Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


 
ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Η φανέρωση της εξ αποκαλύψεως αλήθειας έγινε σε χώρο όπου επικρατούσε η φιλοσοφία, με αποτέλεσμα η γλώσσα της αρχαίας ελληνικής σκέψης να αποτελέσει τη βασική γλώσσα της θείας αλήθειας, αλλά και να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας. Στο χώρο της ορθόδοξης θεολογίας απαντώνται πλήθος μεταφυσικών, ηθικών απόψεων που ήταν ήδη γνωστές από τους έλληνες φιλοσόφους. Η ελληνική σκέψη περνάει από μια δημιουργική συνάντηση με τον Χριστιανισμό και εκεί υφίσταται βασικές μεταμορφώσεις, που ενώ δεν εξαφανίζουν την ελληνικότητά της, την κάνουν όμως να αλλάξει προσανατολισμό, να αποκτήσει στοιχεία που δεν τα είχε προηγουμένως.

Το γλωσσικό όργανο υπήρξε για τον χριστιανισμό το κεφαλαιώδες πρόβλημα, στη λύση του οποίου συνέβαλαν αποφασιστικά οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι πέτυχαν με την ορολογία της ελληνικής φιλοσοφίας να εκφράσουν μια εξ ολοκλήρου καινούρια θρησκεία. Αυτό συμβαίνει διότι οι έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας μορφώνονται σε φημισμένα παιδευτικά κέντρα ρητορικής και φιλοσοφίας του ελληνισμού, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Αθήνα. Έτσι μπορούν να χρησιμοποιούν άνετα την ελληνική φιλοσοφική ορολογία και να την τροποποιήσουν, μετατρέποντάς την από την ουσιοκρατία στην προσωποκρατία, προκειμένου να ερμηνευτεί ορθά η χριστιανική θεολογία. Έτσι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία από άποψη μεν ειδολογική (γλώσσα, λογικές έννοιες και κατηγορίες) εισέδυσε και χρησιμοποιήθηκε στη αποκεκαλυμμένη Θεανθρώπινη διδασκαλία του χριστιανισμού, από άποψη όμως περιεχομένου μετέδωσε ευθύς εξ αρχής σε όλους τους χριστιανούς το ελληνικό κριτικό πνεύμα και έγινε δεκτή από αυτούς κατά τρόπο όχι αρνητικό, ούτε δουλικώς θετικό, αλλά κατά τρόπο φιλικώς κριτικό και εκλεκτικό. Η αλληλοδιείσδυση μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού είχε γνήσιο διαλεκτικό χαρακτήρα.


Η πρώτη επαφή της ελληνικής φιλοσοφίας με τον χριστιανισμό συντελέστηκε στη συνάντηση με τους Επικούρειους και τους Στωικούς φιλοσόφους στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στο κήρυγμα που εκφώνησε ο ίδιος ο απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο (Πρ. Απ. 17, 16-32). Στη συνάντηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με το χριστιανισμό σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το κίνημα του Γνωστικισμού, που για άλλους είναι η πρώτη και αρχαιότερη αίρεση του χριστιανισμού ή ακόμα για κάποιους είναι η παλαιότερη εκκοσμίκευση της χριστιανικής πίστης. Σε κάθε περίπτωση όμως ο γνωστικισμός είναι η πρώτη και αρχαιότερη, ίσως και η πιο επικίνδυνη, άρνηση της εσχατολογικής οντολογίας. Το κίνημα αυτό γεννήθηκε και μετεξελίχθη στο κλίμα του συγκρητισμού, που γενικώς σημαίνει τη συγκρότηση μιας θεωρίας-πίστης με βάση ποικίλα, ετερογενή ενδεχομένως, στοιχεία και την απόπειρα σύνθεσής τους σε ενιαίο σχήμα. Η γνώση είναι το θεμέλιο του γνωστικισμού. Στην αρχή σταδιοδρόμησε ως φιλοσοφικό επίτευγμα, στη συνέχεια έλαβε θρησκευτικό περιεχόμενο.

Ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας και στην πορεία της χριστιανικής διδασκαλίας έχει ο Πλατωνισμός. Βασικό χαρακτηριστικό της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι η οντολογική διάκριση του νοητού, ως αρχέτυπου και απολύτως οντολογικά πραγματικού, και του αισθητού, ως εκτύπου του και με μειωμένη ένταση πραγματικότητας βάσει της οποίας διαμορφώνεται η θεωρία των "ιδεών". Η περίοδος του Μέσου Πλατωνισμού συνδέθηκε άμεσα με την ιστορία της χριστιανικής θεολογίας και των χριστιανικών γραμμάτων με αποτέλεσμα να ονομαστεί "χριστιανικός πλατωνισμός". Στη φάση αυτή παρατηρείται η χρήση της πλατωνικής φιλοσοφίας στη διατύπωση θεολογικών απόψεων και της νέας κοσμοθεωρίας, ώστε να εναρμονιστεί με την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Το εννοιολογικό σχήμα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας που δηλώνεται με τους όρους "φύσις, ουσία, υπόστασις, πρόσωπον" παρέχει ανεκτίμητης αξίας βοήθεια στη θεολογία της Εκκλησίας για την επίλυση του τριαδολογικού προβλήματος. Η ενότητα αποδίδεται στην ουσία (φύση) της θεότητας και η τριαδικότητα (πολλαπλότητα) αντιστοιχίζεται στο πρόσωπο (υπόσταση) του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Το πιο προσφιλές φιλοσοφικό ρεύμα στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς υπήρξε ο Νεοπλατωνισμός. Ο Νεοπλατωνισμός σχετίστηκε περισσότερο από όλα τα άλλα φιλοσοφικά ρεύματα με τον Χριστιανισμό. Σταδιακά η νεοπλατωνική γλώσσα και ορολογία απέβησαν ως η πνευματική γλώσσα της εποχής και κατά κάποιο τρόπο οι Πατέρες της Εκκλησίας υποχρεώνονταν να τη χρησιμοποιήσουν για να εκφράσουν τη θεία αλήθεια. Βασικό στοιχείο ομοιότητας του νεοπλατωνισμού με τον χριστιανισμό θα μπορούσε να θεωρηθεί η αποφατική ορολογία. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν υιοθέτησαν την αποφατική φιλοσοφική μέθοδο, αλλά απλώς θέλησαν να εκφράσουν με αποφατική ορολογία τα ταπεινά τους αισθήματα έναντι του άπειρου Θεού. Η συνάφεια της θεολογικής πίστης με τη φιλοσοφική προβληματική και την επιστημονική έρευνα στην περίοδο του νεοπλατωνισμού αναπτύσσεται συστηματικά, και μάλιστα με αποδεικτικό τρόπο, μια τάση επικύρωσης των θεολογικών a priori θέσεων με βάση τη φιλοσοφική διαλεκτική, τις μαθηματικές αρχές-αξιώματα και τα απειροελάχιστα στοιχεία και τις έννοιες του χώρου και του χρόνου της φυσικής επιστήμης.

Τέλος, παρακολουθώντας το στοχασμό των θεολόγων όπως και άλλων διανοητών του Βυζαντίου, διαπιστώνεται η προτίμησή τους άλλοτε στον Πλάτωνα και άλλοτε στον Αριστοτέλη. Από τον αριστοτελικό στοχασμό δανείζονται στοιχεία που αφορούν στη μορφή, στην επιχειρηματολογία, στη διαλεκτική, ενώ από τον πλατωνισμό υιοθετούν θέσεις που αφορούν κυρίως στο περιεχόμενο των οντολογικών θεωριών.



β). Επιδράσεις στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας



Το εκκλησιαστικό μοντέλο ανάπτυξης του χριστιανισμού είχε ισχυρές καταβολές στην Εκκλησία του Δήμου της αρχαίας Ελλάδας. Και στους δύο σχηματισμούς εντοπίζεται ως κοινό χαρακτηριστικό η συμπόρευση των ατομικοτήτων προς μια συλλογική σύνθεση ή η ανάδειξη των συλλογικών διαστάσεων της ατομικότητας. Η λέξη Εκκλησία, τόσο γνωστή στην αρχαία εκκλησιαστική γραμματεία, σημαίνει την επίσημη και κατά τακτά διαστήματα συνέλευση των πολιτών μιας πόλης, για να λάβουν σημαντικές αποφάσεις. Ο όρος στη χριστιανική χρήση είναι από την αρχή θεολογικός. Αυτό φαίνεται από τη γενική που συνοδεύει τη λέξη εκκλησία, δηλαδή του Θεού ή του Ιησού Χριστού, και δηλώνει ότι η πηγή του δικαίου στην περίπτωση αυτή δεν είναι ο δήμος, η ίδια δηλαδή η εκκλησία, αλλά ο Θεός.

Παρόλα αυτά, η οργάνωση της Εκκλησίας είναι μια περιοχή με ιδιαίτερη σημασία για τη σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού. Όπως είναι φυσικό, ο τρόπος οργάνωσης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στον ελληνορωμαϊκό κόσμο επιδρούσε στον τρόπο οργάνωσης της Εκκλησίας, όχι μόνο γιατί πολλά από τα "πολιτικά ήθη" της εποχής εκείνης μεταφέρονταν στο χώρο της Εκκλησίας από τα μέλη της που ήταν πρώτα εθνικά, αλλά προπάντων γιατί η δομή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ελληνορωμαϊκού κόσμου ήταν αναπόφευκτα το φυσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινηθεί η οργάνωση της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία ως οργανωμένη ενότητα έχει ως βάση της γεωγραφικά την πόλη. Το κύτταρο της οργάνωσης της Εκκλησίας υπήρξε από την αρχή η τοπική ενότητα της πόλης. Η Εκκλησία ως οργανωμένη ενότητα ήταν δηλαδή από την αρχή τοπική Εκκλησία.

Χαρακτηριστικό γεγονός είναι η οργάνωση της Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα μετά την Ανάληψη του Ιησού Χριστού που γίνεται με βάση τα ελληνικά πρότυπα. Η εκλογή του Ματθία στη θέση του Ιούδα ως δωδέκατου αποστόλου γίνεται με κλήρωση κατά τον ίδιο τρόπο που προβλέπει το αθηναϊκό πολίτευμα, όπως το παραδίδει ο Αριστοτέλης: από έναν αριθμό υποψηφίων εκλέγεται με κλήρο ο ένας. Αυτό ονομαζόταν στην ελληνική πολιτική ζωή "κλήρωσίς εκ προκρίτων". Ανάλογη επίδραση της ελληνικής πολιτικής ζωής διαφαίνεται και στην περιγραφή της Αποστολικής Συνόδου. Ο τρόπος διεξαγωγής της συνόδου δε διαφέρει σε τίποτα από τη συνταγματική διαδικασία των πολιτικών συνελεύσεων στην αρχαία Ελλάδα.

Ακόμη και ο όρος επίσκοπος είναι ελληνικός, αλλά η σημασία του στον χριστιανισμό ήταν διαφορετική από εκείνη που είχε στην ελληνική ζωή. Επίσκοποι ονομάζονταν διάφοροι εθνικοί και τοπικοί αξιωματούχοι, οικονομικοί επιθεωρητές, διαχειριστές των κτηρίων και της διοίκησης διαφόρων θρησκευτικών σωματείων. Τίποτε από αυτά όμως δεν αποδίδει το περιεχόμενο που αποδόθηκε από νωρίς στον επίσκοπο της Εκκλησίας που είναι ο προεστός της Ευχαριστιακής σύναξης∙ η κεφαλή του σώματος της Ευχαριστιακής σύναξης.



γ). Οι επιδράσεις στη ζωή και στη λατρεία της Εκκλησίας



Όπως το αρχαιοελληνικό δράμα υπήρξε δημιούργημα της αθηναϊκής δημοκρατίας, έτσι ακριβώς και η χριστιανική λατρεία απευθυνόταν σε ένα διαταξικό κοινό στο πλαίσιο ενός θρησκευτικού πανηγυριού. Βέβαια, όταν διαμορφώνεται η λατρεία των χριστιανών στους πρώτους αιώνες, το αρχαίο δράμα ως παραστατικό γεγονός βρισκόταν στο περιθώριο των θεαμάτων. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μπορεί να μη γνώρισαν το αρχαίο δράμα τόσο ως παραστασιακό γεγονός παρά μόνο ως κείμενο, αλλά είχαν σαφή αντίληψη του θεατρικού κώδικα.

Οι λειτουργικοί συντάκτες εμπνέονται λειτουργικά από τη μορφή της αρχαίας τραγωδίας. Η Θεία Λειτουργία είναι μίμηση και λειτουργική αναπαράσταση της κορυφαίας των θεοπροβλήτων πράξεων, δηλαδή της επιφάνειας, της λυτρωτικής θυσίας και του θριάμβου του Χριστού, πράξη που σκοπεύει στη συμμετοχή στο σώμα του Χριστού, δηλαδή στην Ευχαριστία. Και μορφολογικά ακόμη υπάρχει επίδραση του αρχαίου θεάτρου στη δομή αλλά και στα επιμέρους στοιχεία της Θείας Λειτουργίας. Υπάρχουν οι λειτουργοί ιερείς σαν τους αρχαίους "υποκριτές", ως δηλαδή ηθοποιούς, αλλά κατά την κυριολεξία της λέξης. Δηλαδή ο ηθοποιός έχει την έννοια του ηθοπλάστη και όχι ό,τι εκφράζει ο σχετικός θεατρικός όρος "δεικηλίτης", που σημαίνει "θεατρινίσκος", θεατρικός ερμηνευτής κατώτερης ποιότητος. Υπάρχει επίσης η μουσική και ο χορός (χορωδία). Τα δύο αρχαία ημιχόρια υπάρχουν στους δύο χορούς των ψαλτών (δεξιό και αριστερό). Αντί της αρχαίας θυμέλης υπάρχει η αγία Τράπεζα και αντί της αυλαίας τα καταπετάσματα του κιβωρίου, παλαιότερα, και σήμερα το καταπέτασμα της Ωραίας Πύλης.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται λόγος για "ιερούς χορούς" με αρχαιοελληνικό υπόβαθρο. Ιεροί χοροί, απλοποιημένοι, διατηρούνται στην Εκκλησία μέχρι και σήμερα. Στους γάμους π.χ. διατηρείται ο κυκλικός "χορός" του Ησαΐα, όπως ήταν κυκλικός και ο αρχαίος διθύραμβος και στη βάπτιση υπάρχει η τριπλή περιφορά γύρω από την κολυμβήθρα, δηλαδή χορευτική εκδήλωση με το θριαμβευτικό "όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε". Τέλος στη χειροτονία των κληρικών, τη χαρά του γεγονότος (μυστήριο) δηλώνει ο αντίστοιχος χορός, τρεις φορές γύρω από την αγία Τράπεζα, όπως δηλαδή γινόταν στους αρχαίους βωμούς ή ειδικότερα στη θυμέλη του Διονύσου.

Όσον αφορά τις αρχαίες εορτές, τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια, διαδέχτηκαν αντίστοιχες εορτές της ειδωλολατρίας στις οποίες η Εκκλησία έδωσε εντελώς νέο νόημα. Την εορτή του "αήττητου ηλίου" (solis invicti) η Εκκλησία την αντικατέστησε με την εορτή της Γεννήσεως του "αληθινού ήλιου της Δικαιοσύνης"-Χριστού. Την εορτή που γιόρταζαν οι Αιγύπτιοι την εύρεση (επιφάνεια) του Όσιρι και προβαλλόταν η λατρεία του ποταμού Νείλου, αντικατέστησε η Εκκλησία με τα άγια Θεοφάνεια εορτή κατά την οποία "Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν".

Σχετικά με τα πρώτα χριστιανικά κτήρια, τους ρυθμούς της πρώτης ναοδομίας, αλλά και τις άλλες τέχνες της Εκκλησίας (ζωγραφική, γλυπτική, υμνογραφία) δε δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός. Οι χριστιανικές βασιλικές με τους κίονες, τα κιονόκρανα, τα επιστύλια, την κόγχη του Ιερού βήματος κ.α., αντιγράφουν και συνεχίζουν τις κιονοστήρικτες δρομικές ελληνιστικές και ρωμαϊκές βασιλικές, στις οποίες η κόγχη χρησίμευε για τη θέση-βήμα του ρήτορα ή του δικαστικού ανάλογα. Οι τρούλοι κατόπιν, στη βυζαντινή περίοδο, έρχονται από την Ανατολή, συγκεκριμένα από την Περσία, ενώ τα αετώματα και οι ζωφόροι που υπάρχουν σε βυζαντινούς ναούς (Καπνικαρέα, Γοργοεπήκοο, Παναγία των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη), οφείλονται στην αρχαία ελληνική ναοδομική τέχνη.

Γίνεται κατανοητό ότι η αρχαία Εκκλησία για να εκφραστεί χρησιμοποίησε κατ’ αρχήν τη γλώσσα των συμβόλων. Παρέλαβε τα αρχαία ειδωλολατρικά σύμβολα και τους έδωσε νέο περιεχόμενο και σκοπό. Όλα αυτά τα σύμβολα συναντιούνται στη ζωγραφική των κατακομβών, στα επιδαπέδια περίτεχνα ψηφιδωτά των παλαιοχριστιανικών βασιλικών, στις ανάγλυφες παραστάσεις των θωρακίων του φράγματος πρεσβυτερίου ή των σαρκοφάγων. Άλλωστε ο χριστιανισμός δανείστηκε όλα τα γνωστά εκφραστικά μέσα και δεν αρνήθηκε καμία τέχνη. Μετά το πέρασμα των διωγμών προσεγγίζουν οι χριστιανοί τους αρχαίους χώρους και τους χρησιμοποιούν, αφού τους μεταπλάσσουν και τους εξαγνίσουν. Πάνω στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης κατά την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και με την εποπτεία της αγίας Ελένης οικοδομήθηκε και υψώθηκε ο Πανάγιος Τάφος στα Ιεροσόλυμα. Πρόκειται για την πρώτη κατασκευή χριστιανικού ναού σε ειδωλολατρικό ιερό και μάλιστα το αγιότερο και ιερότερο όλου του χριστιανισμού. Στα παράλια της Μικράς Ασίας, καθώς και στο νησιωτικό και χερσαίο ελλαδικό και ιταλικό χώρο, λόγω της μεγάλης κλασικής παράδοσης ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο της μετατροπής και χρήσης των αρχαίων μνημείων για την τέλεση της λατρείας. Ο Παρθενώνας τον 5ο αιώνα διαμορφώνεται εσωτερικά σε τρίκλιτη βασιλική που διαθέτει ευρύχωρο νάρθηκα καθώς και υπερώα. Η παρθένος Αθηνά αντικαταστάθηκε από την Παρθένο Μαρία, η οποία από τους Αθηναίους πιστούς ονομάστηκε "Παναγία η Αθηνιώτισσα".

Γίνεται κατανοητό ότι η λατρευτική ζωή και πράξη της Εκκλησίας πέρασε και μέσα από ειδωλολατρικά σχήματα. Όχι για να κινδυνεύσει ή να επηρεαστεί, αλλά για να υπηρετήσει τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών εξαγιάζοντας ταυτόχρονα τον πρώην ειδωλολατρικό χώρο.



Ανδρέας Φαρσάρης

Καθηγητής
 
 
RAMNOUSIA

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο