Περί Αλός
Από το βιβλίο «Ιστορία του Λιμενικού Σώματος»,
κεφ. 2, σελ.31, εκδ. Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών
Λιμενικού Σώματος, 1999.
1835 Η "Δογάνα" - Τελωνείο L. Kollnberger [αντίγραφα του H.Hanke, 1909]. Υδατογραφίες σε χαρτόνι, αρ.κατ. 3218 ΦΩΤΟ: ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ |
Μετά την παλιγγενεσία και την δημιουργία ελληνικού κράτους, ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας ενδιαφέρθηκε για την εμπορική ναυτιλία και τη Λιμενική Αστυνομία. Ο γενικός έλεγχος και η παρακολούθηση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας ανατέθηκε στις τοπικές δημογεροντίες και στις λιμενικές αρχές. Με το ΙΣΤ ψήφισμα της 20ης Αυγούστου 1828 που υπογράφουν ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας και ο Γραμματέας Σπ. Τρικούπης ευρύτατες αρμοδιότητες παρέχονταν στον Λιμενάρχη. Σε αυτόν ανήκε η ευθύνη: α) επαγρύπνησης επί των λιμένων και των ακτών, β) ενημέρωσης σχετικώς με τα ναυπηγούμενα πλοία στην περιοχή της αρμοδιότητάς του, γ) καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων, δ) ελέγχου του εφοδιασμού των πλοίων με έγγραφο ιδιοκτησίας, ε) ελέγχου των ικανοτήτων του Πλοιάρχου και του ποιού των ιδιοκτητών του πλοίου, για τον εφοδιασμό αυτών με δίπλωμα αναγνώρισης της ιδιοκτησίας, στ) νηολόγησης των πλοίων και τήρησης οικείων βιβλίων, ζ) έκδοσης των ναυτολογίων των πλοίων, η) ναυτολόγησης των ανδρών πληρωμάτων, θ) ελέγχου των διαβατηρίων (εσωτερικού και εξωτερικού), ι) προσυπογραφής των υγειονομικών πιστοποιήσεων, ια) εποπτείας και ελέγχου των ναυπηγείων, των εργασιών φορτώσεων και εκφορτώσεων έρματος, των διαφόρων εργασιών και επισκευών των πλοίων, ιβ) έκδοσης αδειών απόπλου, ιγ) ελέγχου των κάθε κατηγορίας πλοίων αλιευτικών και φορτηγών, ιδ) ελευθεροκοινωνίας των πλοίων, ιε) καθορισμού θέσεων αγκυροβολίας, ιστ) επιτήρησης των υποκειμένων σε υγειονομική κάθαρση, ιζ) είσπραξη διαφόρων δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου.
Οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες αρμοδιότητες εξακολουθούν ν’ ασκούνται από τις σημερινές Λιμενικές Αρχές.
Είναι άξιο ιδιαίτερης επισήμανσης το γεγονός ότι από τις πρώτες κρατικές υπηρεσίες που συγκροτήθηκαν με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους από τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια (1827-1831) ήταν και οι υπηρεσίες των Λιμεναρχείων, που υπάγονταν μάλιστα απευθείας στον Κυβερνήτη. Αυτό οφείλεται στο ότι από την εμπορική ναυτιλία περίμενε τα συσταθέν τότε κράτος τους οικονομικούς πόρους που θα του επέτρεπαν να καλύψει τις δημοσιονομικές του δαπάνες.
Ο Ι. Καποδίστριας, επηρεασμένος από την μεγάλη ακμή του ναυτεμπορίου που ασκούσαν οι Έλληνες (κυρίως των ναυτικών νησιών) κατά τα χρόνια πριν από το 1821 στη Μεσόγειο, ήλπιζε ότι το ναυτεμπόριο αυτό θα αναζωπυρωνόταν μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα και επιδίωξε με κάθε μέσο να το βοηθήσει. Μέσα στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας του βρίσκεται και η οικονομική ενίσχυση των Σπετσιωτών με 25.000 δίστηλα το 1830 για ένα νέο ξεκίνημα του ναυτεμπορίου τους που είχε διακοπεί κατά τη διάρκεια του εννεαετούς ναυτικού επαναστατικού αγώνα. Ακόμα, ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας είχε δια μορφώσει τη γνώμη ότι η ελληνική εμπορική ναυτιλία έπρεπε να διοικείται από ειδικό κρατικό φορέα –τον οποίον θα μπορούσαν να επάνδρωναν και απόμαχοι ναυμάχοι του ’21 – που θα είχε ως αποκλειστική αποστολή τη διοίκηση της εμπορικής ναυτιλίας και τον έλεγχο (αστυνόμευση) των λιμανιών και των ακτών.
