Η υπογραφή του Χατζηγιάννη Μέξη |
Η ζωή και η δράση του Χατζηγιάννη Μέξη είναι συνυφασμένες με την ιστορία των Σπετσών και τη συμβολή του νησιού, τόσο στην ανάπτυξη της ναυτιλίας κατά την προεπαναστατική περίοδο, όσο και στη ναυτική εποποιΐα του 1821.
Ο Χατζηγιάννης Μέξης ήταν τον ενδοξότερο τέκνο της οικογένειας Μέξη. Η οικογένεια κατάγεται από το Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου. Καταδιωγμένη από τους Τούρκους διασκορπίσθηκε, στις αρχές του 18ου αιώνα, σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Γενάρχης της οικογένειας των Σπετσών είναι ο οπλαρχηγός Θεόδωρος Μέξης.
Πρωτότοκος γιός του Θεοδώρου, ο Ιωάννης, γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1756[Σημ.1]. Επειδή ήταν βαθύτατα θρησκευόμενο άτομο, μετέβη στους Αγίους Τόπους, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1790, βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη κι έλαβε την προσωνυμία Χατζής. Παντρεύτηκε τη Διαμάντω, κόρη του εύπορου Πελοποννήσιου εμπόρου Νικολού Μωραΐτη, με την οποία απέκτησε εννέα παιδιά (τέσσερις γιούς και πέντε θυγατέρες). Με τις επιγαμίες και τις επιγαμβρίες κατάφερε να συγγενεύσει με τις πλέον σημαίνουσες οικογένειες των Σπετσών (του Γεωργίου Ανδρούτσου, του Ανδρέα Χατζηαναργύρου, της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, του Γεωργίου Κούτση) και να ισχυροποιήσει τη θέση του ως ο ηγέτης της «αριστοκρατικής» μερίδας του νησιού.
Ο Χατζηγιάννης Μέξης από τα νεανικά του χρόνια ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα και χάρις στην ευφυΐα του και τον ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του απέκτησε μεγάλη περιουσία, ασκώντας το εμπόριο με τα πλοία του. Το μέγεθος των εμπορικών δραστηριοτήτων του και ο πλούτος που συγκέντρωνε ήσαν τόσο μεγάλα, ώστε αναφέρεται από τους χρονικογράφους της εποχής, ότι η ζημιά που προκλήθηκε, στα 1803, από την απώλεια ενός πλοίου του και του σιτοφορτίου του, εξ αιτίας της αιχμαλωσίας του από πειρατές, ζημιά που ανερχόταν στο ποσό των 90.000 δίστηλων, καλύφθηκε από τα κέρδη άλλων πλοίων του μέσα στον ίδιο χρόνο[Σημ.2].
Ανάμεσα στα έτη 1795-1798, έκτισε το αρχοντικό του που και αυτό αποτελεί δείγμα της οικονομικής ευρωστίας του. Το αρχοντικό, με προτροπή του Γ. Σωτηρίου, δωρήθηκε στο Κράτος το 1938, από τις κληρονόμους του Καλομοίρα Μέξη και Νικέτα Θερμισιώτη-Κατσίνα και έκτοτε στεγάζει το Μουσείο του νησιού.
Στα τέλη του 1818, με σουλτανικό φιρμάνι ο Μέξης διορίσθηκε «Ναζίρ» των Σπετσών δηλαδή ο πρώτος των προκρίτων, έχοντας υπό τις διαταγές του τον «Ζαπίτη» (διοικητή) του νησιού. Ο διορισμός αυτός σηματοδοτεί την αυτονόμηση και τυπικά πλέον του νησιού, από την διοίκηση της Ύδρας.
Κατά τις προεπαναστατικές εμφύλιες διαμάχες των Σπετσιωτών, τα αίτια των οποίων εντοπίζονται στη φιλαρχία και φιλοπρωτία των δύο ισχυρότερων οικογενειών του νησιού, των Μέξηδων και των Μποτασαίων, ο Χ’’Γιάνης Μέξης αρχηγός της «αριστοκρατικής» μερίδας υπερίσχυσε των αδελφών Γκίκα και Παναγιώτη Μπόταση που ήσαν οι αρχηγοί της αντίπαλης «λαϊκής» μερίδας. Οι διαμάχες ανάμεσα στις δύο παρατάξεις συνεχίσθηκαν μέχρι τις παραμονές της Επαναστάσεως. Τότε, «… εν αναμονή της εξέγερσης των Ελλήνων κατά των Τούρκων, πρυτάνευσαν άλλες διαθέσεις, κυριάρχησε το συναίσθημα της φιλοπατρίας, οι διαφορές και διαμάχες παραμερίστηκαν και επήλθαν η συμφιλίωση, η σύμπνοια και η συνεργασία, τόσο απαραίτητες για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού»[Σημ.3].
Αμέσως μόλις άρχισε η Επανάσταση, οι Πελοποννήσιοι ανήγγειλαν προς τους Σπετσιώτες και τους Υδραίους τα γεγονότα, τονίζοντες την ανάγκη της άμεσης σύμπραξης. Όπως γράφει ο Ανάργ. Χατζηαναργύρου: «το κοινόν φρόνημα εξηγέρθη εντονώτατα εν Σπέτσαις το παραυτίκα και ην έτοιμον να εκραγή, πλην δεν προέβησαν εις έργον οι οικοκυραίοι αμέσως»[Σημ.4].
Η διστακτικότητα του Χατζηγιάννη Μέξη και μεγάλης μερίδας των Σπετσιωτών προκρίτων, όπως εξάλλου και των Κουντουριώτηδων και του συνόλου σχεδόν των προκρίτων της Ύδρας[Σημ.5] οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι δεν είχαν πειστεί απολύτως από τις διαβεβαιώσεις των απεσταλμένων της Φιλικής Εταιρείας, σχετικά με την άρτια προετοιμασία και οργάνωση του Αγώνα. Δεν πρέπει ακόμη να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι οι καραβοκυραίοι διακινδύνευαν πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ότι οι Πελοποννήσιοι ή οι Στερεοελλαδίτες. Συγκεκριμένα, τα νησιά είχαν εξασφαλίσει καθεστώς αυτοδιοίκησης με μοναδική υποχρέωση την πληρωμή των φόρων και την αποστολή ναυτών (τωνμελλάχηδων) για την επάνδρωση των πλοίων του οθωμανικού στόλου. Οι Σπετσιώτες μάλιστα, είχαν καταφέρει να απαλλαγούν από την υποχρέωση να στέλνουν ετησίως 100 ναύτες, καταβάλλοντας 300-500 γρόσια για κάθε ναύτη. Επίσης, οι καραβοκυραίοι θα συμμετείχαν στον πόλεμο με τα πλοία τους, που ταυτίζονταν με την περιουσία τους και το κεφάλαιό τους, πράγμα που σημαίνει ότι οι ζημιές που θα υφίσταντο κατά τις εχθροπραξίες, δεν θα ήταν δυνατό να αποκατασταθούν πλήρως, ακόμη και εάν ο αγώνας θα είχε αίσια έκβαση. Οι Σπετσιώτες ιδιαίτερα, είχαν νωπές ακόμη τις μνήμες από την ολοκληρωτική καταστροφή της πατρίδας τους, όταν έλαβαν μέρος στα Ορλωφικά. Όμως, παρά τους ενδοιασμούς τους οι Σπετσιώτες έστειλαν, στις 30 Μαρτίου, στο στρατόπεδο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, 5000 δεσμίδες πυριτιδοβολών (φυσικιών).
Όσο περνούσαν οι μέρες, επλήθαιναν και οι αγωνιώδεις εκκλήσεις από τους προκρίτους της Πελοποννήσου προς τους ομολόγους τους των Σπετσών και της Ύδρας. Ο Χατζηγιάννης Μέξης μετέβη στην Ύδρα, προκειμένου να συνεννοηθεί με τους Υδραίους ώστε τα δύο νησιά να επαναστατήσουν από κοινού. Ο Μέξης συναντήθηκε και συζήτησε με τους Υδραίους προκρίτους· συμφώνησαν μεν για την ανάγκη της εξέγερσης, δεν μπόρεσαν όμως να ορίσουν την ημέρα έναρξης της Επαναστάσεως στα νησιά, καθώς οι Υδραίοι πρόκριτοι αντιμετώπιζαν προβλήματα λόγω του κινήματος του πλοιάρχου εταιριστή Αντωνίου Οικονόμου, ο οποίος από τις 26 Μαρτίου είχε καταλύσει την τοπική αρχή και ασκούσε «δικτατορική» εξουσία.
Στο μεταξύ η εξέλιξη των γεγονότων στις Σπέτσες ήταν ραγδαία. Το Σάββατο 2 Απριλίου, έγινε σύσκεψη των προκρίτων του νησιού, στο σπίτι του φιλικού Γεωργίου Πάνου. Οι περισσότεροι από τους συγκεντρωθέντες πρότειναν πάλι την αναβολή μέχρις ότου βγει στον Αγώνα και η Ύδρα. Έτσι η σύσκεψη έληξε χωρίς να ληφθεί καμία απόφαση. Μετά το συμβούλιο όμως, οι Παναγιώτης Μπότασης, Γεώργ. Πάνου, Βασίλειος Ν. Λαζάρου-Ορλώφ, Δημήτριος Σκλιάς, Ηλίας Θερμισιώτης και Αναστάσιος Ανδρούτσος, δηλαδή οι πρώτοι Σπετσιώτες φιλικοί, εξώθησαν τους ανθρώπους τους να καταλάβουν την Καγκελαρία δηλαδή το Διοικητήριο του νησιού. Η κατάληψη έγινε χωρίς καμία αντίσταση, άλλωστε κανείς Σπετσιώτης δεν αντιμαχόταν την αναγκαιότητα του εγχειρήματος, τα τουρκικά σύμβολα γκρεμίστηκαν και στη θέση τους υψώθηκε η επαναστατική σημαία. Το συγκεντρωμένο πλήθος με ενθουσιώδεις ζητωκραυγές επιδοκίμαζε τα γενόμενα. Ήταν ξημερώματα της Κυριακής 3 Απριλίου 1821 που συνέπιπτε με τον εορτασμό της Κυριακής των Βαΐων. Ο πρωτάρχοντας των Σπετσών Χ’’Γιάννης Μέξης, όπως προαναφέραμε, απουσίαζε στην Ύδρα. Αμέσως στάλθηκε πλοίο για να τον επαναφέρει στο νησί, γιατί η παρουσία του ήταν χρήσιμη και απολύτως αναγκαία[Σημ.6]. Στο συμβούλιο των προκρίτων υπό την προεδρία του επανελθόντα Χ’’Γιάννη Μέξη, όσοι είχαν ζητήσει την αναβολή για λόγους γενικότερου συμφέροντος έκριναν ότι έπρεπε να επιδοκιμάσουν τα τετελεσμένα κι έτσι ομόφωνα αποφάσισαν να κηρυχθεί η Επανάσταση και να εκπλεύσει ο στόλος. Ακολούθησε δοξολογία στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου προστάτη του νησιού. Τις απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας, συγκροτήθηκε τοπική διοίκηση με επικεφαλής τον Μέξη και στάλθηκαν απεσταλμένοι στην Πελοπόννησο, στην Ύδρα και στα Ψαρά για να κάνουν γνωστά τα γεγονότα. Αποφασίσθηκε ακόμη, να σταλούν πλοία στις ακτές του Ελλησπόντου και της Μικράς Ασίας προκειμένου να ξεσηκώσουν τον ελληνικό πληθυσμό και για να ενεργήσουν καταδρομές, και κυρίως αποφασίσθηκε να αποπλεύσουν δύο μοίρες, η μία από 11 πλοία προς την Μονεμβασία και η δεύτερη από 8 πλοία για το Ναύπλιο, για να αποκλείσουν από τη θάλασσα αυτά τα δύο ισχυρά φρούρια.
Η συμβολή του Μέξη στον Αγώνα της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας υπήρξε μεγάλη και ποικίλη. Ο ναύαρχος Ι. Θεοφανίδης γράφει: «απέβη ο Μέξης εξέχουσα προσωπικότης, προς την οποίαν ετηρήθησαν εστραμμένα τα βλέμματα του Πανελληνίου, καθ’ όλην την διάρκειαν του ιερού αγώνος»[Σημ.7].
Τα πλοία του Χ’’Γιάννη Μέξη που έλαβαν μέρος στη ναυτική εποποιΐα του 1821 ήσαν ο‘Θεμιστοκλής’, ο ‘Λεωνίδας’, ο ‘Περικλής’ και ο ‘Επαμεινώνδας’, βρίκια ναυπηγημένα ανάμεσα στα έτη 1816-1820. Σύμφωνα με τον ιστορικό των Σπετσών Ανάργυρο Χατζηαναργύρου, «κατετάσσοντο εις την πρώτην τάξιν των πλοίων του Ελληνικού Στόλου διά την κομψότητα, το νεουργόν και ηγεμονικόν αυτών κάλλος»[Σημ.8]. Ο Μέξης ήταν επίσης συνιδιοκτήτης με σημαντικό μερίδιο και στα πλοία των γαμπρών του ‘Αφροδίτη’(Γεωργίου Ν. Λάμπρου), ‘Θεμιστοκλής’ (Γεωργίου Κούτση), ‘Αρχιδούξ Μιχαήλ’ (Νικολάου Αδριανού), ‘Κόντε Μπένιξ’ και ‘Αλέξανδρος Α΄’ (Γκίκα Τσούπα). Εκτός των πλοίων του πρόσφερε το υπέρογκο ποσόν των 735.360 χρυσών δραχμών για τη συντήρηση, επάνδρωση και κίνησή τους. Ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος γράφει ότι οι οικονομικές προσφορές του Μέξη, ήσαν ανάλογες με εκείνες των Κουντουριώτηδων της Ύδρας[Σημ.9]. Η αφειδώλευτη και πρόθυμη χρηματοδότηση του Αγώνα, αποδεικνύεται από την χαμηλή οικονομική κατάσταση της οικογένειας στα μετά την Επανάσταση χρόνια, που δεν συγκρίνεται με τον πριν από την Επανάσταση πλούτο της.
Ο Μέξης, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του δεν είχε ενεργό συμμετοχή στον καθαρά πολεμικό τομέα, αλλά προέδρευε στα συμβούλια των προκρίτων του νησιού σε όλο το διάστημα του Αγώνα. Επίσης ο Δημήτριος Υψηλάντης τον είχε τοποθετήσει ως πρόεδρο της επιτροπής που όριζε την εξ ίσου διανομή της λείας ανάμεσα στην Κοινότητα και στους ναυτικούς. Εκτός των τοπικών καθηκόντων του, έλαβε μέρος ως εκλεγμένος πληρεξούσιος των Σπετσιωτών στις εργασίες των Εθνοσυνελεύσεων της Επιδαύρου και του Άστρους. Στις περιστάσεις εκείνες, παρουσιάσθηκαν πολλά και σοβαρά ζητήματα στη διοίκηση του νησιού και πολλές δυσχέρειες στην ομαλή εξέλιξη της Επαναστάσεως. Ο Μέξης με την ευστροφία του πνεύματός του συνέβαλε στο να ξεπερασθούν οι δυσκολίες, διατήρησε τις υποθέσεις του νησιού σε τάξη και το κυριότερο, πέτυχε με τη συνετή πολιτική του, ώστε οι Σπέτσες, να μην εμπλακούν στη δίνη των εμφύλιων διαμαχών που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως κι έτσι να συνεχισθεί απρόσκοπτα η προσφορά των Σπετσιωτών, όπου το εθνικό καθήκον τους καλούσε.
Το γεγονός όμως, για το οποίο ο Χατζηγιάννης Μέξης διεκδικεί εξαιρετική θέση στην ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως είναι η προ των Σπετσών Ναυμαχία της 8ηςΣεπτεμβρίου 1822. Ο γέροντας άρχοντας αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πατρική γη ανυπεράσπιστη και αποφάσισε να οργανώσει την άμυνά της. Στην απόφασή του αυτή τον ακολούθησαν ο γιός του Νικόλαος, οι γαμβροί του Ιωάννης Κούτσης, Δημήτριος Λάμπρου ή Λεωνίδας και Νικόλαος Λαζάρου και 53 ακόμη Σπετσιώτες, που ορκίσθηκαν να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, σκοτώνοντας στην ανάγκη οι ίδιοι τον πρώτο που θα λιποτακτούσε, ακόμη και αν ήταν ο ίδιος ο αδελφός τους. Έτσι κάτω από τις διαταγές του Μέξη κατασκευάσθηκαν τρία κανονιοστάσια με πιο ισχυρό εκείνο στην είσοδο του Παλιού Λιμανιού. Καθώς αναφέρει η παράδοση, ο Μέξης διέταξε και τοποθετήθηκαν όσα φέσια υπήρχαν, στα καραμπούσια (ασφόδελοι) που φυτρώνουν άφθονα στο νησί, και άναψαν φωτιές σε διάφορα σημεία, ώστε να προξενείται στον εχθρό η εντύπωση ότι στο νησί υπήρχε πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη. Στην πλέον κρίσιμη φάση της ναυμαχίας, με τις προτροπές «του ευπατρίδου πρεσβύτου Χατζηγιάννη Μέξη επικαλουμένου [...] πατρίδαν, θρησκείαν και τιμήν»[Σημ.10], εφορμά κατά της τουρκικής ναυαρχίδας ο ηρωϊκός πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, η παράτολμη ενέργεια του οποίου σήμανε την υποχώρηση του εχθρικού στόλου και την ματαίωση των σχεδίων του για την καταστροφή των δύο ελληνικών ναυτικών βάσεων Σπετσών και Ύδρας και τον ανεφοδιασμό του αποκλεισμένου από τη θάλασσα Ναυπλίου.
Μετά την απελευθέρωση ο Μέξης προσβλέπει με πίστη στο εθνικό έργο του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Παρέμεινε μέχρι τέλους ένθερμος οπαδός και πιστός φίλος του, όπως και η μέγιστη πλειονότητα των Σπετσιωτών. Ο Καποδίστριας, ο οποίος εκτιμούσε τον χαρακτήρα και τον απέριττο τρόπο ζωής του πρωτάρχοντα των Σπετσών, τον διόρισε πρόεδρο της Εφορευτικής επιτροπής για την ανέγερση του κτηρίου του αλληλοδιδακτικού σχολείου και τη διαχείριση της περιουσίας της Μονής του Αγίου Νικολάου. Ένα γεγονός το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί, είναι ότι ο Μέξης από τους πρώτους αντιλήφθηκε την ανάγκη της μόρφωσης των νέων και συνέλαβε την ιδέα δημιουργίας σχολείου στις Σπέτσες. Για τον σκοπό αυτό, τον Οκτώβριο του 1813 πρόσφερε στην Κοινότητα 1.000 τάλληρα για την ίδρυση σχολείου και 200 κάθε χρόνο για τη συντήρησή του, ενώ και στη διαθήκη του προνόησε για την οικονομική ενίσχυση του δημιουργήματός του.
Ο Μέξης ετιμάτο ιδιαιτέρως και από τον βασιλέα Όθωνα και τον πατέρα του βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκο, τον οποίο είχε φιλοξενήσει στο αρχοντικό του, όταν αυτός, στα 1835, επισκέφθηκε τις Σπέτσες. Δείγμα της βασιλικής εύνοιας προς το πρόσωπο του Μέξη είναι και ο διορισμός του ως Συμβούλου της Επικρατείας σε τακτική υπηρεσία. Στις 9 Μαΐου 1841, ο ίδιος ο Όθωνας κατά την διάρκεια μιάς συγκινητικής τελετής στο αρχοντικό του, παρασημοφόρησε τον Μέξη, με το ανώτατο παράσημο του ελληνικού Κράτους, τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος.
Ο πρωτάρχοντας Χατζηγιάννης Μέξης πέθανε στις Σπέτσες σε ηλικία 88 ετών, τη νύκτα της 22ας προς 23ηΑυγούστου 1844, αφού έζησε « με πλούτο, δόξα και τιμή και εκυριάρχησε με την ισχυρή προσωπικότητά του πάνω στο νησί και στη ζωή του»[Σημ.11].
Η οικογένεια του Χατζηγιάννη Μέξη.
Ο Χ”Γιάννης Μέξης είχε δύο αδελφούς. Τον Θεοδωράκη Μέξη, πρόκριτος και αυτός του νησιού χωρίς όμως τα ηγετικά προσόντα του αδελφού του, και τον Λάζαρο Μέξη που σε νεαρή ηλικία μετανάστευσε στην Τεργέστη.
Από τους τέσσερις γιούς του Χ”Γιάννη Μέξη, ο πρωτότοκος Θεόδωρος (γενν. 1787) έλαβε μέρος στον Αγώνα ως πλοίαρχος του πατρικού πλοίου ‘Θεμιστοκλής’. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1821, στη ναυμαχία του Κυπαρισσιακού κόλπου, ο ‘Θεμιστοκλής’ προσάραξε στις αμμώδεις εκβολές του Αλφειού και εγκαταλείφθηκε από το πλήρωμά του, αφού προηγουμένως του έβαλε φωτιά, την οποία όμως έσβησαν εγκαίρως οι Τούρκοι και κυρίευσαν το πλοίο. Ο Χ’’Γιάννης Μέξης στο άκουσμα της είδησης στενοχωρήθηκε όχι τόσο για την απώλεια του πλοίου αλλά γιατί αυτό έγινε λεία του εχθρού. Μετά την ίδρυση του ελληνικού Κράτους διετέλεσε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου και βουλευτής Σπετσών. Ο δευτερότοκος Νικόλαος (1799-1883) εξελέγη πληρεξούσιος του νησιού σε τρεις εθνοσυνελεύσεις, ενώ μετά την απελευθέρωση χρημάτισε πρώτος δήμαρχος Σπετσών (1835), γερουσιαστής (1847-1861) και υπουργός Ναυτικών στην τελευταία οθωνική κυβέρνηση του Γενναίου (Ιωάννη) Κολοκοτρώνη (Μάϊος-Οκτώβριος 1862). Ο τρίτος γιός Παναγιώτης (1800-1885) έλαβε μέρος στον Αγώνα με ιδιόκτητο πλοίο του και διετέλεσε πρόεδρος της Δημογεροντίας Σπετσών. Ο υστερότοκος Γεώργιος (1810-1837), πέθανε σε νεαρή ηλικία στο Ναύπλιο, όντας νυμφευμένος με την κόρη του Υδραίου άρχοντα Γεωργίου Κουντουριώτη.
Από τις θυγατέρες του, η Καλομοίρα παντρεύτηκε τον Ανδρέα Χατζηαναργύρου, η Ευγενία τον Δημήτριο Λάμπρου ή Λεωνίδα, η Άννα τον Ιωάννη Γκίκα Τσούπα, η Αικατερίνη τον Ιωάννη Κούτση και η Μαρούσα το Νικόλαο Λαζάρου-Ορλώφ.
όψεις και απόψεις στις Σπέτσες
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva nikolas blogspot
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.