπιστής ή συνηθέστερα ραντάρ.
[2] Ο Sir Winston Churchill, αν και αποκλεισμένος από την κυβέρνηση, είχε διορισθεί ως μέλος μίας μυστικής επιτροπής έρευνας για την αεράμυνα.
[3] Η επιχειρησιακή έρευνα/ανάλυση (operations ή operational research/analysis) ξεκίνησε στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό τη μελέτη του τρόπου εκμετάλλευσης των παρακτίων ραντάρ, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητά τους. Αργότερα επεκτάθηκε σε πολλούς άλλους τομείς, ακόμη και σε πολιτικές εφαρμογές. Η επιχειρησιακή έρευνα/ανάλυση αποτελεί την εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων (μαθηματικών, κτλ) για την υποβοήθηση της λήψης αποφάσεων, για τη βέλτιστη χρήση των διατιθέμενων μέσων και για την επίτευξη του σκοπού.
[4] Στη χρονική αυτή περίοδο, αξίζει να σημειωθεί και η προσπάθεια για την ανάπτυξη του μικροκυματικού ραντάρ (λ = 40-50 cm), εκ μέρους του Έλληνα ερευνητή Παύλου Σαντορίνη (Οδησσός 1893 – Αθήνα 1986).
[5] Κατά τη Γερμανική επίθεση τον Ιούνιο του 1941, η Σοβιετική Ένωση είχε ήδη εγκαταστημένα ραντάρ HF (75 MHz), σε διάφορα περιφερειακά σημεία για την αεράμυνα της Μόσχας.
[6] Οι Ιάπωνες διεξήγαγαν έρευνες για την ανάπτυξη ενός τύπου υψίσυχνης magnetron, από το 1927.
[7] Ματαπάς (Matapan): Ονομασία του άκρου Ταίναρο στη διεθνή ναυτική ορολογία, η οποία προέρχεται από την εποχή της Τουρκοκρατίας.
[8] Οι πρώτες μετρήσεις βροχής (ρυθμός βροχόπτωσης, κτλ) με ραντάρ έγιναν το 1947: Marshall et al., Wexler.
[9] Μέχρι την εποχή εκείνη η επικρατούσα αντίληψη για τα κατευθυνόμενα βλήματα ήταν ότι δεν αποτελούσαν αξιόπιστα και αποτελεσματικά όπλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.