Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου μου έλεγε μια ιστορία. Μου άρεσε πολύ να την ακούω, και μου αρέσει να μου τη λέει ακόμα. Από αυτήν έβγαζα πολλά διδάγματα, γι' αυτό και αποφάσισα να την γράψω κι εδώ! Εύχομαι να σας αρέσει, όπως και εμένα!
Αρχίζουμε λοιπόν:
Πριν από πολλά- πολλά χρόνια, ζούσαν έξω από ένα χωριό, δύο ξαδέλφια. Είχαν χάσει τους γονείς τους νωρίς, αλλά είχαν τα σπιτάκια τους και κάποια χωραφάκια που καλλιεργούσαν. Τίποτα άλλο.
Έσπερναν και θέριζαν, ο καθένας τα δικά του, και περνούσαν οι μέρες και τα χρόνια.
Υπήρχε όμως μια διαφορά ανάμεσα στους δύο. Ο ένας ότι έσπερνε θέριευε, και γέμιζε καρπούς, έβγαζε τα απαραίτητα για να ζήσει, και πουλούσε κιόλας στο κοντινό χωριό. Σιγά- σιγά μαζεύοντας χρήματα, απέκτησε και βοηθούς που τον βοηθούσαν. Πήρε στη συνέχεια και μια κοπέλα νοικοκυρά, και καλή και απέκτησε μια κόρη.
Ο άλλος, ο δόλιος, ότι έσπερνε δεν προλάβαινε να το θερίσει. Πότε κάποια αρρώστια έπεφτε στα σπαρτά του, πότε τρωκτικά του έτρωγαν το βιος του. Με το ζόρι και με πολλή δουλειά, κατόρθωνε να βγάζει τα απαραίτητα για να μη πεθάνει της πείνας.
Ήταν όμως περήφανος και δουλευταράς. Έβλεπε τις σοδειές του ξαδέλφου του, και χαιρόταν για εκείνον, αλλά συχνά τον έπιανε το παράπονο για τον εαυτό του!
Τότε τα έβαζε με τη τύχη του, κι έλεγε:
- Δουλευταράδες είμαστε και οι δύο, τίμιοι, δεν έχουμε βλάψει κανέναν! Αλλά ενώ ο ξάδελφος μου έχει τα πάντα, κι ότι φτιάχνει του φέρνει παράδες και αβγατίζει το βιος του, εγώ με το ζόρι εξασφαλίζω ένα πιάτο φαγητό, και δεν μου περισσεύουν, ούτε για να πάρω ένα ζευγάρι παπούτσια.
Κοιτούσε τα γυμνά του πόδια με πίκρα, και έπεφτε να κοιμηθεί, για να σηκωθεί νωρίς, να αγωνιστεί πάλι, για....το τίποτα, όπως έλεγε!
Κι ένα πρωί, μετά το χάσιμο άλλης μιας σοδειάς, το αποφάσισε! Πήγε και χτύπησε τη πόρτα του ξαδέλφου του και του είπε:
-Φεύγω, πάω να βρω τη τύχη μου και να την αλλάξω. Έχω ακούσει ότι κάπου είναι το παλάτι που κατοικούν οι μοίρες. Θα πάω και θα ζητήσω ακρόαση, από τη βασίλισσα τους. Δε μπορεί, όταν με δει, θα με λυπηθεί και θα με ακούσει.
Μάταια προσπάθησε ο ξάδελφος του να τον μεταπείσει. Τι κι αν του έλεγε ότι το ταξίδι ήταν μακρινό, και δεν ήξερε ακριβώς που να ψάξει, αυτός ήταν αμετάπειστος.
Τι κι αν του είπε, να τον βοηθήσει ο ίδιος, τίποτα! Το μόνο που δέχτηκε ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια για να μη περπατά στα χώματα και στις πέτρες ξυπόλυτος.
Ξεκίνησε λοιπόν και περπατούσε ώρες, ώσπου έφτασε σε ένα σταυροδρόμι. Εκεί, κάτω από ένα δέντρο, είδε μια κουρελιασμένη, ξεδοντιασμένη και κακάσχημη γριά να κοιμάται. Πλησίασε κοντά, και τότε η γριά άνοιξε τα μάτια της. Μόλις τον είδε, έβγαλε μια δυνατή φωνή:
- Μπα;; Μόλις έκλεισα λίγο τα μάτια μου, έβαλες παπούτσια στα πόδια σου;;; Ρώτησε με απαίσια φωνή γεμάτη κακία.
-Ποια είσαι γριά, από που με ξέρεις;; Εγώ δεν σε έχω δει ποτέ! Εσύ από που με γνωρίζεις;;
- Είμαι η μοίρα σου. Εγώ φροντίζω για τη ζωή σου!
Μόλις το ακούει αυτός, γίνεται έξαλλος...
-Παλιόγρια, της λέει, και κάνει να την αρπάξει από το λαιμό...
Εσύ λοιπόν φταις για τη κατάντια μου, λέγε γιατί με βασανίζεις, αλλιώς δε θα βγεις ζωντανή από τα χέρια μου.
Η γριά στριμμένη μοίρα, φοβήθηκε τώρα για τα καλά. Ήξερε ότι η ζωή της εξαρτιόταν από τη ζωή, αυτού που φρόντιζε. Γι' αυτό και του είπε γρήγορα:
- Δε φταίω εγώ! Η βασίλισσα μοίρα δίνει τις εντολές, εμείς απλώς κάνουμε ότι προστάζει.
-Πες μου τότε, που θα βρω τη βασίλισσα!
-Θα πάρεις αυτό το δρόμο, και θα φτάσεις σε μια κοιλάδα. Θα συνεχίσεις, μέχρι να περάσεις εφτά κοιλάδες στη σειρά. Και έπειτα θα έχεις φτάσει σε ένα βουνό. Θα το ανέβεις και έπειτα από εφτά κορφές, θα δεις ένα παλάτι, λουσμένο στο φως.
Θα μπεις μέσα, και δε θα μιλήσεις σε κανέναν. Θα κάνεις ότι κάνουν οι άλλοι χωρίς να μιλάς και χωρίς να φέρνεις αντιρρήσεις. Πρόσεξε! κουβέντα δε πρέπει να βγει από το στόμα σου, γιατί στη στιγμή θα βρεθείς νεκρός! Θα μιλήσεις τότε μόνον, όταν θα σου απευθύνουν το λόγο. Θα βλέπεις αλλά δεν θα αγγίζεις τίποτα. Πρόσεξε καλά!
Ξεκίνησε λοιπόν με πείσμα και αγνοώντας τη κούραση, διέσχισε σε λίγες μέρες τις κοιλάδες.
Εφτά, όπως ακριβώς του είχε πει η γριά. Και βρέθηκε μπροστά στο βουνό. Άρχισε χωρίς καθυστέρηση να ανεβαίνει, πέρασε τη πρώτη κορφή, και σιγά- σιγά με πολύ κόπο, πέρασε και τις εφτά. Παρουσιάστηκε τότε μπροστά του μία πύλη πανύψηλη, που έλαμπε. Την πέρασε και πήρε ένα μονοπάτι που τον έφερε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα.
Η πόρτα δεν ήταν κλειστή. Μπήκε μέσα και είδε πολλές νεράιδες,και ξωτικά με στολές και υπέροχα ρούχα να κάθονται στη σειρά. Δεν τον κοίταξε κανένας, και κανείς δεν του έδωσε σημασία. Ήταν λες και δεν είδε κανείς ότι είχε μπει μέσα.
Οι αίθουσες ήταν τεράστιες και στολισμένες με περίτεχνα έργα και αγάλματα, και διακοσμημένες με ένα σωρό θησαυρούς. Πετράδια και χρυσάφια υπήρχαν παντού.Αλλά δεν άγγιξε τίποτα όπως του είχε πει η γριά. Υπήρχαν και τρεις αίθουσες με κλειστές πόρτες. Η μία πόρτα ήταν χρυσή, η δεύτερη ήταν ασημένια και η τρίτη, ήταν απλή ξύλινη. Μια τεράστια σκάλα, οδηγούσε κάπου επάνω, αλλά κανείς δεν ανέβαινε για εκεί.
Ξαφνικά χτύπησε ένα καμπανάκι, δυνατά και έσκισε την ησυχία που είχε απλωθεί στην αίθουσα.
Όλες οι νεράιδες και τα ξωτικά, πέρασαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Ακολούθησε κι αυτός.
Τους είδε που έμειναν όρθιοι, δίπλα σε μια καρέκλα ο καθένας τους. Η καρέκλες ήταν γύρω από ένα τεράστιο τραπέζι, στρωμένο με όλων των ειδών τα καλά! Χρυσά σερβίτσια περίμεναν λες πλούσιους καλεσμένους και τεράστιες πιατέλες με φαγητά και κανάτες με ποτά, τόσα όσα να τραφεί ο μισός πληθυσμός!
Μία καρέκλα ήταν άδεια στο τέλος του τραπεζιού, που κατάλαβε ότι προοριζόταν για εκείνον. Χωρίς να απορήσει ή να μιλήσει, πήγε και στάθηκε δίπλα στη καρέκλα.
Τότε από τη τεράστια σκάλα, κατέβηκε μια υπέροχη νεράιδα, με ένα φανταστικό φόρεμα, που έλεγες και ήταν κεντημένο από χρυσάφι. Περπατούσε αγέρωχα και επιβλητικά, και ήταν μεγαλόπρεπη.
Ακόμα και να μην έβλεπε την κορόνα με τα πετράδια που στόλιζε τα μακριά ξανθά της μαλλιά, θα καταλάβαινε από απόσταση ότι αυτή ήταν η βασίλισσα. Όλοι μόλις την είδαν έκαναν βαθιά υπόκλιση, και το ίδιο έκανε κι αυτός.
Η βασίλισσα έκατσε στην κορυφή του τραπεζιού, και τότε κάθισαν και οι υπόλοιποι στις θέσεις τους. Το ίδιο κι εκείνος. Τον σέρβιραν βουβά όπως και τους υπόλοιπους, και έφαγε αμίλητος όπως κι αυτοί.
Μετά το φαγητό, η βασίλισσα σηκώθηκε, το ίδιο και οι υπόλοιποι.
Κατευθύνθηκε προς τη χρυσή πόρτα. Υπηρέτες εμφανίστηκαν από το πουθενά, και την άνοιξαν.
Μπήκε μέσα και προχώρησε στο βάθος, και κάθισε σε ένα χρυσό θρόνο, κρατώντας ένα χρυσό σκήπτρο. Όλοι την ακολούθησαν, το ίδιο κι ο ήρωας μας.
Σε ένα νεύμα της, κάποιες νεράιδες προχώρησαν μπροστά.
-Σήμερα γεννήθηκαν 10.000 παιδιά Μεγαλειοτάτη. Τι δώρα θα τους δώσετε;;
Τότε εκείνη σηκώνει το σκήπτρο της και λέει με δυνατή και καθαρή φωνή...
- Ότι πιάνουν στα χέρια τους να γίνεται χρυσάφι.
Έπειτα από αυτό, την είδε έκπληκτος να σηκώνεται, να περνάει από μπροστά του και να εξαφανίζεται στις σκάλες, χωρίς ούτε να τον κοιτάξει.
Πήγε να μιλήσει, αλλά θυμήθηκε τη γριά, και σταμάτησε.
Κοιμήθηκε σε ένα δωμάτιο, άδειο που λες και ήταν για εκείνον. Την άλλη μέρα τα ίδια. Το βράδυ ακολούθησε το ίδιο σκηνικό.Κατέβηκε η βασίλισσα, και κάθησε στο τραπέζι. Αυτός ακολουθούσε τους άλλους.
Μετά το φαγητό όλοι ακολούθησαν τη βασίλισσα, που αυτή τη φορά μπήκε στην αίθουσα με την ασημένια πόρτα. Κι αυτή τη φορά της είπαν πόσα παιδιά γεννήθηκαν, κι εκείνη σηκώνοντας το ασημένιο σκήπτρο που κρατούσε αυτή τη φορά, απάντησε:
-Ότι πιάνουν ασήμι να γίνεται...
Και πάλι έφυγε χωρίς να του μιλήσει!
Την τρίτη μέρα, κατέβηκε και μετά το φαγητό, μπήκε στην αίθουσα με την απλή ξύλινη πόρτα.
Και όταν άκουσε πόσα παιδιά γεννήθηκαν,σηκώνοντας ένα ξύλινο σκήπτρο με ένα λαμπερό αστέρι στην άκρη του, είπε:
-Ότι πιάνουν κάρβουνο να γίνεται!
Και ξαφνικά γυρίζει και του λέει:
-Έκανες έναν μακρύ και κουραστικό δρόμο, και έδειξες υπομονή και επιμονή. Από όσα είδες, θα κατάλαβες, ποια μέρα γεννήθηκες εσύ, και ποια ο ξάδελφος σου. Ξέρω τι θες!
Αλλά σε βεβαιώ, ότι στον κόσμο, πρέπει να υπάρχει ισορροπία! Όμως επειδή έδειξες τέτοιο κουράγιο και τόλμη και τόση επιμονή, θα σου πω τι να κάνεις. Η κόρη του ξαδέλφου σου, γεννήθηκε μια ίδια μέρα, σαν τη πρώτη. Όπως κι ο πατέρας της. Αν θες να αλλάξεις τη τύχη σου, θα πας σπίτι σου, και θα τη κάνεις γυναίκα σου. Όμως πρόσεξε! Ποτέ μα ποτέ σε όποιον σε ρωτήσει, δε θα παινευτείς, αλλά θα λες ότι όλα ανήκουν στη γυναίκα σου! Πήγαινε και κάνε ότι σου είπα!
Έφυγε, και γύρισε στο σπίτι του. Πήγε στον ξάδελφο του και ζήτησε για γυναίκα τη κόρη του. Εκείνος ξέροντας πόσο καλός και τίμιος ήταν, του την έδωσε με μεγάλη χαρά.
Όλα άλλαξαν στη ζωή του!
Οι σοδειές του ήταν οι καλύτερες, το φαγητό άφθονο στο τραπέζι του, και έκανε μια όμορφη οικογένεια. Κι έτσι περνούσε ο καιρός!
Κάποια μέρα, ενόσω βρισκόταν στα χωράφια και θαύμαζε τα τεράστια τσαμπιά σταφύλια, με τις όλο υγεία ρόγες τους, κάποιος διαβάτης σταμάτησε και έκθαμβος αναφώνησε:
- Τι υπέροχα σταφύλια, και τι υπέροχο στάρι ήταν αυτό που είδα πριν, και σε ποιον ανήκει αυτό το πανέμορφο σπίτι που βλέπω στο βάθος;;
Τότε ο ήρωας μας απαντάει γρήγορα και όλο καμάρι:
- Δικά μου!!!!
Ξαφνικά..., ένας τεράστιος κεραυνός, εμφανίζεται στον ουρανό και πέφτει από το πουθενά πάνω στο σπίτι του, του βάζει φωτιά, που γρήγορα εξαπλώνεται και καίει τα πάντα λαίμαργα, στο διάβα της. Όλα καίγονταν γρήγορα, και σύντομα έγιναν στάχτη, ενώ συγχρόνως ένας αλαφιασμένος άντρας φώναζε:
-Όοοχιιι!!! Της γυναίκας μου είναι! Δεν είναι δικά μου! Έκανα λάθος!
Μα ήταν πια αργά....όλα μα όλα...,
είχαν εξαφανιστεί στη στιγμή!
H ISTORIA ARXIZEI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.