Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

MAMINA RITORNERO...

Μανούλα θα επιστρέψω…
Μια απίστευτη ιστορία, μια απίστευτη τραγωδία…
Κείμενο / Φωτό: Βασίλης Μεντόγιαννης
Ιστορικά αρχεία Oria: Αριστοτέλης Ζερβούδης
Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Βλαζάκη
Μεταφράσεις από τα γερμανικά αρχεία: Γιώργος Κουτσουφλάκης / Εφορία Εναλίων Αρχαιοτήτων
Συντήρηση ευρημάτων: Παναγιώτης Μαρκόπουλος / Μουσείο Πολεμικής Αεροπορίας

Ανάρτηση στο Περί Αλός με την έγκριση του
UFR TEAM Underwater Filming & Research
και του συγγραφέως Βασίλη Μεντόγιαννη.

Μια νεκροκεφαλή μας κόβει την ανάσα.
ΦΩΤΟ: Βασίλης Μεντόγιαννης
Στέκομαι μπροστά από ένα περίπτερο και παρατηρώ το εξώφυλλο ενός τεύχους του National Geographic.
«Πλοίο-Φάντασμα των Ναζί ανακαλύφθηκε 60 χρόνια μετά» - έγραφε και η λέξη Ναζί ήταντονισμένη με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Το άρθρο αναφερόταν στο ναυάγιο του πλοίου «Steuben».
«Στα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 5.200 Γερμανοί πολίτες και τραυματισμένοι στρατιώτες στοιβάχτηκαν στο «Steuben» για να σωθούν από την προέλαση των Ρώσων στην ανατολική Πρωσία. Το πλοίο χτυπήθηκε από σοβιετικό υποβρύχιο και βυθίστηκε στην παγωμένη θάλασσα, μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες της ιστορίας», γράφει μέσα στο περιοδικό. Και αναρωτιέμαι, γιατί η προσέγγιση του θέματος γίνεται με αυτόν τον τίτλο; Το συγκεκριμένο ναυάγιο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες. Μέσα στο ίδιο το άρθρο αυτό αποδεικνύεται, δείχνει φωτογραφίες και περιγράφει τις τραγικές στιγμές προσφύγων, γυναικών, παιδιών, τραυματισμένων πολιτών και στρατιωτών. Θεωρούμε λοιπόν πως το θέμα του τίτλου ορίζεται από την εμπορικότητα που διατηρεί η λέξη «Ναζί», ενώ το άρθρο αναφέρεται και επικεντρώνεται στο δράμα και τον τεράστιο αριθμό των θυμάτων.
Η βύθιση του «Τιτανικού» το 1912 και η βύθιση του «Lusitania», τρία χρόνια αργότερα, αποτελούν τις πλέον γνωστές ναυτικές τραγωδίες παγκοσμίως. Η βύθιση ενός παρόμοιου Γερμανικού πλοίου στην θαλάσσια περιοχή της Βαλτικής κατά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που μετέφερε κυρίως πολίτες, πρόσφυγες και τραυματίες, με τον αριθμό των θυμάτων να είναι υπερδιπλάσιος και από τα δυο ναυάγια μαζί, είναι εντελώς άγνωστη. Γιατί;
Μια σύντομη απάντηση είναι ο χαρακτηρισμός: «απώλειες Πολέμου», απαλλάσσοντας έτσι την σύγκριση ή την αναφορά στην ανθρώπινη τραγωδία. Ο χαμός στρατιωτικού προσωπικού είναι αποδεκτός από όλες τις πλευρές αφού άπαντες γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα απώλειάς τους, ενώ η είδηση του χαμού ανυποψίαστων πολιτών αποτελεί ένα μεγάλο σοκ για την κοινή γνώμη.

Ελάχιστα πράγματα έχουν απομείνει. Το πλοίο ανελκύστηκε. ΦΩΤΟ: Βασίλης Μεντόγιαννης
Αλλά ας επιστρέψουμε πάλι στην ιστορία του πλοίου «Lusitania». Ήταν ένα βρετανικό επιβατικό πλοίο που βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θεωρητικά πρέπει το ναυάγιο να ενταχθεί και αυτό στις απώλειες πόλεμου και ας μετέφερε μόνο πολίτες. Το γεγονός πως οι επιβάτες δεν γνώριζαν ότι χρησιμοποιήθηκαν από την Βρετανική κυβέρνηση σαν βιτρίνα προστασίας, αφού το πλοίο μετέφερε στρατιωτικό υλικό πάλι δεν το κατέταξε στις απώλειες πολέμου. Την απάντηση πάλι σε αυτό το ερώτημα μπορεί να την δώσει το γνωστό ρητό πως «την ιστορία την γράφουν οι νικητές».
Οι αναφορές λοιπόν των τραγωδιών του εχθρού που μπορούσαν να προκαλέσουν την συμπάθεια του λαού αποφεύγονταν σκόπιμα να αναφέρονται. Με την πάροδο του χρόνου και κοιτώντας πλέον πίσω σε έναν από τους καταστροφικότερους πόλεμους που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, μπορούμε σήμερα να επανεξετάσουμε τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες αντικειμενικά, χωρίς πάθη, κατηγορίες ή όντας προσκολλημένοι σε κάποιο στρατόπεδο. Ανεξάρτητα με το γεγονός το ποιος προκάλεσε ένα πόλεμο, οι ανθρώπινες απώλειες παραμένουν πάντα απώλειες. Ψάχνοντας λοιπόν πληροφορίες για τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες του κόσμου θυμήθηκα το ναυάγιο του «Oria».
Σε όλες τις βιβλιογραφίες, σε όλες τις αναφορές που διάβασα, πουθενά δεν αναφέρεται το ναυάγιο αυτό. Φαίνεται πως στο εξωτερικό ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Εμείς αρχικά μάθαμε για αυτό μελετώντας τυχαία, ένα βιβλίο σχετικά με τη Λέρο. Διαβάζουμε λοιπόν για ένα ναυάγιο που έγινε στο νησί Πάτροκλος, με 4.184 νεκρούς Ιταλούς αιχμαλώτους!
Αναλογιστείτε το μέγεθος όταν το «Τιτανικός» είχε 1.503 νεκρούς.
Αμέσως ξεκινήσαμε πιο μεθοδικά την έρευνά μας, για να εντοπίσουμε το στίγμα του ναυαγίου.
Έχοντας προσδιορίσει μια συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή, για αρκετό καιρό δεν εντοπίσαμε τίποτε.
Παρ’ όλες τις πληροφορίες που είχαμε για το ακριβές σημείο του ναυαγίου, δεν είχαμε καμιά ένδειξη ότι βρισκόμαστε τουλάχιστον κοντά. Πέρασε αρκετός καιρός όταν είδαμε σε μικρό βάθος, κάτι λαμαρίνες στο βορινό σημείο του νησιού, πολύ κοντά στην περιοχή που ψάχναμε.  ΩΣ τότε αγνοούσαμε και ούτε είχε περάσει από το μυαλό μας, ότι το ναυάγιο μπορεί να είχε ανελκυστεί για σκραπ. Αυτός ήταν και ο λόγος που στο ηχοβολιστικό δεν παρουσιαζόταν κανένα ισχυρό ίχνος. Ακολουθώντας τις λαμαρίνες, το ναυάγιο εντοπίστηκε γρήγορα, με την πρώτη προσπάθεια. Κατευθυνόμενοι από τα συντρίμμια που ξεκινούσαν από τα 9 μέτρα βάθος και συνέχιζαν ως τα 38, συναντήσαμε διάσπαρτες μεγάλες λαμαρίνες, βαρέλια και το πιο συγκλονιστικό, σωρούς από θρυμματισμένα οστά. Σόλες από στρατιωτικά άρβυλα, παγούρια, καραβάνες, είναι ό,τι έχει απομείνει από αυτή τη βουβή τραγωδία.

Καραβάνες και ανθρώπινα οστά πλαισιώνουν τον χώρο του ναυαγίου. ΦΩΤΟ: Βασίλης Μεντόγιαννης
«Εμείς τότε είχαμε πρόβατα και είχα πάει στη στρούγκα. Εκείνο το βράδυ είχε πολύ μεγάλη κακοκαιρία: αστραπές, βροντές, αέρας. Ξαφνικά είδα μια μεγάλη λάμψη στον ουρανό – πού να πάει ο νους μου. Την επομένη μάθαμε ότι είχε γίνει ναυάγιο και η λάμψη ήταν φωτοβολίδα. Το πρωί βρήκαμε όλη την παραλία των Λεγραινών γεμάτη πτώματα. Τρομερό θέαμα – σαν ψόφια ψάρια. Είχε νοτιά τότε, πράγμα σπάνιο για τα μέρη μας, και τους είχε ξεβράσει η θάλασσα. Περίπου 1.500 πτώματα· ήτανε φοβερό. Τα πτώματα, άλλα ντυμένα και μερικά γυμνά. Μετά ήρθανε οι Γερμανοί και μας έδιωξαν, δεν άφηναν να πλησιάσουμε. Ανοίξανε μια τάφρο 100 μέτρα μήκος στη παραλία του Κόρακα και τους θάψανε. Είχε ακουστεί ότι τους τορπίλισαν οι Γερμανοί για να τους πνίξουν. Λέγανε ότι ένας Έλληνας και πέντε Γερμανοί δεν έπαθαν τίποτε. Μέχρι τον Ιούνιο η θάλασσα έβγαζε πτώματα.
Αργότερα θυμάμαι ότι το καράβι το κόψανε. Ήρθανε μεγάλα ρυμουλκά με οξυγόνα και δυναμίτες και δουλεύανε καιρό εδώ». (Γιάννης Κωνσταντόπουλος, κάτοικος Λεγραινών)

Με την βοήθεια του Αριστοτέλη Ζερβούδη, ο οποίος είχε ολοκληρώσει ήδη μια ιστορική έρευνα, μαθαίνουμε και τα υπόλοιπα στοιχεία. Νορβηγικών συμφερόντων, το ατμόπλοιο «Oria», ναυπήγησης του 1920, επιτάσσεται από τους Γερμανούς και συμμετέχει στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Νορβηγίας μεταφέροντας στρατεύματα.
