Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Κοινωνική ταυτότητα – Κοινωνική αναπαράσταση – Στερεότυπα – Προκατάληψη

Σύμφωνα με τη θεωρία της «κοινωνικής ταυτότητας», κάθε άτομο που ζει στα πλαίσια ενός οργανωμένου κοινωνικού συνόλου τείνει να τοποθετεί τον εαυτό του σε ένα πλήθος κοινωνικών κατηγοριών-ομάδων. Το γεγονός αυτό έχει ως άμεση συνέπεια τον -σε μεγάλο βαθμό- προσδιορισμό της εικόνας του εαυτού μέσα από την ιδιότητα του μέλους αυτών των ομάδων. Σε πολλές περιπτώσεις η επιλογή της ιδιότητας του μέλους μιας ομάδας και συνεπώς ο προσδιορισμός του εαυτού από αυτή την επιλογή, δεν συντελείται τυχαία. Αντίθετα, εξυπηρετεί τη βασική ανάγκη του ατόμου να διαθέτει θετική εικόνα για τον εαυτό. Το άτομο έχει την ανάγκη να νιώθει ότι αξίζει. Περιπλανώμενο στον ωκεανό του κοινωνικού του κόσμου καταβάλει προσπάθεια να δαμάσει τον κυκεώνα των κοινωνικών δεδομένων, να τα τιθασεύσει και να επιβληθεί σε αυτά. Για το λόγο αυτό προβαίνει στην οργάνωσή τους μέσα από τη διαδικασία της κατηγοριοποίησης, η οποία έχει διττή σημασία: Κατηγοριοποιεί οτιδήποτε κοινωνικό και την ίδια στιγμή χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα της κατηγοριοποίησης για να κατηγοριοποιήσει και τον εαυτό. Η διαδικασία αυτή υπακούει πάντοτε στον βασικό κανόνα της διατήρησης της θετικής εικόνας του εαυτού. Αυτή η ιδιομορφία στην οργάνωση του κοινωνικού κόσμου έχει ως άμεση και διακριτή συνέπεια την απώλεια της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας στην κρίση του ατόμου. Τα κοινωνικά γεγονότα, οι κοινωνικές συνθήκες, τα πρόσωπα και η συμπεριφορά, η στάση και οι προθέσεις τους θεωρούνται σύμφωνα με μία υποκειμενική λογική που αποσκοπεί στην διαφύλαξη της θετικής εικόνας του ατόμου για τον εαυτό. Έτσι, το άτομο δεν κρίνει, αλλά συγκρίνει και ταυτόχρονα συγκρίνεται και τείνει να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά των εισερχόμενων κοινωνικών δεδομένων, προκειμένου να διατηρεί την αίσθηση της αξίας, η οποία λαμβάνει τη μορφή της διαφορετικότητας και της ανωτερότητας.

Σε αυτή τη διαδικασία το άτομο δεν είναι μόνο του. Δεν κρίνει από τον εαυτό για τον εαυτό και το αντίστροφο. Αντίθετα, κρίνει στη βάση της υπαγωγής του σε ένα μεγάλο αριθμό κοινωνικών ομάδων και των συμβολισμών που όλες αυτές οι ιδιότητες του μέλους φέρουν. Αντιμετωπίζει τα δεδομένα, συγκρίνει και οργανώνει με βασικό, πάντα, κριτήριο την προάσπιση της θετικής εικόνας του εαυτού. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό μοιάζει να είναι καταδικασμένο να προβαίνει σε προκατειλημμένες κρίσεις και στην οργάνωση του κοινωνικού του σύμπαντος σύμφωνα με πεποιθήσεις οι οποίες δεν συνιστούν το αποτέλεσμα μιας ολοκληρωμένης γνωσιακής επεξεργασίας αλλά μιας μονομερούς, βεβιασμένης και απλουστευμένης αποκρυστάλλωσης. Απόρροια αυτής της κατάστασης είναι η τάση του να θεωρεί και τα υπόλοιπα άτομα που συναπαρτίζουν το κοινωνικό σύνολο σύμφωνα με αυτή τη λογική στη βάση και της δική τους ένταξης σε ομάδες, της δικής τους κοινωνικής ταυτότητας. Ορίζει, διαχωρίζει, κατανέμει σε κατηγορίες, αποδίδει χαρακτηρισμούς και με αυτό τον τρόπο «τακτοποιεί» τους άλλους σε ομάδες και κοινωνικές κατηγορίες ως όμοιους, ανώτερους και κατώτερους. Ο διομαδικός διαχωρισμός και η υποτίμηση των μελών κάποιων κοινωνικών ομάδων προστατεύει το γόητρο της ομάδας, άρα και του ιδίου, και ταυτόχρονα ενισχύει την αίσθηση της αξίας του εαυτού δίνοντας την εντύπωση ότι υπάρχουν άτομα που αξίζουν λιγότερο, κινούνται σε κατώτερα κοινωνικά περιβάλλοντα, υστερούν κοινωνικά και κατ’ επέκταση ατομικά.

Ως κάτοχος μιας ορισμένης κοινωνικής ταυτότητας και ως μέλος ορισμένων κοινωνικών ομάδων, το άτομο παρουσιάζει την ακόλουθη ιδιομορφία ως προς τη θεώρηση του συνόλου των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων. Προσβλέπει στην ένταξή του σε κοινωνικές ομάδες και περιβάλλοντα που θεωρεί υψηλότερα και καλύτερα και ασχολείται, κυρίως, με τις ομάδες που θεωρεί κατώτερες από τη δική του. Προτιμά να αξιολογεί πιο θετικά και να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη επιείκεια τα μέλη της ομάδας ή των ομάδων στις οποίες και το ίδιο ανήκει, ενώ αντιμετωπίζει πιο αρνητικά και εξαντλεί την αυστηρότητά του στα άτομα-μέλη ομάδων που θεωρεί υποδεέστερες. Συνηθίζει, δε, να τονίζει τη διαφορά και τη συγκριτική υπεροχή της δικής του ομάδας εμμένοντας στα σημεία των δύο ομάδων στα οποία η ανωτερότητα της δικής του ομάδας είναι πιο σαφής. Η συγκεκριμένη ροπή του ατόμου δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Η έννοια-κλειδί για την κατανόησή της είναι η διατήρηση της θετικής εικόνας του εαυτού η οποία επιτυγχάνεται μέσω της διατήρησης των κοινωνικών αποστάσεων με τα μέλη των ομάδων που αξιολογούνται ως κατώτερα. Η υποψία και μόνο της πιθανότητας μείωσης της κοινωνικής απόστασης κινητοποιεί το άτομο να αμυνθεί και αναπόφευκτα αυξάνει την προκατάληψη και κάνει τα στερεότυπα πιο συμπαγή και πιο αρνητικά. Όσο μεγαλύτερη είναι η απειλή, όσο μικρότερη θεωρείται η απόσταση με τις κατώτερες κοινωνικές ομάδες, τόσο περισσότερο μεταβάλλεται η γνώμη, η άποψη, ο «κοινός νους» του ατόμου και των υπολοίπων μελών της ομάδας του για τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.

Η «κοινωνική αναπαράσταση» είναι το σημείο τομής του ατομικού και του συλλογικού. Το σημείο στο οποίο η ατομική ιστορία, η ατομική αντίληψη για τον εαυτό και τον κόσμο, οι ατομικές σκέψεις απόψεις αντιλήψεις, προσδοκίες συναντούν τις αντίστοιχες ομαδικές. Είναι η περιοχή στην οποία η ατομική ταυτότητα συνυπάρχει με την κοινωνική. Όμως, η συνθήκη αυτή δεν είναι στατική, παθητική. Αντίθετα, όλα αυτά τα στοιχεία συναντώνται, συνυπάρχουν και ενοποιούνται σε ένα δυναμικό σύνολο διατηρώντας παράλληλα την ατομικότητα τους. Η κοινωνική αναπαράσταση είναι κόμβος γιατί στα πλαίσιά της πραγματοποιείται η διακίνηση, η ανάμειξη η σύγκρουση όλων αυτών των διαστάσεων της δισυπόστατης ατομικής και κοινωνικής πτυχής του ατόμου και η σύνθεση του πολυδιάστατου και πολυεπίπεδου οικοδομήματος του εαυτού. Η κοινωνική αναπαράσταση είναι η περιοχή στην οποία η επικοινωνία από τη μία συμβάλλει στη διαμόρφωσή της και από την άλλη διαμορφώνεται από αυτή. Για αυτό το λόγο η κοινωνική αναπαράσταση είναι κόμβος. Γιατί στα πλαίσιά της υπάρχει διαρκής κίνηση, μεταβολή και δυναμική σύμφωνα με τα τρέχοντα δεδομένα που την ίδια στιγμή είναι ατομικά και κοινωνικά παράγοντας μία νοοτροπία θέασης, οργάνωσης και αξιολόγησης τόσο των πολυάριθμων και πολύμορφων κοινωνικών αντικειμένων που περιβάλλουν το άτομο, όσο και του ίδιου σε σχέση με αυτά στο σύμπαν του, που είναι μαζί ατομικό και κοινωνικό.

Η κοινωνική αναπαράσταση είναι «ζωντανή»: Θεωρεί, επεξεργάζεται, οργανώνει, ταξινομεί, κινείται, διαμορφώνει και διαμορφώνεται προσπαθώντας να ικανοποιήσει μία βασική ανθρώπινη ανάγκη· να διατηρήσει τη θετική εικόνα, ατομική και κοινωνική, που το άτομο έχει για τον εαυτό. Τα άτομα τείνουν να διαθέτουν κοινωνικές αναπαραστάσεις για τα αντικείμενα φαινόμενα, συνθήκες, ομάδες, πρόσωπα- του κοινωνικού τους περιβάλλοντος οι οποίες συντελούν στη διατήρηση της θετικής εικόνας του εαυτού. Ο Moscovici (1981) υπογραμμίζει ότι οι κοινωνικές αναπαραστάσεις δημιουργούνται όταν η ταυτότητα των μελών μιας κοινωνικής ομάδας απειλείται και όταν η εξάπλωση του νέου διαταράσσει τις τρέχουσες κοινωνικές νόρμες. Επισημαίνει ακόμη ότι η κοινωνική αναπαράσταση είναι βαθιά ριζωμένη στο σύστημα των πολιτισμικών κανόνων μιας ομάδας ανθρώπων. Η κοινωνική αναπαράσταση, δηλαδή, όχι μόνο κινείται αλλά και μεταφέρεται, περνά από γενιά σε γενιά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τροποποιείται. Απλώς, για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει το νέο περιεχόμενο και η νέα της μορφή να θεωρούνται ως μη απειλητικά για την εικόνα του εαυτού των συγκεκριμένων ατόμων. Ο βαθμός στον οποίο τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας προσλαμβάνονται ως απειλή για την εικόνα του εαυτού και το επίπεδο στο οποίο βιώνεται το άγχος -ατομικό και ομαδικό- από τον κίνδυνο διακύβευσης της εικόνας του εαυτού διαδραματίζουν κορυφαίο ρυθμιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου, της μορφής, της οργάνωσης, της φύσης και της λειτουργίας της κοινωνικής αναπαράστασης.

Η κοινωνική αναπαράσταση είναι ένα σύνολο από απόψεις, αντιλήψεις, στάσεις, γνώμες για ένα κοινωνικό φαινόμενο, μία κοινωνική ομάδα, μία συγκεκριμένη κοινωνική συνθήκη ή ένα πρόσωπο. Είναι «κοινωνικές εικόνες» που αντικατοπτρίζουν τον κοινό νου μιας ομάδας ατόμων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μορφή, το περιεχόμενο, η δομή και η οργάνωσή τους θα είναι πανομοιότυπες για όλα τα άτομα που συνιστούν την ομάδα.

Τα «στερεότυπα» είναι γενικευμένες και συχνά υπεραπλουστευμένες πεποιθήσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά, την τάση και τη συμπεριφορά μελών συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Δημιουργούνται μέσα από, δύο, κυρίως, οδούς:
Πρώτον, μέσω της γενίκευσης της συμπεριφοράς ενός μέλους μιας ομάδας, ώστε να χαρακτηρίσουν την ομάδα στο σύνολό της.
Δεύτερον, μέσω της αντιμετώπισης των μελών άλλων κοινωνικών ομάδων ως ομοιογενή και αδιαφοροποίητα σύνολα ατόμων.
Τα άτομα τείνουν να διαχειρίζονται τις νέες πληροφορίες με τρόπο που να εξυπηρετεί την οργάνωση του κοινωνικού τους κόσμου που έχει δομηθεί σε προϋπάρχουσες εμπειρίες. Τα στερεότυπα διαμορφώνουν μια κοινωνική εικόνα, την περιχαρακώνουν, την ορίζουν και επιβάλλουν στο άτομο να θεωρεί την πραγματικότητα για την ομάδα στην οποία η εικόνα αυτή αφορά μόνο μέσα από αυτό το πλαίσιο, μόνο μέσα από αυτό το κάδρο, που παρουσιάζει μία συγκεκριμένη απεικόνιση με συγκεκριμένα χρώματα και συγκεκριμένη «τεχνοτροπία» : την κοινωνική τεκμηρίωση, την κοινωνική διαφοροποίηση και την κοινωνική αιτιολόγηση.

Τα άτομα έχουν την τάση να διαθέτουν μία αντίληψη για τον κοινωνικό τους κόσμο, τις ομάδες και τα άτομα που κινούνται μέσα σε αυτόν με έναν ορισμένο τρόπο που εξυπηρετεί τα ατομικά τους συμφέροντα. Την ανάγκη τους να θεωρούν ότι οι ίδιοι ανήκουν σε κοινωνικές ομάδες και κοινωνικά περιβάλλοντα υψηλά, ότι απολαμβάνουν περισσότερα κοινωνικά προνόμια και ότι οι ίδιοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για τις επιπτώσεις που πιθανότατα θα έχει η στάση και δράση τους απέναντι σε έναν μεγάλο αριθμό κοινωνικών συνθηκών. Η τεκμηριωτική διάσταση των στερεοτύπων προσφέρει αυτή την δυνατότητα. Ο κόσμος είναι οργανωμένος σύμφωνα με ένα τρόπο και οι ίδιοι εμφανίζουν εαυτόν αδύναμο να αναλάβει δράση για την αναδιαμόρφωσή του.
Προκειμένου να ενισχυθεί η τεκμηρίωση και να διαφυλαχτεί το υπάρχον κοινωνικό status quo τα άτομα τείνουν να χρησιμοποιούν στερεοτυπικά δομημένες απόψεις που σκοπό έχουν την αύξηση της διαφοράς μεταξύ της ομάδας στην οποία θεωρούν ότι ανήκουν και των υπολοίπων, ειδικά των κατώτερων, κοινωνικών ομάδων. Η κοινωνική τεκμηρίωση και η κοινωνική διαφοροποίηση εξυπηρετούν τη γενικότερη ανάγκη των ατόμων να δικαιολογούν όσα συμβαίνουν με ένα τρόπο που δεν προσβάλλει το γόητρο τους και συμφωνεί με τον τρόπο θεώρησης του κοινωνικού τους κόσμου.

Η «προκατάληψη» αφορά στη διομαδική μεροληψία και αναφέρεται στην τάση των ατόμων να αξιολογούν με τρόπο θετικό τα μέλη της κοινωνικής ομάδας στην οποία και τα ίδια θεωρούν ότι ανήκουν και με τρόπο αρνητικό και υποτιμητικό τα μέλη των άλλων κοινωνικών ομάδων, ειδικά αυτών που θεωρούν υποδεέστερων. Ο Sears (1986) με εύστοχο τρόπο διατύπωσε τη θέση ότι στις σύγχρονες κοινωνίες η προκατάληψη εμφανίζεται να διαθέτει, τρία, κυρίως, χαρακτηριστικά: την άρνηση της συνεχούς διάκρισης, τον ανταγωνισμό έναντι των δικαιωμάτων και απαιτήσεων των αριθμητικά μικρότερων κοινωνικών ομάδων, τη μνησικακία για την ειδική μεταχείριση από την πολιτεία των μικρότερων σε αριθμό και κοινωνική εξουσία ομάδων. Οι κλίμακες της προκατάληψης σχετίζονται με το βαθμό και τη μορφή (υψηλή / χαμηλή, φανερή / κρυφή).

Η θεματική των κοινωνικών αναπαραστάσεων συνιστά μία από τις κεντρικότερες και ευρύτατες περιοχές στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας. Ο Serge Moscovici πολύ νωρίς (1969) υποστήριξε ότι κάθε μία κοινωνική αναπαράσταση αποτελεί και μια ξεχωριστή επιστήμη, μια διαφορετική θεωρία, ένα μικρό «σύμπαν» απόψεων, αντιλήψεων, πεποιθήσεων, στάσεων.
Η φύση της κοινωνικής αναπαράστασης είναι βαθύτατα επικοινωνιακή. Η επικοινωνία, όχι μόνο μεταδίδει, αλλά διαμορφώνει τις αναπαραστάσεις και τις καθιστά ένα κοινωνικά διαμοιρασμένο προϊόν. Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις παρέχουν στα άτομα έναν κώδικα κοινωνικής συνδιαλλαγής και έναν κώδικα για την ονοματοδότηση και ταξινόμηση των ποικίλων πτυχών του κόσμου τους, της ατομικής και ομαδικής ιστορίας τους (Moscovici, 1973). Η επικοινωνία μεταξύ των ατόμων είναι το δομικό στοιχείο της κάθε κοινωνικής αναπαράστασης και ο επικοινωνιακός λόγος των ατόμων αποτελεί μία από τις καλύτερες μεθόδους διερεύνησης μιας κοινωνικής αναπαράστασης. Προσεγγίζοντας την κοινωνική αναπαράσταση υπό το πρίσμα της επικοινωνίας είναι δυνατό να αναπτυχθεί μία ερμηνευτική προσέγγιση στις τρεις σχετικές διαστάσεις -στάση, πληροφορία και πεδίο της αναπαράστασης- οι οποίες σύμφωνα με τον Moscovici (1961) ορίζουν το περιεχόμενο, την οργάνωση και τη σημασία των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Επιγραμματικά, η «στάση» αφορά στην ψυχική προδιάθεση ενός ατόμου ή μίας ομάδας για συμπεριφορά ως προς το αντικείμενο της κοινωνικής αναπαράστασης, η «πληροφορία» στην ποσότητα και την ποιότητα της γνώσης για το αντικείμενο της κοινωνικής αναπαράστασης και το «πεδίο της αναπαράστασης» αναφέρεται στην οργάνωση του συνόλου των απόψεων που αφορούν σε μία συγκεκριμένη αναπαράσταση.

Η μεταστροφή των αναπαραστάσεων και των συνακόλουθων επιμέρους κοινωνικών τους εννοιών και φαινομένων στα πλαίσια της υπόθεσης επαφής (contact hypothesis), ορίζει ότι είναι δυνατός ο μετασχηματισμός των στερεοτύπων και η μείωση της προκατάληψης, εφόσον εκπληρώνονται ορισμένες προϋποθέσεις διομαδικής συνεργασίας και συνύπαρξης. Κάθε προσπάθεια πλοήγησης του ερευνητικού σκάφους στο διαγαλαξιακό διηνεκές του σύμπαντος αυτού είναι εξόχως ενδιαφέρουσα.

Πηγή

αἰέν ἀριστεύειν

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva post

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο