Η Υφεση προκάλεσε τεράστια καταστροφή σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά, κυρίως, έπληξε την ίδια την αμερικανική οικονομία
Μετά το κραχ του Οκτωβρίου του 1929 χρειάστηκαν πάνω από τρία χρόνια για την αμερικανική κυβέρνηση προκειμένου να αναλάβει μια σειρά δράσεων για τον τερματισμό της Υφεσης, ξεκινώντας από τη διακήρυξη του Ρούσβελτ, τον Μάρτιο του 1933, για αργία τεσσάρων ημερών στις τράπεζες. Κατά την ενδιάμεση περίοδο, η Αμερική ήρθε αντιμέτωπη με τη χειρότερη κατάρρευση στην ιστορία της, καθώς χιλιάδες τράπεζες πτώχευσαν, ένας καταστρεπτικός αποπληθωρισμός εδραιώθηκε, το παραγόμενο προϊόν μειώθηκε κατά το 1/3 και η ανεργία αυξήθηκε στο 25%. Η Υφεση προκάλεσε τεράστια καταστροφή σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά, κυρίως, έπληξε την ίδια την αμερικανική οικονομία. Στον απόηχο αυτής, τα όρια ανάμεσα στην κυβέρνηση και στις αγορές επαναπροσδιορίστηκαν. Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα, σχεδόν ένα χρόνο μετά το πρώτο χτύπημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε σε πιο καθοριστικές παρεμβατικές κινήσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές από τη δεκαετία του 1930, τη στιγμή που ακόμη δεν ήταν σίγουρο ότι η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση και η ανεργία ανήλθε στο 6,1%. Μέσα σε δύο πολυτάραχες εβδομάδες, η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Federal Reserve Bank - Fed) και το Υπουργείο Οικονομικών εθνικοποίησαν τα δύο μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα ενυπόθηκων δανείων της χώρας, τις εταιρείες Fannie Mae και Freddie Mac, ανέλαβαν τον έλεγχο της AIG, της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας του κόσμου, επέκτειναν την εγγύηση των κεφαλαίων στα $3,4 τρισ. στη χρηματαγορά, απαγόρευσαν προσωρινά τις ανοιχτές πωλήσεις σε περισσότερους από 900 μετοχικούς τίτλους, και δεσμεύτηκαν να αναλάβουν «τοξικά απόβλητα» αξίας $700 δισ. Η Fed και το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισαν να εμποδίσουν την κατάρρευση των πιστωτικών ιδρυμάτων που επισπεύδει την Υφεση. Το Κογκρέσο και η κυβέρνηση τελικά συμφώνησαν. Το τοπίο της Αμερικανικής Χρηματοδοτικής άλλαξε ριζικά. Καθώς η LehmaBrothers κατέρρευσε, οι Bear Stearns and Merrill Lynch απορροφήθηκαν από εμπορικές τράπεζες και οι GoldmaSachs and MorgaStanley μετατράπηκαν οι ίδιες σε εμπορικές τράπεζες. Το «σκιώδες χρηματοπιστωτικό σύστημα» - τα κεφάλαια της χρηματαγοράς, οι επενδυτικές τράπεζες, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds) και άλλα μη τραπεζικά ιδρύματα που αποτελούσαν τον απορρυθμισμένο χρηματοπιστωτικό τομέα του αμερικανικού συστήματος - μεταμορφώνεται με αστραπιαία ταχύτητα. Σε τρεις σχεδόν εβδομάδες, η κυβέρνηση της Αμερικής αύξησε τα στοιχεία του παθητικού της κατά $1 τρισ. και πλέον, ποσό που είναι περίπου δύο φορές το κόστος του πολέμου στο Ιράκ. Πέρα από αυτό, ορισμένα πράγματα είναι βέβαια. Κατά τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, η κρίση εξαπλώθηκε και εντάθηκε και στην διατραπεζική αγορά, καθώς οι τράπεζες αρνήθηκαν να δανείσουν κεφάλαια η μία στην άλλη. Πέντε ευρωπαϊκές τράπεζες κήρυξαν πτώχευση και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έσπευσαν να στηρίξουν τα τραπεζικά τους συστήματα με εγγυήσεις και αναχρηματοδοτήσεις.
Δυσκολίες
Η παρούσα κρίση έχει τις ρίζες της στη μεγαλύτερη στεγαστική φούσκα της ιστορίας. Οι τιμές των κατοικιών στην Αμερική έχουν πέσει σχεδόν κατά το ένα πέμπτο. Πολλοί αναλυτές αναμένουν περαιτέρω πτώση κατά 10%, γεγονός που θα επιφέρει μια συνολική μείωση στις ονομαστικές αξίες των κατοικιών, όμοια με εκείνη της Υφεσης του 1929. Αλλες χώρες, ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες.
Στη Βρετανία, για παράδειγμα, τα νοικοκυριά είναι περισσότερο χρεωμένα απ' ό,τι στην Αμερική, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν γρηγορότερα και μέχρι τώρα έχουν πέσει λιγότερο. Σε τριμηνιαία βάση, οι τιμές, του δείκτη τιμών κατοικιών του Economist πέφτουν, σε τουλάχιστον μισές από τις είκοσι χώρες. Οι πιστωτικές απώλειες από τα ενυπόθηκα δάνεια που χρηματοδότησαν τη στεγαστική αγορά και από τις πυραμίδες των πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που στηρίχθηκαν στα πρώτα, ακόμη αυξάνονται.
Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς του, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι απώλειες παγκοσμίως από το χρέος που δημιουργήθηκε στην Αμερική (κυρίως το σχετιζόμενο με τα ενυπόθηκα δάνεια) θα ανέλθουν στο $1,4 τρισ., ποσό αυξημένο κατά το ήμισυ περίπου αυτού που είχε προσδιοριστεί τον τελευταίο Απρίλιο ($945 δισ.). Μέχρι στιγμής απαιτήσεις ύψους $760 δισ. διεγράφησαν από τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds) και άλλους φορείς που κατείχαν τις εν λόγω απαιτήσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο, μόνον οι τράπεζες δήλωσαν απώλειες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια λίγο κάτω από $600 δισ. και άντλησαν περίπου $430 δισ. νέα κεφάλαια. Είναι ήδη ξεκάθαρο πως ακόμη περισσότερες διαγραφές απαιτήσεων βρίσκονται εν όψει. Η κατάρρευση των επενδυτικών τραπεζών, όπως και η συρρίκνωση της μόχλευσης των hedge funds και άλλων ιδρυμάτων του «σκιώδους» χρηματοπιστωτικού συστήματος θα συμβάλουν στη μείωση του εύρους της παγκόσμιας πίστωσης κατά πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα απολέσουν στοιχεία του ενεργητικού τους, ύψους περίπου $10 τρισ. το 2009. Στις ΗΠΑ, η συνολική αύξηση της πίστωσης θα περιοριστεί σε επίπεδα χαμηλότερα του 1%, που είναι αρκετά χαμηλότερα από το μεταπολεμικό μέσο ετήσιο ρυθμό του 9%. Η εξέλιξη αυτή, από μόνη της, δύναται να οδηγήσει τις δυτικές οικονομίες σε μειωμένους κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα ρυθμούς ανάπτυξης. Χωρίς τις πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων, όπως το σχέδιο των $700 δισ. στις ΗΠΑ, το ΔΝΤ υπολογίζει πως η πίστωση θα παρουσίαζε συρρίκνωση κατά 7,3% στις ΗΠΑ, 6,3% στη Μεγάλη Βρετανία και 4,5% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η μεγαλύτερη μερίδα του ανεπτυγμένου κόσμου βρίσκεται ήδη σε φάση οικονομικής επιβράδυνσης, εξαιτίας της πιστωτικής στενότητας και εξαιτίας της εκτόξευσης των τιμών του πετρελαίου στις αρχές του έτους. Η παραγωγή συρρικνώνεται σε Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και Ιαπωνία. Κρίνοντας από το ρυθμό απώλειας θέσεων εργασίας και τις περιορισμένες καταναλωτικές δαπάνες, η αμερικανική οικονομία φαίνεται, επίσης, να συρρικνώνεται.
Η μέση επιβράδυνση στις πλούσιες χώρες, έπειτα από πρόσφατες τραπεζικές κρίσεις, διαρκούσε τέσσερα χρόνια, καθώς οι τράπεζες περιόριζαν τις πιστωτικές τους δραστηριότητες και τα χρεωμένα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αναγκάζονταν να αποταμιεύουν περισσότερο. Αυτή τη φορά, οι επιχειρήσεις είναι σε συγκριτικά καλύτερη κατάσταση, αλλά τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, μαστίζονται από άνευ προηγουμένου χρέη. Καθώς οι φούσκες στις εν λόγω αγορές δημιουργήθηκαν και εμφανίστηκαν σε πολλές χώρες ταυτόχρονα, τα κατάλοιπα της κρίσης, ενδέχεται αυτή τη φορά, να είναι χειρότερα. Ωστόσο, η ιστορία διδάσκει ένα σημαντικό μάθημα: ότι οι μεγάλες τραπεζικές κρίσεις αντιμετωπίζονται εν τέλει με ισχυρές ενέσεις ρευστότητας κυρίως μέσω δημοσίου χρήματος και ότι η έγκαιρη και αποφασιστική κυβερνητική παρέμβαση, μέσω της επανα-κεφαλαιοποίησης των τραπεζών ή της ανάληψης των προβληματικών χρεών, μπορεί να ελαχιστοποιήσει το κόστος για τον φορολογούμενο και τις ζημιές για την οικονομία. Η Σουηδία, για παράδειγμα, ανέλαβε γρήγορα τον έλεγχο των προβληματικών τραπεζών της, κατά την κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα να ανακάμψει σχετικά γρήγορα. Η Ιαπωνία, αντιθέτως, χρειάστηκε μία δεκαετία για να συνέλθει από μία χρηματοπιστωτική κρίση που τελικά στοίχισε συνολικά στους φορολογούμενους ένα ποσό αντίστοιχο του 24% του ΑΕΠ της χώρας. Συνολικά, η αμερικανική κυβέρνηση πρόκειται να διαθέσει για την καταπολέμηση της κρίσης περίπου το 7% του ΑΕΠ της χώρας, ένα τεράστιο ποσό, το οποίο ωστόσο είναι αρκετά μικρότερο από το 16% του ΑΕΠ που κοστίζει στο Δημόσιο μία μέση συστημική τραπεζική κρίση. Το πώς θα λειτουργήσει το Πρόγραμμα Ανακούφισης Προβληματικών Τίτλων (Trouble Asset Relief Programme) δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο. Το Υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει να αγοράσει τεράστιες ποσότητες του μη εξυπηρετούμενου χρέους, ακολουθώντας μία αντίστροφη διαδικασία πλειστηριασμού, όπου οι τράπεζες καταθέτουν προσφορές πώλησης σε μία συγκεκριμένη τιμή και η κυβέρνηση αγοράζει από τη χαμηλότερη τιμή και πάνω.
Οι πολυπλοκότητες χιλιάδων διαφορετικών τίτλων που βασίζονται σε ενυπόθηκα δάνεια, θα καταστήσουν το σχέδιο δυσχερές. Αν είναι απαραίτητη η άμεση επανα-κεφαλαιοποίηση της τράπεζας, τότε το Υπουργείο δύναται να προβεί και σε αυτή την ενέργεια. Το βασικό σημείο είναι ότι η Αμερική είναι αποφασισμένη να δράσει, και μάλιστα, να δράσει καθοριστικά. Προς το παρόν, το γεγονός αυτό αποτελεί λόγο αισιοδοξίας, όπως άλλωστε και η σχετική δυναμική των μεγαλύτερων αναδυόμενων αγορών, ειδικά της Κίνας. Αυτές οι οικονομίες δεν είναι τόσο απομακρυσμένες από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πλούσιες χώρες, όπως κάποτε φαινόταν. Τα χρηματιστήριά τους παρουσίασαν καθίζηση και τα νομίσματά τους έχασαν μεγάλο μέρος της αξίας τους. Η εγχώρια ζήτηση, στο μεγαλύτερο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου επιβραδύνθηκε, αλλά δεν κατέρρευσε. Το ΔΝΤ εκτιμά πως οι αναδυόμενες οικονομίες, με οδηγό την Κίνα, θα σημειώσουν ρυθμούς ανάπτυξης 6,9% το 2008 και 6,1% το 2009. Αυτό θα αμβλύνει τους κραδασμούς στην παγκόσμια οικονομία, αλλά ενδεχομένως, να μην τη σώσει από την ύφεση.
Μία ακόμη βραχυπρόθεσμη ανησυχία προέρχεται από την πρόσφατη βουτιά των τιμών των εμπορευμάτων, ιδιαίτερα του πετρελαίου. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ανοδική τάση στις τιμές των εμπορευμάτων των τελευταίων πέντε ετών παρουσίασε μία αξιοσημείωτα ραγδαία αύξηση. Το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε του Ιουλίου, η τιμή του πετρελαίου σχεδόν διπλασιάστηκε. Ο δείκτης τιμών τροφίμων του Economist εκτοξεύθηκε κατά 55% περίπου. Αυτές οι τεράστιες αυξήσεις ώθησαν προς τα πάνω τον δείκτη τιμών του καταναλωτή σε παγκόσμια κλίμακα. Τον Ιούλιο, ο μέσος πληθωρισμός ξεπερνούσε το 4% στις πλούσιες χώρες και πλησίαζε το 9% στις αναπτυσσόμενες, επίπεδα πολύ υψηλότερα από τους στόχους των κεντρικών τραπεζών.
Διλήμματα
Ο υψηλός και αυξανόμενος πληθωρισμός, σε συνδυασμό με την προβληματική κατάσταση στην χρηματοπιστωτική αγορά κληροδότησαν στους κεντρικούς τραπεζίτες πολύπλοκα διλήμματα. Οι τραπεζίτες, θα μπορούσαν να περιστείλουν τη νομισματική πολιτική για να αποφύγουν την εδραίωση υψηλότερου πληθωρισμού (όπως έπραξε η ΕΚΤ) ή θα μπορούσαν να περικόψουν τα επιτόκια, για να αμβλύνουν τη χρηματοοικονομική στενότητα (όπως έκανε η Fed). Το δίλημμα αυτό, πλέον εξαφανίζεται.
Χάρη στην κατακόρυφη πτώση των τιμών των εμπορευμάτων, ο πληθωρισμός διαφαίνεται να έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του, με αποτέλεσμα ο άμεσος κίνδυνος των πληθωριστικών πιέσεων να έχει περιοριστεί, ιδιαίτερα στις υπό χρηματοπιστωτική πίεση πλούσιες οικονομίες. Αν η τιμή του πετρελαίου παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, ο πληθωρισμός (σε όρους δείκτη τιμών καταναλωτή) στην Αμερική μπορεί να υποχωρήσει ακόμη και κάτω από το 1% μέχρι τα μέσα της επόμενης χρονιάς. Αντί να ανησυχούν για τον πληθωρισμό, οι policy-makers μάλλον σύντομα θα ανησυχούν για τον αποπληθωρισμό. Το πρόβλημα είναι ότι, εξαιτίας του μεγάλου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, οι ΗΠΑ είναι υπερβολικά εξαρτημένες από την ξένη χρηματοδότηση. Το πλεονέκτημα αυτής της κατάστασης είναι πως το δολάριο είναι το κυρίαρχο αποθετικό νόμισμα του κόσμου. Ετσι, η επέκταση της χρηματοοικονομικής διαταραχής οδήγησε στην ενίσχυση του δολαρίου.
Ωστόσο, η σημερινή κρίση δοκιμάζει πολλά από τα θεμελιώδη συστατικά στα οποία βασίζεται η πίστη των ξένων επενδυτών προς το δολάριο, όπως είναι η περιορισμένη κυβερνητική παρεμβατικότητα και οι σταθερές κεφαλαιαγορές. Αν οι ξένοι εγκαταλείψουν το δολάριο, η Αμερική θα αντιμετωπίσει τον δίδυμο εφιάλτη που στοιχειώνει τις αναπτυσσόμενες χώρες σε περίπτωση χρηματοοικονομικής κατάρρευσης: τον εφιάλτη μιας ταυτόχρονης τραπεζικής και νομισματικής κρίσης. Τα χρέη των ΗΠΑ, σε αντίθεση με αυτά πολλών αναδυόμενων οικονομιών, εκφράζονται στο δικό τους νόμισμα, αλλά ακόμη κι έτσι, μία ενδεχόμενη κατάρρευση του δολαρίου θα ήταν καταστροφική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.