του Θάνου Δημάδη
Κάθε Σάββατο και Κυριακή πρωί είναι εκεί. Καθισμένος στο ίδιο παγκάκι. Ρεμβάζοντας αφηρημένος προς την ίδια "θέα". Αυτή ενός αύριο χωρίς ελπίδα, προσμονή και προσδοκία για κάτι καλύτερο. Βλέπει τους ανθρώπους να περνούν από μπροστά του σαν ένας παρατηρητής ενός άλλου "σύμπαντος" που κινείται σε παράλληλη τροχιά από το δικό του. Τούτη τη φορά που τον είδα, κοντοστάθηκα. Αποφάσισα να μην τον προσπεράσω και πάλι. Είπα στον εαυτό μου ότι "δεν θα κάνω και πάλι πώς δεν τον βλέπω"......
Ήμουν προετοιμασμένος να καταπολεμήσω αυτό το ιδιότυπο ένστικτο της αυτοσυντήρησης που μας σπρώχνει ασυνείδητα να κλείνουμε τα μάτια μας απέναντι σε ό,τι μας πονάει προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας ότι δεν υπάρχει. Το ένστικτο που μας κάνει να γυρίζουμε το κεφάλι από την άλλη πλευρά όταν βλέπουμε έναν άστεγο, έναν ζητιάνο ή άπορο γιατί έτσι θέλουμε να προστατεύσουμε τους δικούς μας εαυτούς από μία πραγματικότητα που θεωρούμε ότι δεν μας αγγίζει. Ή δε θα μας αγγίξει ποτέ.
Πέντε λεπτά μαζί του στο παγκάκι ανάμεσα σε κόσμο που πήγαινε κι ερχόταν τριγύρω μας ήταν αρκετά για να με κάνουν να δω το δικό μας "σύμπαν" με τα δικά του "μάτια". Και να καταλάβω πόσο μακριά αλλά και πόσο κοντά ταυτόχρονα είναι οι δύο κόσμοι. Ο δικός του και ο δικός μας κόσμος. Μία απόσταση τόσο μικρή όσο και το μήκος του οριζόντια τοποθετημένου στο παγκάκι μπαστουνιού του που μας χώριζε. Πριν δύο χρόνια έχασε το σπίτι του από το ενυπόθηκο δάνειο που αδυνατούσε να αποπληρώσει. Μου είπε πόσο ξαφνικά τα έχασε όλα. Μέσα σε ένα 24ωρο. Σπίτι, ζεστασιά, ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ακόμα και μερικούς φίλους που είχε, έκτοτε του γύρισαν την πλάτη. "Έχουν κι αυτοί τα δικά τους προβλήματα" μου εξήγησε. Από τότε μέχρι σήμερα βολοδέρνει δεξιά κι αριστερά περιφέροντας την "υπερηφάνεια" του, που όπως μου λέει "δεν θα τη χάσει ποτέ". Με ρώτησε ποια είναι η πατρίδα μου. Δεν ήξερε τι συμβαίνει ακριβώς στην Ευρώπη. Ήξερε όμως για την Ελλάδα και ότι οι Έλληνες περνούν δύσκολα.
Τελείωσε το τσιγάρο του. Ετοιμάστηκε να φύγει. "Που θα πας τώρα" τον ρώτησα. "Να βρω κάτι να φάω" μου απάντησε. Έπιασε το ξύλινο μπαστούνι του και βάζοντας όση δύναμη είχε στα γόνατά του άρχισε να σέρνει το σκυθρωπό κορμί του και να απομακρύνεται. "Να προσέχεις" του φώναξα. Και χάθηκε μέσα στο πλήθος. Σαν η δική μας πραγματικότητα να τον "κατάπιε", όπως καταπίνει κάθε τι που μοιάζει με εξάμβλωμα μπροστά στην εξωραϊσμένη αισθητική της ψευτο-αλήθειας μας.
Protagon
Κάθε Σάββατο και Κυριακή πρωί είναι εκεί. Καθισμένος στο ίδιο παγκάκι. Ρεμβάζοντας αφηρημένος προς την ίδια "θέα". Αυτή ενός αύριο χωρίς ελπίδα, προσμονή και προσδοκία για κάτι καλύτερο. Βλέπει τους ανθρώπους να περνούν από μπροστά του σαν ένας παρατηρητής ενός άλλου "σύμπαντος" που κινείται σε παράλληλη τροχιά από το δικό του. Τούτη τη φορά που τον είδα, κοντοστάθηκα. Αποφάσισα να μην τον προσπεράσω και πάλι. Είπα στον εαυτό μου ότι "δεν θα κάνω και πάλι πώς δεν τον βλέπω"......
Ήμουν προετοιμασμένος να καταπολεμήσω αυτό το ιδιότυπο ένστικτο της αυτοσυντήρησης που μας σπρώχνει ασυνείδητα να κλείνουμε τα μάτια μας απέναντι σε ό,τι μας πονάει προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας ότι δεν υπάρχει. Το ένστικτο που μας κάνει να γυρίζουμε το κεφάλι από την άλλη πλευρά όταν βλέπουμε έναν άστεγο, έναν ζητιάνο ή άπορο γιατί έτσι θέλουμε να προστατεύσουμε τους δικούς μας εαυτούς από μία πραγματικότητα που θεωρούμε ότι δεν μας αγγίζει. Ή δε θα μας αγγίξει ποτέ.
Πέντε λεπτά μαζί του στο παγκάκι ανάμεσα σε κόσμο που πήγαινε κι ερχόταν τριγύρω μας ήταν αρκετά για να με κάνουν να δω το δικό μας "σύμπαν" με τα δικά του "μάτια". Και να καταλάβω πόσο μακριά αλλά και πόσο κοντά ταυτόχρονα είναι οι δύο κόσμοι. Ο δικός του και ο δικός μας κόσμος. Μία απόσταση τόσο μικρή όσο και το μήκος του οριζόντια τοποθετημένου στο παγκάκι μπαστουνιού του που μας χώριζε. Πριν δύο χρόνια έχασε το σπίτι του από το ενυπόθηκο δάνειο που αδυνατούσε να αποπληρώσει. Μου είπε πόσο ξαφνικά τα έχασε όλα. Μέσα σε ένα 24ωρο. Σπίτι, ζεστασιά, ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ακόμα και μερικούς φίλους που είχε, έκτοτε του γύρισαν την πλάτη. "Έχουν κι αυτοί τα δικά τους προβλήματα" μου εξήγησε. Από τότε μέχρι σήμερα βολοδέρνει δεξιά κι αριστερά περιφέροντας την "υπερηφάνεια" του, που όπως μου λέει "δεν θα τη χάσει ποτέ". Με ρώτησε ποια είναι η πατρίδα μου. Δεν ήξερε τι συμβαίνει ακριβώς στην Ευρώπη. Ήξερε όμως για την Ελλάδα και ότι οι Έλληνες περνούν δύσκολα.
Τελείωσε το τσιγάρο του. Ετοιμάστηκε να φύγει. "Που θα πας τώρα" τον ρώτησα. "Να βρω κάτι να φάω" μου απάντησε. Έπιασε το ξύλινο μπαστούνι του και βάζοντας όση δύναμη είχε στα γόνατά του άρχισε να σέρνει το σκυθρωπό κορμί του και να απομακρύνεται. "Να προσέχεις" του φώναξα. Και χάθηκε μέσα στο πλήθος. Σαν η δική μας πραγματικότητα να τον "κατάπιε", όπως καταπίνει κάθε τι που μοιάζει με εξάμβλωμα μπροστά στην εξωραϊσμένη αισθητική της ψευτο-αλήθειας μας.
Protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!
Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.