Το Σεπτέμβριο του 1943 χρησιμοποιείται πάλι στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών στα Δωδεκάνησα.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1944, στη Ρόδο, φορτώνονται στα αμπάρια του πλοίου 4.233 Ιταλοί αιχμάλωτοι από τη Ρόδο και τη Λέρο. Ειδικότερα επιβιβάστηκαν 43 αξιωματικοί, 118 υπαξιωματικοί και 4.062 στρατιώτες και από τα τρία όπλα.
Το πλοίο αναχωρεί τις απογευματινές ώρες για τον Πειραιά, συνοδευόμενο από τρία ελαφρά αντιτορπιλικά «ΤΑ16», «ΤΑ17» και «ΤΑ19», που έχουν επιταχθεί από τους Ιταλούς. Στο ταξίδι το πλοίο αναπτύσσει ταχύτητα 9 κόμβων. Στο φορτηγό πλοίο επιβαίνουν επίσης 30 Γερμανοί στρατιώτες ως φρουρά ενώ άλλοι 60 στρατιώτες το χρησιμοποιούν ως μεταφορικό μέσο. Το πλήρωμά του αποτελείται από πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων, ένας Έλληνας μηχανικός και ο Νορβηγός καπετάνιος. Ανοιχτά της Κω δέχεται επίθεση από αγγλικά πλοία αλλά η νηοπομπή καταφέρνει να ξεφύγει· στη συνέχεια πλέει κοντά στο Σούνιο όπου συναντά σφοδρή κακοκαιρία.
Ο δίαυλος μεταξύ της νήσου Πατρόκλου και της ξηράς δεν ήταν διαπλεύσιμος, καθώς ήταν γεμάτος ξέρες και ρηχά. Προκείμενου να παραπλεύσουν από αυτό το νησί, έπρεπε να διατηρήσουν δυτική πορεία. Το «ΤΑ19» ακολούθησε αυτήν την πορεία, το «Oria» ανταποκρίθηκε στην διαταγή με σήμα «Verstanfen» (= κατανοητό).
Ωστόσο το «φορτηγό Oria» δεν άλλαξε πορεία αλλά κατευθυνόταν απευθείας στον δίαυλο. Το «ΤΑ19» διέταξε εκ νέου να αλλάξει ρότα και να το ακολουθήσει, έριξε ερυθρές φωτοβολίδες ως σήμα κίνδυνου.

Ο Παναγιώτης Μαρκόπουλος ξεκινά την συντήρηση. Δεξιά: Παγούρι μετά την συντήρησή του και καραβάνα Άγγλου στρατιώτη. ΦΩΤΟ: Βασίλης Μεντόγιαννης.
Το «Oria» όμως συνέχισε την ίδια επικίνδυνη πορεία. Το «ΤΑ19» άλλαξε αμέσως πορεία για να το προλάβει. Ακολούθησαν ερυθρές φωτοβολίδες από το «Oria» και στην ερώτηση του «ΤΑ19» - «τι συμβαίνει;» μια ακόμα κόκκινη φωτοβολίδα και η φωνή στον ασύρματο: «προσαράξαμε», σήμαναν την αρχή μιας απίστευτης τραγωδίας. Αυτό συνέβη στις 18:45.
Ο επικεφαλής αξιωματικός του στολίσκου διέταξε το «ΤΑ19» να γυρίσει πίσω. Επάνω στον ελιγμό αυτό βρήκε το πηδάλιό του σε ξέρα. Το «ΤΑ19» ακυβέρνητο γύρισε με την πάντα στον καιρό.
Στη γέφυρα επικρατούσε το απόλυτο χάος. Ο κυβερνήτης έπεσε κάτω από την γέφυρα και τραυματίστηκε με διπλό κάταγμα, ο αντιπλοίαρχος τραυματίστηκε επίσης.
Ο ανθυποπλοίαρχος προσπαθούσε να διορθώσει το πηδάλιο. Την διακυβέρνηση του σκάφους έπρεπε να αναλάβει ο ίδιος ο αρχηγός του στολίσκου, που επέβαινε στο «ΤΑ19» και να το βγάλει από αυτήν την εξαιρετικά δεινή κατάσταση. Την ίδια στιγμή το «Oria», είχε προσαράξει ενώ οι άλλες δυο τορπιλάκατοι ανέμεναν οδηγίες. Στη γέφυρα ο αρχηγός, με ένα μόνο πηδάλιο εν λειτουργία και εν μέσω κοχλαζούσης θαλάσσης, ήταν σχεδόν αδύνατον να κατευθύνει το σκάφος. Επίσης, ο πομπός είχε καταστραφεί και δεν μπορούσε να δώσει οδηγίες στα αλλά σκάφη για να βοηθήσουν το «Oria». Στις 21:30 έγινε ένα «θαύμα» και το πηδάλιο επαναλειτούργησε. Το «ΤΑ19» κατευθύνθηκε αμέσως προς τη βραχονησίδα Φλέβες. Λίγο μετά παρουσιάστηκε και πάλι η βλάβη στο πηδάλιο και το πλοίο κινδύνεψε να πέσει πάνω στα βράχια. Η βλάβη όμως γρήγορα επιδιορθώθηκε και το «ΤΑ19» μαζί με τα υπόλοιπα σκάφη έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Το «Oria» όμως που συνόδευαν είχε χαθεί.
