Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας ξυλοκόπος, που ζούσε σ' ένα μεγάλο δάσος.
Έμενε σε μια καλύβα, από κορμούς δέντρων, δούλευε κάθε μέρα κι έβγαζε αρκετά για να θρέψει τον εαυτό του και τη γυναίκα του.
Η ζωή του ήταν καλή, αλλά με τη γυναίκα του διαφωνούσαν πάντα με το παραμικρό.
Οι καβγάδες τους ήταν μεγάλοι, και δεν άφηνε αναπάντητη κουβέντα ο ένας του άλλου.
Ένα πρωί πήγε όπως πάντα για δουλειά.
Είχε βάλει σκοπό να ρίξει μια μεγάλη βελανιδιά και λογάριαζε ευχαριστημένος, πόσες σανίδες και πόσα ξύλα θα έβγαζε.
Πήρε το τσεκούρι του, φόρεσε τη πατατούκα του, έριξε στον ώμο το δισάκι του με ένα κομμάτι ψωμί και νερό και ξεκίνησε.
Σαν έφτασε στη βελανιδιά, πέταξε το δισάκι κάτω, έβγαλε τη πατατούκα, έφτυσε στις χούφτες και σήκωσε το τσεκούρι... με ορμή, λες και ήθελε να ρίξει τη βελανιδιά χάμω με τη πρώτη τσεκουριά.
Μα η τσεκουριά δεν έπεσε.
Μέσα από τη βελανιδιά, ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα να του μιλάει, και στη στιγμή μια πεντάμορφη νεράιδα παρουσιάστηκε μπροστά του.
-Καλέ μου άνθρωπε μη κόψεις το δέντρο μου. Αυτό το δέντρο είναι το σπίτι μου. Μη το κόψεις και θα σε ξεπληρώσω..
Ο ξυλοκόπος που είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα, τα έχασε και το τσεκούρι του έφυγε από τα χέρια.
Τη λυπήθηκε και της είπε:
-Μη φοβάσαι και δεν θα πειράξω το δέντρο σου.
Έβαλε πάλι το τσεκούρι του στη ζώνη, φόρεσε τη πατατούκα του και παίρνοντας το δισάκι του, γύρισε για να φύγει.
-Σε ευχαριστώ καλέ μου άνθρωπε, για να σε βραβεύσω για τη καλοσύνη σου, τρεις επιθυμίες σου θα πραγματοποιηθούν. Δεν έχεις παρά να τις πεις μέχρι το βράδυ και θα γίνουν πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος ξεκίνησε για το σπίτι του, αποφασισμένος να μη κόψει ξύλα εκείνη τη μέρα.
Κόντευε να φτάσει στη πόρτα του σπιτιού του, όταν ένοιωσε μεγάλη πείνα.
Και φώναξε στη γυναίκα του, πριν μπει ακόμα μέσα.
-Γυναίκα βάλε μου να φάω. Πεθαίνω της πείνας.
-Μωρέ τι μας λες; ....του απαντάει η γυναίκα του. Δε φτάνει που ήρθες νωρίς, άρχισες και τις εντολές. Θα περιμένεις τουλάχιστον, μια ώρα, για να φας.....
-Τι είπες βρε ανεπρόκοπη,..... εγώ θέλω να φάω πουτίγκα με ρύζι τώρα και μάλιστα μια χύτρα γεμάτη που να έχει μέγεθος σαν κι εκείνο το τραπέζι.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη κουβέντα του και μια αχνιστή χύτρα, γεμάτη με πουτίγκα από ρύζι φάνηκε μπροστά του.
Η γυναίκα του τα έχασε κι εκείνος όταν συνήλθε από το ξάφνιασμα, θυμήθηκε τη νεράιδα της βελανιδιάς, και φώναξε:
-Τι βλάκας που είμαι!!....
Τα εξιστόρησε όλα όπως ακριβώς έγιναν.
Η γυναίκα του τότε θύμωσε και του είπε:
-Δεν είσαι απλά βλάκας, είσαι παν ηλίθιος. Άκου ήθελε μια χύτρα με πουτίγκα με ρύζι. Που να σου κολλήσει η χύτρα στη μύτη και να μη βγαίνει.
-Να μου κολλήσει η χύτρα στη μύτη και να μη βγαίνει;;;....φώναξε έξαλλος ο ξυλοκόπος.
Τώρα να δεις τι......αλλά....δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί η χύτρα βρέθηκε ξαφνικά κολλημένη στη μύτη του.
Όσο κι αν τράβαγαν, δεν έβγαινε με τίποτα.
Ο ξυλοκόπος ήταν σκυφτός, με τη χύτρα στη μύτη, και η γυναίκα του απελπισμένη φώναζε:
-Τι θα κάνουμε τώρα; Με τη χύτρα έτσι, ούτε να δουλέψεις δε θα μπορείς. Πώς θα ζήσουμε;
Πέρασε λίγη ώρα, και τι να κάνει ο ξυλοκόπος είπε:
-Η χύτρα να ξεκολλήσει από τη μύτη....και....μπαμ....η χύτρα έπεσε πάλι πάνω στο τραπέζι.
Το ζευγάρι αγκαλιάστηκε, κλαίγοντας και μοιρολογώντας.
-Αχ!!!... γιατί δεν κρατιόμουν ήρεμη και με κλειστό το στόμα;
-Αχ!!!... γιατί δεν σκεφτόμουν ψύχραιμα, ποιες θα ήταν οι τρεις ευχές μου;;
Τώρα τελείωσαν όλα, δεν έχουμε άλλες ευχές, και κλαίμε για την ανοησία μας.
-Δεν πειράζει άντρα μου, συγχώρεσε με κι ας μη ξαναμαλώσουμε ποτέ. Είμαστε τελικά ανόητοι και οι δύο. Δεν θα σε αποπάρω ξανά ποτέ. Ούτε θα σε υποτιμήσω.
-Έχεις δίκιο. Έτσι κι αλλιώς έχουμε ο ένας τον άλλο. Εγώ θα στηρίζω εσένα κι εσύ εμένα.
Καλά που μας έμεινε η πουτίγκα.
Έφαγαν, χόρτασαν και κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι.
Το πρωί που ξύπνησαν, η γυναίκα λέει:
-Κοίτα πήγαινε πάλι στη βελανιδιά, και κοίτα με διπλωματία να καταφέρεις να σου χαρίσει άλλες τρεις ευχές.
-Εσύ θα μου πεις τι θα κάνω;;....της απαντάει ο άντρας της, και βγήκε νευριασμένος από το σπίτι.
Σαν έφτασε όμως εκεί που ήταν η βελανιδιά, δεν είδε τίποτα.
Ούτε δέντρο υπήρχε πουθενά, ούτε νεράιδα.
Μόνο τα πουλιά τραγουδούσαν ένα ποιηματάκι, που ο αέρας το έφερνε πεντακάθαρα στα αυτιά του.
''Προσοχή θέλει η ζωή
η ευκαιρία είναι μια
άρπαξε την στη στιγμή
διώξε την κακομοιριά.
Σαν δε θες όμως ν'αλλάξεις
και την ευκαιρία χάσεις
κάποτε η χύτρα αδειάζει
κι η μιζέρια σε στενάζει''.
Έμενε σε μια καλύβα, από κορμούς δέντρων, δούλευε κάθε μέρα κι έβγαζε αρκετά για να θρέψει τον εαυτό του και τη γυναίκα του.
Η ζωή του ήταν καλή, αλλά με τη γυναίκα του διαφωνούσαν πάντα με το παραμικρό.
Οι καβγάδες τους ήταν μεγάλοι, και δεν άφηνε αναπάντητη κουβέντα ο ένας του άλλου.
Ένα πρωί πήγε όπως πάντα για δουλειά.
Είχε βάλει σκοπό να ρίξει μια μεγάλη βελανιδιά και λογάριαζε ευχαριστημένος, πόσες σανίδες και πόσα ξύλα θα έβγαζε.
Πήρε το τσεκούρι του, φόρεσε τη πατατούκα του, έριξε στον ώμο το δισάκι του με ένα κομμάτι ψωμί και νερό και ξεκίνησε.
Σαν έφτασε στη βελανιδιά, πέταξε το δισάκι κάτω, έβγαλε τη πατατούκα, έφτυσε στις χούφτες και σήκωσε το τσεκούρι... με ορμή, λες και ήθελε να ρίξει τη βελανιδιά χάμω με τη πρώτη τσεκουριά.
Μα η τσεκουριά δεν έπεσε.
Μέσα από τη βελανιδιά, ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα να του μιλάει, και στη στιγμή μια πεντάμορφη νεράιδα παρουσιάστηκε μπροστά του.
-Καλέ μου άνθρωπε μη κόψεις το δέντρο μου. Αυτό το δέντρο είναι το σπίτι μου. Μη το κόψεις και θα σε ξεπληρώσω..
Ο ξυλοκόπος που είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα, τα έχασε και το τσεκούρι του έφυγε από τα χέρια.
Τη λυπήθηκε και της είπε:
-Μη φοβάσαι και δεν θα πειράξω το δέντρο σου.
Έβαλε πάλι το τσεκούρι του στη ζώνη, φόρεσε τη πατατούκα του και παίρνοντας το δισάκι του, γύρισε για να φύγει.
-Σε ευχαριστώ καλέ μου άνθρωπε, για να σε βραβεύσω για τη καλοσύνη σου, τρεις επιθυμίες σου θα πραγματοποιηθούν. Δεν έχεις παρά να τις πεις μέχρι το βράδυ και θα γίνουν πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος ξεκίνησε για το σπίτι του, αποφασισμένος να μη κόψει ξύλα εκείνη τη μέρα.
Κόντευε να φτάσει στη πόρτα του σπιτιού του, όταν ένοιωσε μεγάλη πείνα.
Και φώναξε στη γυναίκα του, πριν μπει ακόμα μέσα.
-Γυναίκα βάλε μου να φάω. Πεθαίνω της πείνας.
-Μωρέ τι μας λες; ....του απαντάει η γυναίκα του. Δε φτάνει που ήρθες νωρίς, άρχισες και τις εντολές. Θα περιμένεις τουλάχιστον, μια ώρα, για να φας.....
-Τι είπες βρε ανεπρόκοπη,..... εγώ θέλω να φάω πουτίγκα με ρύζι τώρα και μάλιστα μια χύτρα γεμάτη που να έχει μέγεθος σαν κι εκείνο το τραπέζι.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη κουβέντα του και μια αχνιστή χύτρα, γεμάτη με πουτίγκα από ρύζι φάνηκε μπροστά του.
Η γυναίκα του τα έχασε κι εκείνος όταν συνήλθε από το ξάφνιασμα, θυμήθηκε τη νεράιδα της βελανιδιάς, και φώναξε:
-Τι βλάκας που είμαι!!....
Τα εξιστόρησε όλα όπως ακριβώς έγιναν.
Η γυναίκα του τότε θύμωσε και του είπε:
-Δεν είσαι απλά βλάκας, είσαι παν ηλίθιος. Άκου ήθελε μια χύτρα με πουτίγκα με ρύζι. Που να σου κολλήσει η χύτρα στη μύτη και να μη βγαίνει.
-Να μου κολλήσει η χύτρα στη μύτη και να μη βγαίνει;;;....φώναξε έξαλλος ο ξυλοκόπος.
Τώρα να δεις τι......αλλά....δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί η χύτρα βρέθηκε ξαφνικά κολλημένη στη μύτη του.
Όσο κι αν τράβαγαν, δεν έβγαινε με τίποτα.
Ο ξυλοκόπος ήταν σκυφτός, με τη χύτρα στη μύτη, και η γυναίκα του απελπισμένη φώναζε:
-Τι θα κάνουμε τώρα; Με τη χύτρα έτσι, ούτε να δουλέψεις δε θα μπορείς. Πώς θα ζήσουμε;
Πέρασε λίγη ώρα, και τι να κάνει ο ξυλοκόπος είπε:
-Η χύτρα να ξεκολλήσει από τη μύτη....και....μπαμ....η χύτρα έπεσε πάλι πάνω στο τραπέζι.
Το ζευγάρι αγκαλιάστηκε, κλαίγοντας και μοιρολογώντας.
-Αχ!!!... γιατί δεν κρατιόμουν ήρεμη και με κλειστό το στόμα;
-Αχ!!!... γιατί δεν σκεφτόμουν ψύχραιμα, ποιες θα ήταν οι τρεις ευχές μου;;
Τώρα τελείωσαν όλα, δεν έχουμε άλλες ευχές, και κλαίμε για την ανοησία μας.
-Δεν πειράζει άντρα μου, συγχώρεσε με κι ας μη ξαναμαλώσουμε ποτέ. Είμαστε τελικά ανόητοι και οι δύο. Δεν θα σε αποπάρω ξανά ποτέ. Ούτε θα σε υποτιμήσω.
-Έχεις δίκιο. Έτσι κι αλλιώς έχουμε ο ένας τον άλλο. Εγώ θα στηρίζω εσένα κι εσύ εμένα.
Καλά που μας έμεινε η πουτίγκα.
Έφαγαν, χόρτασαν και κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι.
Το πρωί που ξύπνησαν, η γυναίκα λέει:
-Κοίτα πήγαινε πάλι στη βελανιδιά, και κοίτα με διπλωματία να καταφέρεις να σου χαρίσει άλλες τρεις ευχές.
-Εσύ θα μου πεις τι θα κάνω;;....της απαντάει ο άντρας της, και βγήκε νευριασμένος από το σπίτι.
Σαν έφτασε όμως εκεί που ήταν η βελανιδιά, δεν είδε τίποτα.
Ούτε δέντρο υπήρχε πουθενά, ούτε νεράιδα.
Μόνο τα πουλιά τραγουδούσαν ένα ποιηματάκι, που ο αέρας το έφερνε πεντακάθαρα στα αυτιά του.
''Προσοχή θέλει η ζωή
η ευκαιρία είναι μια
άρπαξε την στη στιγμή
διώξε την κακομοιριά.
Σαν δε θες όμως ν'αλλάξεις
και την ευκαιρία χάσεις
κάποτε η χύτρα αδειάζει
κι η μιζέρια σε στενάζει''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.