Σημαντικά νομοθετήματα της περιόδου αυτής για την εμπορική ναυτιλία ήταν το ψήφισμα 140 της 3-15 Φεβρουαρίου 1828 κατά τον οποίο ο έλεγχος των μέσων ασφαλείας των πλοίων θα ασκείτο από τους Λιμενάρχες και ο από 3 Φεβρουαρίου 1828 Οργανισμός της Εμπορικής Ναυτιλίας που ρύθμιζε οργανωτικά θέματα αυτής.
Μεταξύ των έξι Υπουργείων (Γραμματείες) που τότε συγκρότησε ο πρώτος Κυβερνήτης, το ένα αφορούσε τα θέματα των εξωτερικών υποθέσεων και του εμπορικού ναυτικού, στο οποίο στις 8-7-1829 ορίστηκε Γραμματέας ο Σπ. Τρικούπης. Τη 12η Σεπτεμβρίου 1829 αντικαταστάθηκε ο Σπ. Τρικούπης στη θέση του Υπουργού (Γραμματέα) των Εξωτερικών και του Εμπορικού Ναυτικού από τον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλόν.
Στην περίοδο της αντιβασιλείας και των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862) τέθηκαν βασικές θεσμικές διατάξεις, που αποτέλεσαν τις βάσεις της περαιτέρω ναυτιλιακής νομοθεσίας, οι οποίες ρύθμιζαν τα θέματα της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, του φορέα διοίκησης αυτής και των λιμένων και της αστυνόμευσης των ακτών. Οι διατάξεις αυτές ήταν οι ακόλουθες:
Α) Άρθρο 3 του Β.Δ. της 3ης Απριλίου 1833 «Περί του σχηματισμού και αρμοδιότητος της επί των Ναυτικών Γραμματείας», με το οποίο οι αρμοδιότητες των Λιμεναρχών υπήχθησαν στις κατά τόπους Ναυτικές Αρχές που είχαν την έδρα τους στην ξηρά ή επί ορμούντων παροπλισμένων πολεμικών πλοίων μέχρι τα 1834, οπότε με το Β.Δ. της 4ης Ιανουαρίου 1834 «Περί Οργανισμού των Λιμενίων Αρχών» ανατέθηκαν και πάλι στους Λιμενάρχες οι αρμοδιότητες της αστυνομίας των λιμένων και της διοίκησης της εμπορικής ναυτιλίας. Το Β.Δ. Της 4-1-1834 ήταν θεμελιακό για τον θεσμό των Λιμενικών Αρχών, ενώ αποτελεί και σήμερα τη βάση των Κανονισμών Λιμένων. Τόσο οι προϊστάμενοι των Ναυτικών Αρχών όσο και οι Λιμενάρχες προέρχονταν τότε από επιζώντες ναυμάχους του ’21.
Β) Το Β.Δ. 12/27-10-1833 «Περί Εμπορικής Ναυτιλίας» διατηρούσε για τα ελληνικά εμπορικά πλοία τα αποκλειστικό δικαίωμα μεταφοράς των φορτίων μεταξύ των ελληνικών λιμανιών. Επίσης όριζε ρητώς ότι τα ξένα πλοία που θα αναλάμβαναν μεταφορές (εισαγωγές-εξαγωγές) φορτίων εμπορευμάτων σε ελληνικά λιμάνια θα επιβαρύνονταν με αυξημένα ναυτιλιακά τέλη και τελωνειακούς δασμούς.
Γ) Το διάταγμα της 23-1-1834 «Περί Οργανώσεως της Λιμενικής Διοικήσεως της Ελλάδος», επηρεασμένο από αντίστοιχο γαλλικό νόμο του 1791, καταρτίστηκε γιατί είχε αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία από το νεαρό ελληνικό κράτος στα θέματα της λειτουργίας και της διοίκησης των λιμανιών λόγω διακίνησης των εμπορευμάτων από αυτά και της παροχής προστασίας και διευκολύνσεων στα προσεγγίζοντα πλοία. Σύμφωνα με τα διάταγμα αυτό, τα ελληνικά παράλια διαιρούνταν στα πιο κάτω πέντε τμήματα.
Α. Ύδρα, Πειραιάς, Σπέτσες, Πόρος, Ναύπλιο, Κρανίδι
Β. Σύρος, Μύκονος, Άνδρος, Σαντορίνη, Μήλος
Γ. Σκιάθος, Χαλκίδα, Σκόπελος, Αμαλιάπολις, Κύμη
Δ. Μεσολόγγι, Πάτρα, Γαλαξίδι
Ε. Πύλος, Καλαμάτα, Κυλλήνη.
Δ) Το Β.Δ. της 14ης Νοεμβρίου 1836 «Περί Εμπορικής Ναυτιλίας»που αντικατέστησε το Β.Δ. του 1833 με τον ίδιο τίτλο όριζε ότι:
Ο ιδιοκτήτης ελληνικού πλοίου θα έπρεπε να ήταν Έλληνας υπήκοος. Αλλοδαποί θα μπορούσαν να γίνουν συμπλοιοκτήτες ελληνικού εμπορικού πλοίου σε ποσοστό κυριότητας όχι μεγαλύτερο του 50%.Επιφυλασσόταν τα δικαίωμα στο ελληνικό κράτος ώστε σε περίπτωση που σε κάποια ξένη χώρα απαγορευόταν σε Έλληνες να έχουν μετοχή σε εκεί εμπορικά πλοία να τροποποιούσε αναλόγως την πιο πάνω διάταξη ειδικά για τους υπηκόους του ξένου αυτού κράτους. Με τον τρόπο αυτόν, το ελληνικό κράτος, ακολουθώντας τη γαλλική νομοθεσία, προστάτευε την ελληνική πλοιοκτησία από ξένους κεφαλαιούχος και απέβλεπε στο να προσελκύσει στο εσωτερικό τα ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού, που ήταν μάλιστα πολλά και μεγάλα την εποχή εκείνη λαμβανομένου υπόψη ότι οι πιο εκτεταμένοι χώροι που ζούσαν Έλληνες βρίσκονταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή (Μικρασία, Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, νησιά Ανατολικού Αιγαίου, Κρήτη κ.α.) Με το άρθρο 2 του ιδίου Β.Δ. της 14-11-1836 αναγνωρίζονταν ως ελληνικά εμπορικά πλοία μόνον: 1) τα ναυπηγούμενα στην Ελλάδα 2) τα κυριευόμενα από Έλληνες ναυτικούς σε εθνικούς αγώνες ή πειρατικές συμπλοκές και αναγνωριζόμενα ως καλή λεία, 3) τα δημευόμενα για παραβάσεις των νόμων του Ελληνικού Βασιλείου, 4) αυτά που ναυαγούσαν σε ελληνικά παράλια και ως ανίκανα προς πλουν πωλούνταν και επισκευάζονταν μέσα στα όρια του Ελληνικού Βασιλείου, 5) αυτά που ανήκαν σε Έλληνες επαναπατριζόμενους από τα εξωτερικό και που τα έφερναν στο νέο τόπο κατοικίας τους, 6) αυτά που δεν περιλαμβάνονταν σε καμία από τις πιο πάνω περιπτώσεις αλλά ανήκαν σε Έλληνες υπηκόους κατά την ημέρα της δημοσίευσης του Β.Δ. της 15/27-10-1883, 7) τα ξένα πλοία που αγοράζονταν στην Ελλάδα ή έξω από αυτήν από Έλληνες υπηκόους για λόγους ουσιώδους και ζωτικού συμφέροντος.
ΦΕΚ αριθ. 75 (1836) Περί αστυνομίας της εμπορικής ναυτιλίας. ΦΩΤΟ: ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ |
Ο νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις απέβλεπε και στο να ενισχύσει και την εγχώρια ναυπήγηση πλοίων. Επέτρεπε την πώληση ελληνικών πλοίων σε ξένους χωρίς κανέναν περιορισμό αλλά απαγόρευε στους Έλληνες υπηκόους να αγοράζουν ξένα πλοία αν δεν αποδείκνυαν ότι η αγορά αυτή ήταν «ζωτικού συμφέροντος».
Από το νομοθέτημα αυτό προέκυπτε επίσης ότι κανένα εμπορικό πλοίο δεν μπορούσε να φέρει την ελληνική σημαία εάν προηγουμένως δεν είχε υποστεί έλεγχο της κατασκευής του και δεν είχε αναγνωριστεί ως ελληνικό. Ο πλοιοκτήτης όφειλε να παρουσιαστεί στον Λιμενάρχη του λιμανιού στο οποίο θα νηολογούσε το πλοίο του και να ζητούσε την αναγνώρισή του ως εθνικού (ελληνικού) και την καταχώρησή αυτού στο νηολόγιο. Ο πλοιοκτήτης προσκόμιζε και κατέθετε στο Λιμενάρχη τα νόμιμα παραστατικά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι το πλοίο ανήκε σε μία από τις επτά κατηγορίες που προαναφέραμε του άρθρου 6 του Β.Δ. της 14-11-1836. Ακολούθως ο Λιμενάρχης, αφού διαπίστωνε ότι το πλοίο πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως ελληνικό, προέβαινε στην επιθεώρηση αυτού ελέγχοντας την ποιότητα, την κατασκευή, τις διαστάσεις και τη χωρητικότητα σε τόνους και προχωρούσε στην καταχώρησή του στο βιβλίο Νηολογίου.
Ε) Το Β.Δ. της 15/18-12-1836 (ΦΕΚ 75) «Περί Αστυνομίας της Εμπορικής Ναυτιλίας». Το σπουδαίο αυτό διάταγμα υπήρξε κεφαλαιώδους σημασίας για την διοίκηση της ναυτιλίας. Οι περισσότερες διατάξεις του άντεξαν στο χρόνο και στις εξελίξεις επί 150 περίπου χρόνια και εξακολούθησαν να ισχύουν μέχρι την δημοσίευση του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου το 1973. Οι διατάξεις του κάλυπταν όλα σχεδόν τα θέματα διοίκησης που αφορούσαν και τους τρεις βασικούς ναυτιλιακούς παράγοντες και ειδικότερα:
1. Ως προς τον εφοπλισμό ρύθμισαν τα θέματα της πλοιοκτησίας, της κυριότητας και της μεταβίβασης του πλοίου, τα νηολόγια και τα ναυτικά υποθηκολόγια, τα ναυτιλιακά έγγραφα και τον εξοπλισμό το πλοίου.
2. Ως προς τους ναυτικούς ρύθμισαν την πρόνοια υπέρ των ναυτικών, τη ναυτική εκπαίδευση, τη σύνθεση των πληρωμάτων, τα προσόντα των Πλοιάρχων και Κυβερνητών, τις υποχρεώσεις του Πλοιάρχου, του Κυβερνήτη και των ανδρών του πληρώματος, το ποινικό και το πειθαρχικό καθεστώς των ναυτικών.
3. Ως προς το κράτος ρύθμισαν τα καθήκοντα των Λιμεναρχών και των Προξένων, την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την υγειονομική επίβλεψη.
Αναλυτικότερα τα προσόντα των Κυβερνητών και Πλοιάρχων – που η ηλικία τους δεν θα πρέπει να είναι κατώτερη των 20 ετών για τους πρώτους και 22 για τους δεύτερους – ελέγχονταν από επιτροπή Αξιωματικών που είχε την έδρα της στην Αθήνα, ενώ τα προσόντα αυτά συνίστατο σε πρακτικές και θεωρητικές γνώσεις. Για τους Κυβερνήτες των μικρών πλοίων χωρητικότητας κάτω των 5 τόνων δεν απαιτούνταν εξετάσεις αλλά αρκούσε δίχρονη προϋπηρεσία τους σε αλιευτικά.
Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των Κυβερνητών και των Πλοιάρχων αφορούσαν την ευθύνη τους για τα μεταφερόμενα με τα πλοία τους εμπορεύματα, την ναυτική κατάρτιση των ανδρών πληρωμάτων των πλοίων τους, την καταβολή σ’ αυτούς των κανονικών αμοιβών τους, την τήρηση των βιβλίων του πλοίου και των ναυτιλιακών εγγράφων που συνόδευαν αυτό και το μεταφερόμενο φορτίο.
Επίσης με αυτό το Β.Δ. (15/18-12-1836) ανατέθηκαν στους Πλοιάρχους και στους Κυβερνήτες ανακριτικά και αστυνομικά καθήκοντα για οποιοδήποτε παράπτωμα γινόταν κατά τον πλουν επί του πλοίου.
ΣΤ΄) Με το Β.Δ. της 31-7-1837 εισάγονται και διδάσκονται ορισμένα μαθήματα σχετικά με τη ναυσιπλοΐα στα δημοτικά σχολεία της Σύρου και του Ναυπλίου (1837) καθώς και της Ύδρας (1838).
Το Περί Αλός προτείνει:
Διαβάστε από τα «Κειμήλια του Περί Αλός» ολόκληρο το Βασιλικό Διάταγμα «Περί Εμπορικής Ναυτιλίας» του 1836! Πιέσατε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.