Με την ταχύτητα του ανέμου να ξεπερνά τα 11 μποφόρ, το «Oria» συνεχίζει την πορεία του και προσαράζει στα αβαθή του νησιού Πάτροκλος.
Το πλοίο χτυπημένο, με τη δεξιά πλευρά στα βράχια, πλημμυρίζει και αναποδογυρίζει σε ελάχιστα λεπτά, με την πλώρη του να εξέχει από το νερό. Το βάθος ποικίλλει στη συγκεκριμένη περιοχή από 5 ως 42 μέτρα. Την επόμενη μέρα, 12 Φεβρουαρίου, στέλνονται 5 ρυμουλκά από τον Πειραιά. Εξαιτίας της σφοδρής θαλασσοταραχής φτάνει μόνο ένα, το ρυμουλκό «Vulcan». Το «Vulcan», διακινδυνεύοντας και αυτό, πλησιάζει την πλώρη του ναυαγίου και διαπιστώνει ότι ακόμη παραμένουν ζωντανοί πέντε άνθρωποι. Διασώθηκε και ένας ο οποίος ήταν πιασμένος στα σχοινιά.
Με μια κινητή συσκευή οξυγόνου ξεκινά μια προσπάθεια για να ανοιχτεί ένα πέρασμα στο σκάφος και να σωθούν οι εγκλωβισμένοι. Η καρδιά τους χτυπάει δυνατά καθώς ελπίζουν ότι σύντομα θα βγουν από εκεί μέσα. Λόγω της έντονης θαλασσοταραχής, η συσκευή παρασύρεται από ένα κύμα και χάνεται.
Οι επιτόπου έρευνες για να μπορέσει να ανασυρθεί από το βυθό η συσκευή δεν πετυχαίνουν κι έτσι η προσπάθεια αναβάλλεται.
Στις 14 Φεβρουαρίου, σχεδόν δυο εικοσιτετράωρα μετά, ένα άλλο ρυμουλκό, το «Titan» από τον Πειραιά, επιστρέφει με μια καινούργια συσκευή οξυγόνου και τελικά απεγκλωβίζει ζωντανούς και τους πέντε ναυαγούς, σε κατάσταση σοκ.
Από τις καταθέσεις των διασωθέντων μάθαμε ότι σώθηκαν έξι Γερμανοί και ένας Έλληνας. Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι δεκαπέντε Γερμανοί στρατιώτες πνίγηκαν και ότι όλο το πλήρωμα, μαζί με τον Έλληνα, τον καπετάνιο και τους υπόλοιπους Γερμανούς στρατιώτες, σκαρφάλωσαν στα βράχια και σώθηκαν. Από τους 4.233 Ιταλούς που επέβαιναν στο πλοίο σώθηκαν μόνο 49. Το σύνολο των αιχμαλώτων που βρίσκονταν κλεισμένοι μέσα στο κύτος του καραβιού ετάφησαν μαζί με το ναυαγισμένο πλοίο (οι ιταλικές πήγες αναφέρουν το συνολικό αριθμό των νεκρών σε 4.184, ενώ οι γερμανικές στις 4.100)  Ακολούθησαν διάφορες αναφορές κατά του πλοίαρχου του «Oria»σχετικά με την πορεία που ακολούθησε και το γιατί δεν υπάκουσε στις οδηγίες να παραπλεύσει την νήσο Πάτροκλο. Ο πλοίαρχος απάντησε πως λόγω των σφοδρών καιρικών συνθηκών και λόγω του μεγάλου φορτίου του πλοίου, το πηδάλιο αδυνατούσε να υπακούσει. Ο ανώτατος Γερμανός διοικητής του στόλου του Αιγαίου διέταξε ανάκριση για τα γεγονότα αυτά και την βύθιση του «Oria».
«Το πλοίο κουβάλαγε πολλά βαρέλια με λάδι. Γέμισε ο κόσμος λάδι, το οποίο το πήρανε αυτοί που είχανε φορτηγάκια για να το μεταφέρουν. Μετά ήρθανε οι Γερμανοί και μας κυνηγήσανε. Το 1958, ο φούρναρης με το άλογό του είχε πάει να αλλάξει υνί. Τότε πρόσεξε ένα πράμα σαν μπάλα πιασμένο στο υνί. Όταν το έβγαλε είδε ότι ήταν ένα ανθρώπινο κρανίο. Η τάφρος υπήρχε εκεί για πολλά χρόνια, ακαλλιέργητη. Το 1960 ή ’65, δεν θυμάμαι καλά, ήρθαν οι Ιταλοί και τους πήρανε. Κάτσανε καιρό εδώ και ξεθάβανε τα οστά. Μέχρι και κόσκινα είχανε για να κοσκινίζουν το χώμα και να ξεχωρίζουν τα οστά». (Κώστας Κωνσταντόπουλος, κάτοικος Λεγραινών).
