Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Ε.Κ.Π.Α. ΓΙΑ ΤΟ «ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ» ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΒΜΘ



Το Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού

Πανεπιστημίου Αθηνών στην 4η

Γενική Συνέλευσή του (19 Νοεμβρίου

2010), μετά από συζήτηση επί του «Κειμένου Διαβούλευσης για την

έναρξη διαλόγου» (Κ.Δ.) του Υπουργείου Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και

Θρησκευμάτων που αφορά αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση,

κατέληξε ομόφωνα στα ακόλουθα συμπεράσματα:

Το Κ.Δ. αγνοεί προκλητικά ή ακόμη και μηδενίζει το αξιόλογο

ερευνητικό και διδακτικό έργο που επιτελείται στο ελληνικό δημόσιο

Πανεπιστήμιο παρά τις δυσλειτουργίες του υπάρχοντος θεσμικού

πλαισίου. Καταλογίζει την αποκλειστική ευθύνη για τα προβλήματα της

ανώτατης εκπαίδευσης στα Α.Ε.Ι., παραγνωρίζοντας εσκεμμένα τις

βαρύτατες ευθύνες της Πολιτείας (διασπορά πανεπιστημιακών Τμημάτων

στην ελληνική περιφέρεια χωρίς σχεδιασμό, συνεχή υποχρηματοδότηση

των Πανεπιστημίων, παράλογη αύξηση του αριθμού των φοιτητών και

αντίστοιχη μείωση του αριθμού των διδασκόντων κλπ.). Διακατέχεται από

σύμπλεγμα κατωτερότητας και αποικιοποίησης της ελληνικής ανώτατης

εκπαίδευσης.

Το Κ.Δ. του Υπουργείου διακρίνεται από προχειρότητα και

αποσπασματικότητα. Δεν απαντά στα μεγάλα προβλήματα που

αντιμετωπίζει το δημόσιο Πανεπιστήμιο ούτε επιλύει τα προβλήματα της

ανώτατης εκπαίδευσης. Αντιθέτως οδηγεί το δημόσιο Πανεπιστήμιο σε

επικίνδυνες περιπέτειες, καθώς προχωρεί σε ριζική, σαρωτική και

καταστροφική αναδιαμόρφωση της ακαδημαϊκής και διοικητικής δομής

των Α.Ε.Ι. Μάλιστα, ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του Κ.Δ.

εγείρουν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας.Το Κ.Δ. στην ουσία καταργεί τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα

της ανώτατης εκπαίδευσης, καταλύει στην πράξη το αυτοδιοίκητο του

Πανεπιστημίου, ενώ μεγαλοφώνως επιχειρηματολογεί περί του

αντιθέτου. Υποβαθμίζει τα πτυχία των φοιτητών, καθώς αλλοιώνει τον

ακαδημαϊκό χαρακτήρα τους και τα αντικαθιστά με φακέλους από

προσόντα που έχουν αδιαφανή προέλευση και αμφίβολη ποιότητα και

χρησιμότητα, φακέλους, οι οποίοι δεν συνεπάγονται επαγγελματικά

δικαιώματα και δεν έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας.

Ως εκ τούτου απορρίπτουμε το Κ.Δ. του Υπουργείου Παιδείας, Διά

Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και πιστεύουμε ότι σε καμιά

περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει βάση διαλόγου για την επίλυση των

προβλημάτων της ανώτατης εκπαίδευσης. Καλούμε το Υπουργείο να

αποσύρει αυτό το κείμενο και να προχωρήσει σε ουσιαστικό διάλογο με

την πανεπιστημιακή κοινότητα στη βάση των προτάσεων που θα

διαμορφωθούν από τις προτάσεις των πανεπιστημιακών αρχών και των

συνδικαλιστικών οργάνων των πανεπιστημιακών δασκάλων και,

παράλληλα, προχωρούμε στη διατύπωση των βασικών

θέσεων/προτάσεων μας όσον αφορά τους τέσσερις βασικούς άξονες που

τέθηκαν από τη Σύγκλητο του Εθνικού και Καποδιστριακού

Πανεπιστημίου Αθηνών (Συνεδρία 04.11.2010), καθώς επιθυμούμε να

συμβάλουμε δημιουργικά και εποικοδομητικά στο διάλογο που έχει

ξεκινήσει:

Α) Διοίκηση

Η πρόταση του Κ.Δ. για τη σύσταση «Συμβουλίου Διοίκησης» των Α.Ε.Ι.

συνιστά απειλή για το δημόσιο χαρακτήρα της πανεπιστημιακής

εκπαίδευσης και παραβιάζει θεμελιώδεις ακαδημαϊκές αρχές, πρωτίστως

την πλήρη αυτοδιοίκηση των Α.Ε.Ι. Θέτει τα Πανεπιστήμια υπό τον

έλεγχο ενός «Συμβουλίου Διοίκησης» ασαφούς σύνθεσης, στο οποίο θα

συμμετέχουν διορισμένα άνωθεν πρόσωπα που βρίσκονται εκτός του

ακαδημαϊκού χώρου. Μάλιστα στο Συμβούλιο αυτό εκχωρείται η

αρμοδιότητα του διορισμού του Πρύτανη, ο οποίος μέχρι τώρα εκλέγεται

από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για κομματικές

παρεμβάσεις στα Πανεπιστήμια. Παραγνωρίζει επίσης το γεγονός ότι οι

Έλληνες ακαδημαϊκοί αξίζουν και μπορούν να στηρίξουν τη διοίκηση του

Πανεπιστημίου και προσβλέπει στη σωτήρια επικουρία των ξένων

επιστημόνων (μέχρι και ξένου Πρύτανη), τους οποίους θεωρεί εξ ορισμού

καλύτερους γνώστες των ελληνικών ακαδημαϊκών πραγμάτων. Εξάλλου,

το σύστημα διαρχίας (Συμβούλιο Διοίκησης και Σύγκλητος) των Α.Ε.Ι. που

προτείνεται στο Κ.Δ. είναι δυσλειτουργικό και δύσκαμπτο και θα αποτελεί

διαρκώς εστία προστριβών και προβλημάτων.Το Κ.Δ. μειώνει τη δύναμη και αλλοιώνει τη σύνθεση της

Συγκλήτου, ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της οποίας περιορίζονται σε

αμιγώς ακαδημαϊκά θέματα. Πιστεύουμε ότι πρέπει να διατηρηθεί η

σημερινή διοικητική δομή των Πανεπιστημίων (Σύγκλητος και Πρυτανικό

Συμβούλιο) με κάποιες βελτιώσεις. Είναι απαραίτητο η Διοίκηση να είναι

αντιπροσωπευτική και να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της

εκπαίδευσης.

Η αποτελεσματική διοίκηση του Πανεπιστημίου πρέπει να

ενισχυθεί με την αύξηση του αριθμού των μελών του διοικητικού

προσωπικού. Ο υπάρχων αριθμός δεν καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες

της λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Πρέπει να ενεργοποιηθεί ο

διαγωνισμός του ΑΣΕΠ που έχει αχρηστευτεί στην πράξη και οι

διοικητικοί υπάλληλοι αορίστου χρόνου να αξιοποιηθούν με βάση τα

πραγματικά τους προσόντα και τις πιεστικότατες ανάγκες του

Πανεπιστημίου. Εξάλλου, το ανθρώπινο δυναμικό των διοικητικών

υπηρεσιών στο σύνολό του επιτελεί έργο υψηλών προδιαγραφών και

απαιτήσεων δυσανάλογο προς τις οικονομικές αποδοχές του μέχρι

σήμερα και τις δυνατότητες εξέλιξής του. Μολονότι το ήδη ανεπαρκές

αριθμητικά διοικητικό προσωπικό μειώθηκε δραματικά λόγω μαζικών

αιτήσεων συνταξιοδότησης και μολονότι οι αποδοχές του παραμένουν σε

απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο, αυξάνονται συνεχώς οι υποχρεώσεις του.

Αναφέρουμε ενδεικτικά το φόρτο που προσετέθη στις Γραμματείες των

Τμημάτων κυρίως, αλλά και στις ευρύτερες διοικητικές υπηρεσίες, μετά τη

θέσπιση των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών, λόγω της

γραμματειακής υποστήριξης που αυτά χρειάζονται· επίσης τον

επιπρόσθετο φόρτο από τη δημιουργία των εκλεκτορικών σωμάτων με

εξωτερικούς εκλέκτορες, λόγω του μεγάλου αριθμού εγγράφων και των

έργων των υποψηφίων που αποστέλλονται στα άλλα Πανεπιστήμια,

καθώς και τον επιπρόσθετο φόρτο από την αλλαγή στον τρόπο διανομής

των συγγραμμάτων. Η εθελοντική και η υπερωριακή άνευ αποδοχών

εργασία τείνουν να γίνουν αυτονόητος κανόνας της λειτουργίας των

διοικητικών υπηρεσιών.

Β) Ακαδημαϊκά θέματα

Η φιλοσοφία του Κ.Δ. είναι οπισθοδρομική όσον αφορά τις αλλαγές

στις βαθμίδες των μελών Δ.Ε.Π. Ενισχύονται οι υψηλές βαθμίδες σε βάρος

των χαμηλότερων και υπάρχει κίνδυνος να επιστρέψει ο ακαδημαϊκός

χώρος στο αυταρχικό καθεστώς των υψηλόβαθμων (φιλοσοφία παλαιάς

Έδρας) που επικρατούσε πριν από τη μεταρρύθμιση του 1982. Η

κατάργηση της βαθμίδας του Λέκτορα και η θέσπιση μιας καινούριας,

σαφώς υποβαθμισμένης βαθμίδας προσωπικού με αποκλειστικά διδακτικά καθήκοντα, χωρίς καμιά δυνατότητα εξέλιξης στην

ακαδημαϊκή ιεραρχία, υπονομεύει το μέλλον ενός σημαντικού δυναμικού

εξελίξιμων νέων επιστημόνων.

Η προκήρυξη και κατανομή θέσεων μελών Δ.Ε.Π. καθώς και ο

έλεγχος της νομιμότητας στις εκλογές μελών Δ.Ε.Π. και τη συγκρότηση

των εκλεκτορικών σωμάτων πρέπει να είναι αποκλειστική αρμοδιότητα

του Πανεπιστημίου.

Είναι επιτακτική ανάγκη η άμεση κατάργηση του άρθρου 29 του

νόμου 3879/2010 που ορίζει ότι «η προκήρυξη ή η επαναπροκήρυξη για την

πλήρωση θέσης μέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των

πανεπιστημίων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του

κεφαλαίου Α΄ του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 (ΦΕΚ 159 Α΄) και της

παραγράφου 8 του άρθρου 1 του ν. 2517/1997 (ΦΕΚ 160 Α΄) αντίστοιχα,

δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ύστερα από έγκριση της

σχετικής πίστωσης από τον Υπουργό Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και

Θρησκευμάτων». Αυτή η διάταξη καθιστά αδύνατο το σοβαρό

προγραμματισμό του έργου των Τμημάτων και υπονομεύει την εύρυθμη

λειτουργία των Πανεπιστημίων. Η κάλυψη των θέσεων των

αφυπηρετούντων μελών Δ.Ε.Π. πρέπει να γίνεται αμέσως και αυτόματα.

Είναι επίσης επιτακτική ανάγκη η επίσπευση της διαδικασίας

διορισμού των ήδη εκλεγμένων μελών Δ.Ε.Π. Είναι απαράδεκτη η

καθυστέρηση στην έγκριση των πιστώσεων από το Υπουργείο

Οικονομικών, η οποία κατά κανόνα έχει ως συνέπεια να παρέρχεται

μεταξύ της εκλογής ενός μέλους Δ.Ε.Π. και του διορισμού του διάστημα

που φτάνει μέχρι και τα δύο έτη.

Εξίσου επιτακτική ανάγκη είναι να πάψει το Υπουργείο Παιδείας

ΔΒΜΘ να αποδυναμώνει τα πτυχία και να πλήττει τον ενιαίο χαρακτήρα

που έχουν σε κάθε Τμήμα με έναν καταιγισμό τροπολογιών και

νομοθετικών ρυθμίσεων (συχνά στο εσωτερικό νομοσχεδίων χωρίς

προφανή συνάφεια με τις ενσωματούμενες ρυθμίσεις) που αναγνωρίζουν

και απαιτούν (για την ολοκλήρωση ή τη συμπλήρωση του πτυχίου) ειδικά

προσόντα, δεξιότητες και καταρτίσεις που αποκτώνται ή πιστοποιούνται

από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και εξωπανεπιστημιακές επιτροπές.

Εξάλλου, μολονότι το σύστημα των ευρωπαϊκών πιστωτικών μονάδων

μπορεί να διευκολύνει τις ανταλλαγές στο πλαίσιο των προγραμμάτων

Erasmus και την επίτευξη μιας ευρύτερης συνεννόησης στο εσωτερικό των

ευρωπαϊκών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, από την άλλη μεριά η

ισοπεδωτική εφαρμογή του δημιουργεί προβλήματα σε Τμήματα που

απαιτούν πιο περίπλοκους και προσεγμένους συνδυασμούς διδακτικών

μονάδων λόγω του ιδιαίτερου σχεδιασμού των προγραμμάτων τους

προκειμένου αυτά να ανταποκριθούν και στις ανάγκες της

δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία απορροφά ένα μεγάλο αριθμό

πτυχιούχων. Η εξαγγελθείσα από το Υπουργείο κατάργηση ή συνένωση

πανεπιστημιακών Τμημάτων δεν νοείται χωρίς πολύ προσεκτικό και

νηφάλιο σχεδιασμό και είναι αυτονόητο ότι πρέπει να βασίζεται στις

πραγματικές εκπαιδευτικές και ερευνητικές ανάγκες των Πανεπιστημίων

και της Ανώτατης Παιδείας και τη σύμμετρη ανάπτυξη της χώρας. Στο

θέμα αυτό σπασμωδικές κινήσεις εντυπωσιασμού με κατασκευή

παραπλανητικών στοιχείων για την ενίσχυση της σχετικής

επιχειρηματολογίας, επιβολή προειλημμένων αποφάσεων, περιφρόνηση

της επιστημονικής γνώμης των ειδικών και της βούλησης των ίδιων των

Πανεπιστημίων, σχεδιασμοί με γνώμονα την περαιτέρω συρρίκνωση των

ισχνών κονδυλίων που το Κράτος διαθέτει για την Παιδεία, μόνο

αρνητικές συνέπειες μπορούν να έχουν για τους φοιτητές και την

επίτευξη της πολυδιαφημιζόμενης αναβάθμισης των σπουδών τους.

Ο αριθμός των εισακτέων φοιτητών πρέπει να καθορίζεται από τα

Τμήματα, τα οποία έχουν σαφέστατη εικόνα των δυνατοτήτων και των

αναγκών τους. Ο καθορισμός από το Υπουργείο ενός υπερβολικού

αριθμού εισακτέων ανά Τμήμα εδώ και πολλά χρόνια, παρά τις

εισηγήσεις των Τμημάτων, αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες

δυσλειτουργίας των Πανεπιστημίων. Ο αριθμός αυτός επιδεινώνεται στα

κεντρικά Πανεπιστήμια από ένα πλήθος μετεγγραφομένων φοιτητών με

αποτέλεσμα μια ανεπίτρεπτη δυσαναλογία διδασκόντων–διδασκομένων.

Η πολιτεία πρέπει να αναζητήσει προσφορότερους τρόπους

αντιμετώπισης του κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων με τα

οποία συνδέεται το θέμα των μετεγγραφών.

Η συμμετοχή στα εκλεκτορικά σώματα επιστημόνων από το

εξωτερικό αντιμετωπίζεται λανθασμένα από το Υπουργείο ως πανάκεια

για τα προβλήματα του ελληνικού Πανεπιστημίου. Εκτός του ότι είναι

ιδιαίτερα δαπανηρή και ανεφάρμοστη, αυτή η πρακτική οδηγεί σε

κίβδηλες και απαξιωτικές εκτιμήσεις για την ποιότητα του εγχώριου

επιστημονικού δυναμικού, ενώ παράλληλα προδίδει μια κακώς νοούμενη

«επαρχιώτικη» νοοτροπία από την πλευρά του Υπουργείου. Το ελληνικό

επιστημονικό δυναμικό είναι ικανότατο και επαρκέστατο, για να

διαχειριστεί τα θέματα εκλογής του διδακτικού και ερευνητικού

προσωπικού των Πανεπιστημίων. Δεν αρνούμαστε τη συνεργασία με τα

ξένα πανεπιστήμια, αντίθετα μάλιστα υπάρχουν ήδη πολύ γόνιμες

συνεργασίες σε επίπεδο ερευνητικών προγραμμάτων, επίβλεψης

διδακτορικών διατριβών, ανταλλαγής επισκέψεων ακαδημαϊκού

χαρακτήρα κλπ., οι οποίες ενισχύουν τους δεσμούς της ελληνικής

πανεπιστημιακής κοινότητας με το εξωτερικό και πιστοποιούν το πολύ

υψηλό επίπεδό της σε παγκόσμια κλίμακα.

Πιστεύουμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να στηριχτούν και να

προστατευτούν τα Τμήματα, τα οποία αποδυναμώνονται και ουσιαστικά

καταργούνται από το Κ.Δ. Τα Τμήματα αποτέλεσαν μια από τις κύριες και πρωτοποριακές ρυθμίσεις του νόμου του 1982. Κάθε Τμήμα θεραπεύει ένα

συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο και αποτελεί τη βασική

εκπαιδευτική και ερευνητική μονάδα του Πανεπιστημίου. Τα Τμήματα

πρέπει να συνεχίσουν να είναι υπεύθυνα για τον καταρτισμό των

προγραμμάτων σπουδών τους και να εκπροσωπούνται στη Σύγκλητο, σε

αντίθεση με όσα προωθεί το Κ.Δ. Όσον αφορά την ενδεχομένως

προβληματική λειτουργία ορισμένων Τμημάτων που ιδρύθηκαν με

προχειρότητα και βιασύνη από την Πολιτεία προκειμένου να

εξυπηρετηθούν προσωπικά και μικροκομματικά συμφέροντα, την ευθύνη

για τις αρνητικές συνέπειες πρέπει να την επωμιστεί η ίδια και όχι η

ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία εγκαίρως επισήμανε τους κινδύνους που

ελλοχεύουν σε αυτού του είδους τη μικροπολιτική πρακτική.

Εξάλλου, οι διατάξεις του Κ.Δ. σχετικά με την αρχική εισαγωγή

φοιτητών σε μια Σχολή με κοινό και ενιαίο πρόγραμμα σπουδών και την

κατοπινότερη κατανομή τους σε Τμήματα ανάλογα με την επίδοση και

την επιλογή τους είναι πρακτικά μη εφαρμόσιμες. Ιδιαίτερα σε πολύ

μεγάλες Σχολές όπως η Φιλοσοφική, που περιλαμβάνει δεκατρία

Τμήματα – ακόμη και αν αυτή χωριστεί σε δύο Σχολές (ελληνόγλωσσα και

ξενόγλωσσα Τμήματα) – είναι αδύνατος ο καταρτισμός ενός κοινού

προγράμματος σπουδών, όπως αδύνατες είναι και η διδασκαλία και η

αξιολόγηση ενός τεράστιου αριθμού φοιτητών στο πρώτο έτος. Εξάλλου,

το Κ.Δ. φάσκει και αντιφάσκει, καθώς από τη μια προβάλλει την ανάγκη

για σεμιναριακού τύπου μαθήματα στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, ενώ από

την άλλη υπονομεύει κάθε τέτοια προσπάθεια με την εισαγωγή ενός

τεράστιου αριθμού φοιτητών στις Σχολές. Τα διατμηματικά και

διεπιστημονικά Προγράμματα Προπτυχιακών Σπουδών που

προβάλλονται από το Κ.Δ. ως δέλεαρ και στόχος, απαιτούν αφενός την

ύπαρξη ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων και αφετέρου έναν διαφορετικό,

πολύ προσεκτικό σχεδιασμό, καθώς την επιστημονική ευθύνη της

ενδελεχούς μελέτης της δημιουργίας τους και της ταυτότητάς τους

μπορούν να αναλάβουν μόνο τα ίδια τα συνεργαζόμενα Τμήματα.

Ως προς τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών, αναμφισβήτητα,

οι αλλαγές των μεταπτυχιακών προγραμμάτων είναι αναγκαίες, ωστόσο

οι αλλαγές αυτές πρέπει να είναι εφαρμόσιμες και στοχευόμενες.

Προτεραιότητα αποτελεί η ανάπτυξη προγραμμάτων μεταπτυχιακών

σπουδών υψηλού επιπέδου με βάση τις διεθνείς προοπτικές των

επιστημονικών δεδομένων και με στόχο τη συγκράτηση, όσο είναι

δυνατόν, των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων. Στο πλαίσιο

αυτό, οι κύριες προτάσεις μας συνοψίζονται στα παρακάτω:

- Τα μεταπτυχιακά προγράμματα πρέπει να συνεχίσουν να

οργανώνονται από τα πανεπιστημιακά Τμήματα. Η ένταξη τους σε Σχολές θα δημιουργήσει αρκετά προβλήματα λόγω μεγάλης

ανομοιογένειας των προγραμμάτων ακόμη και του ιδίου Τμήματος.

- Ενθαρρύνουμε τη δημιουργία διατμηματικών, διεπιστημονικών και

διαπανεπιστημιακών προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών με

τη συμμετοχή και ερευνητικών κέντρων του Δημοσίου. Ήδη το

Τμήμα μας πρώτο διοργάνωσε το διατμηματικό μεταπτυχιακό

πρόγραμμα Διδασκαλία της Νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας, που

λειτουργεί από το ακαδημαϊκό έτος 1993-94. Επίσης, δημιούργησε το

διεπιστημονικό—διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών

Σπουδών Τεχνογλωσσία με σύμπραξη του δημοσίου Ερευνητικού

κέντρου Αθηνά (ΙΕΛ), που λειτουργεί από το ακαδημαϊκό έτος 1998-

99.

- Σύνδεση της διδασκαλίας με την έρευνα στα Προγράμματα

Μεταπτυχιακών Σπουδών και αξιοποίηση των μεταπτυχιακών

φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων στην εκπαιδευτική

διαδικασία (φροντιστηριακά-εργαστηριακά μαθήματα).

- Διεύρυνση και δημιουργία σύγχρονου πλαισίου υποτροφιών σε

μεταπτυχιακούς φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες.

- Χρηματοδότηση νέων ΠΜΣ, ιδιαίτερα μάλιστα αυτών που

εντάσσονται στην κατηγορία των ανθρωπιστικών και κοινωνικών

σπουδών.

- Αξιολόγηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με σαφή κριτήρια

αξιολόγησης, με μοναδικό στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας

των προγραμμάτων.

Γ) Έρευνα

Είναι εντυπωσιακό ότι πουθενά στο Κ.Δ. δεν αναφέρονται οι

ανθρωπιστικές σπουδές. Το Κ.Δ. τις θέτει ουσιαστικά στο περιθώριο,

καθώς προσανατολίζεται σε ένα Πανεπιστήμιο που λειτουργεί με

αποκλειστικό κριτήριο τους νόμους της αγοράς. Οι ανθρωπιστικές

σπουδές, οι οποίες δεν υπακούουν και δεν μπορούν να υπακούσουν στους

όρους της αγοράς, διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να οδηγηθούν σε μαρασμό.

Το Κ.Δ. προκλητικά αγνοεί τη μεγάλη παράδοση και τη σημασία των

ανθρωπιστικών σπουδών για την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό

Πανεπιστήμιο. Η προβολή των αξιών στις οποίες στηρίζεται ο

ανθρωπισμός πρέπει να διευκολύνεται, ώστε να προσελκύονται και όσοι

ξένοι ενδιαφέρονται για τις ελληνικές σπουδές σε προπτυχιακό ή

μεταπτυχιακό επίπεδο. Η βασική έρευνα που γίνεται σε Τμήματα που

καλλιεργούν τις ανθρωπιστικές σπουδές είναι μεγάλης σημασίας και

εμβέλειας και πρέπει η Πολιτεία να φροντίζει, ώστε η χρηματοδότηση του

Πανεπιστημίου να είναι σε ύψος που να επιτρέπει στο τελευταίο τη γενναία ενίσχυση της έρευνας στα Τμήματα αυτά. Τα Εργαστήρια και οι

Βιβλιοθήκες τους είναι χώροι που χρησιμοποιούνται από το επιστημονικό

δυναμικό και εισάγουν τους φοιτητές στην έρευνα. Εκεί παράγεται

υψηλού επιπέδου διεθνώς αναγνωρισμένο ερευνητικό έργο, το οποίο έχει

έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και ιδιαίτερες ανάγκες σε τεχνολογικό και

άλλο εξειδικευμένο εξοπλισμό που ενδεχομένως αγνοούν οι μη

παροικούντες την Ιερουσαλήμ.

Κύρια φιλοσοφία του Κ.Δ. αποτελεί η στενή σύνδεση της

πανεπιστημιακής έρευνας με την αγορά και η χρηματοδότησή της από

ιδιωτικές πηγές. Ωστόσο, στην ιδιωτική χρηματοδότηση της

πανεπιστημιακής έρευνας (κυρίως της βασικής έρευνας) ελλοχεύουν

σοβαροί κίνδυνοι για το δημόσιο Πανεπιστήμιο και την ανεξαρτησία του.

Στη χώρα μας το θεσμικό πλαίσιο για την ιδιωτική χρηματοδότηση της

πανεπιστημιακής έρευνας είναι θολό και ασαφές και μπορεί να οδηγήσει

τα Πανεπιστήμια σε επικίνδυνες ατραπούς. Είναι ορατός ο κίνδυνος να

αλωθεί το Πανεπιστήμιο εξαιτίας του ασαφούς νομικού πλαισίου.

Πιστεύουμε ότι η έρευνα στα ελληνικά Πανεπιστήμια πρέπει να

χρηματοδοτείται από την ελληνική Πολιτεία και παράλληλα να

αναζητηθούν άλλοι τρόποι που δεν θα θίγουν την ανεξαρτησία των

Πανεπιστημίων και δεν θα είναι εκτός των κανόνων της ακαδημαϊκής

ηθικής και δεοντολογίας.

Επίσης, πιστεύουμε ότι τα Πανεπιστήμια πρέπει να είναι

αποκλειστικά αρμόδια για την ίδρυση εργαστηρίων και ερευνητικών

μονάδων καθώς και για τις προσλήψεις τεχνολογικού προσωπικού και

την κατανομή των κονδυλίων της έρευνας με βάση τις ανάγκες κάθε

Τμήματος.

Η δημιουργία ενός έγκυρου και δυναμικού εκδοτικού φορέα από το

Πανεπιστήμιο Αθηνών αποτελεί κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, η

οποία θα στηρίξει το πολυσχιδές ερευνητικό έργο που επιτελείται στο

Πανεπιστήμιό μας και θα ενισχύσει τη θέση του διεθνώς.

Δ) Χρηματοδότηση

Διαμαρτυρόμαστε εντονότατα για τη συνεχή υποχρηματοδότηση

της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από την Πολιτεία, παρά τις περί του

αντιθέτου εξαγγελίες. Η διαρκής υποχρηματοδότηση αποτελεί τη βασική

αιτία για τη δυσχερή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά

Πανεπιστήμια. Δεν νοείται σοβαρή πρόταση για βελτίωση της

τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς να έχει προηγουμένως επιλυθεί το θέμα

αυτό.

Η προτεινόμενη από το Κ.Δ. μεταφορά της μισθοδοσίας στα

Πανεπιστήμια είναι αδιανόητη και εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς θα οδηγήσει στον οικονομικό μαρασμό των Ιδρυμάτων και των εργαζομένων

σε αυτά. Επιπλέον, θέτει τους πανεπιστημιακούς δασκάλους σε σαφώς

υποδεέστερη θέση σε σχέση με όλους τους άλλους δημόσιους λειτουργούς.

Το πάγιο αίτημα της βελτίωσης του απαράδεκτα χαμηλού επιπέδου (για

τα ελληνικά, τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή δεδομένα) των αποδοχών των

μελών Δ.Ε.Π. όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται από το Κ.Δ., αλλά σχεδόν

λοιδορείται με την πρόβλεψη διαφορετικών υψηλότατων αποδοχών σε

ξένους επιστήμονες προκειμένου να δεχτούν να διδάξουν στο ελληνικό

Πανεπιστήμιο.

Εξάλλου, η αξιοποίηση της περιουσίας των Πανεπιστημίων είναι

αδύνατο να εξασφαλίσει τους πόρους για τη λειτουργία τους, ενώ οι

χορηγίες από ιδιωτικούς φορείς δημιουργούν επικίνδυνες εξαρτήσεις που

πλήττουν την ανεξαρτησία των Α.Ε.Ι.

Εδώ και χρόνια το Τμήμα Φιλολογίας προσφέρει υψηλής ποιότητας

δωρεάν μεταπτυχιακά προγράμματα. Για λόγους αρχής η διατήρηση

αυτού του καθεστώτος είναι υψίστης σημασίας για το Τμήμα. Είμαστε

κατηγορηματικά αντίθετοι στην καταβολή διδάκτρων από τους φοιτητές

για τις μεταπτυχιακές τους σπουδές.

Για τους προπτυχιακούς φοιτητές η βελτίωση του επιπέδου

σπουδών εξασφαλίζεται με την παροχή στους ίδιους του αγαθού της

δωρεάν εκπαίδευσης, με τη διατήρηση όσων έχουν ήδη κατοχυρωθεί και

επιπλέον με την ενίσχυση με υποτροφίες, με τη χρηματοδότηση για

εκπαιδευτικές εκδρομές, διοργανώσεις συνεδρίων και ημερίδων που

εκείνοι θα παρακολουθούν, καθώς και με τη δημιουργία κατάλληλων

υλικοτεχνικών υποδομών για την καλύτερη οργάνωση του εκπαιδευτικού

έργου.

Με το θέμα της χρηματοδότησης συνδέεται άρρηκτα και η προβολή

διεθνώς του έργου υψηλού επιπέδου που πραγματοποιεί το ελληνικό

Πανεπιστήμιο. Ο όρος «διεθνοποίηση» της Ανώτατης Εκπαίδευσης που

χρησιμοποιεί το Κ.Δ. είναι ατυχής: αυτό που έχει ήδη επιτύχει σε μεγάλο

βαθμό η ελληνική Ανώτατη Εκπαίδευση και επιζητεί την αρωγή της

Πολιτείας για την περαιτέρω ενίσχυσή του είναι η αναγνώριση του

ερευνητικού και εκπαιδευτικού έργου της από τη διεθνή επιστημονική

κοινότητα και η συνεργασία με όρους ισοτιμίας και αλληλοσεβασμού με

τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα μεγάλα ερευνητικά κέντρα του

εξωτερικού. Η αρωγή, όμως, αυτή συνίσταται σε ηθική ενίσχυση και

γενναία χρηματοδότηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, ώστε το ανθρώπινο

ακαδημαϊκό δυναμικό της να επιτελέσει απρόσκοπτα το έργο που έχει την

επιστημονική κατάρτιση και γνώση να επιτελεί.

Τέλος, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίες και θεμιτές η κοινωνική

λογοδοσία, η αξιολόγηση και η διαφάνεια σε όλες τις διαδικασίες των

Α.Ε.Ι. και ότι μπορούν να συμβάλουν στην ποιοτική βελτίωση των

σπουδών και της έρευνας, καθώς και στην αξιοκρατία. Πρέπει όμως πρώτα η Πολιτεία να τηρήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην

ανώτατη εκπαίδευση και να εξασφαλίσει δίκαια και αντικειμενικά

κριτήρια αξιολόγησης για τα Πανεπιστήμια. Επιπλέον, η αξιολόγηση

αυτή δε θα πρέπει να αποτελέσει άλλοθι για τη μείωση της

χρηματοδότησης των Α.Ε.Ι., αλλά να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για

την καταγραφή και αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων της

ανώτατης εκπαίδευσης.

Συμπερασματικά, το Τμήμα Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α. αναγνωρίζει

την ανάγκη διορθωτικών παρεμβάσεων στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο,

προκειμένου να επιλυθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα

ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πιστεύει, ωστόσο, ότι το Κ.Δ. του

Υπουργείου δεν μπορεί να αποτελέσει βάση διαλόγου για αυτές τις

αλλαγές για τους λόγους που αναπτύχθηκαν παραπάνω. Αντίθετα,

θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη για ένα λιτό, ορθολογικό και ευέλικτο θεσμικό

πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο θα επιτρέπει στα

Πανεπιστήμια να ρυθμίζουν τα επί μέρους θέματά τους ανάλογα με τις

ανάγκες και τις ιδιαιτερότητές τους. Το Τμήμα Φιλολογίας ελπίζει ότι με

τις παραπάνω προτάσεις του θα συμβάλει ουσιαστικά στις προσπάθειες

της πανεπιστημιακής κοινότητας για άνοδο του επιπέδου και της

ποιότητας της διδασκαλίας και της έρευνας στην ελληνική δημόσια

τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας



Ελένη Καραμαλέγκου
 
 
RAMNOUSIA

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη!

Τα μόνα σχόλια που σβήνω είναι οι ύβρεις.

Χειρουργικό Ιατρείο

Χειρουργικό Ιατρείο