Στις αρχές της δεκαετίας τους 1950 ο Κυπριακός αγώνας για αυτοδιάθεση της
Κύπρου είχε τρομοκρατήσει τους Αγγλους που φοβόνταν μήπως χάσουν τις βάσεις τους.
Αποφάσισαν λοιπόν να ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον της Τουρκίας που φυσικά, άλλο που δεν ήθελε. Το αποτέλεσμα ήταν να συρθεί η Ελλάδα στις 29 Αυγούστου 1955 στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου και να συζητήσει το Κυπριακό πρόβλημα με την Αγγλία και την Τουρκία. Ο πραγματικός σκοπός της Διάσκεψης ήταν να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά η ενεργός ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η αποτυχία της ήταν απλά θέμα χρόνου. Όλα βέβαια εξυπηρετούσαν την πολιτική της Αγγλίας που στην προκειμένη περίπτωση ήταν το «διαίρει και βασίλευε». Δεν ήταν όμως και για την Τουρκία ευκαιρία που θα την άφηνε να πάει χαμένη.
Και δεν την άφησε, οργανώνοντας την εφιαλτική νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 όλα φαινόταν ήρεμα. Μια μικρή ομάδα φοιτητών ήταν συγκεντρωμένοι στην Πλατεία του Ταξίμ, στην κορυφή του Πέρα, διαδηλώνοντας εναντίον της Ελλάδος.
Η Ελλάδα ήταν πάντα ο συντηρούμενος από τις Τουρκικές αρχές στόχος του όχλου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 50 η Τουρκία είχε βρει την καινούρια πηγή ανανέωσης της ανθελληνικής μανίας της. Ήταν το Κυπριακό, που κυριολεκτικά της το χάρισαν οι Άγγλοι για να αποκτήσουν «διαιτητική» ιδιότητα και να εξασφαλίσουν ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους. Ο δημοσιογράφος της Εφημερίδας «Χουριέτ» Σεντάτ Σιμαβί, ένας Τουρκοεβραίος, κατάφερε με τα πύρινα ανθελληνικά δημοσιεύματά του να εκτινάξει την κυκλοφορία της εφημερίδας από τις 11.000 φύλλα ημερησίως που είχε το 1948, όταν πρωτο κυκλοφόρησε, στις 600.000 φύλλα ημερησίως!
Το παράδειγμα ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, και οι υπόλοιπες Τουρκικές εφημερίδες. Έτσι, το κλίμα είχε προετοιμαστεί πάρα πολύ καλά. Μέσα στην ψυχολογία του όχλου που δημιουργήθηκε, ένα σημαντικό κομμάτι αφορούσε τη ζήλια και το φθόνο από τη συνεχή οικονομική πρόοδο των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
Σ’ αυτό προστίθονταν έντεχνα απ’ την Τουρκική προπαγάνδα η ιδέα πως η κακοδαιμονία της Τουρκίας και η αδυναμία οικονομικής της ανάπτυξης οφειλόταν στους Χριστιανούς, στους Αρμένιους, στους Εβραίους και στις άλλες μειονότητες που απολάμβαναν τον περισσότερο πλούτο. Ο Νέρων, για να αποπροσανατολίσει τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες, απέδωσε όλα τα κακά στους Χριστιανούς. Οι Τούρκοι τον αντέγραψαν καλύτερα. Ο φανατισμός που διοχέτευαν στις μάζες ήταν εντονότερος, άριστα οργανωμένος και στο συντριπτικό του ποσοστό ελεγχόμενος.
Οι οργανώσεις «Η Κύπρος είναι Τουρκική» ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Αρχηγός των οργανώσεων ένας άλλος δημοσιογράφος της «Χουριέτ», ο Χικμέτ Μπιλ, που είχε κι αυτός εξαιρετικές επιδόσεις στη διοχέτευση εμπρηστικού ανθελληνισμού στις μάζες. Ακολούθησε η στημένη αποτυχία της Τριμερούς Διάσκεψης του Λονδίνου στις αρχές Σεπτεμβρίου και η εφαρμογή του τέλεια οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Το σχέδιο, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε σαν τυπική αφετηρία 500 χιλιόμετρα μακριά, την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Λίγες ώρες πριν από το συλλαλητήριο, ο μουσουλμάνος φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που καταγόταν από την Κομοτηνή, Οκτάι Εγκίν παρέδωσε μια βόμβα στον φύλακα του Τουρκικού Προξενείου Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Χασάνογλου. Η βόμβα που τοποθετήθηκε από τον τελευταίο στον κοινό κήπο που βρίσκεται το Τουρκικό Προξενείο και ένα σπίτι στο οποίο οι Τούρκοι θεωρούν πως γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, δεν προκάλεσε βέβαια καμιά ζημιά πέρα απ’ τα τζάμια μερικών παραθύρων που έσπασαν. Αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία.
Το σχέδιο που οργανώθηκε από το επίσημο Τουρκικό Κράτος δεν ήθελε την καταστροφή αυτού του σπιτιού. Ήθελε μόνο την αφορμή. Όπως κι έγινε: Δύο Τουρκικές εφημερίδες είχαν ετοιμάσει έκτακτες εκδόσεις με προετοιμασμένα κείμενα παραπληροφόρησης. «Έλληνες τρομοκράτες κατέστρεψαν το πατρικό σπίτι του Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη!» έγραφε η «Ισταμπούλ Εξπρές», στην έκτακτη απογευματινή της έκδοση της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 και δημοσίευσε φωτογραφίες που ήταν παραποιημένες.
Τις φωτογραφίες αυτές, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ζήτησε από τον φωτογράφο Κυριακίδη η σύζυγος του Γενικού Προξένου της Τουρκίας που βρισκόταν στα εγκαίνια της 20ής Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης στις 3 Σεπτεμβρίου 1955. Ήθελε, όπως είπε, ως ανάμνηση της επίσκεψής της, φωτογραφίες του «σπιτιού» του Κεμάλ Ατατούρκ, γιατί έφευγε την επόμενη για την Κωνσταντινούπολη.
Αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποίησαν, παραποιημένες φυσικά, οι έκτακτες εκδόσεις των 2 Τουρκικών εφημερίδων το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955. «Καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ», ήταν τα μηνύματα που περνούσαν.
Οι έκτακτες εκδόσεις των δύο εφημερίδων που κυκλοφόρησαν την ώρα του συλλαλητηρίου ήταν το σύνθημα.
Οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που οδηγούσαν στην πλατεία Ταξίμ γέμισαν ξαφνικά με ένα μαινόμενο όχλο οπλισμένο με τσεκούρια, φτυάρια, ρόπαλα, σκεπάρνια, σφυριά και σιδερένιους λοστούς που φώναζε «Kahrolsun giavourlar!” (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin, giavourdur!” (Σπάστε, γκρεμίστε είναι γκιαούρης!).
Η Αστυνομία και οι Κρατικές δυνάμεις καταστολής υποτίθεται ότι αιφνιδιάστηκαν. Δεν πήραν καμιά απολύτως εντολή να επιβάλουν την τάξη και περιορίστηκαν σε μια απαθή παρακολούθηση των γεγονότων.
Όταν μαζεύτηκαν 50.000 περίπου άτομα, αλαλάζοντας όχλου, μπήκε σε εφαρμογή η επόμενη φάση του σχεδίου: Καταστροφή όλων των ελληνικών περιουσιών και βεβήλωση όλων των Ιερών και Οσίων του Ελληνισμού της Πόλης. Οι οδηγίες που είχαν δοθεί ήταν να μη μείνει τίποτα όρθιο.
Ακολούθησαν ώρες πραγματικής κόλασης. Ένα μέρος του όχλου κινήθηκε στo Istiklal Caddesi, το περίφημο Πέρα, που στο ένα χιλιόμετρο της διαδρομής του είχε, σαν το πιο φημισμένο εμπορικό κέντρο της Πόλης, 700 περίπου μαγαζιά που το συντριπτικό τους ποσοστό ανήκε σε Έλληνες.
Το πρώτο κατάστημα που δέχθηκε επίθεση ήταν το καφενείο “Επτάλοφος” στην Πλατεία Ταξίμ. Ο όχλος εισέβαλε στο καφενείο σαν αγέλη μαινόμενων ταύρων και ισοπέδωσε τα πάντα: τζάμια, τραπέζια, καρέκλες, μπουφέδες, ποτήρια, φλυντζάνια. Στην συνέχεια δέχτηκε επίθεση ένα κατάστημα υφασμάτων ελληνικής ιδιοκτησίας.
Τέσσερις διαδηλωτές ξήλωσαν μία ράγα του τραμ, που χρησιμοποιήθηκε για να σπάσει η πόρτα και οι βιτρίνες του καταστήματος. Σε λίγα λεπτά το μαγαζί είχε την όψη βομβαρδισμένου τοπίου. Τα υφάσματα και τα ράφια βρέθηκαν στο δρόμο ενώ μια ραπτομηχανή καταστρεφόταν στο δρόμο μπροστά στα μάτια του αλαλάζοντας όχλου.
Ο επόμενος στόχος ήταν ένα κατάστημα ηλεκτρολογικών ειδών που σκορπίστηκαν στο δρόμο με μια εφιαλτική μανία του όχλου. Λίγο παρακάτω ένα μπακάλικο με ιδιοκτήτες δύο Έλληνες ηλικιωμένους.
Ο γέρος με ένα εκπληκτικό κουράγιο στάθηκε μπροστά στο μαγαζί του λέγοντας στον όχλο: – Φύγετε απ’ εδώ! Εμείς ζούμε σ’ αυτό το μέρος έξη γενεές και δεν μπορείτε να μας πειράξετε. Ήταν τα τελευταία λόγια της ζωής του. Ο όχλος όρμησε επάνω του, σε λίγα λεπτά το μαγαζί του είχε διαλυθεί και ο γέρος ήταν το πρώτο θύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας. Η γυναίκα του διασώθηκε κουρνιασμένη σε μια γωνιά για να πεθάνει λίγο αργότερα από το σοκ που δέχθηκε εκείνο το βράδυ.
Με τον ίδιο τρόπο ο όχλος συνέχισε το έργο του βήμα προς βήμα σε όλα τα ελληνικά μαγαζιά του Πέρα. Στα φημισμένα ζαχαροπλαστεία «Κερβάν» του Δημήτρη Πηλαβίδη, «Μπαιλάν» των Λέτα και Κυρίτση, «Σεχίρ» του Γιάννη Τσούλη. Στα μεγάλα και πολυτελή καταστήματα ρούχων και υποδημάτων.
Εκεί οι διαδηλωτές έβγαζαν ρούχα και παπούτσια, διάλεγαν μεταξωτά πουκάμισα, κοστούμια, καινούργια παπούτσια και τα φορούσαν επί τόπου πριν συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο.
Στο περίφημο κοσμηματοπωλείο του Φραγκούλη ο όχλος εισέβαλε με μια εμφύλια, πραγματική μάχη, για το ποιος ‘θ αρπάξει τα πολυτιμότερα κοσμήματα. Χρυσαφικά μεγάλης αξίας λεηλατήθηκαν μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά απ’ τους συμπλεκόμενους μεταξύ τους διαδηλωτές.
Όταν ο όχλος έφθασε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, δίστασε προς στιγμήν. Οι δισταγμοί ξεπεράστηκαν όταν ακούστηκαν οι κραυγές «Ανάθεμα στους άπιστους!», «Ανάθεμα στους άπιστους!» και ο όχλος εισέβαλε στην εκκλησία. Ό, τι κινητό υπήρχε στον ναό καταστράφηκε ή βεβηλώθηκε. Εικόνες, άγια σκεύη, ράσα ήταν ο στόχος του μανιασμένου όχλου. Τα στασίδια και ο θρόνος της εκκλησίας καταστράφηκαν όταν μια καινούρια ομάδα εισέβαλε στο Ναό μεταφέροντας πετρέλαιο για να τον κάψει.
Τελικά ο Ναός της Αγίας Τριάδας του Πέρα δεν κάηκε και θα παραμείνουν για πάντα άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να τον κάψουν.
Το Πέρα μέσα σε λίγες ώρες άρχισε να αλλάζει όψη. Ο δρόμος αποκτούσε ένα περίεργο υπόστρωμα, που ήταν ένα μίγμα απ’ τα πράγματα που καταστρεφόταν: μηχανήματα, γούνες, ρολόγια, παπούτσια, λάδια, τυριά, υφάσματα, πιατικά, ρούχα, διάφορα άλλα είδη τροφίμων και ένδυσης, ανακατεμένα, κάτω απ’ το βάρος του όχλου που κινιόταν συνεχώς, δημιούργησαν σιγά-σιγά μια υπερυψωμένη μάζα λασπώδη και λιγδερή.
Ο πατέρας μου το ίδιο βράδυ, γύρω στις 7, ήταν στο μαγαζί του, όταν άκουσε από μακριά τις φωνές μιας ομάδας διαδηλωτών. Η καρδιά του άρχισε να χοροπηδάει στο στήθος του και αμέσως θυμήθηκε τα λόγια του Αχμέτ Μπουλντούρ -ενός Τούρκου γείτονα που τον συμπαθούσε πολύ- που του είχε πει μόλις την προηγούμενη: – Γεράσιμε, αύριο το απόγευμα μη βγεις έξω, κάτσε στο σπίτι σου με την οικογένειά σου. – Γιατί Αχμέτ Μπέη; είχε ρωτήσει ο πατέρας μου. – Μη ρωτάς πολλά και κάτσε στο σπίτι σου. Έφθασαν στ’ αυτιά μου κάποιες πληροφορίες που μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα, αλλά μπορεί και να είναι πολύ σοβαρές.
Ο πατέρας μου προς στιγμή προβληματίστηκε. Συνδύασε τα λόγια του Αχμέτ Μπουλντούρ με διάφορα άλλα «παράξενα» σημάδια: Τα ρολά ή οι τοίχοι των Χριστιανικών καταστημάτων και σπιτιών είχαν γεμίσει ξαφνικά με παράξενα διακριτικά σημάδια ή τουρκικά γράμματα. Πολλά σπίτια και καταστήματα Τουρκικής ιδιοκτησίας είχαν πλημμυρίσει σημαίες σαν να ήθελαν να μεταδώσουν ένα, ανεξήγητο για τον πατέρα μου, μήνυμα. Στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης είχαν εμφανιστεί τις τελευταίες μέρες Λαζοί και διάφορα άλλα άτομα από φυλές που προερχόταν απ’ τα βάθη της Ανατολής, ρακένδυτοι και πεινασμένοι. Πού να φανταστεί ο πατέρας μου ότι αυτοί οι άνθρωποι θα υποδύονταν σε λίγες ώρες τους «αγανακτισμένους» πολίτες για να βεβηλώσουν, να ληστέψουν, να βιάσουν και να καταστρέψουν;
Ο πατέρας μου τελικά, παρ’ ότι προβληματίστηκε σοβαρά, δεν αξιολόγησε σωστά τα λόγια του Αχμέτ Μπουλτούρ. Δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε και τώρα που ακουγόταν καθαρά οι φωνές του όχλου «Kahrolsun Giavourlar!» (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin Giavourdur!» (Γκρεμίστε, σπάστε είναι γκιαούρης!), τάβαζε με τον εαυτό του. Έσβησε γρήγορα-γρήγορα τα φώτα του μαγαζιού του και γλίστρησε έξω.
Τη στιγμή εκείνη τον πλησίασαν 5 άτομα που είχαν αποσπαστεί απ’ το κυρίως σώμα του όχλου. – Γιατί ρε γκιαούρη δεν έχεις στο μαγαζί σου Τούρκικη σημαία; τον ρώτησε ο ένας. Ήταν το σύνθημα. Αμέσως και οι πέντε του ρίχτηκαν με γροθιές και κλοτσιές. Ευτυχώς δεν κρατούσαν φτυάρια και κασμάδες. Ο πατέρας μου ζαλισμένος απ’ τα αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα που δεχόταν όταν προσπαθούσε απεγνωσμένα να προφυλαχθεί και, όταν του δινόταν η ευκαιρία, να ανταποδώσει μερικά χτυπήματα. Η κατάστασή του δεν ήταν καθόλου καλή. Ο όχλος σε λίγο θα πλησίαζε κοντά στο σημείο της συμπλοκής και οι ελπίδες του να σωθεί θα μηδενιζόταν.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος από την σειρήνα ενός ασθενοφόρου που διέσχιζε το στενό δρόμο με ταχύτητα. Η συμπλοκή μέσα στη μέση του δρόμου σταμάτησε για να περάσει το ασθενοφόρο. Ο πατέρας μου συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να σώσει τη ζωή του. Αιμόφυρτος και ζαλισμένος απ’ τα χτυπήματα, άρχισε με όση δύναμη του είχε απομείνει να τρέχει. Όταν το ασθενοφόρο πέρασε, ο πατέρας μου είχε εξαφανισθεί και ο στόχος πλέον ήταν το μαγαζί του που κυριολεκτικά λεηλατήθηκε. Εκείνος όμως περπατώντας 2 ώρες, για μια διαδρομή είκοσι λεπτών, έφθασε στο σπίτι σωστό ράκος.
Όλοι μας τον περιμέναμε με μεγάλη αγωνία. Η μητέρα μου αμέσως μόλις έμαθε τα νέα καρφώθηκε στο παράθυρο γεμάτη ταραχή και ανυπομονησία, περιμένοντας τον πατέρα μου. Όταν τον είδε να έρχεται, τρέξαμε όλοι στην είσοδο του σπιτιού. Τον βοηθήσαμε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων μας του προσφέραμε τις πρώτες βοήθειες.
Στο μεταξύ το σχέδιο της καταστροφής όλων των ελληνικών περιουσιών της Πόλης βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη: Εκατό ομάδες εκτελούσαν τον φρικιαστικό τους έργο σε μια τεράστια έκταση απ τον Βόσπορο ως τη θάλασσα του Μαρμαρά. Οι επικεφαλείς των διαδηλωτών με καταλόγους σπιτιών και καταστημάτων των Ελλήνων, διεύθυναν τις ομάδες του όχλου. Ήταν ένας οργανωμένος τυφώνας που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του.
Δεκάδες Έλληνες πολίτες και κληρικοί κακοποιήθηκαν. Λεηλατήθηκαν ή παραδόθηκαν στις φλόγες 73 ελληνικές εκκλησίες. Καταστράφηκαν εικόνες, αγιογραφίες και σκεύη ανεκτίμητης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας. Kαταστράφηκαν ολοσχερώς και τα Ελληνικά σχολεία.
Η Πατριαρχική Σχολή του Φαναριού που ιδρύθηκε το 1453 και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης υπέστησαν το μένος του όχλου με ιδιαίτερη βαρβαρότητα. Το Ζάππειο Λύκειο δέχτηκε την επιδρομή του όχλου που κατρακύλησε απ’ τις μεγάλες μαρμάρινες σκάλες το άγαλμα του ευεργέτου του Σχολείου Κωνσταντίνου Ζάππα και κατέστρεψε όχι μόνο θρανία, πιάνο, αίθουσα τελετών αλλά έκανε και τεράστια ζημιά στις τοιχογραφίες που κοσμούσαν το εσωτερικό του σχολείου.
4.340 ελληνικά καταστήματα λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.
2.600 σπίτια Ελλήνων βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα και παραδόθηκαν στο μένος και την πρωτοφανή λύσσα του όχλου. Ρημάχτηκαν κυριολεκτικά και καταστράφηκαν τα γραφεία και τα πιεστήρια των τριών μεγάλων ελληνικών εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης.
Στα γραφεία της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που τότε λεγόταν Τ. Α. Ε., στην οδό Τζουμχουριέτ του Ελμανταγ, ο όχλος πήγε δύο φορές. Την πρώτη φορά υπήρχε ισχυρή φρούρηση των γραφείων και οι «διαδηλωτές» αναγκάστηκαν να φύγουν προσωρινά άπρακτοι όταν ένας απ’ τους φρουρούς τους είπε πως ήρθαν νωρίς και τους συνέστησε να ξαναγυρίσουν αργότερα.
Πράγματι την δεύτερη φορά που πήγαν δεν υπήρχε πλέον προστασία των γραφείων παρά μόνο από τον φρουρό που τους είχε υποδείξει να ξαναγυρίσουν.
Αφού κατέστρεψαν τα γραφεία και δεν άφησαν όρθιο σχεδόν τίποτα, άρχισαν να υποχωρούν όταν ο «φρουρός» τους πρότρεψε να καταστρέψουν και μια διαφήμιση που υπήρχε στο εσωτερικό των γραφείων της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ξαναμπήκαν στα γραφεία και όταν τα εγκατέλειψαν, οριστικά αυτή τη φορά, έδειχναν εικόνα βομβαρδισμένου τοπίου.
Στο Ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί μία ομάδα τυφλωμένων απ’ το μίσος διαδηλωτών επί δύο ολόκληρες ώρες κατέστρεφε τάφους και σταυρούς, έσκαβε τους πιο πρόσφατους και έβγαζε έξω τα πτώματα μαχαιρώνοντας και κομματιάζοντάς τα.
Στην Παναγία των Βλαχερνών, που χτίστηκε πάνω στα θεμέλια Βυζαντινού ναού του 470 μ.Χ., ο όχλος των διαδηλωτών κατέστρεψε με απίστευτη μανία ό,τι οι Έλληνες κατάφεραν να διατηρήσουν για χίλια τετρακόσια ογδόντα πέντε χρόνια.
Στον Άγιο Γεώργιο στα Ψωμαθιά, μια εκκλησία χτισμένη τον 13ο αιώνα που οι Τούρκοι ονόμαζαν kanli kilise (ματωμένη εκκλησία) απ’ το αίμα που έχυσαν στο σημείο εκείνο την ημέρα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, η μανία των διαδηλωτών μετέτρεψε την ιστορική εκκλησία σε σωρό ερειπίων.
Στον Βόσπορο ο αλαλάζων όχλος υποχρέωσε ένα ιερωμένο να φωνάζει ρυθμικά “Η Κύπρος είναι Τουρκική”, βάζοντας στα χέρια του μια Τούρκικη σημαία και καλώντας τον να βάλει δύναμη στη φωνή του για να τον ακούσει ο Μακάριος. Ο δύστυχος παπάς από την ταραχή και τον τρόμο του δεν μπορούσε να φωνάζει δυνατά, με αποτέλεσμα ο όχλος να τον ξυλοκοπήσει άγρια, να τον ποδοπατήσει και να τον εγκαταλείψει αιμόφυρτο στο δρόμο.
Στο Βυζαντινό Πικρίδιο, γνωστό σαν Χάσκοι, το σκήνωμα της νεομάρτυρος Αγίας Αργυρής, που βρισκόταν σε αργυρή λάρνακα, σκορπίστηκε στους δρόμους και δεν απέμεινε τίποτα παρά μόνο λίγα πυρίκαυστα τεμάχια. σπάνια και ανεκτίμητης αξίας βιβλιοθήκη της.
Το ιστορικό κτίριο της Μητρόπολης, στο οποίο πριν από την επανάσταση του 1821 γινόταν μυστικές συσκέψεις με προύχοντες της Πόλης και τον Παπαφλέσσα που σαν μέλος της Φιλικής Εταιρίας σταματούσε στην Κωνσταντινούπολη καθ’ οδό προς την Οδυσσό, καταστράφηκε τελείως.
Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Δέρκων Ιάκωβος φυγαδεύτηκε την τελευταία στιγμή και σώθηκε χάρις στη βοήθεια που του πρόσφεραν ο Δημήτρης Κουτσόπουλος και ο μαιτρ του Τούριγκ-κλάμπ Γιάννης.
Στο Μέγα Ρέμα, βρισκόταν το σπίτι του Μητροπολίτη Ηλιούπολης Γενναδίου που ήταν ό, τι καλύτερο είχε να επιδείξει το Φανάρι: Κοινωνιολόγος, ιστορικός, θεολόγος και πολυγραφότατος -μια πνευματική προσωπικότητα που μιλούσε 7 διαφορετικές γλώσσες και ακτινοβολούσε όχι μόνο στον Ελληνισμό της Πόλης αλλά σ’ ολόκληρο το χριστιανισμό οπουδήποτε κι αν βρισκόταν. Γι’ αυτήν ακριβώς την αξία του ήταν ένας προκαθορισμένος στόχος. Ο όχλος μπήκε στο σπίτι του και όταν τον εντόπισε στον επάνω όροφο, τον κακοποίησε βάναυσα και τον έριξε απ’ τις σκάλες μέχρι, κουτρουβαλώντας, να βρεθή στο ισόγειο. Ο όχλος κατέστρεψε με μανία ό,τι υπήρχε μέσα στο σπίτι μαζί με μια πλούσια βιβλιοθήκη που είχε δημιουργήσει ο Γεννάδιος. Στη συνέχεια τον έσειραν στο δρόμο συνεχίζοντας την κακοποίησή του ώσπου τον εγκατέλειψαν αναίσθητο.
Ο Μητροπολίτης Ηλιούπολης Γεννάδιος πέθανε τρία εικοσιτετράωρα μετά τα γεγονότα. Στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, γνωστή σαν Βαλουκλιώτισσα, οι αστυνομικοί και ο νυχτοφύλακας που υποτίθεται ότι τη φύλαγαν, καθοδήγησαν τον όχλο στην καταστροφή και στη λεηλασία του ιστορικού Μοναστηριού. Και οι τρεις μοναχοί που βρισκόταν τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου στο Μοναστήρι είτε θανατώθηκαν είτε βασανίστηκαν. Ο 90χρονος μοναχός Χρύσανθος Μαντάς βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στις φλόγες της φωτιάς που άναψαν για να τον κάψουν. Ο 60χρονος ηγούμενος επίσκοπος Παμφιλίου Γεράσιμος βασανίστηκε και τραυματίστηκε βαρειά στο κεφάλι. Ο 35χρονος ιερέας Ευάγγελος χτυπήθηκε και βασανίστηκε. Ο όχλος απαιτούσε τη σταύρωσή του που τελικά δεν έγινε, γιατί οι διαδηλωτές ήθελαν να απολαύσουν μια αργή και σαδιστική σταύρωση, αλλά καθυστέρησαν πολύ, τους πρόλαβε ο Στρατιωτικός Νόμος που κηρύχτηκε τα μεσάνυχτα και φοβήθηκαν τις συνέπειές του.
Οι Πατριαρχικοί Τάφοι και τα σκηνώματα των μεγάλων ευεργετών του Γένους που από το 1850 και μετά τοποθετούντο στον αυλόγυρο της Ιεράς Μονής, καταστράφηκαν με κανιβαλική μανία. Οι Πατριαρχικοί Τάφοι ανοίχτηκαν και τα οστά των νεκρών σκορπίστηκαν στους δρόμους.
21 ελληνικά εργοστάσια καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Σε όσα βρισκόταν στα παράλια του Βοσπόρου οι μηχανές και τα εργαλεία πετάχτηκαν στη θάλασσα.
110 ελληνικά εστιατόρια και ξενοδοχεία λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν ή παραδόθηκαν στις φλόγες.
Και τα 27 ελληνικά φαρμακεία λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.
Οι βιασμοί γυναικών, ανεξάρτητα απ’ την ηλικία τους, υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τους 200 τη νύχτα εκείνη,ενώ παρέμεινε άγνωστος ο τελικός αριθμός των νεκρών,που ξεπέρασε τους 20, παρ’ όλο που οι οδηγίες που είχαν δοθεί απαγόρευαν τις δολοφονίες. Από τα εκατοντάδες περιστατικά βιασμών μερικά είχαν κυριολεκτικά συγκλονίσει την Ελληνική μειονότητα. Στο Ορτάκιοϊ μια ομάδα διαδηλωτών «συνέλαβε» μια μαυροφορεμένη γυναίκα που είχε την ατυχία να πέσει στο δρόμο τους. Αφού «διασκέδασαν» διαδοχικά πολλοί απ’ αυτούς με την άτυχη γυναίκα, την εγκατέλειψαν αιμόφυρτη και αναίσθητη. Όταν την επομένη την βρήκαν ζωντανή και την πήγαν στο Νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι η γυναίκα είχε παραφρονήσει.
Στα Ταταύλα σε ένα σπίτι χριστιανών δύο ορφανά κορίτσια περίμεναν τον πατέρα τους γεμάτα αγωνία. Αντί του πατέρα τους που δούλευε στο Βόσπορο και δεν μπόρεσε να γυρίσει εγκαίρως εμφανίστηκαν οι ορδές των διαδηλωτών που αφού τα βίασαν τα εγκατέλειψαν αιμόφυρτα. Όταν ο ατυχής πατέρας επέστρεψε στο σπίτι ένοιωσε τόσο ισχυρό σοκ ώστε αυτοκτόνησε με απαγχονισμό.
Στο Γενή Σεχίρ, ο πασίγνωστος χαμάλης που τον αποκαλούσαν «Γορίλλα» από το αποκρουστικό του πρόσωπο στο οποίο ήταν αποτυπωμένη η σύφιλη που είχε, βίασε ένα 8χρονο κοριτσάκι μέσα στους ενθαρρυντικούς αλαλαγμούς του πλήθους. Το κοριτσάκι που επέζησε φέρει για το υπόλοιπο της ζωής του το τραύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας.
Δύο γυναίκες, η Ζηνοβία Χαριτωνίδου και η Ασημένια Παραπαντοπούλου πέθαναν σαν συνέπεια του βιασμού τους τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Από τους υπόλοιπους νεκρούς του Σεπτεμβριανού πογκρόμ μερικά από τα ονόματα που έγιναν γνωστά ήταν εκείνα της Όλγας Κιμιόγλου, 80 ετών, που ποδοπατήθηκε από τον όχλο στο Κεράτιο Κόλπο, του Γεωργίου Κορποβά, του Εμμανουήλ Τζανετή, του Αβραάμ Αναβά και του Νικολάου Καραμάνογλου.
Θυμάμαι, σα να ‘ναι τώρα, τη νύχτα αυτή της κόλασης και του τρόμου, στριμωγμένοι στην ταράτσα του σπιτιού μας να περιμένουμε με αγωνία τη σειρά μας. Πράγματι, κατά τις 11 η ώρα το τοπίο με τους καπνούς και τις φωτιές που αντίκρυζαν τα μάτια μας σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντας συμπληρώθηκε με τρομακτικές κραυγές «Θάνατος στους γκιαούρηδες!» «Θάνατος στους γκιαούρηδες!». Οι κραυγές πλησίαζαν επικίνδυνα. Η μητέρα μου έκανε το σταυρό της. «Ιησούς Χριστός νικάει και όλα τα κακά σκορπάει» ψιθύρισε με χείλια που έτρεμαν από την ταραχή. Ασυναίσθητα όλοι μας αρχίσαμε να κάνουμε το σταυρό μας και να ψιθυρίζουμε τα ίδια λόγια. Ο όχλος πλησίαζε. Το σπίτι μας ήταν σε ένα κατηφορικό δρόμο που λεγόταν «Ενλίγιοκούς».
Στην κορυφή του κατηφορικού δρόμου και στη γωνία με το μεγάλο δρόμο «Καλιουτζού Κουλούκ» βρισκόταν, στο ισόγειο και υπόγειο, η μεγάλη αποθήκη «ΚΡΥΣΤΑΛ» με είδη χρήσιμα για το σπίτι. Η αποθήκη αυτή ανήκε σε Έλληνα. Δέχθηκε τη μανιασμένη επίθεση του όχλου που έκανε την αποθήκη γης μαδιάμ. Ορισμένα είδη από την αποθήκη που πετάχτηκαν στο δρόμο κατρακυλούσαν και έφθαναν μέχρι την πόρτα του σπιτιού μας. Ο θόρυβος των ειδών που καταστρεφόταν μαζί με τις κραυγές του πλήθους δημιουργούσαν εικόνα και ατμόσφαιρα εφιαλτική. Οι καταστροφές συνοδευόταν με τις κραυγές «Σήμερα το βιός σας, αύριο το κεφάλι σας!»
Όταν συμπληρώθηκε η καταστροφή και η λεηλασία του ΚΡΥΣΤΑΛ, ο όχλος μετακινήθηκε προς το σπίτι μας. Ο επικεφαλής των διαδηλωτών που κρατούσε τους καταλόγους για την περιοχή ευθύνης του σταμάτησε μπροστά στο σπίτι μας.
- Στο σπίτι αυτό μένουνε γκιαούρηδες! Μένουνε άπιστοι που βασανίζουνε τ’ αδέλφια μας στην Κύπρο και βάζουνε μπόμπες στο πατρικό σπίτι του Πατέρα όλων μας, του Κεμάλ Ατατούρκ!
Η φωνή αυτή θα με συνοδεύει σ’ όλη μου τη ζωή μέχρι την τελευταία μου πνοή. Το μίσος και το πάθος της ήταν μια βαθιά μαχαιριά στις ευαίσθητες ψυχές μας. Αλαλάζοντας ο όχλος άρχισε να πετάει τις πρώτες πέτρες στην πόρτα. Όλοι είχαμε κυριολεκτικά παγώσει σαν στήλη άλατος από τον τρόμο μας. Η ανάσα μας δεν ακουγόταν ούτε σ’ εμάς τους ίδιους.
- Σταματήστε! ακούστηκε ξαφνικά μια γνώριμη φωνή απ’ το απέναντι κτίριο. Στην πόρτα της απέναντι ταράτσας είχε κάνει την εμφάνισή της η γυναίκα του περιβόητου Παπά-Εφτίμ που έμενε απέναντί μας. Ο Παπά-Εφτίμ ήταν ένα πρόσωπο σκοτεινό και μισητό στους Έλληνες, γιατί θεωρείτο άνθρωπος των Τούρκων. Είχε οργανώσει την λεγόμενη «Τουρκική Ορθόδοξη εκκλησία». Η Ελληνορθόδοξη εκκλησία τον είχε αποκηρύξει και όλοι οι Έλληνες τον θεωρούσαμε προδότη αποφεύγοντας, όταν αυτό ήταν δυνατό, ακόμα και την καλημέρα μαζί του.
Η γυναίκα του, που πρέπει να ξεπερνούσε τα 130 κιλά, εμφανίστηκε την τελευταία στιγμή στην ταράτσα του σπιτιού τους που βρισκόταν ακριβώς απέναντί μας. Ο όχλος που ήξερε καλά τί και ποιός ήταν ο Παπά-Εφτίμ μούδιασε. Η γυναίκα του ψευτο-παπά μίλησε με σταθερό τόνο στη φωνή της.
- Σας παρακαλώ να φύγετε απ’ εδώ, γιατί στο σπίτι αυτό έμεναν παλαιότερα γκιαούρηδες, αλλά τώρα μένουν φιλήσυχοι άνθρωποι που αγαπούν, όπως εσείς κι εγώ, την Τουρκία.
Η αγωνία μας είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της. Δεν είχαμε κουράγιο να κάνουμε ούτε την παραμικρή κίνηση όχι με το σώμα αλλά ούτε καν με τα μάτια.
- Είσαι βέβαιη αμπλά (αδελφή); ακούστηκε η δύσπιστη φωνή του επικεφαλής της ομάδας των διαδηλωτών.
- Είμαι βέβαιη πως ξέρετε ποια είμαι ακούστηκε η φωνή της χοντρής γυναίκας του ψευτοπαπά.
- Και βέβαια ξέρουμε ποια είσαι, απάντησε ο επικεφαλής.
- Ε, τότε θά ‘πρεπε να ξέρετε πως ενοχλούμαι φοβερά, όταν αμφισβητούν αυτά που λέω. Φύγετε λοιπόν από δω και αρκεστείτε σ’ αυτά που σας είπα.
Μετά από ένα μικρό δισταγμό, που μας φάνηκε ολόκληρος αιώνας, ο επικεφαλής φώναξε:
- Πάμε! Έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας! Ο όχλος ακολούθησε. Απομακρύνθηκαν από το σπίτι μας φωνάζοντας πάντα «Θάνατος στους γκιαούρηδες!», «Θάνατος στους γκιαούρηδες!» Μείναμε στις θέσεις μας σαν στήλες άλατος μέχρι κι ο τελευταίος απ’ τον όχλο να στρίψει τη γωνιά του κάτω δρόμου.
Τα σπίτια των Ελλήνων που ζούσαν στις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης υπέστησαν τις μεγαλύτερες ζημιές τη νύχτα εκείνη σε σχέση με τις ζημιές που έγιναν στα σπίτια των Ελλήνων που βρισκόταν στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Δυο συνοικίες που η μανία των Τούρκων ξέσπασε με ιδιαίτερη σφοδρότητα ήταν το Χρυσοκέραμο (Τσεγκέλκοϊ)στις ακτές του Βοσπόρου και το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ). Στο Χρυσοκέραμο ζούσε ο Απόστολος Νικολαϊδης με την οικογένειά του -την γυναίκα του Ευτέρπη και τα δυο του παιδιά: Τη Δόμνα και το Μίλτο. Οικογενειακοί γνωστοί που η περιπέτειά τους μας είχε συγκλονίσει όλους. Νωρίς το απόγευμα, όταν είχε κυκλοφορήσει πια η είδηση ότι γινόταν ανθελληνικό συλλαλητήριο στην πλατεία Τακσίμ, ο Απόστολος Νικολαϊδης έφυγε απ’ το μαγαζί του στο Καράκοϊ, και παίρνοντας το πλοίο της γραμμής έσπευσε στο σπίτι του στο Γενή Μαχαλά (Νέα γειτονιά) του Χρυσοκέραμου.
infognomon
αἰέν ἀριστεύειν
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva nikolas blogspot
Κύπρου είχε τρομοκρατήσει τους Αγγλους που φοβόνταν μήπως χάσουν τις βάσεις τους.
Αποφάσισαν λοιπόν να ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον της Τουρκίας που φυσικά, άλλο που δεν ήθελε. Το αποτέλεσμα ήταν να συρθεί η Ελλάδα στις 29 Αυγούστου 1955 στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου και να συζητήσει το Κυπριακό πρόβλημα με την Αγγλία και την Τουρκία. Ο πραγματικός σκοπός της Διάσκεψης ήταν να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά η ενεργός ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η αποτυχία της ήταν απλά θέμα χρόνου. Όλα βέβαια εξυπηρετούσαν την πολιτική της Αγγλίας που στην προκειμένη περίπτωση ήταν το «διαίρει και βασίλευε». Δεν ήταν όμως και για την Τουρκία ευκαιρία που θα την άφηνε να πάει χαμένη.
Και δεν την άφησε, οργανώνοντας την εφιαλτική νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 όλα φαινόταν ήρεμα. Μια μικρή ομάδα φοιτητών ήταν συγκεντρωμένοι στην Πλατεία του Ταξίμ, στην κορυφή του Πέρα, διαδηλώνοντας εναντίον της Ελλάδος.
Η Ελλάδα ήταν πάντα ο συντηρούμενος από τις Τουρκικές αρχές στόχος του όχλου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 50 η Τουρκία είχε βρει την καινούρια πηγή ανανέωσης της ανθελληνικής μανίας της. Ήταν το Κυπριακό, που κυριολεκτικά της το χάρισαν οι Άγγλοι για να αποκτήσουν «διαιτητική» ιδιότητα και να εξασφαλίσουν ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους. Ο δημοσιογράφος της Εφημερίδας «Χουριέτ» Σεντάτ Σιμαβί, ένας Τουρκοεβραίος, κατάφερε με τα πύρινα ανθελληνικά δημοσιεύματά του να εκτινάξει την κυκλοφορία της εφημερίδας από τις 11.000 φύλλα ημερησίως που είχε το 1948, όταν πρωτο κυκλοφόρησε, στις 600.000 φύλλα ημερησίως!
Το παράδειγμα ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, και οι υπόλοιπες Τουρκικές εφημερίδες. Έτσι, το κλίμα είχε προετοιμαστεί πάρα πολύ καλά. Μέσα στην ψυχολογία του όχλου που δημιουργήθηκε, ένα σημαντικό κομμάτι αφορούσε τη ζήλια και το φθόνο από τη συνεχή οικονομική πρόοδο των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
Σ’ αυτό προστίθονταν έντεχνα απ’ την Τουρκική προπαγάνδα η ιδέα πως η κακοδαιμονία της Τουρκίας και η αδυναμία οικονομικής της ανάπτυξης οφειλόταν στους Χριστιανούς, στους Αρμένιους, στους Εβραίους και στις άλλες μειονότητες που απολάμβαναν τον περισσότερο πλούτο. Ο Νέρων, για να αποπροσανατολίσει τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες, απέδωσε όλα τα κακά στους Χριστιανούς. Οι Τούρκοι τον αντέγραψαν καλύτερα. Ο φανατισμός που διοχέτευαν στις μάζες ήταν εντονότερος, άριστα οργανωμένος και στο συντριπτικό του ποσοστό ελεγχόμενος.
Οι οργανώσεις «Η Κύπρος είναι Τουρκική» ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Αρχηγός των οργανώσεων ένας άλλος δημοσιογράφος της «Χουριέτ», ο Χικμέτ Μπιλ, που είχε κι αυτός εξαιρετικές επιδόσεις στη διοχέτευση εμπρηστικού ανθελληνισμού στις μάζες. Ακολούθησε η στημένη αποτυχία της Τριμερούς Διάσκεψης του Λονδίνου στις αρχές Σεπτεμβρίου και η εφαρμογή του τέλεια οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Το σχέδιο, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε σαν τυπική αφετηρία 500 χιλιόμετρα μακριά, την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Λίγες ώρες πριν από το συλλαλητήριο, ο μουσουλμάνος φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που καταγόταν από την Κομοτηνή, Οκτάι Εγκίν παρέδωσε μια βόμβα στον φύλακα του Τουρκικού Προξενείου Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Χασάνογλου. Η βόμβα που τοποθετήθηκε από τον τελευταίο στον κοινό κήπο που βρίσκεται το Τουρκικό Προξενείο και ένα σπίτι στο οποίο οι Τούρκοι θεωρούν πως γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, δεν προκάλεσε βέβαια καμιά ζημιά πέρα απ’ τα τζάμια μερικών παραθύρων που έσπασαν. Αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία.
Το σχέδιο που οργανώθηκε από το επίσημο Τουρκικό Κράτος δεν ήθελε την καταστροφή αυτού του σπιτιού. Ήθελε μόνο την αφορμή. Όπως κι έγινε: Δύο Τουρκικές εφημερίδες είχαν ετοιμάσει έκτακτες εκδόσεις με προετοιμασμένα κείμενα παραπληροφόρησης. «Έλληνες τρομοκράτες κατέστρεψαν το πατρικό σπίτι του Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη!» έγραφε η «Ισταμπούλ Εξπρές», στην έκτακτη απογευματινή της έκδοση της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 και δημοσίευσε φωτογραφίες που ήταν παραποιημένες.
Τις φωτογραφίες αυτές, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ζήτησε από τον φωτογράφο Κυριακίδη η σύζυγος του Γενικού Προξένου της Τουρκίας που βρισκόταν στα εγκαίνια της 20ής Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης στις 3 Σεπτεμβρίου 1955. Ήθελε, όπως είπε, ως ανάμνηση της επίσκεψής της, φωτογραφίες του «σπιτιού» του Κεμάλ Ατατούρκ, γιατί έφευγε την επόμενη για την Κωνσταντινούπολη.
Αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποίησαν, παραποιημένες φυσικά, οι έκτακτες εκδόσεις των 2 Τουρκικών εφημερίδων το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955. «Καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ», ήταν τα μηνύματα που περνούσαν.
Οι έκτακτες εκδόσεις των δύο εφημερίδων που κυκλοφόρησαν την ώρα του συλλαλητηρίου ήταν το σύνθημα.
Οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που οδηγούσαν στην πλατεία Ταξίμ γέμισαν ξαφνικά με ένα μαινόμενο όχλο οπλισμένο με τσεκούρια, φτυάρια, ρόπαλα, σκεπάρνια, σφυριά και σιδερένιους λοστούς που φώναζε «Kahrolsun giavourlar!” (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin, giavourdur!” (Σπάστε, γκρεμίστε είναι γκιαούρης!).
Η Αστυνομία και οι Κρατικές δυνάμεις καταστολής υποτίθεται ότι αιφνιδιάστηκαν. Δεν πήραν καμιά απολύτως εντολή να επιβάλουν την τάξη και περιορίστηκαν σε μια απαθή παρακολούθηση των γεγονότων.
Όταν μαζεύτηκαν 50.000 περίπου άτομα, αλαλάζοντας όχλου, μπήκε σε εφαρμογή η επόμενη φάση του σχεδίου: Καταστροφή όλων των ελληνικών περιουσιών και βεβήλωση όλων των Ιερών και Οσίων του Ελληνισμού της Πόλης. Οι οδηγίες που είχαν δοθεί ήταν να μη μείνει τίποτα όρθιο.
Ακολούθησαν ώρες πραγματικής κόλασης. Ένα μέρος του όχλου κινήθηκε στo Istiklal Caddesi, το περίφημο Πέρα, που στο ένα χιλιόμετρο της διαδρομής του είχε, σαν το πιο φημισμένο εμπορικό κέντρο της Πόλης, 700 περίπου μαγαζιά που το συντριπτικό τους ποσοστό ανήκε σε Έλληνες.
Το πρώτο κατάστημα που δέχθηκε επίθεση ήταν το καφενείο “Επτάλοφος” στην Πλατεία Ταξίμ. Ο όχλος εισέβαλε στο καφενείο σαν αγέλη μαινόμενων ταύρων και ισοπέδωσε τα πάντα: τζάμια, τραπέζια, καρέκλες, μπουφέδες, ποτήρια, φλυντζάνια. Στην συνέχεια δέχτηκε επίθεση ένα κατάστημα υφασμάτων ελληνικής ιδιοκτησίας.
Τέσσερις διαδηλωτές ξήλωσαν μία ράγα του τραμ, που χρησιμοποιήθηκε για να σπάσει η πόρτα και οι βιτρίνες του καταστήματος. Σε λίγα λεπτά το μαγαζί είχε την όψη βομβαρδισμένου τοπίου. Τα υφάσματα και τα ράφια βρέθηκαν στο δρόμο ενώ μια ραπτομηχανή καταστρεφόταν στο δρόμο μπροστά στα μάτια του αλαλάζοντας όχλου.
Ο επόμενος στόχος ήταν ένα κατάστημα ηλεκτρολογικών ειδών που σκορπίστηκαν στο δρόμο με μια εφιαλτική μανία του όχλου. Λίγο παρακάτω ένα μπακάλικο με ιδιοκτήτες δύο Έλληνες ηλικιωμένους.
Ο γέρος με ένα εκπληκτικό κουράγιο στάθηκε μπροστά στο μαγαζί του λέγοντας στον όχλο: – Φύγετε απ’ εδώ! Εμείς ζούμε σ’ αυτό το μέρος έξη γενεές και δεν μπορείτε να μας πειράξετε. Ήταν τα τελευταία λόγια της ζωής του. Ο όχλος όρμησε επάνω του, σε λίγα λεπτά το μαγαζί του είχε διαλυθεί και ο γέρος ήταν το πρώτο θύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας. Η γυναίκα του διασώθηκε κουρνιασμένη σε μια γωνιά για να πεθάνει λίγο αργότερα από το σοκ που δέχθηκε εκείνο το βράδυ.
Με τον ίδιο τρόπο ο όχλος συνέχισε το έργο του βήμα προς βήμα σε όλα τα ελληνικά μαγαζιά του Πέρα. Στα φημισμένα ζαχαροπλαστεία «Κερβάν» του Δημήτρη Πηλαβίδη, «Μπαιλάν» των Λέτα και Κυρίτση, «Σεχίρ» του Γιάννη Τσούλη. Στα μεγάλα και πολυτελή καταστήματα ρούχων και υποδημάτων.
Εκεί οι διαδηλωτές έβγαζαν ρούχα και παπούτσια, διάλεγαν μεταξωτά πουκάμισα, κοστούμια, καινούργια παπούτσια και τα φορούσαν επί τόπου πριν συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο.
Στο περίφημο κοσμηματοπωλείο του Φραγκούλη ο όχλος εισέβαλε με μια εμφύλια, πραγματική μάχη, για το ποιος ‘θ αρπάξει τα πολυτιμότερα κοσμήματα. Χρυσαφικά μεγάλης αξίας λεηλατήθηκαν μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά απ’ τους συμπλεκόμενους μεταξύ τους διαδηλωτές.
Όταν ο όχλος έφθασε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, δίστασε προς στιγμήν. Οι δισταγμοί ξεπεράστηκαν όταν ακούστηκαν οι κραυγές «Ανάθεμα στους άπιστους!», «Ανάθεμα στους άπιστους!» και ο όχλος εισέβαλε στην εκκλησία. Ό, τι κινητό υπήρχε στον ναό καταστράφηκε ή βεβηλώθηκε. Εικόνες, άγια σκεύη, ράσα ήταν ο στόχος του μανιασμένου όχλου. Τα στασίδια και ο θρόνος της εκκλησίας καταστράφηκαν όταν μια καινούρια ομάδα εισέβαλε στο Ναό μεταφέροντας πετρέλαιο για να τον κάψει.
Τελικά ο Ναός της Αγίας Τριάδας του Πέρα δεν κάηκε και θα παραμείνουν για πάντα άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να τον κάψουν.
Το Πέρα μέσα σε λίγες ώρες άρχισε να αλλάζει όψη. Ο δρόμος αποκτούσε ένα περίεργο υπόστρωμα, που ήταν ένα μίγμα απ’ τα πράγματα που καταστρεφόταν: μηχανήματα, γούνες, ρολόγια, παπούτσια, λάδια, τυριά, υφάσματα, πιατικά, ρούχα, διάφορα άλλα είδη τροφίμων και ένδυσης, ανακατεμένα, κάτω απ’ το βάρος του όχλου που κινιόταν συνεχώς, δημιούργησαν σιγά-σιγά μια υπερυψωμένη μάζα λασπώδη και λιγδερή.
Ο πατέρας μου το ίδιο βράδυ, γύρω στις 7, ήταν στο μαγαζί του, όταν άκουσε από μακριά τις φωνές μιας ομάδας διαδηλωτών. Η καρδιά του άρχισε να χοροπηδάει στο στήθος του και αμέσως θυμήθηκε τα λόγια του Αχμέτ Μπουλντούρ -ενός Τούρκου γείτονα που τον συμπαθούσε πολύ- που του είχε πει μόλις την προηγούμενη: – Γεράσιμε, αύριο το απόγευμα μη βγεις έξω, κάτσε στο σπίτι σου με την οικογένειά σου. – Γιατί Αχμέτ Μπέη; είχε ρωτήσει ο πατέρας μου. – Μη ρωτάς πολλά και κάτσε στο σπίτι σου. Έφθασαν στ’ αυτιά μου κάποιες πληροφορίες που μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα, αλλά μπορεί και να είναι πολύ σοβαρές.
Ο πατέρας μου προς στιγμή προβληματίστηκε. Συνδύασε τα λόγια του Αχμέτ Μπουλντούρ με διάφορα άλλα «παράξενα» σημάδια: Τα ρολά ή οι τοίχοι των Χριστιανικών καταστημάτων και σπιτιών είχαν γεμίσει ξαφνικά με παράξενα διακριτικά σημάδια ή τουρκικά γράμματα. Πολλά σπίτια και καταστήματα Τουρκικής ιδιοκτησίας είχαν πλημμυρίσει σημαίες σαν να ήθελαν να μεταδώσουν ένα, ανεξήγητο για τον πατέρα μου, μήνυμα. Στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης είχαν εμφανιστεί τις τελευταίες μέρες Λαζοί και διάφορα άλλα άτομα από φυλές που προερχόταν απ’ τα βάθη της Ανατολής, ρακένδυτοι και πεινασμένοι. Πού να φανταστεί ο πατέρας μου ότι αυτοί οι άνθρωποι θα υποδύονταν σε λίγες ώρες τους «αγανακτισμένους» πολίτες για να βεβηλώσουν, να ληστέψουν, να βιάσουν και να καταστρέψουν;
Ο πατέρας μου τελικά, παρ’ ότι προβληματίστηκε σοβαρά, δεν αξιολόγησε σωστά τα λόγια του Αχμέτ Μπουλτούρ. Δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε και τώρα που ακουγόταν καθαρά οι φωνές του όχλου «Kahrolsun Giavourlar!» (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin Giavourdur!» (Γκρεμίστε, σπάστε είναι γκιαούρης!), τάβαζε με τον εαυτό του. Έσβησε γρήγορα-γρήγορα τα φώτα του μαγαζιού του και γλίστρησε έξω.
Τη στιγμή εκείνη τον πλησίασαν 5 άτομα που είχαν αποσπαστεί απ’ το κυρίως σώμα του όχλου. – Γιατί ρε γκιαούρη δεν έχεις στο μαγαζί σου Τούρκικη σημαία; τον ρώτησε ο ένας. Ήταν το σύνθημα. Αμέσως και οι πέντε του ρίχτηκαν με γροθιές και κλοτσιές. Ευτυχώς δεν κρατούσαν φτυάρια και κασμάδες. Ο πατέρας μου ζαλισμένος απ’ τα αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα που δεχόταν όταν προσπαθούσε απεγνωσμένα να προφυλαχθεί και, όταν του δινόταν η ευκαιρία, να ανταποδώσει μερικά χτυπήματα. Η κατάστασή του δεν ήταν καθόλου καλή. Ο όχλος σε λίγο θα πλησίαζε κοντά στο σημείο της συμπλοκής και οι ελπίδες του να σωθεί θα μηδενιζόταν.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος από την σειρήνα ενός ασθενοφόρου που διέσχιζε το στενό δρόμο με ταχύτητα. Η συμπλοκή μέσα στη μέση του δρόμου σταμάτησε για να περάσει το ασθενοφόρο. Ο πατέρας μου συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να σώσει τη ζωή του. Αιμόφυρτος και ζαλισμένος απ’ τα χτυπήματα, άρχισε με όση δύναμη του είχε απομείνει να τρέχει. Όταν το ασθενοφόρο πέρασε, ο πατέρας μου είχε εξαφανισθεί και ο στόχος πλέον ήταν το μαγαζί του που κυριολεκτικά λεηλατήθηκε. Εκείνος όμως περπατώντας 2 ώρες, για μια διαδρομή είκοσι λεπτών, έφθασε στο σπίτι σωστό ράκος.
Όλοι μας τον περιμέναμε με μεγάλη αγωνία. Η μητέρα μου αμέσως μόλις έμαθε τα νέα καρφώθηκε στο παράθυρο γεμάτη ταραχή και ανυπομονησία, περιμένοντας τον πατέρα μου. Όταν τον είδε να έρχεται, τρέξαμε όλοι στην είσοδο του σπιτιού. Τον βοηθήσαμε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων μας του προσφέραμε τις πρώτες βοήθειες.
Στο μεταξύ το σχέδιο της καταστροφής όλων των ελληνικών περιουσιών της Πόλης βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη: Εκατό ομάδες εκτελούσαν τον φρικιαστικό τους έργο σε μια τεράστια έκταση απ τον Βόσπορο ως τη θάλασσα του Μαρμαρά. Οι επικεφαλείς των διαδηλωτών με καταλόγους σπιτιών και καταστημάτων των Ελλήνων, διεύθυναν τις ομάδες του όχλου. Ήταν ένας οργανωμένος τυφώνας που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του.
Δεκάδες Έλληνες πολίτες και κληρικοί κακοποιήθηκαν. Λεηλατήθηκαν ή παραδόθηκαν στις φλόγες 73 ελληνικές εκκλησίες. Καταστράφηκαν εικόνες, αγιογραφίες και σκεύη ανεκτίμητης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας. Kαταστράφηκαν ολοσχερώς και τα Ελληνικά σχολεία.
Η Πατριαρχική Σχολή του Φαναριού που ιδρύθηκε το 1453 και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης υπέστησαν το μένος του όχλου με ιδιαίτερη βαρβαρότητα. Το Ζάππειο Λύκειο δέχτηκε την επιδρομή του όχλου που κατρακύλησε απ’ τις μεγάλες μαρμάρινες σκάλες το άγαλμα του ευεργέτου του Σχολείου Κωνσταντίνου Ζάππα και κατέστρεψε όχι μόνο θρανία, πιάνο, αίθουσα τελετών αλλά έκανε και τεράστια ζημιά στις τοιχογραφίες που κοσμούσαν το εσωτερικό του σχολείου.
4.340 ελληνικά καταστήματα λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.
2.600 σπίτια Ελλήνων βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα και παραδόθηκαν στο μένος και την πρωτοφανή λύσσα του όχλου. Ρημάχτηκαν κυριολεκτικά και καταστράφηκαν τα γραφεία και τα πιεστήρια των τριών μεγάλων ελληνικών εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης.
Στα γραφεία της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που τότε λεγόταν Τ. Α. Ε., στην οδό Τζουμχουριέτ του Ελμανταγ, ο όχλος πήγε δύο φορές. Την πρώτη φορά υπήρχε ισχυρή φρούρηση των γραφείων και οι «διαδηλωτές» αναγκάστηκαν να φύγουν προσωρινά άπρακτοι όταν ένας απ’ τους φρουρούς τους είπε πως ήρθαν νωρίς και τους συνέστησε να ξαναγυρίσουν αργότερα.
Πράγματι την δεύτερη φορά που πήγαν δεν υπήρχε πλέον προστασία των γραφείων παρά μόνο από τον φρουρό που τους είχε υποδείξει να ξαναγυρίσουν.
Αφού κατέστρεψαν τα γραφεία και δεν άφησαν όρθιο σχεδόν τίποτα, άρχισαν να υποχωρούν όταν ο «φρουρός» τους πρότρεψε να καταστρέψουν και μια διαφήμιση που υπήρχε στο εσωτερικό των γραφείων της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ξαναμπήκαν στα γραφεία και όταν τα εγκατέλειψαν, οριστικά αυτή τη φορά, έδειχναν εικόνα βομβαρδισμένου τοπίου.
Στο Ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί μία ομάδα τυφλωμένων απ’ το μίσος διαδηλωτών επί δύο ολόκληρες ώρες κατέστρεφε τάφους και σταυρούς, έσκαβε τους πιο πρόσφατους και έβγαζε έξω τα πτώματα μαχαιρώνοντας και κομματιάζοντάς τα.
Στην Παναγία των Βλαχερνών, που χτίστηκε πάνω στα θεμέλια Βυζαντινού ναού του 470 μ.Χ., ο όχλος των διαδηλωτών κατέστρεψε με απίστευτη μανία ό,τι οι Έλληνες κατάφεραν να διατηρήσουν για χίλια τετρακόσια ογδόντα πέντε χρόνια.
Στον Άγιο Γεώργιο στα Ψωμαθιά, μια εκκλησία χτισμένη τον 13ο αιώνα που οι Τούρκοι ονόμαζαν kanli kilise (ματωμένη εκκλησία) απ’ το αίμα που έχυσαν στο σημείο εκείνο την ημέρα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, η μανία των διαδηλωτών μετέτρεψε την ιστορική εκκλησία σε σωρό ερειπίων.
Στον Βόσπορο ο αλαλάζων όχλος υποχρέωσε ένα ιερωμένο να φωνάζει ρυθμικά “Η Κύπρος είναι Τουρκική”, βάζοντας στα χέρια του μια Τούρκικη σημαία και καλώντας τον να βάλει δύναμη στη φωνή του για να τον ακούσει ο Μακάριος. Ο δύστυχος παπάς από την ταραχή και τον τρόμο του δεν μπορούσε να φωνάζει δυνατά, με αποτέλεσμα ο όχλος να τον ξυλοκοπήσει άγρια, να τον ποδοπατήσει και να τον εγκαταλείψει αιμόφυρτο στο δρόμο.
Στο Βυζαντινό Πικρίδιο, γνωστό σαν Χάσκοι, το σκήνωμα της νεομάρτυρος Αγίας Αργυρής, που βρισκόταν σε αργυρή λάρνακα, σκορπίστηκε στους δρόμους και δεν απέμεινε τίποτα παρά μόνο λίγα πυρίκαυστα τεμάχια. σπάνια και ανεκτίμητης αξίας βιβλιοθήκη της.
Το ιστορικό κτίριο της Μητρόπολης, στο οποίο πριν από την επανάσταση του 1821 γινόταν μυστικές συσκέψεις με προύχοντες της Πόλης και τον Παπαφλέσσα που σαν μέλος της Φιλικής Εταιρίας σταματούσε στην Κωνσταντινούπολη καθ’ οδό προς την Οδυσσό, καταστράφηκε τελείως.
Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Δέρκων Ιάκωβος φυγαδεύτηκε την τελευταία στιγμή και σώθηκε χάρις στη βοήθεια που του πρόσφεραν ο Δημήτρης Κουτσόπουλος και ο μαιτρ του Τούριγκ-κλάμπ Γιάννης.
Στο Μέγα Ρέμα, βρισκόταν το σπίτι του Μητροπολίτη Ηλιούπολης Γενναδίου που ήταν ό, τι καλύτερο είχε να επιδείξει το Φανάρι: Κοινωνιολόγος, ιστορικός, θεολόγος και πολυγραφότατος -μια πνευματική προσωπικότητα που μιλούσε 7 διαφορετικές γλώσσες και ακτινοβολούσε όχι μόνο στον Ελληνισμό της Πόλης αλλά σ’ ολόκληρο το χριστιανισμό οπουδήποτε κι αν βρισκόταν. Γι’ αυτήν ακριβώς την αξία του ήταν ένας προκαθορισμένος στόχος. Ο όχλος μπήκε στο σπίτι του και όταν τον εντόπισε στον επάνω όροφο, τον κακοποίησε βάναυσα και τον έριξε απ’ τις σκάλες μέχρι, κουτρουβαλώντας, να βρεθή στο ισόγειο. Ο όχλος κατέστρεψε με μανία ό,τι υπήρχε μέσα στο σπίτι μαζί με μια πλούσια βιβλιοθήκη που είχε δημιουργήσει ο Γεννάδιος. Στη συνέχεια τον έσειραν στο δρόμο συνεχίζοντας την κακοποίησή του ώσπου τον εγκατέλειψαν αναίσθητο.
Ο Μητροπολίτης Ηλιούπολης Γεννάδιος πέθανε τρία εικοσιτετράωρα μετά τα γεγονότα. Στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, γνωστή σαν Βαλουκλιώτισσα, οι αστυνομικοί και ο νυχτοφύλακας που υποτίθεται ότι τη φύλαγαν, καθοδήγησαν τον όχλο στην καταστροφή και στη λεηλασία του ιστορικού Μοναστηριού. Και οι τρεις μοναχοί που βρισκόταν τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου στο Μοναστήρι είτε θανατώθηκαν είτε βασανίστηκαν. Ο 90χρονος μοναχός Χρύσανθος Μαντάς βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στις φλόγες της φωτιάς που άναψαν για να τον κάψουν. Ο 60χρονος ηγούμενος επίσκοπος Παμφιλίου Γεράσιμος βασανίστηκε και τραυματίστηκε βαρειά στο κεφάλι. Ο 35χρονος ιερέας Ευάγγελος χτυπήθηκε και βασανίστηκε. Ο όχλος απαιτούσε τη σταύρωσή του που τελικά δεν έγινε, γιατί οι διαδηλωτές ήθελαν να απολαύσουν μια αργή και σαδιστική σταύρωση, αλλά καθυστέρησαν πολύ, τους πρόλαβε ο Στρατιωτικός Νόμος που κηρύχτηκε τα μεσάνυχτα και φοβήθηκαν τις συνέπειές του.
Οι Πατριαρχικοί Τάφοι και τα σκηνώματα των μεγάλων ευεργετών του Γένους που από το 1850 και μετά τοποθετούντο στον αυλόγυρο της Ιεράς Μονής, καταστράφηκαν με κανιβαλική μανία. Οι Πατριαρχικοί Τάφοι ανοίχτηκαν και τα οστά των νεκρών σκορπίστηκαν στους δρόμους.
21 ελληνικά εργοστάσια καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Σε όσα βρισκόταν στα παράλια του Βοσπόρου οι μηχανές και τα εργαλεία πετάχτηκαν στη θάλασσα.
110 ελληνικά εστιατόρια και ξενοδοχεία λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν ή παραδόθηκαν στις φλόγες.
Και τα 27 ελληνικά φαρμακεία λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.
Οι βιασμοί γυναικών, ανεξάρτητα απ’ την ηλικία τους, υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τους 200 τη νύχτα εκείνη,ενώ παρέμεινε άγνωστος ο τελικός αριθμός των νεκρών,που ξεπέρασε τους 20, παρ’ όλο που οι οδηγίες που είχαν δοθεί απαγόρευαν τις δολοφονίες. Από τα εκατοντάδες περιστατικά βιασμών μερικά είχαν κυριολεκτικά συγκλονίσει την Ελληνική μειονότητα. Στο Ορτάκιοϊ μια ομάδα διαδηλωτών «συνέλαβε» μια μαυροφορεμένη γυναίκα που είχε την ατυχία να πέσει στο δρόμο τους. Αφού «διασκέδασαν» διαδοχικά πολλοί απ’ αυτούς με την άτυχη γυναίκα, την εγκατέλειψαν αιμόφυρτη και αναίσθητη. Όταν την επομένη την βρήκαν ζωντανή και την πήγαν στο Νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι η γυναίκα είχε παραφρονήσει.
Στα Ταταύλα σε ένα σπίτι χριστιανών δύο ορφανά κορίτσια περίμεναν τον πατέρα τους γεμάτα αγωνία. Αντί του πατέρα τους που δούλευε στο Βόσπορο και δεν μπόρεσε να γυρίσει εγκαίρως εμφανίστηκαν οι ορδές των διαδηλωτών που αφού τα βίασαν τα εγκατέλειψαν αιμόφυρτα. Όταν ο ατυχής πατέρας επέστρεψε στο σπίτι ένοιωσε τόσο ισχυρό σοκ ώστε αυτοκτόνησε με απαγχονισμό.
Στο Γενή Σεχίρ, ο πασίγνωστος χαμάλης που τον αποκαλούσαν «Γορίλλα» από το αποκρουστικό του πρόσωπο στο οποίο ήταν αποτυπωμένη η σύφιλη που είχε, βίασε ένα 8χρονο κοριτσάκι μέσα στους ενθαρρυντικούς αλαλαγμούς του πλήθους. Το κοριτσάκι που επέζησε φέρει για το υπόλοιπο της ζωής του το τραύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας.
Δύο γυναίκες, η Ζηνοβία Χαριτωνίδου και η Ασημένια Παραπαντοπούλου πέθαναν σαν συνέπεια του βιασμού τους τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Από τους υπόλοιπους νεκρούς του Σεπτεμβριανού πογκρόμ μερικά από τα ονόματα που έγιναν γνωστά ήταν εκείνα της Όλγας Κιμιόγλου, 80 ετών, που ποδοπατήθηκε από τον όχλο στο Κεράτιο Κόλπο, του Γεωργίου Κορποβά, του Εμμανουήλ Τζανετή, του Αβραάμ Αναβά και του Νικολάου Καραμάνογλου.
Θυμάμαι, σα να ‘ναι τώρα, τη νύχτα αυτή της κόλασης και του τρόμου, στριμωγμένοι στην ταράτσα του σπιτιού μας να περιμένουμε με αγωνία τη σειρά μας. Πράγματι, κατά τις 11 η ώρα το τοπίο με τους καπνούς και τις φωτιές που αντίκρυζαν τα μάτια μας σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντας συμπληρώθηκε με τρομακτικές κραυγές «Θάνατος στους γκιαούρηδες!» «Θάνατος στους γκιαούρηδες!». Οι κραυγές πλησίαζαν επικίνδυνα. Η μητέρα μου έκανε το σταυρό της. «Ιησούς Χριστός νικάει και όλα τα κακά σκορπάει» ψιθύρισε με χείλια που έτρεμαν από την ταραχή. Ασυναίσθητα όλοι μας αρχίσαμε να κάνουμε το σταυρό μας και να ψιθυρίζουμε τα ίδια λόγια. Ο όχλος πλησίαζε. Το σπίτι μας ήταν σε ένα κατηφορικό δρόμο που λεγόταν «Ενλίγιοκούς».
Στην κορυφή του κατηφορικού δρόμου και στη γωνία με το μεγάλο δρόμο «Καλιουτζού Κουλούκ» βρισκόταν, στο ισόγειο και υπόγειο, η μεγάλη αποθήκη «ΚΡΥΣΤΑΛ» με είδη χρήσιμα για το σπίτι. Η αποθήκη αυτή ανήκε σε Έλληνα. Δέχθηκε τη μανιασμένη επίθεση του όχλου που έκανε την αποθήκη γης μαδιάμ. Ορισμένα είδη από την αποθήκη που πετάχτηκαν στο δρόμο κατρακυλούσαν και έφθαναν μέχρι την πόρτα του σπιτιού μας. Ο θόρυβος των ειδών που καταστρεφόταν μαζί με τις κραυγές του πλήθους δημιουργούσαν εικόνα και ατμόσφαιρα εφιαλτική. Οι καταστροφές συνοδευόταν με τις κραυγές «Σήμερα το βιός σας, αύριο το κεφάλι σας!»
Όταν συμπληρώθηκε η καταστροφή και η λεηλασία του ΚΡΥΣΤΑΛ, ο όχλος μετακινήθηκε προς το σπίτι μας. Ο επικεφαλής των διαδηλωτών που κρατούσε τους καταλόγους για την περιοχή ευθύνης του σταμάτησε μπροστά στο σπίτι μας.
- Στο σπίτι αυτό μένουνε γκιαούρηδες! Μένουνε άπιστοι που βασανίζουνε τ’ αδέλφια μας στην Κύπρο και βάζουνε μπόμπες στο πατρικό σπίτι του Πατέρα όλων μας, του Κεμάλ Ατατούρκ!
Η φωνή αυτή θα με συνοδεύει σ’ όλη μου τη ζωή μέχρι την τελευταία μου πνοή. Το μίσος και το πάθος της ήταν μια βαθιά μαχαιριά στις ευαίσθητες ψυχές μας. Αλαλάζοντας ο όχλος άρχισε να πετάει τις πρώτες πέτρες στην πόρτα. Όλοι είχαμε κυριολεκτικά παγώσει σαν στήλη άλατος από τον τρόμο μας. Η ανάσα μας δεν ακουγόταν ούτε σ’ εμάς τους ίδιους.
- Σταματήστε! ακούστηκε ξαφνικά μια γνώριμη φωνή απ’ το απέναντι κτίριο. Στην πόρτα της απέναντι ταράτσας είχε κάνει την εμφάνισή της η γυναίκα του περιβόητου Παπά-Εφτίμ που έμενε απέναντί μας. Ο Παπά-Εφτίμ ήταν ένα πρόσωπο σκοτεινό και μισητό στους Έλληνες, γιατί θεωρείτο άνθρωπος των Τούρκων. Είχε οργανώσει την λεγόμενη «Τουρκική Ορθόδοξη εκκλησία». Η Ελληνορθόδοξη εκκλησία τον είχε αποκηρύξει και όλοι οι Έλληνες τον θεωρούσαμε προδότη αποφεύγοντας, όταν αυτό ήταν δυνατό, ακόμα και την καλημέρα μαζί του.
Η γυναίκα του, που πρέπει να ξεπερνούσε τα 130 κιλά, εμφανίστηκε την τελευταία στιγμή στην ταράτσα του σπιτιού τους που βρισκόταν ακριβώς απέναντί μας. Ο όχλος που ήξερε καλά τί και ποιός ήταν ο Παπά-Εφτίμ μούδιασε. Η γυναίκα του ψευτο-παπά μίλησε με σταθερό τόνο στη φωνή της.
- Σας παρακαλώ να φύγετε απ’ εδώ, γιατί στο σπίτι αυτό έμεναν παλαιότερα γκιαούρηδες, αλλά τώρα μένουν φιλήσυχοι άνθρωποι που αγαπούν, όπως εσείς κι εγώ, την Τουρκία.
Η αγωνία μας είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της. Δεν είχαμε κουράγιο να κάνουμε ούτε την παραμικρή κίνηση όχι με το σώμα αλλά ούτε καν με τα μάτια.
- Είσαι βέβαιη αμπλά (αδελφή); ακούστηκε η δύσπιστη φωνή του επικεφαλής της ομάδας των διαδηλωτών.
- Είμαι βέβαιη πως ξέρετε ποια είμαι ακούστηκε η φωνή της χοντρής γυναίκας του ψευτοπαπά.
- Και βέβαια ξέρουμε ποια είσαι, απάντησε ο επικεφαλής.
- Ε, τότε θά ‘πρεπε να ξέρετε πως ενοχλούμαι φοβερά, όταν αμφισβητούν αυτά που λέω. Φύγετε λοιπόν από δω και αρκεστείτε σ’ αυτά που σας είπα.
Μετά από ένα μικρό δισταγμό, που μας φάνηκε ολόκληρος αιώνας, ο επικεφαλής φώναξε:
- Πάμε! Έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας! Ο όχλος ακολούθησε. Απομακρύνθηκαν από το σπίτι μας φωνάζοντας πάντα «Θάνατος στους γκιαούρηδες!», «Θάνατος στους γκιαούρηδες!» Μείναμε στις θέσεις μας σαν στήλες άλατος μέχρι κι ο τελευταίος απ’ τον όχλο να στρίψει τη γωνιά του κάτω δρόμου.
Τα σπίτια των Ελλήνων που ζούσαν στις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης υπέστησαν τις μεγαλύτερες ζημιές τη νύχτα εκείνη σε σχέση με τις ζημιές που έγιναν στα σπίτια των Ελλήνων που βρισκόταν στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Δυο συνοικίες που η μανία των Τούρκων ξέσπασε με ιδιαίτερη σφοδρότητα ήταν το Χρυσοκέραμο (Τσεγκέλκοϊ)στις ακτές του Βοσπόρου και το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ). Στο Χρυσοκέραμο ζούσε ο Απόστολος Νικολαϊδης με την οικογένειά του -την γυναίκα του Ευτέρπη και τα δυο του παιδιά: Τη Δόμνα και το Μίλτο. Οικογενειακοί γνωστοί που η περιπέτειά τους μας είχε συγκλονίσει όλους. Νωρίς το απόγευμα, όταν είχε κυκλοφορήσει πια η είδηση ότι γινόταν ανθελληνικό συλλαλητήριο στην πλατεία Τακσίμ, ο Απόστολος Νικολαϊδης έφυγε απ’ το μαγαζί του στο Καράκοϊ, και παίρνοντας το πλοίο της γραμμής έσπευσε στο σπίτι του στο Γενή Μαχαλά (Νέα γειτονιά) του Χρυσοκέραμου.
infognomon
αἰέν ἀριστεύειν
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη! thiva nikolas blogspot
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.