Tου Παναγη Γαλιατσατου
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η ελληνική οικονομία απογειώθηκε. Η ανασυγκρότηση χρηματοδοτήθηκε από ένα μείγμα ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων, ενώ η
δημοσιονομική διαχείριση υπήρξε σώφρων, αναγκαστικά ίσως επειδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να δανειστεί προτού διακανονίσει τα προπολεμικά δάνεια.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις είχαν υπάρξει και τότε αντικείμενο τριβών. Οι σχετικές συμβάσεις καταγγέλθηκαν ως «αποικιοκρατικές». Το πιο προβεβλημένο παράδειγμα ήταν η επιδότηση της τιμής του ρεύματος στην επένδυση της Pechiney (Αλουμίνιο της Ελλάδος) στη Βοιωτία. Η κριτική ήταν αβάσιμη, όμως: Με πυρήνα την Pechiney δημιουργήθηκε ένας πλήρως καθετοποιημένος κλάδος αλουμινίου, που το 2011 συνεισέφερε στις ελληνικές εξαγωγές περίπου 1 δισ. ευρώ.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βασίζεται σε εκείνες τις επενδύσεις. Εκτοτε, όμως, η παραγωγική βάση μάλλον συρρικνώνεται. Το πρόβλημα αντανακλάται στο ισοζύγιο πληρωμών. Καμιά χώρα δεν μπορεί να αντέξει επί μακρόν ελλείμματα της τάξης του 15% του ΑΕΠ - όπως η Ελλάδα το 2009. Ακόμα και το 2011, μετά από τρία χρόνια βαθιάς ύφεσης, το έλλειμμα παραμένει στο 10% του ΑΕΠ.
Ενα από τα διδάγματα της κρίσης είναι ότι η χώρα δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στις υπηρεσίες και τη μεταφορά κεφαλαίων. Η Ελλάδα χρειάζεται ανασυγκρότηση της παραγωγικής της βάσης, χρειάζεται ένα δεύτερο take-off. Αυτό όμως προϋποθέτει επενδύσεις. Τίθεται αυτόματα το ερώτημα, ποιος θα βάλει τα χρήματα. Το σημείο αυτό είναι κομβικό σε σχέση με τη συζήτηση για τις αποκρατικοποιήσεις και την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας.
Πέραν των επί μέρους συμφερόντων, διατυπώνεται η άποψη ότι το κράτος δεν πρέπει να προχωρήσει σε εκποίηση των περιουσιακών του στοιχείων, γιατί είναι απαραίτητα για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Για να αξιοποιηθούν όμως αυτά τα «στοιχεία ενεργητικού» χρειάζονται επενδύσεις. Το καταχρεωμένο ελληνικό κράτος δεν είναι σε θέση να τις χρηματοδοτήσει. Και δεν προβλέπεται να μπορεί να δανειστεί ώστε να κάνει επενδύσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα - ανεξαρτήτως του αν θα μείνει η Ελλάδα στο ευρώ ή όχι. Το δεύτερο δίδαγμα από την κρίση είναι ότι ο δανεισμός των θεωρούμενων επισφαλών χωρών από τις αγορές είναι δύσκολος και μάλλον θα παραμείνει δύσκολος για πολλά χρόνια.
Απλουστευτικά μιλώντας, οι λύσεις για τη χώρα είναι δύο. Είτε να μειώσει ακόμα περισσότερο τις δαπάνες (δηλαδή μισθούς και συντάξεις) ώστε να εξοικονομήσει χρήματα για δημόσιες επενδύσεις, να προχωρήσει δηλαδή σε ένα πιο βαθύ downsizing από αυτό που επιβάλλει η τρόικα. Είτε να «ξεπουλήσει» περιουσιακά στοιχεία -αν μπορέσει-, ελπίζοντας ότι οι ιδιώτες επενδυτές θα βάλουν χρήματα για τις επενδύσεις. Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι, υπό μία έννοια, και η επένδυση της Pechiney «ξεπούλημα» του εθνικού βωξίτη ήταν.
KAΘHMEPINH
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva nikolas blogspot
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η ελληνική οικονομία απογειώθηκε. Η ανασυγκρότηση χρηματοδοτήθηκε από ένα μείγμα ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων, ενώ η
δημοσιονομική διαχείριση υπήρξε σώφρων, αναγκαστικά ίσως επειδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να δανειστεί προτού διακανονίσει τα προπολεμικά δάνεια.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις είχαν υπάρξει και τότε αντικείμενο τριβών. Οι σχετικές συμβάσεις καταγγέλθηκαν ως «αποικιοκρατικές». Το πιο προβεβλημένο παράδειγμα ήταν η επιδότηση της τιμής του ρεύματος στην επένδυση της Pechiney (Αλουμίνιο της Ελλάδος) στη Βοιωτία. Η κριτική ήταν αβάσιμη, όμως: Με πυρήνα την Pechiney δημιουργήθηκε ένας πλήρως καθετοποιημένος κλάδος αλουμινίου, που το 2011 συνεισέφερε στις ελληνικές εξαγωγές περίπου 1 δισ. ευρώ.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βασίζεται σε εκείνες τις επενδύσεις. Εκτοτε, όμως, η παραγωγική βάση μάλλον συρρικνώνεται. Το πρόβλημα αντανακλάται στο ισοζύγιο πληρωμών. Καμιά χώρα δεν μπορεί να αντέξει επί μακρόν ελλείμματα της τάξης του 15% του ΑΕΠ - όπως η Ελλάδα το 2009. Ακόμα και το 2011, μετά από τρία χρόνια βαθιάς ύφεσης, το έλλειμμα παραμένει στο 10% του ΑΕΠ.
Ενα από τα διδάγματα της κρίσης είναι ότι η χώρα δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στις υπηρεσίες και τη μεταφορά κεφαλαίων. Η Ελλάδα χρειάζεται ανασυγκρότηση της παραγωγικής της βάσης, χρειάζεται ένα δεύτερο take-off. Αυτό όμως προϋποθέτει επενδύσεις. Τίθεται αυτόματα το ερώτημα, ποιος θα βάλει τα χρήματα. Το σημείο αυτό είναι κομβικό σε σχέση με τη συζήτηση για τις αποκρατικοποιήσεις και την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας.
Πέραν των επί μέρους συμφερόντων, διατυπώνεται η άποψη ότι το κράτος δεν πρέπει να προχωρήσει σε εκποίηση των περιουσιακών του στοιχείων, γιατί είναι απαραίτητα για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Για να αξιοποιηθούν όμως αυτά τα «στοιχεία ενεργητικού» χρειάζονται επενδύσεις. Το καταχρεωμένο ελληνικό κράτος δεν είναι σε θέση να τις χρηματοδοτήσει. Και δεν προβλέπεται να μπορεί να δανειστεί ώστε να κάνει επενδύσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα - ανεξαρτήτως του αν θα μείνει η Ελλάδα στο ευρώ ή όχι. Το δεύτερο δίδαγμα από την κρίση είναι ότι ο δανεισμός των θεωρούμενων επισφαλών χωρών από τις αγορές είναι δύσκολος και μάλλον θα παραμείνει δύσκολος για πολλά χρόνια.
Απλουστευτικά μιλώντας, οι λύσεις για τη χώρα είναι δύο. Είτε να μειώσει ακόμα περισσότερο τις δαπάνες (δηλαδή μισθούς και συντάξεις) ώστε να εξοικονομήσει χρήματα για δημόσιες επενδύσεις, να προχωρήσει δηλαδή σε ένα πιο βαθύ downsizing από αυτό που επιβάλλει η τρόικα. Είτε να «ξεπουλήσει» περιουσιακά στοιχεία -αν μπορέσει-, ελπίζοντας ότι οι ιδιώτες επενδυτές θα βάλουν χρήματα για τις επενδύσεις. Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι, υπό μία έννοια, και η επένδυση της Pechiney «ξεπούλημα» του εθνικού βωξίτη ήταν.
KAΘHMEPINH
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva nikolas blogspot
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.