Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ και το κληροδότημά του στην ελληνική κοινωνία


Θρύλος της ελληνικής & παγκόσμιας ναυτιλίας






Σταύρος Νιάρχος (1909-1996).
ΦΩΤΟ: Συλλογή Ιδρύματος
Σταύρος Σ. Νιάρχος.

Του Ιωάννη Παλούμπη, Αντιναυάρχου ΠΝ εα

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό 
«Περίπλους της Ναυτικής Ιστορίας»,
τ. 83, σελ. 4, ΑΠΡ-ΙΟΥΝ 2013, 
εκδ. Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός 
με την έγκριση του ΝΜΕ.

Εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού εφοπλισμού, ο Σταύρος Νιάρχος κατόρθωσε να φτάσει τις παγκόσμιες κορυφές επιχειρηματικότητας και αναγνώρισης στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Το επιχειρηματικό του ένστικτο καθόρισε την πορεία όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της διεθνούς ναυτιλίας στον τομέα των δεξαμενοπλοίων. Από τους δυναμικότερους και πλέον επιτυχημένους επιχειρηματίες, ένας εκ των θεμελιωτών του μεταπολεμικού ελληνικού θαύματος στην ναυτιλία. Ο ανταγωνισμός του σε προσωπικό και επιχειρηματικό επίπεδο με τον Αριστοτέλη Ωνάση τροφοδότησε τις στήλες των εφημερίδων όλου του κόσμου και διαμόρφωσε μέρος του προσωπικού του μύθου.

Θα πρέπει εξ αρχής να τονισθεί ότι ο Σταύρος Νιάρχος δεν είχε οικογενειακή παράδοση στη ναυτιλία. Μόνος του αντελήφθη τις δυνατότητες που ανοίγονταν με αυτή την επιχειρηματική ενασχόληση, επιδόθηκε σ’ αυτήν, διαμόρφωσε το δικό του δόγμα, δημιούργησε μια αμύθητη περιουσία και περί το τέλος της ζωής του ελάττωσε την έκθεσή του σ’ αυτό το ευμετάβλητο πεδίο, έχοντας επενδύσει σε άλλους λιγότερο επικίνδυνους τομείς της οικονομίας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1909 και η καταγωγή του ήταν από την Λακωνία. Ήταν γιος του Σπύρου Νιάρχου και της Ευγενίας Κουμάνταρου. Αποφοίτησε από το Δημόσιο Βαρβάκειο Γυμνάσιο και στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, το 1929, ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στην οικογενειακή επιχείρηση αλευρόμυλων «Ευρώτας». Η εταιρεία, που έδρευε στον Πειραιά, είχε ιδρυθεί από τον πατέρα του Σπύρο, ύστερα από την επιστροφή του από την Αμερική, όπου είχε μεταναστεύσει, και στη συνέχεια είχε πωληθεί στην οικογένεια της γυναίκας του.
 





Η προσωπική θαλαμηγός του Σταύρου Νιάρχου, “Κρεολή”,
ήταν το μεγαλύτερο ιδιωτικό ιστοπλοϊκό της εποχής του.
[πηγή: Γιάννης Κ. Φραγκούλης, Ο Σταύρος Νιάρχος όπως
τον έζησα, Εκδόσεις Φερενίκη, 2001.]

Με την επιχειρηματική του ευφυΐα ο Νιάρχος κατόρθωσε να κλείσει επωφελείς για την επιχείρηση των θείων του συμβάσεις και εξασφάλισε σιτάρι από τη Ρωσία σε πολύ χαμηλές τιμές, γεγονός που επέτρεψε την απρόσκοπτη λειτουργία του αλευρόμυλου στην περίοδο της κρίσεως που είχε δημιουργηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Παράλληλα, έπεισε τους θείους του να επενδύσουν στην αγορά φορτηγών ατμόπλοιων για τη μεταφορά του σταριού επωφελούμενοι από τα έξοδα των κομίστρων. Στο τέλος της δεκαετίας του ’30 είχε κατορθώσει να αποκτήσει το 60% ενός των πλοίων των θείων του, του φορτηγού πλοίου «Μαλέας» και είχε, ήδη, ανοίξει γραφείο για τη διαχείρισή του.

Λίγο πριν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, τον Σεπτέμβριο του 1939, ο Σταύρος Νιάρχος αποχώρησε από την οικογενειακή επιχείρηση και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Εκεί αγόρασε δύο πλοία, το φορτηγό SS Bayou 2.605 grt, κατασκευής 1919 και το δεξαμενόπλοιο Olympic grt, κατασκευής του 1907, στα οποία ύψωσε παναμαϊκή σημαία.

Με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο ο Σταύρος Νιάρχος διέκοψε την επιχειρηματική του δραστηριότητα, επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τη λήξη του πολέμου. Η πτυχή αυτή της προσωπικότητας του Σταύρου Νιάρχου, το γεγονός δηλαδή, ότι έσπευσε να καταταγεί στο Ναυτικό με την έκρηξη του πολέμου, ενώ θα μπορούσε να το είχε αποφύγει, δεν έχει επαρκώς τονισθεί και δεν έχει αξιολογηθεί από τους αναρίθμητους βιογράφους του. Υπηρέτησε ως επίκουρος σημαιοφόρος στις ελληνικές κορβέτες, συγκεκριμένα στον «Κριεζή», σ’ ένα από τα σκληρότερα μέτωπα του ναυτικού πολέμου, αυτό του Ατλαντικού, συνοδεύοντας νηοπομπές, παρέχοντας προστασία από γερμανικά επιδρομικά επιφανείας, αεροπλάνα και υποβρύχια και λαμβάνοντας μέρος στην τελική φάση της απόβασης της Νορμανδίας τον Ιούνιο του 1944.




Ο Σταύρος Νιάρχος σε στιγμές
χαλάρωσης, στο μπαρ της
πλαζ της Σπετσοπούλας.
[πηγή: Γιάννης Κ. Φραγκούλης,
Ο Σταύρος Νιάρχος όπως τον
έζησα, Εκδόσεις Φερενίκη, 2001.]

Για την πολεμική του υπηρεσία ο Σταύρος Νιάρχος τιμήθηκε με τον «Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος», με τον «Ταξιάρχη του Τάγματος του Γεωργίου του Α’» και με τον Ταξιάρχη του Τάγματος των «Αγίων Γεωργίου και Κωνσταντίνου».

Τα πλοία του κατά τη διάρκεια του πολέμου επιτάχθηκαν και έλαβαν μέρος στο ρεύμα των εμπορικών πλοίων που τροφοδοτούσαν με παντοειδή υλικά τη Μεγάλη Βρετανία. Βυθίστηκαν και τα δύο το 1942 από γερμανικά υποβρύχια. Διεσώθη μόνο το Atlantic, το οποίο είχε αγοράσει το 1941.

Μετά τον πόλεμο διορίσθηκε επίτιμος ναυτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον και συγχρόνως μετέφερε τη βάση των επιχειρήσεών του στη Νέα Υόρκη, όπου παρέμεινε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οπότε και μεταφέρθηκε στο Λονδίνο.

Με τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις για τα πλοία του που χάθηκαν στον πόλεμο αγόρασε τέσσερα φορτηγά υπό παναμαϊκή σημαία. Από τα 100 liberties που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα από την αμερικάνικη κυβέρνηση με χαμηλότοκα δάνεια ως αναγνώριση των θυσιών και της προσφοράς της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στο συμμαχικό αγώνα, ο Νιάρχος αγόρασε δύο στα οποία έδωσε και τα ονόματα των πλοιάρχων που χάθηκαν στον πόλεμο μαζί με τα πλοία του, «Καπετάν Ι. Ματαράγκας» και «Καπετάν Ι. Παπάζογλου». Αργότερα, αγόρασε κι άλλα liberties από την αμερικανική αγορά.

Η δεκαετία 1947-1958 στάθηκε η πλέον αποφασιστική για την προσωπική του ζωή αλλά και για τη δημιουργία της επιχειρηματικής του αυτοκρατορίας.




Ο Σταύρος Νιάρχος με τη συζυγό του Ευγενία σε μία δεξίωση
του βασιλικού ζεύγους στα ανάκτορα της Κέρκυρας.
[πηγή: Γιάννης Κ. Φραγκούλης, Ο Σταύρος Νιάρχος όπως
τον έζησα, Εκδόσεις Φερενίκη, 2001.]

Σ’ αυτό συνετέλεσε πρώτον, ο γάμος του το 1947 με την Ευγενία Λιβανού, τη μεγάλη κόρη του Χιώτη μεγαλοεφοπλιστή Σταύρου Λιβανού. Ο γάμος αυτός τον καθιέρωσε ως μέλος της κοινότητας των «παραδοσιακών» Ελλήνων εφοπλιστών και του έδωσε τη δυνατότητα να υλοποιήσει τα σχέδια που του υπαγόρευε η επιχειρηματική του μεγαλοφυΐα. Με την Ευγενία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Φίλιππo, τον Σπύρο, τον Κωνσταντίνο και την Μαρία.

Δεύτερον, η παραμονή του στη Νέα Υόρκη μετά τον πόλεμο, την εποχή της κάθετης ανόδου της τιμής του πετρελαίου, η οποία απεδείχθη ιδιαίτερα σημαντική για την μετέπειτα επιχειρηματική του ανέλιξη. Ο Νιάρχος αντελήφθη πολύ γρήγορα την ανάγκη της αγοράς για δεξαμενόπλοια και εισήλθε άμεσα σ’ αυτή την αγορά με παραγγελίες σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά ναυπηγεία.

Η στρατηγική του στις προσκτήσεις πλοίων εφαρμόσθηκε σε δύο τομείς. Η χρηματοδότηση των ναυπηγήσεων εξασφαλιζόταν με εγγύηση από χρονοναυλώσεις που παρουσιάζονταν σε κλεισμένα συμβόλαια από μεγάλες και καθιερωμένες εταιρείες πετρελαίου. Ο δεύτερος τομέας ήταν η κατανόηση της σημασίας του μεγέθους των δεξαμενοπολοίων στη μείωση του λειτουργικού κόστους ανά μονάδα όγκου μεταφερομένου πετρελαίου.

Ο Νιάρχος άρχισε να ναυπηγεί όλο και μεγαλύτερα δεξαμενόπλοια και να εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες ζήτησης της αγοράς για όλο και μεγαλύτερους όγκους μεταφερομένων καυσίμων.





Η Ευγενία με τα δύο μεγαλύτερά της
παιδιά, τον Φίλιππο και τον Σπύρο, στην «Κρεολή».
[πηγή: Γιάννης Κ. Φραγκούλης,  Ο Σταύρος Νιάρχος
όπως τον έζησα, Εκδόσεις Φερενίκη, 2001.]

Ήταν η εποχή της ανασυγκρότησης από τον πόλεμο των χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής και η αγορά αναζητούσε τεράστιες ποσότητες καυσίμων για να ανταποκριθεί στην τάση των λαών να κλείσουν τις πληγές του πολέμου και να αντικρίσουν το μέλλον.

Ο επιχειρηματικός οργασμός αυτής της δεκαετίας ανεβάζει τον στόλο του από δύο πλοία των 14.480 κοχ. το 1947, σε 64 πλοία των 1.023.255 κοχ το 1958 από τα οποία τα 56 δεξαμενόπλοια και τα 8 φορτηγά. Έτσι, το 1958 γίνεται ο μεγαλύτερος εφοπλιστής ελληνόκτητου στόλου και ένας από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως. Στα ονόματα των πλοίων του έδινε ως πρώτο συνθετικό το επίθετο “παγκόσμιος” (world).

Η τεράστια αυτή εκτίναξη τον καθιέρωσε ως παράγοντα της ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών ναυπηγείων και συγχρόνως της ανάπτυξης των ιαπωνικών. Η τάση γιγαντισμού των δεξαμενοπλοίων συνεχίστηκε και κατά τις επόμενες δεκαετίες ώστε να επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακος, τόσο κατά τη ναυπήγηση όσο και κατά τη λειτουργία, στη διάρκεια της ζωής των πλοίων.

Πολύ γρήγορα μέσα στη δεκαετία του 1960 ο στόλος του αυξήθηκε σε 70 πλοία εκ των οποίων 55 δεξαμενόπλοια και 15 φορτηγά ανεβάζοντας τη χωρητικότητα σε 1,4 εκατομμύρια κοχ. Παραμένει σ’ αυτό το διάστημα αναμφισβήτητα ο πρώτος σε χωρητικότητα Έλληνας εφοπλιστής.

Η ανοδική πορεία της ναυτιλιακής επιχείρησης συνεχίστηκε μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Το 1975 διέθετε 31 δεξαμενόπλοια και 15 bulk carriers. Παρά την μείωση του αριθμού των πλοίων του, η χωρητικότητα ήταν σαφώς μεγαλύτερη και ο μικρότερος αριθμός πλοίων επέτρεπε την ευκολότερη διαχείριση του στόλου. Τη δεκαετία του 1980, την περίοδο της διεθνούς κρίσης στη ναυτιλία, ο Έλληνας εφοπλιστής στράφηκε στα bulk carriers, τα οποία θα αποτελέσουν τα δύο τρίτα του στόλου του. Έτσι, ο στόλος του το 1985 αριθμούσε 31 πλοία συνολικής χωρητικότητας 1,9 εκ. κ.ο.χ. (8 δεξαμενόπλοια, 2 πλοία μικτού φορτίου και 21 bulk carriers). Στα χρόνια που ακολούθησαν ο αριθμός των πλοίων του μειώθηκε περαιτέρω.

Τη δεκαετία του 1990 η διαχείριση του Ομίλου πέρασε στα χέρια των δύο γιων του Νιάρχου, Φίλιππου και Σπύρου και στον ανιψιό του Κωνσταντίνο Δρακόπουλο [1], ο οποίος εργαζόταν στις επιχειρήσεις του θείου, ήδη, από το 1953. Οι ναυτιλιακές δραστηριότητες του ομίλου μειώθηκαν αισθητά, ενώ παρατηρήθηκε μία στροφή και πάλι προς την κατεύθυνση των δεξαμενοπλοίων. Το 2000 ο στόλος αποτελούνταν από 2 bulk carriers, 4 δεξαμενόπλοια αργού πετρελαίου και 5 μεταφοράς παραγώγων πετρελαίου. Αργότερα ο Όμιλος Νιάρχου αποφάσισε να αποχωρήσει οριστικά από τις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Την περίοδο εκείνη από το σύνολο των επενδύσεων του ιδρύματος μόλις το 5% είχε σχέση με τη ναυτιλία, ενώ το υπόλοιπο 95% αφορούσε άλλου είδους δρα-στηριότητες και αξίες. Ο κίνδυνος, λοιπόν, το 5% να συμπαρασύρει σε προβλήματα τις άλλες επενδύσεις του Ομίλου ήταν μεγάλος και οδήγησε τους διαχειριστές στην πώληση του εναπομείναντος στόλου.

Ο Νιάρχος παράλληλα με τις ναυτιλιακές του δραστηριότητες στο διεθνή χώρο ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα και σε άλλους τομείς.

Η επενδυτική του δραστηριότητα στην Ελλάδα από το 1945 έως το 1975 επηρέασε ευεργετικά την ελληνική οικονομία καθώς αποτέλεσε ένα πυλώνα οικονομικής ενίσχυσης και συνεχούς χρηματοδότησης της αγοράς. Εκτός από τους χιλιάδες ναυτικούς που εργάζονταν στα πλοία και στις παραναυτιλιακές επιχειρήσεις υποστήριξης, το 1957 ίδρυσε τα ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Η επένδυση αυτή είχε σημαντική συμβολή στη ναυτιλιακή υποδομή της χώρας καθώς τα ναυπηγεία με την πάροδο του χρόνου και υπό τη στιβαρή διοίκηση του Νιάρχου έφτασαν να είναι τα μεγαλύτερα της Μεσογείου, απασχολώντας μέχρι και 6.000 εργαζόμενους στην περίοδο της ακμής τους. Τη δεκαετία του ’60 τα Ναυπηγεία κατασκεύασαν 27 SD-14, φορτηγά πλοία που αντικατέστησαν τα Liberties τα οποία έβγαιναν εκτός αγοράς λόγω παλαιότητας. Τη δεκαετία του ’70 ξεκίνησαν τη ναυπήγηση μιας σειράς 12 φορτηγών bulk carriers των 37.000 τόνων. Το πρώτο αυτής της σειράς παραδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1972. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ναυπήγησαν μια σειρά 6 πυραυλακάτων για το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό.
Το 1985 τα Ναυπηγεία κρατικοποιήθηκαν.
Το 1958 μαζί με τη διεθνή εταιρεία Mobil ανέλαβε τη διαχείριση των Διυλιστηρίων Ασπροπύργου. Η επιχείρηση κρατικοποιήθηκε το 1976.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 συμμετέσχε ως σημαντικός μέτοχος της εταιρείας “Αλουμίνιον Ελλάδος”, την οποία ίδρυσε η γαλλική εταιρεία Pechiney.
Η περίοδος του τέλους της δεκαετίας του ’50 ήταν ασφαλώς η γονιμότερη στην επίδειξη του επιχειρηματικού του ταλέντου.




Ο Σταύρος Νιάρχος στο δεξαμενόπλοιο
«Παγκόσμιος Αρμονία». Στη φωτογραφία, πίσω
από τον Νιάρχο, διακρίνεται ο Γιώργος Θεοτόκης
ενώ πιο πίσω ακολουθεί ο πλοίαρχος Χ. Παπαγιάννης,
 απόστρατος του Π.Ν. Το πλοίο ήταν
αγκυροβολημένο στο Φαληρικό Όρμο για να
εγγραφεί στα ελληνικά νηολόγια.
Η φωτογραφία έχει ληφθεί λίγο πριν την
τελετή υψώσεως της ελληνικής σημαίας.
[πηγή: Γιάννης Κ. Φραγκούλης, Ο Σταύρος Νιάρχος
όπως τον έζησα, Εκδόσεις Φερενίκη, 2001.]

Το 1958 αγόρασε τη Σπετσοπούλα και εγκατέστησε εκεί το προσωπικό του κατάλυμα για τον χρόνο που βρισκόταν στην Ελλάδα. Ιδιωτικά ελικόπτερα και αεροπλάνα μετέφεραν αυτόν και την οικογένειά του στα δρομολόγια του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Την ίδια εποχή κατασκεύασε την προσωπική του θαλαμηγό «Κρεολή» ένα εκπληκτικό τρικάταρτο σκαρί το οποίο διακόσμησε ο περίφημος Ισπανός ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί. Σε μεταγενέστερο χρόνο το πούλησε στη Σχολή Δοκίμων της Δανίας για να χρησιμοποιηθεί, κατόπιν μετασκευής, ως εκπαιδευτικό. Ο ίδιος κατασκεύασε τη θαλαμηγό «Ατλαντίς Ι» την οποία αργότερα πούλησε στον Άραβα επιχειρηματία Αμπντουλαζίζ, ενώ ο ίδιος κατασκεύασε τη νέα θαλαμηγό «Ατλαντίς ΙΙ».

Εκτός από τις μόνιμα νοικιασμένες σουίτες σε πολυτελή ξενοδοχεία, ο Νιάρχος διέθετε 16 ιδιόκτητες κατοικίες στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στην Ελλάδα είχε μία έκταση 330 στρεμμάτων στις Σπέτσες, ακριβώς απέναντι από τη Σπετσοπούλα και ακόμη μία, περίπου 2.000 στρεμμάτων στη Δυτική ακτή των Σπετσών.

Στη Γαλλία αξίζει να αναφερθούν ένα ιστορικό κτίριο στο Παρίσι, το «Hotel de Chanaleilles» το οποίο ανακαίνισε με την εποπτεία του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού, ένα αληθινό μουσείο με παλαιά έπιπλα, πίνακες και μοναδικά έργα τέχνης αμύθητης αξίας και το αρχοντικό του 17ου αιώνα “Le Manoir de Douville” στη Νορμανδία.

Τους χειμερινούς μήνες τους περνούσε στο Σαιντ Μόριτζ της Ελβετίας και έμενε στη “Villa Marguns”. Ήταν όμως ιδιοκτήτης και άλλων τριών Chalets. Στην ακίνητη περιουσία του περιλαμβάνονταν επίσης διαμερίσματα στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη και μία έπαυλη στις Μπαχάμες. Όποτε βρισκόταν στο Μόντε Κάρλο χρησιμοποιούσε για κατοικία την θαλαμηγό του «Ατλαντίς ΙΙ» στην οποία διέθεταν μόνιμο αγκυροβόλιο.

Η εκρηκτική προσωπικότητα του Νιάρχου δε σταμάτησε να μελετά, να σχεδιάζει και να υλοποιεί πολλαπλές επενδύσεις σε μετοχές, ακίνητα, έργα τέχνης και να εξαπλώνεται όλο και περισσότερο σε πολυσχιδείς δραστηριότητες, καθιστώντας τον έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.

Οι πολλαπλές και διαφορετικές επιχειρηματικές του δραστηριότητες βρέθηκαν στο επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας από την εποχή της σύστασης του «Ομίλου Νιάρχου», το 1939.

Ο Σταύρος Νιάρχος αναγνωρίστηκε ως ένας από τους πιο καινοτόμους και επιτυχημένους επιχειρηματίες του 20ού αιώνα.

Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 ο Νιάρχος πούλησε κάποιες από τις ναυτιλιακές του επιχειρήσεις και επεκτάθηκε στο εμπόριο διαμαντιών και τα χρηματοοικονομικά. Έφτασε να κατέχει το 2% της μεγαλύτερης τράπεζας του κόσμου, της Citibank.

Επένδυσε σε άλογα κούρσας με εκτροφεία στη Γαλλία και στις ΗΠΑ.

Συνέχισε να εμπλουτίζει τη συλλογή του έργων τέχνης με έργα Βαν Γκογκ, Γκόγια, Ελ Γκρέκο, Ρούμπενς και Πικάσο.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 συνέχισε να παραμένει στην κορυφή και συμπεριλαμβανόταν στους 100 πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, σύμφωνα με τη λίστα του περιοδικού «Fortune». Ο Σταύρος Νιάρχος απεβίωσε στις 15 Απριλίου 1996 αφήνοντας μια τεράστια περιουσία στους απογόνους του, ενώ κληροδότησε το 20% των περιουσιακών του στοιχείων για τη σύσταση ενός ιδρύματος που φέρει το όνομά του και έχει ως σκοπό την πραγματοποίηση δωρεών στους τομείς της τέχνης και του πολιτισμού, της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας.

Έτσι ένας μεγάλος ναυτιλιακός μύθος, που γεννήθηκε από έναν από τους αποκαλούμενους «χρυσούς» Έλληνες, περνά σαν διάττοντας αστέρας από το ελληνικό ναυτιλιακό στερέωμα, διαμορφώνει τη δική του διαδρομή, φτάνει στο ζενίθ της επιχειρηματικής του σταδιοδρομίας, αφήνει πίσω τα δικά του ίχνη και χάνεται.
http://perialos.blogspot.gr/2013/12/blog-post.html
 


Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva post

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο