Ταραχή έχει προκληθεί στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας και αναστάτωση στις Βρυξέλλες από το ενδεχόμενο η χρεοκοπία της Ελλάδας να καταστεί ανεξέλεγκτη. Απίθανες συμπεριφορές διαπιστώνονται τόσο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στο γερμανικό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Έχουν βγει τα μαχαίρια και άρχισαν τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Το ελληνικό ζήτημα φαίνεται να γίνεται αφορμή για να ξεκαθαρίσουν λογαριασμοί ετών στα όργανα της ΕΕ και μεταξύ των δύο βασικών πολιτικών στρατοπέδων που μάχονται για την εξουσία στην Γερμανία.
υπογράφουν οι Nikolaus Blome, Nikolaus Harbusch, Dirk Hoeren, George Kalozois, Rolf Kleine, Einar Koch, Ralf Georg reuth, Paul Ronzheimer, Dieter Schlüter, Georgios Xanthopoulos.
Μέσω των δημοσιευμάτων αυτών πιστοποιείται ετούτο που, φαντάζομαι όλοι πλέον εκ του αποτελέσματος, διαπιστώνετε: ότι δηλαδή η χώρα δεν είχε την απαιτούμενη θεσμική συγκρότηση για να ενταχθεί στην ευρωζώνη και να ανταπεξέλθει στις πιεστικές δημοσιονομικές συνθήκες που απαιτούσε το Σύμφωνο Σταθερότητας. Η ένταξή μας ήταν μία πολιτική απόφαση, η οποία σήμερα κατακρίνεται από αυτούς που δεν μπόρεσαν στο ενδιάμεσο διάστημα να απορροφήσουν με πολιτικά μέσα τις οικονομικές δυσλειτουργίες που προκαλούσε και προκαλεί το δημοσιονομικό αδιέξοδο στην Ελλάδα, το οποίο ασφαλώς συνδυάζεται με τις παραγωγικές αδυναμίες της χώρας και την παθογένεια του πελατειακού κράτους.
Πριν προχωρήσω σε κάποιες συμπερασματικές εκτιμήσεις, θα σας παρουσιάσω μερικά ενδιαφέροντα σημεία των πέντε δημοσιευμάτων της καμπάνιας της «Bild», μέσω των οποίων επιχειρείται να ερμηνευτεί η χρεοκοπία της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα εσφαλμένων και επιπόλαιων πολιτικών επιλογών:
Η ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη εμφανίζεται ως «μια ιστορία κόλπων και απάτης, συνεχούς τακτικής “κάνουμε τα στραβά μάτια” και σκανδαλώδους αδιαφορίας». Μια ιστορία «ενός εξ αρχής στημένου παιχνιδιού», στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο υπουργός Οικονομικών του SPD Hans Eichel. «Είναι 27 Σεπτεμβρίου 1998. Στη Γερμανία ο υποψήφιος του SPD Gerhard Schröder επικρατεί στις εκλογές. Στο υπόγειο των γραφείων της τοπικής οργάνωσης στην Κάτω Σαξονία οι σοσιαλδημοκράτες γιορτάζουν τη νίκη τους: χοντρά πούρα και βαρύ κόκκινο κρασί. Οι Κόκκινοι και οι Πράσινοι έχουν την εξουσία. Τις επόμενες εβδομάδες ενσωματώνονται στην ομάδα εμπειρογνωμόνων της γερμανικής προεδρίας της ΕΕ πρόσωπα που αποτελούν το επιτελείο του νέου Υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Günther Verheugen. Η προεδρία αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1999. Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης εστιάζει το ενδιαφέρον του στην κυβερνητική αλλαγή στη Γερμανία. Η χώρα του θέλει οπωσδήποτε να αξιωθεί της τιμής να ενταχθεί στο ευρώ, πριν αυτό κυκλοφορήσει ως νόμισμα το 2002. Το γερμανικό SPD είναι ένα κόμμα που ο Κ. Σημίτης το γνωρίζει καλά. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Κώστα, Σπύρος Σημίτης είναι ήδη καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Έσσης και από το 1975 έως το 1991 εντεταλμένος της τοπικής κυβέρνησης στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Προϊστάμενός του ήταν ο τοπικός πρωθυπουργός Hans Eichel. Στις 12 Απριλίου 1999 ο Eichel γίνεται Υπουργός Οικονομικών...» Έτσι, η εφημερίδα επιχειρεί να «δέσει» την σχέση Σημίτη-Eichel, η οποία οδηγεί σε ένα πολύ ενδιαφέρον «πολιτικό αλισβερίσι».
Στο σημείο αυτό, δίχως να επιθυμώ να αμφισβητήσω το ρεπορτάζ της εφημερίδας, αξίζει να επισημάνω την επιδερμικότητα στην προσέγγιση. Η ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη δεν ήταν με οικονομικά κριτήρια, περισσότερο ή λιγότερο πολιτική από την ένταξη της Ιταλίας, για παράδειγμα. Αφού θα εντασσόταν η Ιταλία, καθώς δεν θα μπορούσε να μην ενταχθεί ως ιδρυτικό μέλος της ΕΟΚ, δεν υπήρχε πολιτική αντίφαση με την ένταξη της χώρας μας.
Βεβαίως, αν ελάμβαναν υπόψη την έκθεση της ΕΚΤ της 27ης Απριλίου του 2000, θα έπρεπε Γερμανοί και ΕΕ να προβληματιστούν ιδιαίτερα. Στην έκθεση σύγκλισης αναφέρεται: «Εάν το υψηλό δημόσιο χρέος παραμείνει υψηλό, θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο σε περίπτωση που δυσμενείς δημοσιονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα οδηγήσουν στο να υπάρξει απειλή εκτροχιασμού του δημοσίου χρέους, μεγαλύτερη απ’ ότι μέχρι τώρα». Προφητικά φαντάζουν σήμερα τα λόγια αυτά των κεντρικών τραπεζιτών, οι οποίοι όμως παρόλα αυτά, λένε το τελικό ok για την ένταξη, παρά τους αναρίθμητους αστερίσκους. Δυστυχώς η οικονομική αυτή προσέγγιση επιβεβαιώθηκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν την περασμένη άνοιξη τα ελληνικά ομόλογα υποβαθμίστηκαν στην κατηγορία junk, που σήμανε την de facto χρεοκοπία μας.
Στο ρεπορτάζ της Bild-Zeitung γίνεται εμφανές μέσω μαρτυριών Ελλήνων και ξένων κυβερνητικών αξιωματούχων, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά του Γιάννη Στουρνάρα και της καθηγήτριας στατιστικής, Ζωής Γεωργαντά, ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε καμία ανάγκη για ιδιαίτερο μαγείρεμα των δημοσιονομικών, καθώς όλα ήταν χύμα, χειρόγραφα και αυθαίρετα προσκομιζόμενα στην Στατιστική Υπηρεσία. Με δύο λόγια, δεν χρειαζόταν κάποιο ιδιαίτερο λογιστικό σύστημα για να δομήσει τα Greek Statistics, καθώς ισολογισμοί δεν υπήρχαν και ότι ήθελε κανείς εμφάνιζε. Έσβηνε και ξανάγραφε για να ξανασβήσει και να ξαναγράψει. Σήμερα η τρόικα διαπιστώνει ότι σε αρκετά σημεία η κατάσταση παραμένει εξίσου χαοτική όπως πριν από μία δεκαετία.
Αυτό το μπάχαλο ασφαλώς το γνώριζαν όλοι όσοι είχαν την αρμοδιότητα να εγκρίνουν την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και το αποδέχονταν μάλλον με παιγνιώδη διάθεση. Είναι οι ίδιοι που σήμερα απειλούν τον ελληνικό λαό με έξοδο από το ευρώ σαν να πρόκειται για κάποιο νόμισμα που τους το αφαιρέσαμε παραπλανώντας τους και τώρα το ζητούν πίσω. Είναι σαν οι Γερμανοί να θέλουν πίσω το ευρώ τους από τους Έλληνες που το κακοποίησαν. «Δεν είναι πολιτικό νόμισμα το ευρώ», τώρα ισχυρίζονται και αυτοί και οι αγορές, ενώ πολύ καλά γνωρίζουν ότι όλα απολύτως τα νομίσματα είναι πολιτικά. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει πολιτική βούληση για να τους προσδώσει ισχύ ή όχι.
Η μεγαλύτερη μερίδα των Γερμανών και το μεγαλύτερο μέρος της διακυβερνητικής εξουσίας στην ΕΕ δείχνουν να αγνοούν αυτήν την πραγματικότητα, ακολουθώντας μια νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία περί του νομισματικού συστήματος, δίχως όμως την νεοφιλελεύθερη ευελιξία που δείχνουν οι δάσκαλοί τους από την απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Όταν εντάχθηκε η χώρα στην ευρωζώνη, το δόγμα για ένα ισχυρό ευρώ απαιτούσε την ένταξη όσο περισσοτέρων χωρών γινόταν, ώστε να ενισχυθεί η Γερμανία από τις περιφερειακές οικονομίες. Σήμερα το δόγμα του ισχυρού ευρώ μεταβλήθηκε και τώρα ως λύτρωση για την ισχυρή Γερμανία φαντάζει η απεμπλοκή της από τα δημοσιονομικά προβλήματα των χωρών αυτών. Το κρισιμότερο μέγεθος είναι ασφαλώς η Ελλάδα, την οποία έχουν καταστήσει αποδιοπομπαίο τράγο της εγγενούς παθογένειας του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος.
Ο κ. Παπανδρέου γνώριζε πολύ καλά τις γερμανικές αντιδράσεις που θα προκαλούσε η διεθνής συμπεριφορά του και η άμεση ανάμειξη του αμερικανικού παράγοντα στο ζήτημα. Το αγνόησε όμως και συνεχίζει μέχρι σήμερα να προκαλεί αντιφάσκοντας, εξωθώντας τα πράγματα σ’ ένα αδιέξοδο για την χώρα μας. Είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή οι αντιθέσεις Ουάσιγκτον - Λονδίνου από την μια πλευρά και Βερολίνου από την άλλη να γεφυρωθούν, με βαρύ, όμως, τίμημα για τους Έλληνες. Με πολιτικό τρόπο ενταχθήκαμε στην ευρωζώνη και μόνο με μία πολιτική συμφωνία θα μπορούσαμε να μείνουμε σε αυτήν, μέχρις ότου δούμε πώς θα εξελιχθεί ο νέος εμπορικός πόλεμος που συνδυάζεται με τον λεγόμενο νομισματικό πόλεμο στον κόσμο. Έτσι, όμως, που το χειρίστηκε η κυβέρνηση, δύσκολα θα μπορεί να υπάρξει μία πολιτική συμφωνία που θα αφορά στην Αθήνα, ενώ αντίθετα, πολύ πιο εύκολα μπορεί να υπάρξει για την Μαδρίτη και την Λισαβόνα. Η Ιρλανδία με πολύ σοβαρότητα, αυτοπεποίθηση και δυναμισμό καταφέρνει ήδη να ακολουθήσει το δικό της μονοπάτι σωτηρίας, εξυγιαίνοντας τον μολυσμένο τραπεζικό τομέα της. Ήρθε η στιγμή η Ελλάδα να αναζητήσει το δικό της και αυτό δυστυχώς δεν μπορεί να το κάνει η παρούσα κυβέρνηση, που από την αρχή παραδόθηκε στα χέρια του χρηματοπιστωτικού λόμπι, που φέρθηκε «άπληστα», όπως ήταν φυσικό.
Όταν στην Σύνοδο Κορυφής της Νίκαιας ο ευτυχής για την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, Κώστας Σημίτης, σκόρπιζε χαμόγελα και δεχόταν φιλοφρονήσεις από τους παραβρισκόμενους ηγέτες της ΕΕ, είχε δίπλα του τον ακόμα ευτυχέστερο Γιώργο Παπανδρέου. Σήμερα, στα χέρια του κ. Παπανδρέου έσκασε η ελληνική φούσκα, δίχως ασφαλώς να έχει την απόλυτη ευθύνη ο ίδιος. Ως υπουργός Εξωτερικών, όμως, και όχι ως πρωθυπουργός, θα έπρεπε να είχε μάθει στοιχειώδεις στρατηγικές και διπλωματικές τακτικές, τις οποίες έδειξε να αγνοεί απολύτως. Με δημόσιες σχέσεις δεν κερδίζονται αυτά τα παιχνίδια διεθνούς πολιτικής. Η αποτυχία του κ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργού οφείλεται στις ελλείψεις που είχε ως υπουργός Εξωτερικών, οι οποίες αποκαλύπτονται με δραματικό αποτέλεσμα για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ένα άρθρο από Ακτιβιστή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.