Στο χώρο του ναυαγίου δεν έχουν απομείνει και πολλά πράγματα. Διασκορπισμένα προσωπικά είδη από τον εξοπλισμό των στρατιωτών. Σόλες, καραβάνες, ένα κουτάλι, ένα ποτήρι και δίπλα από κάτι λαμαρίνες, οστά. Μεγάλα οστά… Συνεχίζω παρατηρώντας με δέος, λίγο παρακάτω αχνά, μισοθαμμένη στην άμμο - σαν να με κοιτάζει - μια νεκροκεφαλή. Είναι «τοποθετημένη» με τέτοιο τρόπο στην άμμο όπου φαίνεται μόνο τμήμα του προσώπου. Αμφιταλαντεύομαι, σηκώνω την φωτογραφική μου μηχανή και τραβάω μια φωτογραφία, σκέφτομαι τον εαυτό μου στη θέση του. Αναρωτιέμαι, αν είναι σωστό αυτό που κάνω. Συνεχίζω, δεν το ξανασκέφτομαι, λαμαρίνες, ένα παγούρι, βαρέλια, οστά, σόλες και πάλι οστά. Από το ναυάγιο ανελκύσαμε μερικές καραβάνες.

Καραβάνα μετά την συντήρηση. Διακρίνονται καθαρά τα μηνύματα που είχαν χαράξει Ιταλοί στρατιώτες.
ΦΩΤΟ: Βασίλης Μεντόγιαννης.
Οι καραβάνες παραδόθηκαν στο Μουσείο της Πολεμικής Αεροπορίας στο Τατόι, όπου ξεκίνησε και η συντήρηση τους. Ακόμα αγνοούσαμε το σημαντικότερο, καθώς ο Παναγιώτης Μαρκόπουλος, καθάριζε τις θαλάσσιες επικαθίσεις από τις καραβάνες, χαραγμένα ονόματα και μηνύματα, αρχίζουν να αποκαλύπτονται:
«ANAREOZZI FRANCESCO, ROMA, ITALIA , 1922, MAMINA RITORNERO», μανούλα θα επιστρέψω, γράφει το μήνυμα. Σε μια άλλη καραβάνα γράφει: «BIGAGLI» το επίθετο του, πιθανόν από το χωριό «VAINO», γεννηθείς το «1922», «MAMMA TORNERO PERCHE TI VOGLIO BENE», μαμά θα γυρίσω γιατί σ’ αγαπώ! Ήταν μόλις 22 χρονών!
Και τα ονόματα συνεχίζουν, «ANTONI HETTA», «DUCE», «LUCCIA», σε μια άλλη ένα εγγλέζικο όνομα με τα αρχικά της μονάδος του «JR J. ROBERTS 4127148, LC.H.R.», αρχικά, σήματα μονάδων και αριθμοί, μας κάνουν να φανταζόμαστε τις τελευταίες στιγμές αυτών των ανθρώπων. Ξαφνικά και ενώ ο Παναγιώτης Μαρκόπουλος συνεχίζει την διαδικασία καθαρισμού, μας λέει:
«νομίζω πως είχα διαβάσει για αυτό το ναυάγιο», «πού;» τον ρωτάμε, «εάν θυμάμαι καλά στο βιβλίο, [Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων], σε αυτό το ναυάγιο πρέπει να αναφέρεται», μας άπαντα και τρέχουμε να αγοράσουμε το βιβλίο.
«…Άξαφνα το αυτί της πήρε κάτι παράξενο. Άκουσε ιταλικά. Ήταν πολλοί που κουβέντιαζαν σα σωστοί Ναπολιτάνοι. Φαινόντουσαν εργατικοί, ένα κοπάδι.
Ότι είχαν ξεμπαρκάρει, κάποιος τους οδηγούσε. Οι νησιώτες, τους περιεργάζονταν, τα παιδία τρέχαν γύρω τους. Τι είναι αυτοί; ρώτησε η Ελισάβετ.
Ιταλοί είναι κύρια. Θα δουλέψουν για το βουλιαγμένο ιταλικό παπόρι στα ανοιχτά της Αγίας Μαρίνας. Για αυτό ήρθαν. Είναι άνθρωποι μιας κομπανίας ιταλικής που αγοράζει τα ναυάγια. Τι ιστορία είναι αυτή; Ρώτα ξανά η Ελισάβετ.
Μια νύχτα του 1943, έμπαινε ο χειμώνας, όταν στα ανοιχτά της Αγίας Μαρίνας ένα εγγλέζικο υποβρύχιο τορπίλισε ένα γερμανικό μεταγωγικό. Το μεταγωγικό ήταν φορτωμένο σιδερένια βαρέλια γεμάτα ρετσινόλαδο. Κουβαλούσε ακόμα για τον Πειραιά κάπου δυο χιλιάδες Ιταλούς αιχμάλωτους από τα Δωδεκάνησα, που είχαν παραδοθεί όταν συνθηκολόγησε η Ιταλία. Το βαπόρι ερχόμενο είχε παρεκκλίνει από την πορεία του για να ξεφύγει από το υποβρύχιο και έτσι βρέθηκε ανοιχτά της Αγίας Μαρίνας. Όμως δεν τα κατάφερε. Λίγα βαρέλια και λίγοι Ιταλοί ήταν στο κατάστρωμα. Τα αλλά βαρέλια και οι πολλοί Ιταλοί ήταν παστωμένοι μες στα αμπάρια. Εκεί, κλεισμένους, τους βρήκε ο υγρός θάνατος. Το κύμα πήρε ό,τι ήταν στο κατάστρωμα, ανθρώπους και βαρέλια και τα ξέβρασε, άλλα κατά το Σούνιο, στις ακρογιαλιές της Αναβύσσου, άλλα στην ακρογιαλιά της Αίγινας, κατά τα νότια. Τα γερμανικά περιπολικά που πήγαν την άλλη μέρα μάζεψαν τα ξεβρασμένα βαρέλια, έθαψαν τους πνιγμένους. Σε λίγες μέρες δοκίμασαν να βγάλουν από τα αμπάρια του βουλιαγμένου βαποριού τα βαρέλια με το πολύτιμο λάδι. Μα ο χειμώνας ήρθε άγριος, πέσαν φουρτούνες, οι βουτηχτάδες δε μπορούσαν να δουλέψουν. Για αυτό παράτησαν το βουλιαγμένο βαπόρι με τις δυο χιλιάδες Ιταλούς και τα βαρέλια στο κύτος του, για να ξανάρθουν την άνοιξη.
Ήρθε η άνοιξη του 1944. Τότε οι Γερμανοί πήγαν με ένα ναυαγοσωστικό, και με τους βουτηχτάδες άρχισαν την δουλειά. Ίσαμε με δυο μήνες βάσταξε το έργο τούτο. Οι βουτηχτάδες βγαίναν τη νύχτα στη στεριά και λέγαν τα νέα. Ήταν φοβερό. Βαθιά, λέει, μες στα αμπάρια του βαποριού, παστωμένοι οι πνιγμένοι Ιταλοί, περίμεναν ολόρθοι, αλύωτοι οι πιο πολλοί με τα μάτια ανοιχτά. Οι βουτηχτάδες έπρεπε να τρυπήσουν τούτο το πηχτό ανθρώπινο στρώμα, να φτάσουν στο πάτο του αμπαριού, που βρίσκονταν τα βαρέλια, να τα δέσουν στο βίντζι που θα τα ανέβαζε στην επιφάνεια.
Λοιπόν, οι βουτηχτάδες σπρώχναν με τα χέρια τους πνιγμένους για να ανοίξουν δρόμο. Μα την ίδια στιγμή ο δρόμος που άνοιγαν έκλεινε από πάνω τους με τα σώματα, που πλέοντας ξανάπαιρναν την θέση τους. Ύστερα, όταν έπρεπε να ανέβουν οι βουτηχτάδες απάνω, κάναν πάλι το ίδιο έργο, παραμέριζαν τους πνιγμένους και τρυπούσαν δρόμο ανάμεσα τους. Και οι πνιγμένοι, δυο χιλιάδες κορμιά, κοίταζαν με ορθάνοιχτα μάτια το φάντασμα που περνούσε ανάμεσα τους, κοίταζαν σα ρωτούσαν γιατί.
Όταν τελείωσαν τα βαρέλια, οι βουτηχτάδες σκέπασαν πάλι τα αμπάρια με τα καπάκια τους, άφησαν κλεισμένα εκεί τα σώματα και φύγαν.
Έτσι έμεινε εκεί, σκεπασμένος από το νερό, τόσος πόνος και τόση φρίκη. Και τώρα τι είναι να γίνει, ρώτησε η Ελισάβετ;
Καταπώς έμαθα, είναι να γίνει τούτο: μια ιταλική εταιρία αγόρασε το ναυάγιο. Θα το βγάλει από τη θάλασσα, θα το διαλύσει σε κομμάτια σίδερο και θα το ταξιδέψει το σίδερο στην Ιταλία. Τούτοι εδώ που ήρθαν είναι τεχνίτες, που θα κόβουν τα κομμάτια το σίδερο με το οξυγόνο και θα το φορτώσουν.
Οι βουτηχτάδες είναι κιόλα εκεί, με ένα καράβι καμωμένο για τέτοιες δουλειές.
…..Η Ελισάβετ πλησίασε. Κείτονταν εκεί πελώρια κομμάτια από τα αμπάρια του βαποριού. Εκεί που μαρτύρησαν οι πνιγμένοι Ιταλοί αιχμάλωτοι. Η θάλασσα είχε φάει, τόσα χρόνια τώρα, το κάθε τι, τα σώματα των ανθρώπων, τα κόκαλα. Ωστόσο έμενε κάτι στα αμπάρια, σημάδια ανατριχιαστικά. Αρβύλες μισοσαπισμένες, που το νερό δεν είχε μπορέσει να τις λιώσει ολότελα, κάτι παγούρια, σουγιάδες.
Από τόσες ψυχές μέναν μόνο αυτά τα παλιοπράματα. Είχαν φωλιάσει μες τους αρμούς, τις σιδεροδεσιές των αμπαριών, απάνω τους είχαν κολλήσει όστρακα. Οι Ιταλοί εργάτες περιεργάζονταν τα λείψανα, κουνούσαν το κεφάλι τους λυπημένα, τα πετούσαν. Τα έπαιρναν οι Έλληνες ψαράδες, τα παιδιά, τα περιεργάζονταν, κουνούσαν το κεφάλι τους, τα πετούσαν. Ένωνε τους ανθρώπους, χτεσινούς εχτρούς, ο πόνος, η ματαιότητα. Και είδες πως γύρισε το πράγμα! Είπε ένας ψαράς, Ιταλοί να πάρουν το ναυάγιο, Ιταλοί να ξεθάβουν τώρα από τη θάλασσα τους συντρόφους τους! Ο Θεός πληρώνει τον πάσα ένα κατά τα έργα του, είπε ένας άλλος. Μη λες για πληρωμή σε τέτοια ώρα!
Για πνιγμένους μιλάμε. Και είμαστε και εμείς της θάλασσας. Ο Θεός ακούγει. Ποιος ξέρει τι τραβήξανε μέσα στα αμπάρια…»
(Από το βιβλίο «Το μυθιστόρημα των Τεσσάρων» Βενέζης-Καραγάτσης-Μυριβήλης-Τερζάκης, Εκδόσεις Εστία).

Αντικείμενα που ανελκύστηκαν από το ναυάγιο μετά την συντήρησή τους. ΦΩΤΟ: Βασίλης Μεντόγιαννης
Η τρίτη σε αριθμό μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η τρίτη σε κατάταξη από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στον κόσμο. Το ναυάγιο του «Oria», ήταν και η τελευταία απώλεια των Ιταλών μετά από μια σειρά ναυαγίων με βαριές απώλειες.
Στη Μεσόγειο μόνο, χάθηκαν 13.000 και συνολικά κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χάθηκαν 33.000 Ιταλοί αιχμάλωτοι. Για μια στιγμή θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει ένας μεγάλος Έλληνας ιστορικός, πως «οι Ιταλοί υπήρξαν ένα από τα μεγαλύτερα θύματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», αυτό γιατί σε πολλές περιπτώσεις σφαγιάστηκαν χωρίς να έχουν πολεμήσει, χωρίς να γνωρίζουν ούτε τον εχθρό τους. Αρχικά εναντίων των Βρετανών, μετά των Γερμανών και τελικά να εκτελούνται μαζικά σαν προδότες.
Τον Ιανουάριο του 1945, ο Γερμανικός στρατός κρατούσε τους Ρώσους στο μέτωπο της Ανατολικής Πρωσίας και της Πολωνίας. Παρόλο που οι στρατηγοί ενημέρωναν το Χίτλερ πως δεν θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ και τον αγαπημένο στρατηγό του Χίτλερ, τον Γκουντέριαν, να τον ενημερώνει, πως για κάθε γερμανικό άρμα αντιστοιχούν επτά ρωσικά και πως για κάθε γερμανό στρατιώτη αντιστοιχούν δέκα ρώσοι, ο Χίτλερ ωρυόταν πως οι στρατηγοί του είναι ηττοπαθείς και πως δεν πιστεύουν στην νίκη. Ήταν ανυποχώρητος. Είναι γνωστή η δήλωση του πως: «αν ο Γερμανός δεν μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο δεν υπάρχει και κανένας λόγος για να ζήσει.»
Στις 12 Ιανουαρίου οι Ρώσοι διασπάνε τις γερμανικές γραμμές σε τρία σημεία, με αποτέλεσμα την μετακίνηση τριάντα, περίπου, χιλιάδων προσφύγων στο κόλπο του Ντάντσιχ. Μοναδική σωτηρία τους η διαφυγή τους από την θάλασσα. Τα αντίποινα και τα βασανιστήρια του Κόκκινου Στράτου είχαν γίνει γνωστά σε όλους. Μέχρι τότε, η θαλάσσια γέφυρα των Γερμανών είχε μεταφέρει με ασφάλεια πάνω από δυο εκατομμύρια πρόσφυγες από την Ανατολική και Δυτική Πρωσία, Λιθουανία και άλλα δυτικά λιμάνια.
Το λιμάνι του Pillau, δεν μπορούσε να δεχτεί πολύ μεγάλα πλοία και έτσι το βασικό λιμάνι για την εκκένωση των ακτών της Βαλτικής ήταν η Gdynia (Gotenhafen), Βόρεια του Ντάντσιχ. Ο Αρχιναύαρχος Νταίνιτς, έδωσε τη διαταγή έναρξης της επιχείρησης Hannibal, της μαζικής εκκένωσης προσφύγων με τέσσερα μεγάλα πλοία, μόλις στις 21 Ιανουαρίου. Στις 30 Ιανουαρίου, το μεγαλύτερο κρουαζιερόπλοιο της Γερμανίας, το «Wilhelm Gustloff», σχεδιασμένο να μεταφέρει 2.000 εργάτες σε διακοπές, σύμφωνα με το πρόγραμμα «Δύναμη και Χαρά», απέπλευσε με περίπου 6.600 – 9.000 επιβάτες. Την επόμενη νύχτα, ενώ το συνόδευε μια μονοκινητήρια τορπιλάκατος, εντοπίσθηκε από ένα Σοβιετικό υποβρύχιο του στόλου της Βαλτικής. Ο κυβερνήτης του, ο Α.Ι. Marinesco, εκτόξευσε τρεις τορπίλες. Και οι τρεις βρήκαν το στόχο τους. Οι εξαντλημένοι πρόσφυγες, μέσα στον ύπνο τους, πανικοβλήθηκαν. Απεγνωσμένα προσπάθησαν να φτάσουν στις σωσίβιες λέμβους. Πολλοί αποκλείστηκαν στο κάτω μέρος του πλοίου, καθώς η παγωμένη θάλασσα έμπαινε από παντού. Η εξωτερική θερμοκρασία άγγιζε τους -18ο Κελσίου. Οι σωσίβιες λέμβοι που είχαν ρίχτει στη θάλασσα, ανατράπηκαν από τους απελπισμένους πρόσφυγες που μάταια προσπαθούσαν να χωρέσουν επάνω. Το πλοίο βυθίστηκε σε λιγότερο από μια ώρα. Ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους υπολογίζεται από 5.300 ως 7.400. Οι 1.300 επιζήσαντες διασώθηκαν από διάφορα πλοία, με επικεφαλής το βαρύ καταδρομικό «Admiral Hipper». Ήταν η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στην ιστορία. Ακόμα και σήμερα, οι Ρώσοι ιστορικοί μένουν προσκολλημένοι στην επίσημη γραμμή και ισχυρίζονται ότι το πλοίο μετέφερε «πάνω από 6.000 χιλιάδες ναζιστές, από τους οποίους οι 3.700 ήταν πληρώματα Υποβρυχίων». Το κύριο ενδιαφέρον της Ρωσίας δε φαίνεται να στρέφεται στη μοίρα των θυμάτων, αλλά στο θρίαμβο του πλοίαρχου Α.Ι. Marinesco. Η πρόταση να ανακηρυχτεί ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης απορρίφθηκε από τη NKVD (Σοβιετική Μυστική Αστυνομία), επειδή είχε συνάψει σχέση με κάποια αλλοδαπή, έγκλημα για το οποίο παραλίγο να δικαστεί από το ναυτοδικείο και να σταλεί αυτομάτως στα γκούλαγκ (βαριά καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία). Μόλις το 1990, μετά θάνατον, «την παραμονή της 45ης επετείου της νίκης», ανακηρύχτηκε τελικά ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης.
Στο βιβλίο «Die Gustloff Katastrophe» του Heinz Schon, χρησιμοποιώντας νέες πήγες, ο συγγραφέας υπολόγισε τον αριθμό των νεκρών στους 9.343. «Στο καράβι υπήρχαν 10.582 επιβάτες, 8.956 ήταν πρόσφυγες κυρίως γυναίκες και παιδιά. Το πλοίο βυθίστηκε μέσα σε 62 λεπτά, μόνο οι 1.239 σώθηκαν». Ο ίδιος ήταν ένας από τους επιβιώσαντες.

Το πλοίο GENERAL VON STEUBEN. ΦΩΤΟ: Wikipedia
Το νοσοκομειακό πλοίο «Steuben», τορπιλίστηκε λίγες ημέρες αργότερα από το ίδιο σοβιετικό υποβρύχιο. Στο «Steuben», επέβαιναν 2.800 τραυματίες, 800 πρόσφυγες, 100 στρατιώτες, 172 άτομα προσωπικό για πλωτό νοσοκομείο συμπεριλαμβάνοντας γιατρούς και νοσοκόμους, 12 νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, 64 χειριστές για τα αντιαεροπορικά όπλα προστασίας του πλοίου, 61 αξιωματικοί και 165 άτομα πλήρωμα, γενικό σύνολο 4.267 άτομα. Από αυτούς σώθηκαν μόνο οι 659.
Σχεδόν ενάμισι μήνα μετά από την βύθιση του «Steuben», άλλη μια τραγωδία θα καταγραφεί σαν την δεύτερη μεγαλύτερη απώλεια σε ζωές, στην ιστορία της παγκόσμιας ναυτιλίας.
Το επιβατικό / φορτηγό πλοίο «Goya», τορπιλίζεται από σοβιετικό υποβρύχιο, αμέσως μετά την αναχώρησή του. Ο πλοίαρχος Vladimir Konovalov, εξαπολύει δύο τορπίλες εναντίον του, όπου πετυχαίνουν το καράβι στο κέντρο. Το πλοίο κόβεται στην μέση και βυθίζεται σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά, μέσα στον κόλπο του Ντάντσιχ. Μια από τις πιο αξιόπιστες πηγές αναφέρει πως στο πλοίο ήταν στοιβαγμένοι 7.000 πρόσφυγες και τραυματισμένοι στρατιώτες.
Μόνο 183 από αυτούς θα σωθούν. Ο Konovalov τιμήθηκε με το παράσημο «ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης».
Για την ολοκλήρωση αυτού του άρθρου καταδύθηκαν: ο Δαμιανός Βερόπουλος, ο Αριστοτέλης Ζερβούδης, ο Βασίλης Μεντόγιαννης, ο Κωστής Μητσοτάκης και ο Παναγιώτης Σταυρόπουλος

Το Περί Αλός προτείνει:
Από την ενότητα ΝΑΥΑΓΙΑ:
Η ΒΥΘΙΣΗ ΤΟΥ ΒΙΛΧΕΛΜ ΓΚΟΥΣΤΛΟΦ. ΕΝΑ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΟΛΕΜΟΥ. Πιέσατε ΕΔΩ
 
Από την ενότητα ΕΝΑΛΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ:
«3.800 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…» Πιέσατε ΕΔΩ
Επισκεφθείτε την ομάδα UFR TEAM . Πιέσατε ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο